Αγία Παρασκευή: Στην Ακολουθία του Εσπερινού που τελέστηκε στον Πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως χοροστάτησε την, Δευτέρα 25 Ιουλίου 2022, ο Μητροπολίτης Πειραιώς κ.Σεραφείμ.
Κατά την διάρκεια του κηρύγματός του ο Μητροπολίτης Πειραιώς επεσήμανε πως για μία ακόμη φορά «καλούμαστε να αντιμετρηθούμε με αυτό το χαριτωμένο πρόσωπο, το λαοφίλητο πρόσωπο, το κοσμοαγάπητο πρόσωπο της Αγίας Παρασκευής» η οποία έζησε στις αρχές του 2ου αιώνος «σε μία σκληρή και βάναυση ιστορική περίοδο κατά την οποία η ελευθερία του προσώπου ήταν κάτι ανύπαρκτο και απροσπέλαστο». «Τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είχαν καμία σχέση με την σημερινή πραγματικότητα», σημείωσε ο Σεβασμιώτατος και κάνοντας σύντομη αναφορά στο βίο της Αγίας Παρασκευής η οποία, όπως χαρακτηριστικά είπε, «αποφάσισε να γίνει ευαγγελίστρια Ιησού Χριστού», τόνισε πως «ακολούθησε το ευαγγέλιο και την αποστολική καταξίωση» και έγινε «άγγελος του Ευαγγελικού μηνύματος στον κόσμο της ειδωλολατρίας».
«Ήταν μία πράξη γενναιοφροσύνης και ταυτόχρονα υπεροχικής υπερβάσεως» πρόσθεσε, συμπληρώνοντας πως το αποτέλεσμα του ευαγγελικού μηνύματος ήταν να συλληφθεί από τον αυτοκράτορα Αντωνίνο Πίο, να υποστεί βάσανα «και τέλος να κατακτήσει το σκληρόκαρδο εκείνο ηγεμόνα με το μεγάλο θαύμα της θεραπείας του, όταν τυφλώθηκε από τις αναθυμιάσεις της καμίνου μέσα στην οποία έριψε την παρθένο και μάρτυρα». «Η θεραπεία εκείνη έκανε τον σκληρόκαρδο εκείνο ηγεμόνα να αλλοιωθεί πνευματικά όπως καταγράφεται και ιστορικά», υπογράμμισε.
Στην συνέχεια ο Ποιμενάρχης Πειραιώς αναφέρθηκε στην άνοδο του Μάρκου Αυρήλιου ο οποίος και οδήγησε την Οσία στο αμφιθέατρο της Ρώμης, το Κολοσσαίο, όπου, μετά την ομολογία της, την αποκεφάλισε. Μάλιστα σημείωσε πως τεμάχιο Ιερού Λειψάνου της Αγίας μετέφεραν οι πρόγονοί μας από την αλησμόνητη Καλλίπολη της Μικράς Ασίας, στο νέο Ναό που πύργωσαν στην πόλη του Πειραιά και το έχουμε «ως θησαυρό πολυτίμητο».
«Αν και η Αγία Παρασκευή έζησε τον 2ο αιώνα και θα έπρεπε να έχει λησμονηθεί, αυτό το πρόσωπο είναι και σήμερα κοντά μας, «σε άπειρες πόλεις και χωρία της Ορθοδόξου Ελλάδος και όλης της Ορθοδόξου Εκκλησίας», είπε στην συνέχεια του κηρύγματός του ο Σεβασμιώτατος, επισημαίνοντας πως «δεν υπάρχει πόλη, δεν υπάρχει Ναός, δεν υπάρχει χώρα που να μην τιμάται η Οσιοπαρθενομάρτυς Παρασκευή».
«Πανηγυρίζοντας την μνήμη της, δεν τιμούμε ένα νεκρό πρόσωπο του παρελθόντος, αλλά μία ζώσα ύπαρξη του παρόντος και του μέλλοντος. Μία ψυχή που βρίσκεται αυτή τη στιγμή μαζί μας, που προστρέχουμε στη δέησή της, που εκζητούμε τη μεσιτεία της, που εμπνεόμαστε από το σθένος, την γενναιοψυχία και τον ηρωισμό της υπάρξεώς της» ανέφερε, προσθέτοντας: «Δεν τιμούμε ένα πρόσωπο που έζησε κάποτε, αλλά μία ζωντανή ψυχή που εμπνέει και οδηγεί τη ζωή μας, που χαριτώνει την ύπαρξη μας, που η ζωή της, η παρθενία της, η ευσέβειά της, η πιστότητά της, η αφιέρωσή της, η γενναιοκαρδία της, το σθένος της υπάρξεώς της εμπνέουν και οδηγούν και κάθε άνθρωπο καλής θελήσεως».
«Διαχρονική, λοιπόν, η Αγία Παρασκευή», υπογράμμισε ο Σεβασμιώτατος, τονίζοντας πως «διαχρονία είναι η ζωή της και διαχρονικό το μήνυμά της. Τίποτα δεν μπορεί να εισφέρει ο κόσμος μας που να μην το έχει εκείνη πραγματώσει στο βίωμά της».
«Μυστικά στην καρδιά του καθενός μας λειτουργεί η Αγία Παρασκευή ως ένα σήμαντρο που εξαγγέλλει τον ερχόμενο αιώνα, που εγγυάται την αθανασία μας, που ερμηνεύει τα πάθη και τις δυσκολίες της ζωής μας, που υπερβαίνει την καθημερινότητά μας», είπε σε άλλο σημείο του κηρύγματός του ο Σεβασμιώτατος, επισημαίνοντας πως «στο πρόσωπό της λατρεύουμε το Χριστό. Στη ζωή της αντικρίζουμε το μήνυμα του Ευαγγελίου εμπράκτως, όχι θεωρητικά, αλλά βιωμένο πραγματικά, οντολογικά, υπαρξιακά, ανθρωπολογικά, ουσιαστικά και καλούμαστε από αυτό το γεγονός να καταρτίσουμε και το δικό μας βίο.
«Είμαστε πρόσωπα αιώνια. Έχουμε νου και λόγο και πνεύμα που οντοποιεί, ζωοποιεί το σώμα». «Είμαστε Θεόκτιστοι και γι’ αυτό, εάν το θέλουμε, διαχρονικοί», είπε ολοκληρώνοντας ο Σεβασμιώτατος τονίζοντας πως «η Αγία Παρασκευή το θέλησε, το πραγμάτωσε, το απέδειξε, το κηρύσσει επί 19 αιώνες». «Ας πάρουμε αυτό το μήνυμα για να υπερβούμε τις αντινομίες και τις συγχύσεις της καθημερινότητος», κατέληξε.