Τού πρωτοπρ. π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Ομοτ. Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών
ΑΠΟ χρόνια δουλεύω αυτό το θέμα και έχει συγκεντρωθεί ένα τεράστιο υλικό, αρχειακό, αδημοσίευτο ή και δημοσιευμένο. Σκοπός του κειμένου αυτού είναι να λειτουργήσειως πρόκληση στους αγαπητούς μας αναγνώστες. Είναι βέβαιο, ότι θα δημιουργηθούν όχι μόνο εύλογες απορίες, αλλά και αντιδράσεις, διότι το κείμενο συμβάλλει στην υπέρβαση της «σιδερωμένης» ιστορίας, που θα ᾽λεγε και ο αείμνηστος Μακρυγιάννης, η οποία διδάσκεται και αναπαράγεται στη σχολική μας εκπαίδευση. Αλλ᾽ αυτό είναι φυσική απόληξη της ευρωπαικής αναγνώσεως της ιστορίας μας. Χρειάζεται γι᾽ αυτό και η ρωμαίικη-ελληνορθόδοξη ανάγνωσή της, επί τη βάσει των πηγών, που όχι μόνο υπάρχουν, αλλά είναι και πλούσιες. Μιά τέτοια ανάγνωση είχε πραγματοποιήσει ο μακαριστός π. Ιωάννης Ρωμανίδης († 2001), και αντιμετωπίσθηκε από κάποιους με βιαιότητα και κακία, διότι ετάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα της καθιερωμένης ιστοριογραφίας, αλλά και της πολιτικής ακαμψίας. Σήμερα όμως ίσως είναι ευνοικότερες οι εθνικοκοινωνικές συνθήκες, για να επαναληφθεί το εγχείρημα εκείνου. Διότι η Ευρώπη, στην οποία είχαμε εναποθέσει «την πάσαν ελπίδα» μας, απεκάλυψε (και στην εποχή μας) το αληθινό πρόσωπό της.
* * *
Ισχυρή πρόκληση για την Ελληνική συνείδηση είναι, αν πέτυχε η Ελληνική επανάσταση τους σκοπούς της, που ήταν σκοποί όλου του Γένους/Έθνους. Το ερώτημα αυτό έχει τεθεί επανειλημμένα μέχρι σήμερα. Ποιός ήταν ο κύριος στόχος της; Κατά την εκτίμηση πολλών ιστορικών μας το «1821» είχε μεγαλοιδεατικό-ρωμαίικο και όχι αλυτρωτικό-χαρακτήρα. «Να φτειαχθεί το ρωμαίικο» ήταν το βασικότερο κίνητρό του. Ρωμαίικο όμως σημαίνει οικουμενικά και υπερφυλετικά ελληνικό και όχι ελλαδικό και παραπέμπει το «ευρύ» και όχι το «στενό» Γένος. Κατά τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη «οι Ρωμηοί (ΓΔΜ: οι ελληνορθόδοξοι) επαναστάτησαν το 1821, διά να ξαναγίνη η Ρωμηοσύνη κράτος με τον ρωμαίικο (ΓΔΜ: ελληνορθόδοξο) πολιτισμόν της, που με υπερηφάνειαν και κάθε θυσίαν είχαν διαφυλάξει κατά τα σκληρά χρόνια της Τουρκοκρατίας, της Φραγκοκρατίας και της Αραβοκρατίας»2. Πόση αλήθεια εκφράζει αυτή η θέση;
Θα παρουσιάσουμε δειγματοληπτικά κάποιες άμεσες μαρτυρίες από την πλούσια βιβλιογραφία.
