Η Ορθόδοξη Πίστη και τα δόγματα είναι το βασικό στοιχείο του μηνύματος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Πειραιώς για την Κυριακή της Ορθοδοξίας.
Αναλυτικά η Εγκύκλιος του Σεβασμιωτάτου
Τέκνα μου αγαπητά και περιπόθητα,
Εάν έχουμε κάτι να καυχηθούμε, αυτό είναι η Αγία Ορθοδοξία μας. Πιστεύουμε, όμως, ακραδάντως ότι, εάν όλοι εμείς, κλήρος και λαός, είμασταν πραγματικά ορθόδοξοι, δεν θα υπήρχε ούτε ένας αιρετικός και αλλόθρησκος. Είμαστε Ορθόδοξοι, αλλά μόνο στο όνομα και στα χαρτιά. Ορθόδοξος δεν σημαίνει να έχουμε μόνο το όνομα. Ορθόδοξος σημαίνει απόφαση για εφαρμογή και τήρηση των νόμων του Κυρίου, των εντολών της Εκκλησίας. Αφού πράγματι η Ορθοδοξία είναι η ανώτερη πίστη στον κόσμο, τότε και τα έργα ημών των ορθοδόξων πρέπει να είναι ανώτερα από όλων των άλλων.
Ο άνθρωπος δεν είναι ένα ον, που μόνο τρώγει, κοιμάται, πίνει, πεθαίνει και εκμηδενίζεται. Είναι μια πνευματική οντότητα. Και εάν δεν έχει την αληθινή πίστη, δεν θα έχει και το αληθινό βίωμα. Λέγουν οι άγιοι Πατέρες μας˙«φαύλος βίος γεννά φαύλα δόγματα» και αντίστροφα «φαύλα δόγματα γεννούν φαύλο βίο». Η αντίληψη αυτή της Εκκλησίας διασώζεται και στην παλαιά ελληνική παροιμία˙ «ο πίπτων ηθικώς, πίπτει και κατά τας ιδέας». Γενικό συμπέρασμα και καθολικό αξίωμα είναι ότι τα πονηρά και διεφθαρμένα δόγματα γεννούν πονηρό και διεφθαρμένο βίο, καθώς και αντιστρόφως ο πονηρός και διεφθαρμένος βίος γεννά πονηρά και διεφθαρμένα δόγματα. Υπάρχει άρρηκτη, οργανική και αδιάσπαστη σχέση μεταξύ πίστεως και ζωής, δόγματος και ήθους, Ορθοδοξίας και ορθοπραξίας. Το ίδιο κακό είναι τα πονηρά δόγματα και η πονηρή ζωή και αντιστρόφως η πονηρή ζωή και τα πονηρά δόγματα. Γιατί, το ένα είναι γεννητικό του άλλου, και όποιος έχει το ένα καταντά και στο άλλο.
Η ζωή της Εκκλησίας προσδιορίζεται από την πίστη της. Και η πίστη αποτελεί τη βάση και τον κανόνα της ζωής της. Η πίστη της Εκκλησίας διατυπώνεται με τα δόγματα. Από τα δόγματα βγαίνει το ήθος. Η συνοπτική παρουσίαση των δογμάτων της Εκκλησίας υπάρχει στο Σύμβολο της Πίστεως, στο «Πιστεύω». Στην εποχή μας παρατηρείται μία ακρότητα περί των δογμάτων, που είναι η πλήρης αδιαφορία γι’αυτά. Σήμερα λησμονούνται σχεδόν τα δόγματα, και οι Χριστιανοί ζούν, χωρίς να αναφέρονται σ’αυτά. Τα δόγματα παραμερίζονται, όταν μας ενοχλούν, γιατί απ’αυτά βγαίνει το ήθος. Έτσι, όμως, φτωχαίνει η ζωή των πιστών και μένει μετέωρο το ήθος τους.
