Μία μέρα πριν την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ με ανακοίνωσή του αναφέρεται στο ζήτημα των αλλαγών στο Σύνταγμα και κάνει λόγο για επίθεση από πλευρά της κυβέρνησης έναντι της Εκκλησίας.
Η ανακοίνωση αναφέρει:
Εν Πειραιεί τη 18η Μαρτίου 2019
Κυβερνητική επίθεση στη θρησκευτική ειρήνη και άφρων προτροπή στους φονταμενταλιστές σε θρησκευτική αυτοδικία.
Η Κυβέρνηση δεν διδάσκεται από τις ομολογηθείσες αυταπάτες και τις ιδεοληψίες που την κατατρύχουν. Τέθηκε σε διαβούλευση από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το Nομοσχέδιο για την αναθεώρηση του νέου Ποινικού Κώδικα, τον οποίον εισηγείται η Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή την οποία συνέστησε ο τέως Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Νικ. Παρασκευόπουλος.
Μεταξύ των πολλών τραγικών αλλαγών του νομικού μας ποινικού πολιτισμού που ήδη έχουν κατακριθεί εντόνως, το Νομοσχέδιο καταργεί από το δεύτερο βιβλίο και το 7ο κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικος που επιγράφεται «Επιβουλή της θρησκευτικής ειρήνης» τα άρθρα 198, 199 και 201 που αφορούν στην κακόβουλη βλασφημία, στην καθύβριση θρησκευμάτων και στην περιύβριση νεκρών διατηρώντας την διάταξη του άρθρου 200 για την διατάραξη θρησκευτικών συναθροίσεων. Ο τ. Υπουργός κ. Παρασκευόπουλος είχε προιδεάσει για την συγκεκριμένη ρύθμιση της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής ισχυριζόμενος ότι: «Κατά το Ποινικό Δίκαιο η ποινή προϋποθέτει την τέλεσι πράξης. Ο προσδιορισμός της τελευταίας χωρεί με στάθμιση των εμπειρικών-αποδείξιμων αποτελεσμάτων της. Ωστόσο, στην περίπτωση της βλασφημίας λείπει οποιαδήποτε αποδείξιμη ενώπιον δικαστηρίου βλαπτική συνέπεια της πράξης. Επομένως, η έννοια του εγκλήματος δεν διακρίνεται». Η σκέψις αυτή είναι η πλήρης διαστρέβλωση της νομικής πραγματικότητος.
Η κατάργηση των άρθρων 198 και 199 του Ποινικού Κώδικος που αφορούν στην κακόβουλη βλασφημία των θείων πάσης γνωστής κατά το Σύνταγμα, θρησκείας, δηλ. εκείνης που δεν έχει κρύφια δόγματα και της οποίας η λατρεία δεν αντίκειται στην δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 13 του ισχύοντος Συντάγματος, υπό τον τίτλον του Ποινικού Νόμου «Επιβουλή θρησκευτικής Ειρήνης», προσβάλλει και θέτει σε άμεση διακινδύνευση το έννομον αγαθόν που προσδιορίζεται υπό του τίτλου «Επιβουλή θρησκευτικής ειρήνης» δηλ. την κοινωνική συνοχή και την ειρηνική συμβίωση διαφορετικών θρησκευτικών παραδοχών και ενοτήτων, σε συνθήκες μάλιστα ακρίτου μεταναστεύσεως και συγκροτήσεως πολυπολιτισμικών συνθηκών. Ο ποινικός μας νομοθέτης δεν τιμωρεί την άρνηση ή την κριτική του θρησκευτικού γεγονότος, αλλά την δημοσία κακόβουλη βλασφημία, την δολία δημοσία γενομένη καθύβριση του θείου, που στοχεύει όχι στην κριτική άρνηση ή θεώρηση, αλλά στην χυδαία απομείωση του θρησκευτικού γεγονότος που αναποδράστως προκαλεί την οργή και τον βαθύτατο παραπικρασμό των πιστευόντων στην υβριζομένη θρησκευτική παραδοχή, διότι η θρησκεία ή η αθεία εκάστου συνιστά αναποδράστως το οντολογικό του θεμέλιο, υπό του οποίου διαπλάσσεται ο ψυχισμός του και η πράξη του βίου του . Όπως ευχερώς αντιλαμβάνεσθε, η αιτιολογική βάσι των συγκεκριμένων ποινικών διατάξεων και η στόχευση του ποινικού νομοθέτου ορίζεται από το νομικό προσδιορισμό των άρθρων «επιβουλή Θρησκευτικής Ειρήνης» και είναιη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής μέσα στο κοινωνικό σύνολο και η προστασία αυτής της κοινωνικής συνοχής από την διάρρηξη που θα προκαλέσει αναπότρεπτα η δολία δημοσία εξύβριση του θρησκεύματος κάποιων συμπολιτών που αναγνωρίζεται στη Χώρα. Συνεπώς με τις προβλέψεις του ποινικού μας νομοθέτου δεν προστατεύεται ο Θεός, ο οποίος δεν δείται ασφαλώς ποινικής προστασίας και εισαγγελικής παρεμβάσεως, αλλά το έννομο αγαθό της κοινωνικής συνοχής και η δημοκρατική ευστάθεια της Χώρας, διότι το πρόσωπο του κάθε συναθρώπου μας που θρησκεύεται ταυτίζεται και συγκροτείται πνευματικά με την θρησκευτική του παραδοχή και κατά ταύτα η κακόβουλος βλασφημία του θείου που λατρεύει ως οντολογικό του θεμέλιο όπως προαναφέραμε, προσβάλλει το ίδιο το πρόσωπο και προκαλεί εύλογα το θυμικότου συναίσθημα με απροβλέπτους συνεπείας διά το κοινωνικόν σύνολον.