1. Η ανάσταση της Ελληνορθόδοξης Ρωμανίας (Βυζαντίου) ήταν το 1821 η κυριαρχούσα στα ευρύτερα στρώματα του λαού ιδεολογία. Υπήρχαν μυστικοί πόθοι του Γένους. Η λαική ποίηση υποσχόταν (στην Παναγία): «Πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά Σου θάναι». (Όταν τα έχει η Παναγία, είναι και δικά ΜΑΣ, ενώ, όπως στην εποχή μας, το αντίστροφο δεν είναι βέβαιο…). Συνήθεις σ᾽ όλη την διάρκεια της δουλείας ήσαν οι εκφράσεις «πότε θα γίνει ρωμαίικο», «όταν θα γίνεται Ρωμανία» (ποντιακό)
3.Ακόμη και οι υποστηρίζοντες τη στενή-κρατική-εθνική ιδέα (διαφωτιστές κ.λπ) στα τέλη του 18ου ή τις αρχές του 19ου αιώνα, δεν θα μπορούσαν να φαντασθούν «Ελληνικό Κράτος» με τα σύνορα του 1828/30, ακόμη και τα σημερινά. Τούς στόχους της Ελληνικής Επαναστάσεως καθόριζε, από της πλευράς της Ρωμηοσύνης, η συλλογική μνήμη του Γένους, που προσανατολιζόταν στην Άγια-Σοφιά, τη Νέα Ρώμη/Κωνσταντινούπολη. Σε ο,τι δηλαδη είχε χαθεί και το οποίο ονειρευόταν το Γένος να ξαναποκτήσει. Η απελευθέρωση ενός μικρού τμήματος, κατοικημένου από Έλληνες του αρχαίου «θέματος» Ελλάς (Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος και μερικά νησιά) αποτελούσε την φιλοδοξία εκείνων, που είχαν ταυτισθεί με τους διπλωματικούς στόχους των «Μεγάλων Δυνάμεων», που προέβλεπαν τη μεταβοή του παλαιού «ελλαδικού θέματος» σε κράτος των Ελλήνων, για την εξυπηρέτηση των σχεδίων τους. Θα φθάσουν, μάλιστα, οι ταυτισμένοι με τη δυτική πολιτική Έλληνες του μικρού ελευθέρου Ελληνικού κράτους να απαιτούν να εγκατασταθούν οι εκτός (ελευθέρας) Ελλάδος Έλληνες σ᾽ αυτήν, για να «πολιτογραφηθούν Έλληνες», διαφορετικά έμεναν «Ρωμηοί»
4.Οι υπόδουλοι «Ρωμηοί» έλεγαν όμως «όταν θα κάμωμεν το ρωμαίικο» ή «όταν θα έλθει το ρωμαίικο», πολύ πριν από την εξέγερση του 1821.
Κατά τον μεγάλο ιστορικό μας αείμνηστο Απόστ. Βακαλόπουλο, «η δεύτερη φράση εξακολούθησε να επιζεί και αργότερα στις συνομιλίες των υποδουλωμένων ακόμη Ελλήνων της Θεσσαλίας, Ηπείρου, Μακεδονίας και των άλλων Ελληνικών χωρών»
5. «Να φτειαχθεί το Ρωμαίικο» ήταν ο κοινός πόθος του Γένους. Ο Μεγαλοιδεατισμός του ήταν οικουμενικός όμως, με επίκεντρο την Πόλη (Κωνσταντινούπολη), την παλαιά πρωτεύουσά του. Η ανάσταση της αυτοκρατορίας, της Ρωμανίας/Βυζαντίου, και όχι κάποιας μικρής επαρχίας. Αυτό όμως σήμαινε ανάσταση όλων των Ρωμηών, των πολιτών δηλαδή της Νέας Ρώμης (Κωνσταντινουπόλεως).
Ρητά παρατηρεί ο βρεττανός διπλωμάτης και ιστορικός των πολιτισμών Arnold Toynbee: «Οι νεώτεροι Έλληνες τρέφουν -ή έτρεφαν τουλάχιστον ίσαμε το 1922- τη φιλοδοξία να νεκραναστήσουν την Ανατολική Ρωμαική Αυτοκρατορία και να καταστήσουν την Κωνσταντινούπολη πρωτεύουσά τους ξανά»
6. Καί παρακάτω: «Το ενιαίο ομοιογενές εθνικό κράτος, που συγκροτήθηκε από το 1831 έως το 1945, δεν είχε αληθινά προηγούμενα στα προγενέστερα στάδια της Ελληνικής ιστορίας. Ούτε είχε καθόλου ρίζες στη νεοελληνική ζωή»7. Γιά την ανάσταση του «Ρωμαίικου» είναι σημαντική η ακόλουθη δήλωση του Ληξουριώτη πολιτικού Γεωργίου Τυπάλδου – Ιακωβάτου (1813-1882) μέσα στην Ελληνική Βουλή στις 23.11.1879: «… Εύχομαι δε και ημείς να γίνωμεν Ρωμαίοι, ως είμαι Ρωμαίος και εγώ. Θέλω σας εξηγήσει παρ᾽ εμπρός, οποίαν έννοιαν προσάπτω εις την λέξιν Ρωμαίος. Σείς χωρίς να θέλετε και να το αισθάνεσθε, λέγετε “πότε θα κάμωμεν το Ρωμαίικο”. Εγώ θέλω σας εξηγήσει το Ρωμαίικο»
8.