Ο Απόστολος Παύλος δόγματα ονομάζει την πίστη στον Χριστό, η οποία συνίσταται στα δόγματα περί Θεού[1]. Κατά τον ερμηνευτή Θεοδώρητο, «δόγματα εκάλεσε την ευαγγελική διδασκαλία»[2]. «Πατρώα δόγματα»[3], είναι τα απόρρητα δόγματα του Θεού Πατρός, δηλ. οι ορθές δόξες και υπολήψεις περί Θεού και οι μυστηριώδεις κρίσεις, ψήφοι, βουλές, αποφάσεις και ορισμοί του Πατρός. Είναι οι υψηλές θεωρίες και οι θεοπρεπείς υπολήψεις. Κατά τον ερμηνευτή Βαρίνο, «δόγμα εστί πρόσταγμα ή ευσεβές αληθείας κράτος»[4]. Τα περί Χριστού δόγματα είναι οι ρίζες της ευσεβείας, οι θεμέλιοι του Χριστού, διότι αυτά είναι θεμέλια και ρίζα της εις Χριστόν πίστεως.
Τα δόγματα συνδέονται άμεσα με τη ζωή των μελών της Εκκλησίας, και μάλιστα με διπλή κατεύθυνση. Τα δόγματα εκφράζουν την ζωή της Εκκλησίας και είναι δείκτες για την ζωή της Εκκλησίας. Πρακτικότεροι και αναλυτικότεροι δείκτες ζωής είναι οι ηθικές εντολές. Τα δόγματα και οι εντολές συδέονται οργανικά και αναπόσπαστα μεταξύ τους. Όπως τα δόγματα συνοψίζονται στην ταυτότητα «Ιησούς εστιν ο Χριστός», που είναι η ταυτότητα του Θεού της αγάπης, έτσι και οι εντολές του Θεού συνοψίζονται στην εντολή της αγάπης : «Ο γαρ αγαπών τον έτερον, νόμον πεπλήρωκε»[5]. Με την τήρηση των εντολών του Θεού και ειδικότερα της εντολής της αγάπης κατανοούνται τα δόγματα της Εκκλησίας και προσεγγίζεται το μυστήριο του Τριαδικού Θεού.
Τα δόγματα δεν εξαντλούν ούτε απολιθώνουν την αλήθεια της Εκκλησίας. Εκφράζουν την ζωντανή εμπειρία της ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, στο πρόσωπο του Οποίου φανερώθηκε ο Τριαδικός Θεός και πραγματοποιήθηκε η ανακαίνιση και θέωση του ανθρώπου.
Με τα δόγματα διαφυλάσσει η Εκκλησία τα μέλη της από την πλάνη. Αφορμή για την διατύπωση των δογμάτων έδωσε η εμφάνιση των αιρέσεων. Οι αιρέσεις διατύπωναν θέσεις, που έρχονταν σε αντίθεση με την εκκλησιαστική εμπειρία. Χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των αιρέσεων, που καταδίκασε η Εκκλησία, είναι ότι αμφισβητούσαν ολικά ή μερικά την αλήθεια της εν Χριστώ ανακαινίσεως και θεώσεως του ανθρώπου. Με τον τρόπο, όμως, αυτόν αμφισβητούσαν την φύση και τον σκοπό της Εκκλησίας. Τα δόγματα, που διατύπωσε η Εκκλησία, με τις Άγιες και Οικουμενικές Συνόδους, χάραξαν τα όριά της σε σχέση με τις εκτροπές, που εμφανίσθηκαν κατά καιρούς. Για τον λόγο αυτόν τα δόγματα της Εκκλησίας ονομάζονται «όροι», δηλαδή όρια, με τα οποία περιφρουρείται η αλήθεια και προστατεύεται η ελευθερία των πιστών[6].
