“Στα νέα Προγράμματα Σπουδών οι διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις δεν συγχέονται, καθώς οι όποιες θρησκειολογικές αναφορές γίνονται με σαφέστατα διακριτό τρόπο…“ επισημαίνεται στην επιστολή του προέδρου του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής Γ. Κουζέλη που απαντά στην επιστολή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος προς τον πρωθυπουργό και τους πολιτικούς αρχηγούς σχετικά με τα νέα Προγράμματα Σπουδών στα Θρησκευτικά.
“Άλλωστε, κατά τη δοκιμαστική εφαρμογή τους στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο, η οποία αφορούσε 10.000 μαθητές περίπου, δεν εντοπίστηκαν ούτε αναφέρθηκαν τέτοιου είδους δυσλειτουργικά φαινόμενα” τονίζεται στην επιστολή του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) προς τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο.
“Τα νέα Προγράμματα Σπουδών στο μάθημα των Θρησκευτικών δεν είναι κλειστά και εφάπαξ τετελεσμένα, αλλά από τη φύση και τη λειτουργία τους είναι ανοικτά και επιδέχονται συνεχή ανανέωση και αναθεώρηση.
Κατά την εφετινή, πρώτη χρονιά της γενικευμένης εφαρμογής τους θα δοθεί η δυνατότητα να εντοπιστούν τυχόν αδυναμίες και αστοχίες και να κατατεθούν ενδεχόμενες παρατηρήσεις και προτάσεις με στόχο την περαιτέρω βελτίωσή τους, όχι θεωρητικά και υποθετικά, αλλά μέσα από την εμπειρία της ίδιας της μαθησιακής διαδικασίας. Για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί στο μέγιστο δυνατό βαθμό, η εφαρμογή του προγράμματος θα υποστηριχθεί και από μια εργαστηριακού τύπου, στοχευμένη επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, διαδικασία που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη”.
Τις παραπάνω διευκρινίσεις δίνει ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής Γ. Κουζέλης και υπογραμμίζει:
“Τα νέα Προγράμματα Σπουδών στα Θρησκευτικά δεν αναπαράγουν την ύλη, την ορολογία και την εξειδίκευση της θεολογικής επιστήμης, αλλά τη μετασχηματίζουν και την αναπλαισιώνουν σε παιδαγωγική προσέγγιση με βάση σύγχρονες θρησκειοπαιδαγωγικές μεθόδους. Χωρίς να «εκκοσμικεύεται» σε καμία περίπτωση το δόγμα και το ήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, επιχειρείται η σύνδεση του νοήματος και του πολιτισμού της Ορθοδοξίας με τον πολιτισμό και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής μας. Έτσι, άλλωστε, εξηγείται και η χρήση του προτεινόμενου προς αξιοποίηση μουσικού ή άλλου οπτικοακουστικού υλικού, το οποίο δεν λειτουργεί αυτόνομα, αλλά εντάσσεται στους γενικούς και ειδικούς σκοπούς και στα προσδοκώμενα μαθησιακά αποτελέσματα.
Τα νέα Προγράμματα Σπουδών δεν εκπονήθηκαν και δεν πρέπει να κρίνονται και να αξιολογούνται ως εγχειρίδια του μαθητή, αλλά ως βιβλία και εργαλεία που απευθύνονται πρωτίστως στον εκπαιδευτικό. Οι αναφορές και τα περιεχόμενά του δεν είναι πρόγραμμα θεολογικών σπουδών ούτε συντάχθηκαν για να κριθούν ως θεολογικά ή κατηχητικά συγγράμματα αλλά ως παιδαγωγικά εργαλεία. Αφορούν μαθησιακές διαδικασίες και απευθύνονται σε μαθητές που ενδεχομένως να μην έχουν πλούσιες θρησκευτικές, θεολογικές ή άλλες σχετικές προσλαμβάνουσες. Συνεπώς, η πορεία της μάθησης σχεδιάζεται με παιδαγωγικά κριτήρια.
Στα νέα Προγράμματα Σπουδών οι διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις δεν συγχέονται, καθώς οι όποιες θρησκειολογικές αναφορές γίνονται με σαφέστατα διακριτό τρόπο. Η οργάνωση της ύλης σχετικά με την Ορθόδοξη διδασκαλία, τις άλλες χριστιανικές ομολογίες και τις λοιπές μεγάλες θρησκείες γίνεται με τρόπο που δεν αφήνει περιθώρια σύγχυσης. Άλλωστε, κατά τη δοκιμαστική εφαρμογή τους στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο, η οποία αφορούσε 10.000 μαθητές περίπου, δεν εντοπίστηκαν ούτε αναφέρθηκαν τέτοιου είδους δυσλειτουργικά φαινόμενα.