2. Η αυτοκρατορική ιδέα-το «ευρύ γένος» ήταν η μόνιμη και αμετάτρεπτη ιδεολογία της Ρωμαίικης Εθναρχίας, η οποία συνέχιζε την «Βυζαντινή» Αυτοκρατορία. Γι᾽ αυτό και εξηγούνται οι αρχικοί δισταγμοί της για την επανάσταση των «Ελλήνων» στην ελλαδική επαρχία, διότι το Φανάρι γνώριζε καλά τα σχέδια του Ναπολέοντος, αλλά και των ευρωπαικών ανακτοβουλίων. Η προιούσα κατάπτωση της Οθωμανικής εξουσίας ήταν αισθητή στις αρχές του 19ου αιώνα και η Εθναρχία γνώριζε, ότι η αυτοκρατορία περιερχόταν αργά, αλλά σταθερά, στα χέρια των Ρωμηών. Γι᾽ αυτό ήδη από τον 18ο αιώνα είχε αποκρυσταλλωθεί η Φαναριώτικη προοπτική, ότι η αυτοκρατορία θα μεταστοιχειωνόταν σε Ελληνική-Ρωμαίικη με την εκ των έσω μεταλλαγή της σε «Οθωμανικό Κράτος της ρωμαίικης/ελληνικής εθνότητος». Η εθνικιστική επανάσταση των Νεοτούρκων (1908), που έγινε, για να αποκλεισθούν οι υπερισχύσαντες στις εκλογές Χριστιανοί (Ορθόδοξοι και Αρμένιοι) από την διεκδίκηση της εξουσίας, βεβαιώνει τον ρεαλισμό της φαναριώτικης προσδοκίας. Ανάλογο με την Εθναρχία όραμα ενσάρκωναν και οι Κολυβάδες
του Αγίου Όρους. Ήσαν και αυτοί φορείς του πνεύματος της Ρωμηοσύνης, της απελευθερώσεως δηλαδή «όλων των υποδούλων στον Σουλτάνο λαών, χωρίς καμμιά (ευρωπαικού τύπου) εθνικιστική διάκριση ή κατακερματισμό τους σε συμβατικές κρατικοεθνικές οντότητες, και στη ουσία δυτικά προτεκτοράτα. Γι᾽ αυτό ο προφήτης της ελευθερίας μας Πατροκοσμάς ο Αιτωλός» († 1779), που δίκαια ονομάσθηκε «ο μεγαλύτερος Νεοέλληνας» (Κώνστας), μιλούσε για την ρωμαίικη ανάστασή μας με τον λόγο του: «αυτό μια μέρα θα γίνει ρωμαίικο».
3. Ο Οικουμενικός αυτός πατριωτισμός ενέπνεε και τον Ρήγα, ο οποίος πιστός στην αυτοκρατορική ιδέα σχεδίαζε στους χάρτες του ολόκληρη την αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, το «οικουμενικό κράτος», απευθυνόμενος σ᾽ όλους τους λαούς της και όχι μόνο στους Ελλαδικούς, τους φυλετικά Έλληνες, αλλά και στους μη χριστιανούς. Χρησιμοποιεί την «επίσημη» γλώσσα της «αυτοκρατορίας», τα Ελληνικά (τα Ρωμαίικα) και μιλεί ως «ρωμηός»9 στους άλλους ρωμηούς, ανεξάρτητα από φυλή, γλώσσα και θρησκεία. Κατά τον Απόστ. Δασκαλάκη «πρέπει να θεωρήσωμεν ως βέβαιον, ότι ήδη από της εποχής αυτής είχε συλλάβει (δηλ. ο Ρήγας) το σχέδιον μιάς γενικής επαναστάσεως των Ελλήνων και των λοιπών λαών της Βαλκανικής με την βοήθειαν των στρατιών της Γαλλικής Δημοκρατίας, προς αποτίναξιν του τουρκικού ζυγού προς ίδρυσιν μιάς μεγάλης ελληνικής δημοκρατίας, των ορίων περίπου της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, εντός των κόλπων της οποίας θα έζων εν πλήρει ελευθερία και ισότητι πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων πάντες οι λαοί, ανεξαρτήτως εθνικότητος, γλώσσης και θρησκείας»10. Αυτό, πράγματι, ήταν το ρωμαίικο όνειρο του Ρήγα και όχι η μικρή Ελλάδα του 1828/30 ή και η σημερινή, ακόμη. Η σχεδιαζόμενη από αυτόν «Γραικική (Ελληνική) Δημοκρατία» είναι οικουμενική και πολυεθνική.