Ήθος είναι η ηθική ζωή. Το ορθόδοξο ήθος είναι Θεανθρωποκεντρικό και Χριστοκεντρικό˙ όχι ουμανιστικό και ανθρωποκεντρικό. Είναι ήθος αγάπης, μετανοίας, εξομολογήσεως, συγχωρήσεως, πνευματικού αγώνος, προσευχής, ασκήσεως και ελευθερίας. Είναι ήθος σταυροαναστάσιμο και χαρμολύπης. Ορθοπραξία σημαίνει πνευματική εν Χριστώ ζωή, αποβολή των αμαρτιών και παθών και ενστερνισμός των αρετών, τήρηση και εφαρμογή των εντολών του Χριστού. Ορθοπραξία σημαίνει αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, σεβασμός του ονόματος του Θεού και όχι βλασφημία των θείων, σεβασμός της αργίας της Κυριακής, εκκλησιασμός, Θεία Κοινωνία, μελέτη Αγίας Γραφής, επίσκεψη ασθενών, απαγόρευση του όρκου, σεβασμός του γήρατος, τιμή στους γονείς, κληρικούς και διδασκάλους. Ορθοπραξία θα πεί όχι προγαμιαίες σχέσεις, όχι πορνεία, όχι μοιχεία, όχι ομοφυλοφιλία, όχι παιδεραστία, όχι κτηνοβασία, όχι αλλαγή φύλου. Ορθοπραξία θα πεί «τίμιος ο γάμος… και η κοίτη αμίαντος»[7]. Ορθοπραξία θα πεί κοινωνική δικαιοσύνη και ιδεώδης κοινωνία, στην οποία επικρατεί δικαιοσύνη, όπου δεν υπάρχει πτωχός και πλούσιος, αλλά όλοι έχουν τα πάντα κοινά[8]. Ορθοπραξία θα πεί δάκρυα μετανοίας και εξομολογήσεως, σαν εκείνα των αγίων.
Ο Κύριος είπε· «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε Κύριε εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών, αλλ᾽ ο ποιων το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς»[9]. Ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος στην Καθολική επιστολή του γράφει: «Δείξον μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου»[10]˙ και προσθέτει˙ όποιος είναι πιστός «δειξάτω εκ της καλής αναστροφής τα έργα αυτού»[11]. Δεν ωφελεί τίποτε, εάν λέγει κανείς ότι έχει πίστη, δεν έχει, όμως, έργα που να ταιριάζουν με την πίστη. «Η πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστίν»[12]. Η αγάπη εμπνέεται από την πίστη. Αν ο άνθρωπος δεν έχει αληθινή πίστη και δεν ξέρει τις προοπτικές του, πως θα πορευτεί;
Είναι δυστύχημα να διαπιστώνει κανείς ότι η ανθρωπότητα βρίσκεται σήμερα σε έναν δογματικό και ηθικό δαλτονισμό, σε μια δογματική και ηθική αχρωματοψία, και ότι ζεί μια ηθική χωρίς ηθική, μια ανήθικη ηθική, μια ηθική χωρίς όρια, μια ανηθικότητα, έναν αμοραλισμό. Αυτή η νέα σχιζοφρενική ηθική προτάσσει στον σύγχρονο άνθρωπο ένα νέο σχιζοφρενικό δόγμα˙ ότι μπορεί να συζεύξει στο πρόσωπό του τα πιο αντιθετικά και διφορούμενα στοιχεία. Ότι μπορεί να είναι και ηθικός και ανήθικος, και καλός και κακός, και δίκαιος και άδικος, και αμαρτωλός και ενάρετος-ευσεβής, και διπλωμάτης και ευθύς, και πόρνος, μοιχός, αρσενικοίτης, παρθένος, και θυμώδης, οργίλος και πράος, και ψεύτης, συκοφάντης, υβριστής, κλέπτης και αληθής, και Ορθόδοξος και αιρετικός, αλλόθρησκος, και οικουμενιστής και Ορθόδοξος, και Χριστιανός και Μασόνος και Χριστιανός κ.ο.κ.
