Στο 40νθήμερο μνημόσυνο του Επισκόπου Σεραφείμ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ ΜΠΟΥΣΙΑΣ: Μπορούμε στά χρόνια μας νά ζήσουμε όπως οι πρώτοι χριστιανοί τών Ιεροσολύμων;
Στό ερώτημα αυτό απάντησε πρόσφατα καί μάλιστα έμπράκτα ο αοίδιμος Μητροπολίτης Καστοριάς, ο πολύκλαυστος κυρός Σεραφείμ ο φιλάγιος Ιεράρχης, πού έζησε τήν ζωή τών αποστολικών χρόνων καί μάς έδωσε τήν απάντηση.
Ναί, μπορούμε, άμα αγαπούμε πραγματικά τόν Χριστό μας καί έχουμε φιλαγιότητα.
Όταν προσπαθούμε νά ομοιάσουμε μέ τούς Αγίους μας, όταν η ζωή μας είναι χριστοκεντρική, όταν έχουμε εγκαταστήσει μόνιμο ένοικο τής καρδιάς μας τόν ευεργέτη καί λυτρωτή μας, τόν Θεάνθρωπο Ιησού.
Όταν ο Χριστός είναι μόνιμα εγκαταστημένος στήν καρδιά μας, τότε μάς πλημμυρίζει μέ τήν πλούσια τή χάρη Του καί μάς αξιώνει νά ζούμε καθαρή Χριστιανική ζωή, νά γινόμαστε παραδείγματα πρός μίμηση, νά είμαστε «τό φώς τού κόσμου» καί νά φαινόμαστε ως «πόλις επάνω όρους κειμένη».
Μάς αξιώνει νά μήν αρκούμασε μόνο στίς θρησκευτικές μας υποχρεώσεις, στήν εύκολη ικανοποίησή μας από τήν επιφανειακή πνευματική ζωή, αλλά νά διεισδύσουμε στό Μυστήριο τής ανακαινίσεως, κατά τό οποίο αποτασσόμεθα τόν διάβολο καί τούς αγγέλους του καί συντασσόμεθα μαζί μέ τόν Χριστό μας.
Μάς αξιώνει νά ζούμε ή τουλάχιστον νά προσπαθούμε τήν προσωπική μας υπέρβαση, γιά νά λειτουργήσουν οι πνευματικές μας αισθήσεις, πού θά γεμίσουν τίς ψυχές μας μέ τήν θεία παρουσία Του.
Έτσι, αυτές καθαρίζονται, καί δεχόμενες τήν Θεία Χάρη πού η παρουσία Του εκπέμπει, πληρούνται από ευλογία καί φώς, από τό Αυτοφώς, τό αΐδιο Φώς τής ζωής.
Η ζωή καί η ποιμαντική δράση τού μακαριστού Μητροπολίτου Σεραφείμ στήν Καστοριά μάς θυμίζει τά λόγια τών Πράξεων τών Αποστόλων γιά τήν ζωή καί τήν δράση τών πρώτων Χριστιανών, πού ζούσαν έντονα τήν εν Χριστώ ζωή, όπως τήν αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς: «Είχον άπαντα κοινά», σάν μέλη μιάς οικογενείας.
Καί «ήσαν ομοθυμαδόν» δηλαδή ζούσαν, θά λέγαμε σήμερα, κοινοβιακά, μέ πλούσια αισθήματα αγάπης, προσανατολισμένα ολοκάρδια στήν επικοινωνία, «εν αγαλλιάσει καί αφελότητι καρδίας», δηλαδή μέ απλότητα, χωρίς νά περνά από τίς σκέψεις τους δεύτερος πονηρός λογισμός γιά τά λεγόμενα τών άλλων.
Ήσαν άδολοι, αγνοί, δοσμένοι σέ αυτό τό παραδείσιο βίωμα τής ειλικρίνειας, τής αθωότητος, τής αυτοπροσφοράς. Ζούσαν, λοιπόν, μέ απλότητα, αλλά καί ήταν «προσκαρτερούντες τή διδαχή τών Αποστόλων καί τή κοινωνία καί τή κλάσει τού άρτου καί ταίς προσευχαίς».