Είναι «αυτοκρατορία» με αυτοκράτορα (αυτεξούσιο) τον Λαό της. Παρά τις γαλλικές του επιδράσεις, δηλαδή, ο Ρήγας δεν είχε εγκολπωθεί τη στενή εθνική ιδέα, αλλά έμενε «ρωμηός/βυζαντινός στη συνείδησή του. Ορθά παρατηρεί ο Δασκαλάκης: «Η Βυζαντινή παράδοσις παρέμενε ζώσα χάρις εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, ο δε Ρήγας είχε ζήσει επί μακρόν εις την Κωνσταντινούπολιν, έδραν του Οικουμενικού Πατριαρχείου και θεματοφύλακα των Βυζαντινών παραδόσεων11. Συνεπώς, ο Ρήγας εκινείτο μέσα στην πατριαρχική- φαναριώτικη-εθναρχική προοπτική του οικουμενικού εθνισμού, με βάση την ιδέα της Ρωμανίας/Ρωμηοσύνης, του ελληνορθόδοξου δηλαδή πολιτισμού, με κέντρο την δεύτερη ιστορικά πρωτεύουσα του Ελληνισμού, την Κωνσταντινούπολη-Νέα Ρώμη. Η «Ελληνική Νομαρχία» 1806, έργο κατά την συνάδελφο κ. Μαρία Μαντουβάλου, του Αδαμ. Κοραή, «κατ᾽ ουσίαν ανατρέπει το σχέδιον του Ρήγα διά σχεδίου του Ναπολέοντος, το οποίον αργότερον φέρεται ως σχέδιον του Κοραή»12.Αλλά και ο ρουμάνος πολιτικός και διακεκριμένος ιστορικός Νικ. Γιόργκα (†1940) δέχεται, ότι στο ίδιο ιδεολογικό πλαίσιο εκινείτο και η Φιλική Εταιρεία: Η Εταιρεία «ανώτατον σκοπόν έτασσε να αποκαταστήσει την Βυζαντινήν αυτοκρατορίαν, έχουσαν πρωτεύουσαν την Κων/λιν»13.
4. Εφαρμογή των σχεδίων του Ρήγα προγραμμάτιζε το «Σχέδιον Γενικόν», που συντάχθηκε μεταξύ Μαίου και Ιουλίου 1820 και το είχε εγκρίνει ο Αλέξ. Υψηλάντης. Προέβλεπε «την εξέγερσιν της Βαλκανικής». Είχε 23 άρθρα και όριζε ότι έπρεπε να εκδηλωθεί ο αγώνας σε πέντε μέτωπα, για να διασπασθούν οι δυνάμεις του Κατακτητή. Τα μέτωπα αυτά ήσαν: 1. Ο Μοριάς, 2. Η Ήπειρος, 3. Επανάσταση στη Σερβία και ενδεχόμενα στο Μαυροβούνιο, 4. Κάψιμο της αρμάδας των Οθωμανών στην Κωνσταντινούπολη και 5. Αντιπερισπασμός στη Μολδοβλαχία, τόσο από τις φρουρές των ηγεμόνων, όσο και η εξέγερση της τοπικής αγροτιάς. Άρα ο πολυπροβαλλόμενος αντιπερισπασμός της εξέγερσης στη Μολδοβλαχία ήταν μόνο ένα μέρος του καταρτισθέντος σχεδίου.
Ο αείμνηστος διδάσκαλός μας Διον. Ζακυθηνός σχολιάζει τον τονιζόμενο από τον Ιω. Φιλήμονα αντιπερισπασμό ως εξής: «Εάν διά του όρου τούτου νοήται η περιωρισμένη στρατιωτική ή πολιτική ενέργεια, η αποσκοπούσα εις την παραπλάνησιν του αντιπάλου, δυσκόλως η επιχείρησις της Δακίας θα ηδύνατο να θεωρηθή ως αντιπερισπασμός. Ως πράξις πολιτική και στρατιωτική υπήρξε μέρος του όλου. Καί το Σχέδιον Γενικόν, έστω και αν μονομερώς εφηρμόσθη, έδωκεν εις την Επανάστασιν τον οικουμενικόν χαρακτήρα της. Άνευ αυτού ο αγών θα εκινδύνευεν ίσως να εξελιχθή εις χρονίζουσαν τοπικήν σύγκρουσιν»14.