Το ήθος το θέλουμε, όχι όπως μας το προσφέρει το Ευαγγέλιο, αλλά μάλλον επί μιάς φιλοσοφικής ηθικής. Όχι ευαγγελικής ηθικής, αλλά φιλοσοφικής ηθικής. Είναι γνωστό ότι όλα τα φιλοσοφικά συστήματα έχουν την ηθική τους. Η Ορθοδοξία δεν έχει ηθική με την έννοια του ευσεβισμού. Ζεί και κηρύττει την αγιότητα και την κατά Χάριν θέωση. Το θέμα είναι ζωτικής σημασίας, γιατί κρίνει την σωτηρία μας. Ένα νόθο Ευαγγέλιο, νόθο δόγμα και νόθο ήθος δεν σώζουν ποτέ. Γι’αυτό πολέμησαν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας˙ για την ακρίβεια του δόγματος στις Οικουμενικές και στις Τοπικές Συνόδους. Ένα νοθευμένο Ευαγγέλιο, νόθο δόγμα και νόθο ήθος είναι ένα επικάλλυμα των αδυναμιών μας και ένας σιγαστήρας της συνειδήσεώς μας. Η ακρίβεια του δόγματος και του ήθους έχει παραμερισθεί σαν κάτι το αναχρονισμένο και συνεπώς δύσχρηστο. Έτσι, όμως, σημειώνεται ραγδαία μια νέα εξέλιξη χριστιανικής παρακμής[13].
[irp posts=”404256″ name=”Ι.Μ. Πειραιώς: Τα πτώματα των αιρετικών και αλλόθρησκων και τα ιερά λείψανα της εκκλησίας μας”]
Δεν είναι ουτοπιστικό να λεχθεί ότι στην εποχή μας η Ορθόδοξη Εκκλησία προσβάλλεται και από το μόλυσμα της αιρέσεως και από το μόλυσμα της ηθικής σήψεως. Λέγουν οι άγιοι Πατέρες ότι, όταν υπάρχει μόλυσμα ηθικής σήψεως, τότε αυτό θα γεννήσει δόγματα όχι καλά, όχι σωστά. Και αντίστροφα, τα δόγματα τα μη σωστά, θα γεννήσουν ήθος όχι σωστό. Γι’ αυτό έχουμε Ορθοπραξία και Ορθοδοξία δεμένα αδιαχώριστα. Δεν έχουμε παρά να δούμε στην σύγχρονη εποχή μας, τόσο την ηθική σήψη, όσο και την μόλυνση την δογματική[14].
Τραγική απόδειξη της διαρρήξεως του συνδέσμου μεταξύ δόγματος και ήθους είναι τόσο οι παλαιοί εικονομάχοι, όσο και οι απόγονοί τους, νέοι εικονομάχοι, Προτεστάντες, καθώς και οι ανατολικές θρησκείες, που είναι ανεικονικές. Η Εκκλησία στη διδασκαλία των αιρετικών και χριστιανοκατηγόρων εικονομάχων διέκρινε την αναβίωση των παλαιοτέρων αιρέσεων του Αρειανισμού, του Νεστοριανισμού και του Μονοφυσιτισμού με μια νέα μορφή και έκφραση. Οι εικονομάχοι δεν καταπολεμούσαν μόνο τις εικόνες του Χριστού, αλλά και την τιμή των αγίων, των λειψάνων τους και των εικόνων τους. Αρνούνταν την προσωπική παρουσία του Θεού στον κόσμο και την μετάδοση της θείας Χάριτος μέσω της ύλης. Αυτονομούσαν την ύλη και απέρριπταν την δυνατότητα μεταμορφώσεώς της. Μετέτρεπαν την θεολογία σε ιδεολογία. Με το πρόσχημα ότι καταπολεμούσαν ειδωλολατρικές και μαγικές αντιλήψεις, εκκοσμίκευαν την Εκκλησία και αποσπούσαν τον κόσμο από τον Θεό και την Χάρι Του. Με τον τρόπο αυτόν οι εικονομάχοι ακύρωναν την εγκοσμίκευση του Θεού, που ολοκληρώνεται με την ενανθρώπηση και διαιωνίζεται με την Εκκλησία.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία, όμως, δεν περιφρονεί την ύλη, γιατί και αυτή δημιουργήθηκε από τον Θεό. Η ύλη δεν είναι ανεξάρτητη από τον Θεό, αλλά αισθητή παρουσία του θείου θελήματος. Ο ίδιος ο Θεός έγινε ύλη, σκήνωσε στην ύλη και απεργάσθηκε με την ύλη την σωτηρία του ανθρώπου. Ειδικότερα μάλιστα η ύλη, που φέρει τη μορφή κάποιου ιερού προσώπου, η εικόνα, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερου σεβασμού. Γι’αυτό ο Χριστιανός σέβεται την ύλη, όχι βέβαια ως Θεό, αλλά επειδή είναι έμπλεως θείας ενεργείας και Χάριτος[15].