Προσκαρτερούντες σημαίνει, ότι έστεκαν μέ εγκαρτέρηση καί επιμονή, αφοσιωμένοι σέ τέσσερα πράγματα, τά οποία τούς γέμιζαν τήν ζωή καί τούς οδηγούσαν κοντά στό Χριστό μας.
Έτσι, καί ο κυρός Σεραφείμ μέ τήν ευλογημένη καί αγιόλεκτη συνοδεία του προσκαρτερούσαν:
*Στήν διδαχή τών Αποστόλων, δηλαδή στήν εμβάθυνσή τους στά λόγια τής Αγίας Γραφής, αφού «πάσα Γραφή θεόπνευστος καί ωφέλιμος πρός διδασκαλίαν, πρός έλεγχον, πρός επανόρθωσιν, πρός παιδείαν τήν εν δικαιοσύνη».
*Στήν κοινωνία τών προσώπων, δηλαδή στήν επικοινωνία μέ τούς άλλους Χριστιανούς, αφού ο άνθρωπος ως κοινωνικό ών έχει ανάγκη πνευματικής επικοινωνίας.
Επικοινωνίας, όμως, πνευματικής, πού δέν σκορπίζει τόν νού, ούτε σπαταλά σέ άσκοπα πράγματα τόν χρόνο τής ζωής του, γιά τήν χρήση τού οποίου γνωρίζει ότι θά δώσει λόγο στόν Θεό μας.
Η επικοινωνία ήταν σύμφωνη μέ τή ρήση τού Οσίου Γέροντος Ιωάννου τού Δομβοΐτου «ωφελού ή ωφέλει ή φεύγε».
*Στήν κλάση τού άρτου, δηλαδή στήν ικανοποίηση τών τροφικών αναγκών τους. Ο άνθρωπος, αφού σύγκειται από σάρκα καί πνεύμα έχει ανάγκη από δύο τροφές· πνευματική καί σωματική.
Γι’ αυτό καί πάντοτε στίς πνευματικές συνάξεις απαραίτητη είναι η παράθεση πνευματικής τράπεζας, γιά τήν Θεία Κοινωνία, αλλά καί υλικής πρός παράκληση τού σαρκίου.
Η υλική τράπεζα πού παρατίθεται είναι ευλογημένη, όταν στήν κορυφή της κάθεται πάντοτε ο Κύριός μας ευλογώντας καί αγιάζοντάς την.
*Καί στήν προσευχή, αφού αυτή μάς ενώνει μέ τό δωρεοδότη μας Χριστό, από τόν οποίον προέρχεται «πάσα δόσις αγαθή καί πάν δώρημα τέλειον».
Η εν Χριστώ αυτή ζωή τών Αγίων, όπως επονομάζονταν οι πρώτοι πιστοί τών Ιεροσολύμων, αποτελούσε τήν προτύπωση τής χριστιανικής ζωής τού Ιεράρχου Καστορίας, πού επιθυμούμε νά ευρίσκεται συνεχώς ενωμένος μαζί μέ τόν Κύριο καί νά πορεύεται κατά τό άγιο θέλημά Του.
Τήν ένωση αυτή τήν επιτύγχανε μόνο μέσα στήν μία, αγία, καθολική καί αποστολική μας Εκκλησία, τήν οποία υπηρέτησε άοκνα μέχρι τής κοιμήσεώς του, καί η οποία αποτελεί τό σώμα τού Χριστού μας καί καθοδηγείται από τό Πανάγιο Πνεύμα.
Καί είναι αποδεδειγμένο ότι όπου υπάρχει ζώσα πίστη εκεί υπάρχει καί εκκλησιαστική ζωή πού συντελεί στήν πνευματική πρόοδο πού προάγει τόν άνθρωπο σέ τέλεια προσωπικότητα καί διανοίγει τά χείλη του σέ εξύμνηση τών κατορθωμάτων τών αριστέων τού πνεύματος καί τού σταδίου, τών Ολυμπιονικών στούς υπέρ τού εσταυρωμένου Αρνίου αγώνες, ο οποίος ανά τούς αιώνες υπήρξε σημείο αμφιλεγόμενο, «Ιουδαίοις μέν σκάνδαλον, Έλλησι δέ μωρίαν».