Αλλά και αυτός ο ηγέτης των Βλάχων (ρουμάνων) αγροτών Θεόδ. Βλαντιμιρέσκου, σε ομιλία του, ανακοίνωσε στους οπαδούς του ότι το «κίνημά του (μαζί με τον Αλ.Υψηλάντη) ανήκε σε γενικώτερη επαναστατική κίνηση»15. Καί ο Θεόδ. Κολοκοτρώνης για να εμψυχώσει το ελλαδικό στοιχείο, τόνιζε μεταξύ άλλων, ότι «όλον το γένοςτών Χριστιανών (αυτό σημαίνει οι Ρωμηοί) και εις τον Μορέα, Ρούμελη, Σερβία, Βουλγαρία, Καραταγλίδες (Μαυροβούνιο), Βλαχομπογδανία και σχεδόν εις αυτήν την ανατολήν, εσηκώθη εις τ᾽ άρματα, ομοίως και όλα τα νησιά της Άσπρης Θαλάσσης» (του Αιγαίου), προβάλλοντας έτσι την ρωμαίικη οικουμενική ιδέα. Εξεγειρόταν ολόκληρο το Ρωμαίικο Μιλλέτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Μετά το κίνημα του Υψηλάντη αρχίζει η παρέκκλιση του στόχου της Επαναστάσεως, που προσέλαβε στενό εθνικό (εθνικιστικό) χαρακτήρα, ως επανάσταση των ελλαδιτών, μιάς επαρχίας δηλαδή της Ρωμαίικης Εθναρχίας. Σαφέστατος στο σημείο αυτό είναι ο καθηγ. Κωνσταντίνος Τριανταφυλλόπουλος: «Εν τοσούτω -γράφει- όταν τον Φεβρουάριον του 1821 εξερράγη παρά τα πολωνικά σύνορα το κίνημα του Υψηλάντη και διά τους γνωστούς λόγους απέτυχεν, επηκολούθησε δε τον Μάρτιον η αποστασία της Πελοποννήσου, δεν πρόκειται πλέον περί ενώσεως πλειόνων λαών εις πολιτείαν φέρουσαν τον χαρακτήρα του υπερέχοντος ελληνικού στοιχείου, αλλά περί αποκαταστάσεως του ελληνικού γένους»16. Μετά το επαναστατικό κίνημα, δηλαδή, του Υψηλάντη, αλλάζει ο οικουμενικός-ρωμαίικος στόχος του Ρήγα. Συνεχίζει δε: «Με άλλους λόγους η αρχή των εθνικοτήτων, ην ενσαρκώνει ο ελληνικός αγών, διατελεί εις εσωτερικήν συνοχήν προς πολίτευμα, οίος υιοθετήθη από την εν Επιδαύρω συνέλευσιν»17. Αυτό σημαίνει, ότι στη διάρκεια της Επανάστασης επεβλήθη άνωθεν (και έξωθεν!) ιδεολογία άγνωστη στο Γένος μέχρι τότε. Το βαυαρικό αυτοκέφαλο του 1833 και όλες οι πολιτικές εξελίξεις μέχρι τη Μικρασιατική καταστροφή (1922) θα ολοκληρώσουν τα ευρωπαικά σχέδια.
Όπως συνοψίζει ο κ. Τριανταφυλλόπουλος «η αποτυχία του κινήματος των Παραδουναβίων επαρχιών κατέστρεψε τας πραγματικάς προϋποθέσεις διά την άσκησιν οικουμενικής πολιτικής»18. Αυτό υποστήριξε, με μεγάλη εκφραστική δύναμη και ο Νικ. Γιόργκα: «Ο Ελληνικός Φοίνιξ της (Φιλικής) Εταιρείας εν τη τολμηρά του ορμή είχε φονεύσει τον παλαιόν βυζαντινόν αετόν»19.Είναι όμως σημαντικό, για την απόδειξη της συνέχειας αυτού του οικουμενικού -ρωμαίικου- πνεύματος, που καμμία ξένη προπαγάνδα δεν είχε την δύναμη να καταπνίξει, το πλαίσιο των οραματισμών του μεγάλου ηγέτη μας Ιωάννου Καποδίστρια (1776-1831), του ΜΟΝΟΥ καθ᾽ ολοκληρίαν ορθοδόξου πολιτικού αυτού του τόπου. Ο Καποδίστριας εκινείτο στο ιδεολογικό κλίμα του Ρήγα και του Αλ. Υψηλάντη. Στο γνωστό Υπόμνημά του από 18 Απριλίου 1819 εκφράζεται η βούλησή του να θεμελιωθεί η Φιλική Εταιρεία «ουχί επί της