Φοβερές, επίσης, είναι οι συνέπειες της αμαυρώσεως του δόγματος και του ήθους στην αιρετική Δύση.
Αυτονοήτως είμαστε εναντίον της ακρίτου και χωρίς αποτέλεσμα επικοινωνίας με τους αιρετικούς, την στιγμή που εκείνοι εμμένουν σκληρά και με προκλητική αυθάδεια στις κακοδοξίες τους. Ένας τέτοιος ατέρμων διάλογος μεταξύ κωφών δεν έχει κανένα αποτέλεσμα. Αποτελεί μόνο άλλοθι για την δική τους εμμονή.
Η αιτία της διαφοράς είναι ότι η αίρεση του Παπισμού διέστρεψε το ευαγγελικό μήνυμα, αλλοίωσε την δογματική πίστη της Εκκλησίας, δημιούργησε τεράστιο πρόβλημα στο Ευαγγελικό και ζείδωρο μήνυμα της ζωής και αυτή την στιγμή συνεχίζει να εμμένει στο ίδιο αυτό μοτίβο της απαξιώσεως της κανονικής τάξεως, της δογματικής, πατερικής και αποστολικοπαράδοτης πίστεως.
Υπάρχει ένας διάλογος, που έχει ξεκινήσει το 1980. Είμαστε τώρα στο 2018 και δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ. Δεν είναι μόνο η αίρεση του Filioque (φιλιόκβε), δηλ. η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού, που είναι μία τεράστια δογματική έκπτωση και διαστροφή της πίστεως στο Τριαδικό δόγμα. Είναι και το τεράστιο θέμα της εκκοσμικεύσεως. Το πάλαι ποτέ περίπυστο Πατριαρχείο της Δύσεως, το οποίο χάθηκε δυστυχώς το 1054, το κατέλαβαν οι Φράγκοι, και γι’ αυτό υπάρχει όλη αυτή η αλλοίωση της πνευματικής ζωής. Κατ’αρχήν, ο Παπισμός έχει μεταβάλει την Εκκλησία σε κράτος. Ο αιρεσιάρχης Πάπας είναι και αρχηγός κράτους.Έχει κυβέρνηση. Είναι μία πλήρης αλλοτρίωση του ευαγγελικού μηνύματος.
Υπάρχουν και άλλες πολλές δογματικές αποκλίσεις. Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία δεν αποδέχεται πρωτείο εξουσίας κανενός επισκόπου. Πρωτείο εξουσίας δεν έχει κανείς, διότι η κεφαλή της Εκκλησίας δεν είναι κάποιος άνθρωπος. Για τον Παπισμό κεφαλή της Εκκλησίας είναι ένας άνθρωπος, ο Πάπας. Αυτό είναι απαράδεκτο. Κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο Χριστός. Κανείς άλλος. Η Οικουμενική Σύνοδος είναι η υπέρτατη αρχή εξουσίας μέσα στην Εκκλησία. Εκείνη αποφαίνεται επί δογματικών, κανονικών, τυπικών και οποιωνδήποτε άλλων θεμάτων. Οι Προκαθήμενοι των παλαιών πόλεων είχαν την τιμή της πρωτοκαθεδρίας, επειδή οι πόλεις είχαν μία περιωπή. Επειδή η Ρώμη ήταν η πρωτεύουσα του Ρωμαικού Κράτους, ο επίσκοπός της προβάδιζε των άλλων επισκόπων. Όταν η πρωτεύουσα της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας επί Μεγάλου Κωνσταντίνου μεταφέρθηκε στη Νέα Ρώμη, ο επίσκοπος της Νέας Ρώμης απέκτησε τα ίδια πρεσβεία τιμής, που είχε και ο της Παλαιάς Ρώμης. Και οι άλλες πόλεις, δηλ. η Αλεξάνδρεια, που είναι μία μεγάλη πόλη, είναι η τρίτη κατά τιμή, η Αντιόχεια τέταρτη, τα Ιεροσόλυμα, που είναι η μητέρα των Εκκλησιών, επειδή είναι η μικρότερη πόλη, πέμπτη κατά τιμή. Αυτός ήταν ο θεσμός της πενταρχίας.