Η βλαπτική επομένως συνέπεια της βλασφημίας που είναι σαφώς αποδείξιμη εκ των συνεπειών και αποτελεσμάτων της ενώπιον της Δικαιοσύνης, είναι adhoc η διακινδύνευση της διατηρήσεως της θρησκευτικής ειρήνης και της κοινωνικής συνοχής και η αποτροπή της κακουργηματικής θρησκευτικής αυτοδικείας.
Με την αποποινικοποίηση της κακόβουλης βλασφημίας οδηγούμεθα αναποδράστως στην κακουργηματική θρησκευτική αυτοδικία διότι δεν θα υφίσταται πλέον έννομος τρόπος αντιδράσεως και ικανοποιήσεως του πλησσομένου θρησκευτικού συναισθήματος, που δολίως και χυδαίως θα καθυβρίζεται και θα απομειώνεται, με πρόδηλο αποτέλεσμα την βαρυτάτη προσβολή του θρησκευομένου προσώπου που όπως ανέφερα συγκροτείται και νοηματοδοτείται ηθικά, πνευματικά και οντολογικά από την θρησκευτική του παραδοχή.
Τα πολύ ουσιώδη αυτά ενδεχομένως να μην έχουν τύχει αναλόγου μελέτης και προσεγγίσεως από διαφόρους Διεθνείς Οργανισμούς όπως η Διεθνής Αμνηστία και άλλοι που εσφαλμένα εκλαμβάνουν τις ανωτέρω ποινικές διατάξεις ως δήθεν «καταδίκη της ελεύθερης έκφρασης» διότι επαναλαμβάνω δεν τιμωρείται η έλλειψη σεβασμού προς τα θεία ή η άρνησι του θρησκευτικού γεγονότος ή η κριτική του δόγματος οιασδήτινος θρησκευτικής παραδοχής, αλλά η δημοσία κακόβουλος βλασφημία η οποία καιρίως πλήττει τον θρησκευόμενον άνθρωπον. Άλλωστε είναι εντελώς αντιφατικό η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ να θεωρεί ότι πρέπει να ποινικοποιείται η περίπτωσι «εθνικού, θρησκευτικού ή φυλετικού μίσους που αποτελεί υποκίνησι διακρίσεων, εχθρότητας ή βίας» (άρθρο 20 παρ. 2 του Διεθνούς Συμφώνου) και την ίδια στιγμή να προτείνεται η αποποινικοποίηση του γενεσιουργού αιτίου που είναι η κακόβουλος βλασφημία, για την πρόκλησι και υποκίνησι θρησκευτικού μίσους.
Απαράδεκτη νομικώς είναι και η κατάργηση του άρθρου 201 για την περιύβριση νεκρών διότι οδηγεί και αυτή τους οικείους του περιύβρισθέντος σε αναπόδραστη αυτοδικία υπερσπιζόμενοι την μνήμη του νεκρού τους, εφ’ όσον δεν θα υφίσταται πλέον έννομος αποτροπή και προστασία.
Στην τυχόν ένστασι ότι τα άρθρα 198 και 199 δεν τυγχάνουν δήθεν πρακτικής εφαρμογής η απάντηση είναι ότι ο ποινικός νόμος δρα όχι μόνο κατασταλτικώς αλλά και προληπτικώς και αποτελεί εχέγγυο εννόμου προστασίας και καταφυγής.
Κατόπιν των ανωτέρω όλοι όσοι συμπράξουν στην κατάργηση των ανωτέρω διατάξεων από τον κάθε Βουλευτή έως τον Εξοχώτατο κ. Πρόεδρο της Δημοκρατίας στιγματίζονται από τώρα ως ηθικοί αυτουργοί της κακουργηματικής θρησκευτικής αυτοδικίας, γεγονός που ειλικρινώς απευχόμεθα και εκ προοιμίου εντόνως καταδικάζομε, στην οποία αναποδράστως θα οδηγηθούν τα πράγματα, συντρίβοντες την θρησκευτική ειρήνη της Χώρας και οδηγούντες στο τραγικό έγκλημα αποσαρθρώσεως της κοινωνικής συνοχής.
Το εξόχως φρικώδες κακούργημα των δολοφονικών επιθέσεων της Ν. Ζηλανδίας κρούει επαρκώς και ελπίζομε εγκαίρως τον κώδωνα του κινδύνου.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ο Πειραιώς ΣΕΡΑΦΕΙΜ