εθνότητος, αλλ᾽ επί της ευρείας και ζώσης ορθοδόξου Εκκλησίας» , δηλαδή της Ρωμαίικης Εθναρχίας20. Εξ άλλου, τον Απρίλιο του 1828, κυβερνήτης ήδη της Ελληνικής Επικρατείας, με μια ενέργειά του φανερώνει το ενδιαφέρον του για ρωμαίικη-οικουμενική λύση του Ανατολικού ζητήματος, με υπόβαθρο την ανάσταση της Ρωμηοσύνης- Βυζαντίου. Τότε υποβάλλει στον Τσάρο Νικόλαο σχέδιό του, που προέβλεπε την αναδιοργάνωση της Οθωμανικής Ρούμελης (της Βαλκανικής) σε ομοσπονδία πέντε αυτονόμων κρατών: Ελλάδας, Ηπείρου (ολοκλήρου), Μακεδονίας (ολοκλήρου), Σερβίας και Δακίας (το όνομα ROMANIA/ΡΩΜΑΝΙΑ θα της δοθεί από τον Αλ. Κούζα το 1859/60)
21.Η πρόταση του Καποδίστρια συνιστούσε παραλλαγή του σχεδίου του Ρήγα, αλλά απορρίφθηκε με τη συνθήκη της Ανδριανουπόλεως (14.9.1829)22. Ο Καποδίστριας εργαζόταν για την απελευθέρωση και προοδευτική ενοποίηση των ευρωπαικών επαρχιών της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης. Έτσι κατανοείται και η μαρτυρία του Νικ. Σπηλάδη, στενού συνεργάτη του Καποδίστρια, για την επιθυμία του Κυβερνήτου να επιτύχει την ίδρυση «Νεορωμαικής Αυτοκρατορίας», δηλαδή ανάσταση της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης/Βυζαντίου. Έτσι σκέπτονταν όλοι οι Ρωμηοί, δηλαδή οι Ορθόδοξοι Έλληνες, όχι όμως και οι Έλληνες- Ορθόδοξοι, που χρησιμοποιούν την Ορθοδοξία, ταυτιζόμενοι με τα εκάστοτε σχέδια της Ευρωπαικής Πολιτικής.
5. Αλλά και η Υψηλή Πύλη γνώριζε την προσδοκία της Εθναρχίας για την ανάσταση της Ρωμανίας και έτσι κατενόησε και τον αγώνα του ᾽21. Δεν είναι άρα ανεξήγητο, ότι αντέδρασε με τον απαγχονισμό του Γενάρχη των Ρούμ/Ρωμηών (10.4.1821). Ο Οικουμενικός Πατριάρχης ήταν για τον Σουλτάνο ο αρχηγός του Μιλλετίου των «Ρούμ» και όχι μόνο των «Γιουνανλάρ». Ο άγιος Πατριάρχης και όλοι οι λοιποί συναθλητές του, κληρικοί και επίσημοι λαικοί, έπαθαν υπέρ όλου του Γένους των Ρωμαίων και όχι μόνο «υπέρ Δημητσάνης», όπως έγραφε το 1831 ο ιερομόναχος καθηγητής της Ιονίου Ακαδημίας Κων/νος Τυπάλδος- Ιακωβάτος (†1867). Τα θύματα της οθωμανικής θηριωδίας τον Απρίλιο του 1821, όπως και ο Ρήγας Βελεστινλής, εκτελέσθηκαν από την Πύλη για την αυτοκρατορική ιδέα, για την ανάσταση της Ρωμανίας/Βυζαντίου. Ένα ερώτημα για το κατά πόσον αυτό θα ήταν δυνατό τότε δεν είναι παρά ρητορικό. Ο ρεαλισμός του μεγάλου διπλωμάτη Καποδίστρια αποδεικνύει την αντιιστορικότητα χρήσεως συλλογισμών β᾽ είδους («φως ει μη είχομεν, όμοιοι τυφλοίς αν ήμεν»), αλλά μόνο συλλογισμών του πρα γματικού (ει εισί βωμοί, εισί και θεοί), όπως πράττει η αυθεντική ιστοριογραφία και η πατερική Ορθοδοξία.