Ο Πάπας της Ρώμης θέλει να έχει το παγκόσμιο imperium (ιμπέριουμ), τον παγκόσμιο έλεγχο, δηλ. ότι είναι ο βικάριος, ο αντιπρόσωπος του Χριστού επί γης, πράγματα τα οποία επί χίλια χρόνια ποτέ δεν υπήρχαν. Εκεί πάνω στηρίχτηκε ένα κακέκτυπο χριστιανισμού, για το οποίο σήμερα εμείς οι Ορθόδοξοι απολογούμαστε, χωρίς να έχουμε καμμία ευθύνη. Π.χ. Ιερά Εξέταση, θρησκευτικοί πόλεμοι, αποικιοκρατία, ιμπεριαλισμός (επεκτατισμός). Τι σχέση έχουν αυτά με το Ευαγγέλιο του Χριστού, ο Οποίος γεννήθηκε μέσα σε μία φάτνη αλόγων και σταυρώθηκε για τον άνθρωπο;
Από΄κεί και μετά πήγαμε στην Μεταρρύθμιση, η οποία, ως αντίδραση σε αυτό το κακέκτυπο εξουσίας και το imperium (ιμπέριουμ), τον έλεγχο, διέλυσε τα πάντα. Από αυτή την διαμάχη με τον Παπισμό προέκυψε η Μεταρρύθμιση. Από την Μεταρρύθμιση προέκυψε η αίρεση του Προτεσταντισμού. Το προτεσταντικό δόγμα λέγει ότι, αν ο Θεός είναι μαζί σου, έχεις λεφτά. Η Ορθοδοξία, όμως, λέγει ότι δεν είμαστε ιδιοκτήτες, αλλά διαχειριστές˙ ότι οι άνθρωποι δεν λατρεύουν την κτίση, αλλά τον Κτίσαντα˙ ότι ο άλλος για μένα δεν είναι ο εχθρός μου, δεν είναι η κόλαση μου, που λέγει η «Διανόηση», αλλά είναι ο παράδεισός μου. Αν, λοιπόν, ζήσουμε με αυτό το κοινοτικό πνεύμα, που εκφράζει η Εκκλησία, να πως υπερβαίνονται τα προβλήματα.
Εμείς οφείλουμε για την σωτηρία των αιρετικών να τους πούμε ότι αυτό είναι λάθος, αυτό είναι αλήθεια. Οφείλουμε να τους προσκαλέσουμε στην Αλήθεια, για να είμαστε μία κοινωνία αγάπης. Η Εκκλησία οφείλει να αρθρώνει λόγο ζωής, που δεν είναι απλώς για την κατά κόσμον επιβίωση, αλλά και για την μεταφυσική αναγωγή του ανθρώπου.
Στην Εκκλησία υπάρχει μία αρχή, που λέει ότι η Αλήθεια και ο εις (ένας) είναι η πλειοψηφία. Γιατί, η αλήθεια στην Εκκλησία δεν είναι ιδεολογική προσέγγιση. Είναι Πρόσωπο. Είναι ο Χριστός. Άρα, λοιπόν, ο Χριστός και εις είναι η πλειοψηφία. Απέναντι μπορεί να είναι δισεκατομμύρια, αλλά να είναι στην πλάνη. Αυτό έχει αποδειχθεί ιστορικά σε πάρα πολλά θέματα. Π.χ. στην εικονομαχική «σύνοδο» της Ιερείας μετείχαν τέσσερεις Πατριάρχες, ο Αυτοκράτορας, 648 επίσκοποι – μητροπολίτες και απέναντι σε αυτούς ολίγοι επίσκοποι, κληρικοί και μοναχοί. Και κατίσχυσαν οι ολίγοι, γιατί ήταν μαζί με τον Χριστό, μαζί με την Αλήθεια. Γι’ αυτό, λοιπόν, δεν είναι αριθμητικό θέμα η σωτηρία των ανθρώπων. Στην ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας μετείχαν εκατοντάδες επισκόπων από Ανατολή και Δύση. Απέναντί τους ένας μόνον˙ ο άγιος Μάρκος, ο οποίος, έχοντας την Αλήθεια, νίκησε τους πολλούς.