Ο μακαριστός Μητροπολίτης Σεραφείμ είχε τήν σφραγίδα τής θεοτοκοφιλίας καί τής φιλαγιότητος ανεξίτηλα χαραγμένη στήν καρδιά του. Βρισκόταν πάντοτε υπό τήν σκέπη τής Παναγίας μας, «τής Πορφύρας, Μαυριώτισσας, Ρασιώτισσας, Εβραΐδος, Καστριώτισσας, Προφητών τού Κήρυγματος, Οδηγήτριας Γραμμούστιανης Άργους Ορεστικού, Φανερωμένης, Ελεούσας Μονής Κλεισούρας, Βλαχερνίτισσας, Παραμυθίας, Ελεούσας Καστοριάς, Ελπίδος απηλπισμένων, Δακρυρροούσας, Πορταΐτισσας, Γοργοϋπηκόου καί Τριχερούσας».
Βρισκόταν υπό τήν προστασία τού πολιούχου τής Καστοριάς Αγίου Μηνά, τού προστάτου τών γουναράδων τής περιοχής του, τού Προφήτου Ηλία, τού Αγίου Νικάνορος, τού Αγίου Νεκταρίου, τής Αγίας Παρασκευής, τής Αγίας Σοφίας τής Κλεισούρας καί τού Ιερομάρτυρος Βασιλείου Χιλιοδένδρου, διά τήν αγιοκατάταξη τών οποίων είχε μεριμνήσει, τών Αγίων Νεομαρτύρων, Μάρκου τού Κλεισουριέως, Γεωργίου καί Ιωάννου-Νούλτσου, τών Καστοριέων καί τού νέου Ιερομάρτυρος, Πλάτωνος Αϊβαζίδη, ως καί όλου τού νέφους τών Αγίων, τίς μνήμες τών οποίων καθημερινά τιμούσε.
Ο θεοπρόβλητος καί θεοφιλέστατος Επίσκοπος Σεραφείμ είχε νοικιάσει τήν καρδιά του ολοκληρωτικά στόν Χριστό μας. Ο ίδιος δέν είχε ούτε νού ιδικό του ούτε θέληση ούτε ζωή, αλλά όλα αυτά τού ήταν ο Χριστός.
Έτσι, λέγοντας ότι είχε «νούν Χριστού» , πιστοποιούμε ότι είχε τήν ίδια μέ Εκείνον θέληση, γι αυτό καί θά μπορούσε νά φωνάζει τό παύλειο: «Ζώ δέ ουκέτι εγώ, ζή δέ εν εμοί Χριστός».
Ο μακαριστός Ιεράρχης, πού τόσο αναπάντεχα μεταδημότευσε γιά τήν ουράνια Βασιλεία, έζησε πρωτοχριστιανικά μαζί μέ τήν απορφανισθείσα επισκοπική του αδελφότητα.
Τώρα ο Επίσκοπος βρίσκεται κοντά στόν αγαπημένο του Ιησού καί μαζί μέ τούς φίλους του Αγίους απολαμβάνει τά αγαθά, «ά οφθαλμός ουκ είδε καί ούς ουκ ήκουσε καί επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανένη, ά ητοιμασεν ο Θεός τοίς αγαπώσιν Αυτόν».
Απολαμβάνει τούς καρπούς τών έργων του καί δέεται τού Κυρίου γιά τήν ευλογημένη του αδελφότητα, γιά τό θεοσεβές πλήρωμα τής επαρχίας του, γιά τήν πολυαγαπημένη του Μακεδονία, γιά όλους μας, πού μάς ανέψυχε μέ τίς ευχές καί τίς ευλογίες του.
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Υμνογράφος τής τών Αλεξανδρέων Εκκλησίας