6.Οι Μεγάλες Δυτικές Δυνάμεις (Αγγλία-Γαλλία) ήθελαν μεν την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και την αντικατάστασή της με μικρά κράτη, προτεκτοράτα τους υπό μόνιμη κατοχή (αυτό γίνεται αισθητό σήμερα). Ένα παρόμοιο σχέδιο όμως επέβαλλε την διάλυση της Ρωμηοσύνης (Εθναρχίας των Ρωμηών). Κατά την εύστοχη επισήμανση του π. Ι. Ρωμανίδη, οι βασιλείς και ευγενείς της Ευρώπης «εφοβούντο το ενδεχόμενον γενικής εξεγέρσεως της Ρωμαιοσύνης εις την Δύσιν και την Ανατολήν. Αυτός δε, είναι ο λόγος, διά τον οποίον ετέθησαν ευνοικώς έναντι της λεγομένης “Ελληνικής” Επαναστάσεως, και τούτο μόνον ότε εξησφάλισαν το αρχαιοελληνικόν προσανατολισμόν της και την αντίθεσίν της εις την Ρωμαιοσύνην και την πρωτεύουσαν αυτής Κωνσταντινούπολιν»23.Καί η Ρωσία όμως δέχθηκε τελικά την γραμμή των Ευρωπαίων για το Πατριαρχείο, ότι δηλαδή ως Εθναρχικό Κέντρο έπρεπε να διαλυθεί (αυτοκέφαλα). Οι Ευρωπαικές Μεγάλες Δυνάμεις ήξεραν, άλλωστε, καλά ότι ένα «Ελληνικόν Σχέδιον» του 1781 προέβλεπε ανασύσταση της «Βυζαντινής Αυτοκρατορίας»
24. Είναι όμως γνωστό, ότι «οι Ρώσοι και οι Ευρωπαίοι ουδέ καν εδέχθησαν ποτέ την σκέψιν, ότι θα ηδύναντο να επιτρέψουν να γίνη ξανά η Κωνσταντινούπολις-Νέα Ρώμη πρωτεύουσα της Ρωμηοσύνης. Οσάκις οι Ρώσοι μετά τον Μέγαν Πέτρον εσκέφθησαν την εκδίωξιν των Τούρκων από την Πόλιν, εξέλαβον την Πόλιν ως ρωσικήν κτήσιν και όχι ως ρωμαίικην»25.Είναι ευνόητο, μετά τα παραπάνω, γιατί «έπρεπε» να συντριβεί η ρωμαίικη επανάσταση εν τη γενέσει της. Έτσι εξουδετερώθηκε ο Ρήγας, έχοντας αντικατασταθεί στο επιτελείο του Ναπολέοντος με τον Κοραή, που μιλούσε για επανάσταση των «αρχαίων» Ελλήνων, όχι μόνο κατά των Τούρκων, αλλά και των «Ρωμαίων» (της Εθναρχίας) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Κοραής, δηλαδή, αντίθετα με τον Ρήγα, εκινείτο στο πνεύμα της στενής εθνικής ιδέας. Να μη λησμονείται, άλλωστε, ότι το έργο του «Ελληνική Νομαρχία» δείχνει υπόβαθρο όχι μόνο «εθνικιστικό», αλλά και καθαρά ρατσιστικό, λέγοντας ότι «οι άνθρωποι είναι κατά φύσιν ανόμοιοι», άνισοι δηλαδή·διαφέρουσι αναμεταξύ των κατά φυσικόν νόμον, σ᾽ αντίθεση με τον αντιφυλετικό χαρακτήρα της Ρωμανίας στηριζόμενο στα μυστήρια του βαπτίσματος και του χρίσματος. Ο Κοραής έγινε αρχηγέτης όχι μόνο των εν Ελλάδι ευσεβιστών, με το προτεσταντινοκαλβινιστικό υπόβαθρό του, αλλά και των «Ελλήνων Ορθοδόξων», όπως ελέχθη παραπάνω. Σ᾽ αυτό καταντά όμως, όποιος υποτιμά και απορρίπτει την ησυχαστική παράδοση, την ραχοκοκκαλιά της Ορθοδοξίας.
Τεκμηριώνεται, συνεπώς, αβίαστα και χωρίς κανένα κενό, η θέση του μεγάλου «Ορθοδόξου Έλληνος», δηλαδή Πατερικού, π. Ιω. Ρωμανίδου, ότι η Ελληνική Επανάσταση επετράπη τότε μόνον, όταν εξασφαλίσθηκε ο αρχαιοελληνικός και αντιρωμαίικος προσανατολισμός της.