Η παναίρεση του διαχριστιανικού και διαθρησκειακού συγκρητιστικού Οικουμενισμού διαρρηγνύει την οργανική σχέση δόγματος και ήθους. Ο Οικουμενισμός έχει ουμανιστικό, ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα και όχι θεολογικό, πνευματικό, θεανθρωποκεντρικο. Παραμερίζει την Πίστη, το δόγμα και την Παράδοση της Εκκλησίας και αποβλέπει περισσότερο σε πρακτικούς σκοπούς. Βλέπει την Εκκλησία κυρίως ως ανθρώπινο ίδρυμα, το οποίο ενωμένο θα δυνηθεί να αντιμετωπίσει καλύτερα τους εχθρούς του. Γι’αυτό δεν λαμβάνονται σοβαρώς υπ’όψιν οι βασικές διαφορές περί την πίστη και το πνεύμα ανάμεσα στην Ορθοδοξία, τις αιρέσεις και τις θρησκείες, ούτε η ιστορία και η συνείδηση της Εκκλησίας[16].
Ιδιαιτέρως ο πρακτικός ή λαικός Οικουμενισμός, ο οποίος επιτάσσει την διαχριστιανική και διαθρησκειακή συνεργασία σε πρακτικά θέματα και τομείς και ποικίλα σύγχρονα προβλήματα (κοινωνικά, ηθικά, περιβαλλοντικά, οικολογικά κ.α.), η οποία συνοδεύεται δυστυχώς με αντικανονικές συμπροσευχές και υπογραφή κοινών κειμένων, έχει σοβαρότατες συνέπειες στο δόγμα και το ήθος.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία, ασφαλώς, έδειχνε και δείχνει πάντα μεγάλη ευαισθησία σ’ όλα τα ανθρώπινα προβλήματα. Ωστόσο, η από κοινού με τους αιρετικούς αντιμετώπισή τους παρουσιάζει μειονεκτήματα. Η φωνή της Ορθοδοξίας, όταν συμφύρεται με τις άλλες αιρετικές και θρησκευτικές φωνές, χάνει τη διαύγειά της και αδυνατεί να κοινοποιήσει στον σημερινό άνθρωπο τον δικό της μοναδικό τρόπο ζωής, που είναι θεανθρωποκεντρικός, σε αντίθεση με τον ανθρωποκεντρικό τρόπο ζωής των αιρετικών. Η Εκκλησία υποκύπτει στον πειρασμό της εκκοσμικεύσεως, χρησιμοποιώντας στο κοινωνικό της έργο κοσμικές πρακτικές των άλλων αιρέσεων και θρησκειών, σε βάρος του σωτηριολογικού της μηνύματος. Εκείνο, όμως, που έχει ανάγκη ο σημερινός άνθρωπος, δεν είναι η βελτίωση της ζωής του μέσω ενός εκκοσμικευμένου Χριστιανισμού, έστω κι αν αυτός μπορέσει να εξαλείψει όλες τις κοινωνικές πληγές, αλλά η απελευθέρωσή του από την αμαρτία και η θέωσή του μέσα στο αληθινό Σώμα του Χριστού, την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ο πρακτικός ή λαικός Οικουμενισμός προωθείται και με τις ανταλλαγές επισήμων επισκέψεων μεταξύ υψηλοβάθμων, κυρίως, εκπροσώπων των αιρέσεων, των θρησκειών και της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτές περιλαμβάνουν εγκωμιαστικές προσφωνήσεις, ασπασμούς, ανταλλαγές δώρων, κοινά γεύματα, συμπροσευχές, κοινές ανακοινώσεις και άλλες χειρονομίες φιλοφροσύνης. Ο πιστός λαός μας, όμως, όταν παρακολουθεί τις επισκέψεις από τα οπτικοακουστικά μέσα επικοινωνίας, δοκιμάζει δυσάρεστη έκπληξη· σκανδαλίζεται, πικραίνεται, απορεί, αλλά και προβληματίζεται, καθώς μάλιστα άλλοτε ακούει τους ποιμένες του να μιλούν με ορθόδοξη και αγιοπατερική γλώσσα, και άλλοτε τους βλέπει ανάμεσα στους αιρετικούς και αλλοθρήσκους να συμπεριφέρονται διπλωματικά. Ένας τέτοιος, όμως, συμβιβασμός στον χώρο της αληθείας της Εκκλησίας, ακόμα και για την ιερώτερη σκοπιμότητα, είναι επιεικώς απαράδεκτος[17].