Τα νέα Προγράμματα Σπουδών στα Θρησκευτικά κινούνται πλέον σε μια ανοικτή, πλουραλιστική και διαλογική/διαθεματική κατεύθυνση. Όλοι οι μαθητές και μαθήτριες καλούνται να συμμετάσχουν στο μάθημα των Θρησκευτικών, ανεξάρτητα από την ένταξή τους ή όχι σε κάποια ιδιαίτερη θρησκευτική παράδοση. Όλοι οι μαθητές και οι μαθήτριες θα μάθουν για τη θρησκευτική παράδοση της πατρίδας μας και θα συζητήσουν για τις άλλες ευρωπαϊκές παραδόσεις του Χριστιανισμού καθώς και για ορισμένα άλλα σημαντικά θρησκεύματα του κόσμου. Το άνοιγμα αυτό του δημόσιου σχολείου στη θρησκευτική ετερότητα δεν γίνεται απλώς επειδή υπάρχουν ετερόθρησκοι στην Ελλάδα, αλλά κυρίως γιατί χρειάζεται να ανοίξει ο ορίζοντας της θρησκευτικής εκπαίδευσης προς όφελος όλων των παιδιών και εν τέλει προς όφελος του κοινωνικού σώματος. Η στροφή προς τη φοβικότητα του όποιου «Άλλου» δεν σχετίζεται, άλλωστε, με την Ορθόδοξη Εκκλησία και τη χριστιανική στάση.
Το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής στο πλαίσιο του θεσμικού του ρόλου, ως επιστημονικού συμβούλου του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, είναι πάντοτε ανοικτό στον διάλογο με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Στο πλαίσιο αυτό θα συνεχίσουμε το έργο μας με στόχο την ποιοτική αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
Το έργο της εκπόνησης των «Νέων Προγραμμάτων Σπουδών» – στο πλαίσιο του οποίου εντάχθηκε και το Πρόγραμμα του μαθήματος των Θρησκευτικών – ξεκίνησε το 2011, από την τότε πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης προσπάθειας για την ανανέωση του περιεχομένου και της διδακτικής διαδικασίας όλων των γνωστικών αντικειμένων, στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο.
Μάλιστα, την περίοδο 2011-2014 τα «Νέα Προγράμματα Σπουδών» τέθηκαν σε δοκιμαστική (πιλοτική) εφαρμογή, που έδωσε τη δυνατότητα να αξιολογηθούν με παιδαγωγικές μεθόδους και κριτήρια και από εξωτερικούς κριτές.
Οι κυρίως εργασίες τελείωσαν το 2015 με την ολοκλήρωση του Προγράμματος Σπουδών των Θρησκευτικών σε όλες τις τάξεις του Λυκείου, ενώ το 2016 συνεχίστηκαν οι προβλεπόμενες αναθεωρήσεις και έγιναν οι σχετικές επανεκδόσεις.
Για το έργο αυτό συνεργάστηκαν εξειδικευμένα στελέχη του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, πανεπιστημιακοί-μέλη ΔΕΠ των Θεολογικών Σχολών Αθήνας και Θεσσαλονίκης, θεολόγοι σχολικοί σύμβουλοι, συγγραφείς διδακτικών βιβλίων και εκπαιδευτικοί της τάξης καθώς και εκπαιδευτικοί της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Η επιτροπή του Ι.Ε.Π. για την αναβάθμιση του μαθήματος των Θρησκευτικών συζήτησε και έλαβε υπόψη της για τη διαμόρφωση του Πορίσματός της το Υπόμνημα που κατέθεσε η Επιτροπή της Εκκλησίας της Ελλάδος για τα Θρησκευτικά (19-04-2016) αλλά είχε και την τιμή να επισκεφθεί τον Μακαριότατο και να συζητήσει μαζί του στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών (24-02-2016) και κατόπιν το ίδιο έπραξε και με τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο στο πλαίσιο των διακριτών ρόλων Εκκλησίας και Πολιτείας (02-03-2016).
Αντιλαμβανόμαστε τις καλές προθέσεις της κριτικής που ασκείται στο έργο μας. Ωστόσο, πάντοτε ελλοχεύει ο κίνδυνος μια παρόμοια κριτική να μην οδηγηθεί στα πιο ορθά συμπεράσματα, αν δεν λάβει υπόψη της το όλο παιδαγωγικό πλαίσιο, τους κεντρικούς και τους επιμέρους σκοπούς του μαθήματος των Θρησκευτικών με βάση τα νέα Προγράμματα Σπουδών, τη φιλοσοφία, τη μεθοδολογία, αλλά και τη λειτουργικότητα που διέπει αυτά τα νέα, ανοικτά Προγράμματα.
Ως στόχος των νέων Προγραμμάτων Σπουδών τέθηκε η αναβάθμιση του μαθήματος των Θρησκευτικών με αφετηρία το υφιστάμενο νομικό και εκπαιδευτικό πλαίσιο. Παρέχουν τον ζωτικό χώρο και προσφέρουν τα διδακτικά υλικά και εργαλεία στον εκπαιδευτικό για την ανάδειξη του πνευματικού πλούτου και της μορφωτικής δυναμικής που περιέχει το μάθημα των Θρησκευτικών με επίκεντρο την Ορθόδοξη Παράδοση και σε συνεχή, δημιουργικό διάλογο με τον σύγχρονο και ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο μας”.