Συμπερασματικά: Η Επανάσταση του 1821 υπήρξε το μεγάλο αίνιγμα των Ευρωπαίων. Η Ρωμηοσύνη, ο Ορθόδοξος Ελληνισμός στην υπερφυλετική οικουμενικότητά του, είναι πολύ ενοχλητική για την φράγκικη Ευρώπη. Είναι το μόνιμο σκάνδαλό της. Το «Βυζάντιο», το ορθόδοξο Βυζάντιο, έπρεπε να θαφτεί μια για πάντα, και πολιτικά, αλλά και πνευματικά (αυτό έχει αναλάβει ο θρησκευτικός οικουμενισμός). Ούτε όμως το «1204», ούτε η οθωμανική λύση (άλωση της Πόλης το 1453) μπόρεσαν να θάψουν την Ελληνορθόδοξη Ρωμηοσύνη, και αυτό το ανέλαβε το δυτικά δομημένο, δυτικοκυριαρχούμενο και δυτικοκατευθυνόμενο (και η Σοβιετική Ένωση δύση είναι) Κράτος. Το σχέδιο αυτό εξελίσσεται σταθερά μέχρι σήμερα (είμαστε στην ολοκλήρωσή του;). Η Επανάσταση, συνεπώς, του 1821 από πλευράς της Ρωμηοσύνης σημαίνει ήττα της Ρωμαίικης ιδέας του Γένους και θρίαμβο της φραγκικής πολιτικής γι᾽ αυτό. Βέβαια, ένας ορθόδοξος Έλλην (Ρωμηός) ευλογεί τον Θεό και για την δημιουργία «ελευθέρου» Ελληνικού Κράτους και την μερική επιτυχία της Επανάστασής μας. Διότι το πρόβλημα δεν είναι αυτό. Αληθινή ήττα της Ελληνορθόδοξης Ρωμηοσύνης είναι η πνευματική άλωση και αλλοτρίωσή μας, που ολοκληρώνεται σήμερα, στα 192 χρόνια του «ελευθέρου» εθνικού μας βίου. Αλλά «έχει ο καιρός γυρίσματα», αφού, κι αν είμαστε εμείς μικροί, είναι Μεγάλος ο Θεός μας!
Υποσημειώσεις:
1. Μία πρώτη αναφορά στο θέμα βλ. στο π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, Παράδοση και Αλλοτρίωση, Αθήνα 1986, σ. 191 ε.ε.
2. π. Ιω. Σ. Ρωμανίδου, Η Ρωμηοσύνη του 1821 και αι Μεγάλαι Δυνάμεις, στην εφημ. Ορθόδοξος Τύπος» αρ. 309/ 25.3.1978 (έκτακτη έκδοση).
3. Βλ. Απ. Ε. Βακαλοπούλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τομ. Γ´, Θεσσαλονίκη 1968, σ. 100-102.
4. Γιά τα προβλήματα αυτά βλ. π. Ιω. Σ. Ρωμανίδου, Ρωμαιοσύνη-Ρωμανία-Ρούμελη, Θεσσαλονίκη 19812, σσ. 17 επ., 190 επ., 251 επ.
5. Απ. Ε. Βακαλοπούλου, Ιστορία…, τομ. Ε´, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 31.
6. Arnold Toynbee, Οι Έλληνες και οι κληρονομιές τους (μετάφρ. Νίκος Γιαννουδάκης), Αθήνα 1992, σ. 20.
7. Στο ίδιο, σ. 331.
8. Γεωργίου Ιακωβάτου, Αγορεύσεις εν τη Β´ εν Αθήναις Εθνοσυνελεύσει και εν ταίς Βουλαίς, Εν Αθήναις 1902, σ. 212.
9. Πολίτης της Εθναρχεύουσας Νέας Ρώμης.
10. Απ. Δασκαλάκη, Το πολίτευμα του Ρήγα Βελεστινλή, Αθήνα 1976, σ. 29.
11. Στο ίδιο, σ. 60.
12. π. Ιω. Σ. Ρωμανίδου, Το προπατορικόν αμάρτημα, Αθήνα 19892, σ. ιστ´.
13. N. Jorga, Histoire des Etats balcaniques jusqu’ a’ 1924, Paris 1925.
14. Διον. Ζακυθηνός στο τόμο: «Το Εικοσιένα», επιμέλεια Π. Χάρη, Αθήναι 1977, σ. 850-851.
15. Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (εκδόση «Εκδοτικής Αθηνών»), τ. ΙΒ/´1975, σ. 28.
16. Κων. Τριανταφυλλοπούλου, Ο Αγών της Ελληνικής Ανεξαρτησίας και η αρχή των Εθνικοτήτων, στο «Το Εικοσιένα», επιμ. Π. Χάρη, Αθήναι 1977, σ. 290-320 (εδώ: σ. 296/7).
17. Στο ίδιο, σ. 308.
18. Στο ίδιο.
19. N. Jorga, Etudes Byzantines, τομ. Β´ Βουκουρέστι 1940, σ. 276.
20. Χρυσ. Παπαδοπούλου, Η Εκκλησία Κων/πόλεως και η Μεγάλη Επανάστασις του 1821, ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑ´ (1950), σ. 316.
21.M.S. Anderson, The Eastern Question, London 1966, σ. 71.
22. Ήταν το τέλος του Ρωσοτουρκικού πολέμου.
23. π. Ιω. Σ. Ρωμανίδου, Το προπατορικόν αμάρτημα…, οπ. π. σ. κβ/
24. E. Driaylt, La Question d’ Orient, Paris 19146, σ. 65 επ.
25. π. Ιω. Σ. Ρωμανίδου, Η Ρωμηοσύνη του 1821…, οπ. π.