Τέκνα μου αγαπητά και περιπόθητα,
Ένα γνώρισμα των αγίων Πατέρων, είτε εν Συνόδω είτε εκτός Συνόδου, ήταν πάντοτε η ακρίβεια στην διατύπωση των όρων της πίστεως και του ήθους. Κι αυτό, γιατί γνώριζαν την σημασία και την αξία της ακριβείας. Οι άγιοι Πατέρες έμεναν πάντοτε στην ακρίβεια, ακριβολογούσαν. Η ακρίβεια στο δόγμα δίνει ακρίβεια και στο ήθος, την πνευματική ζωή. Η ακρίβεια στην πίστη και η ακρίβεια και στο ήθος, δεν είναι μία σχολαστικότητα, κάτι το στείρο και άγονο, αλλά μία σπουδαιότατη ανάγκη. Η απουσία αυτής της ακριβείας είναι έργο του διαβόλου, που εδράζεται επί της ανθρωπίνης ραθυμίας, ακηδίας, τεμπελιάς, με αποτελέσμα την μεγάλη ποικιλία απόψεων περί πίστεως, αλλά και περί ήθους[18].
Ούτε η Ορθοδοξία μόνη μας σώζει, ούτε η ορθοπραξία. Χρειάζεται συντονισμός και των δύο˙ ορθά δόγματα, ορθή πίστη των αγίων και θεοφόρων Πατέρων και αληθής βίος, αληθές βίωμα. Μόνο η ακρίβεια στην πίστη και στο ήθος σώζει. Με αυτά τα δύο φτερά ας πετάξουμε προς τον ουρανό.
Έτη πολλά και εύδρομος η αρξαμένη Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή!
Μετά πατρικών ευχών
+ ο Πειραιώς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
[1] Εφ. 2, 15.
[2] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ερμηνεία εις τας ΙΔ΄ επιστολάς του Αποστόλου Παύλου, τ. Β΄, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1990, σσ. 399-400.
[3] θ΄ (9ος) αναβαθμός του Δ΄ ήχου.
[4] Του ιδίου, Νέα Κλίμαξ, εκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 1976, σσ. 187, 276.
[5] Ρωμ. 13, 8.
[6] ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, «Τα δόγματα της Εκκλησίας ως δείκτες της ζωής», εν Χριστιανική ηθική Α΄. Εισαγωγή – Γενικές αρχές – Σύγχρονη προβληματική, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσ/κη 2002, σσ. 167-184.
[7] Εβρ. 13, 4.
[8] Πραξ. 4, 32.
[9] Ματθ. 7, 21.
[10] Ιακ. 2, 18.
[11] Ιακ. 3, 13.
[12] Ιακ. 2, 20.
[13] ΑΡΧΙΜ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ, Ομιλία εις την Κυριακήν των Αγίων Πατέρων της Δ΄ Οικ. Συνόδου, με θέμα «Η ακρίβεια στην πίστη και το ήθος», 18-7-1999.
[14] Του ιδίου, Ομιλία εις τον προφήτην Ησαίαν, αριθ. 85, 1997.
[15] ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Περί εικόνων 1, PG 94, 1300ΑΒ. Σχ. βλ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, ενθ’ανωτ.
[16] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Ορθοδοξία και Ουμανισμός. Ορθοδοξία και Παπισμός, εκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 1998, σ. 83.
[17] Σχ. βλ. Ο Οικουμενισμός, εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2004.
[18] ΑΡΧΙΜ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ Ομιλία εις την Κυριακήν…