Ποιμαντορική Εγκύκλιος Μητροπολίτου Πειραιώς Σεραφείμ για την Κυριακή της Ορθοδοξίας 2013 με αναφορά στον Οικουμενισμό
Έλεγε ο μακαριστός άγιος Γέρων Παίσιος ο Αγιορείτης : «Ο διάβολος άπλωσε τρία πλοκάμια να πιάσει όλο τον κόσμο. Τούς πλουσίους να τους πιάσει με τη Μασονία, τους πτωχούς με τον κομμουνισμό και τους θρησκευόμενους με τον οικουμενισμό». Ο ίδιος άλλοτε σε συνάξεις μοναζουσών επεσήμανε : «Οικουμενισμός και Κοινή Αγορά, ένα κράτος μεγάλο, μία θρησκεία στα μέτρα τους. Αυτά είναι σχέδια διαβόλων»[1]. Τι είναι, όμως, ο Οικουμενισμός ;
Ο σύγχρονος άγιος γέρων της Σερβικής Εκκλησίας και καθηγητής της Δογματικής όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς σημειώνει : «Ο Οικουμενισμός είναι κοινόν όνομα διά τους ψευδοχριστιανισμούς, διά τας ψευδοεκκλησίας της Δυτικής Ευρώπης. Μέσα του ευρίσκεται η καρδία όλων των ευρωπαικών ουμανισμών με επικεφαλής τον Παπισμό. Όλοι δε αυτοί οι ψευδοχριστιανισμοί, όλαι αι ψευδοεκκλησίαι δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία αίρεσις παραπλεύρως εις την άλλην αίρεσιν. Το κοινόν ευαγγελικόν όνομά τους είναι η παναίρεσις»[2].
Στο ίδιο μήκος κύματος ο μακαριστός γέρων αρχιμανδρίτης π. Χαράλαμπος Βασιλοπουλος μας δίνει την πραγματική εικόνα του Οικουμενισμού : «Ο Οικουμενισμός είναι ένα Κίνημα παγκόσμιον του Διεθνούς Σιωνισμού και έχει ως μοναδικόν σκοπόν την πολιτικήν και θρησκευτικήν κατάκτησιν της Οικουμένης! Ο Οικουμενισμός είναι μια φοβερά λαίλαψ, που προετοιμάζεται να ξεθεμελιώση, όπως φαντάζεται, την ‘Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν’ του Χριστού. Είναι άγριος τυφών των δυνάμεων του σκότους, που συγκεντρώνει την καταστροφικήν του μανία εναντίον κυρίως της Ορθοδοξίας, με τον σκοτεινό πόθο να την εκμηδενίση και να την αφανίση»[3].
Επίσης, ο μακαριστός γέρων αρχιμανδρίτης π. Αθανάσιος Μυτιληναίος ονομάζει τον Οικουμενισμό τελευταίο πρόδρομο του Αντιχρίστου[4]. Ο ομότιμος καθηγητής της πατρολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. αιδεσιμολογιώτατος πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, μεγάλος αγωνιστής και πολέμιος του Οικουμενισμού, παρατηρεί σχετικά με την αίρεση αυτή ότι «ο κίνδυνος αυτός (εκ του Οικουμενισμού) αποβαίνει μεγαλύτερος, εκ του γεγονότος ότι η απειλή δεν είναι μόνον εξωτερική. Δεν προέρχεται δηλαδή μόνον από τον Παπισμό και τον Προτεσταντισμό, οι οποίοι αντιμετωπιζόμενοι παλαιότερα ως αιρέσεις, είχαν ελάχιστες, σχεδόν μηδαμινές δυνατότητες να ασκήσουν επιρροή στους Ορθοδόξους πιστούς.
Ο κίνδυνος τώρα είναι πολλαπλασίως μεγαλύτερος, διότι δρα εκ των έσω. Πολλοί ποιμένες, των οποίων βασική αποστολή είναι να διώκουν τους λύκους των αιρέσεων και των πλανών, δεν βλέπουν να υπάρχουν λύκοι, για να τους εκδιώξουν, αφού θεωρούν, ότι ο Παπισμός και ο Προτεσταντισμός δεν είναι αιρέσεις, αλλά ‘σεβάσμιες εκκλησίες’, ‘αδελφές εκκλησίες’, συνδιαχειρίστριες του αγιασμού και της σωτηρίας των πιστών». Σύμφωνα, τέλος, με τον αείμνηστο Καθηγητή του Κανονικού Δικαίου κ. Κων/νο Μουρατίδη «ο Οικουμενισμός-συγκρητισμός δεν είναι απλώς μία αίρεσις, αλλά παναίρεσις, διότι κατ΄ουσίαν οδηγεί εις την άρνησιν του Χριστιανισμού ως μοναδικής και αποκλειστικής απολύτου αληθείας εξ αποκαλύψεως και εις τον υποβιβαμόν αυτού εις μίαν μεταξύ των πολλών θρησκειών ή την πνευματικωτέραν και σπουδαιοτέραν, αλλά όχι την μοναδικήν. Ο Οικουμενισμός, άρα συγκρητισμός είναι η μεγαλυτέρα απειλή κατά της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, διότι δι΄αυτής δεν πλήττεται απλώς εν δόγμα ή μία θεμελιώδης αλήθεια, αλλά σύμπασα συλλήβδην η δογματική και κανονική τάξις της Αγίας του Χριστού Εκκλησίας»[5].
Όπως η παγκοσμιοποίηση σε πολιτικό επίπεδο θέλει να ενώσει τον κόσμο και να κάνει ένα παγκόσμιο κράτος, μία παγκόσμια ηλεκτρονική διακυβέρνηση, ένα παγκόσμιο νόμισμα, μία παγκόσμια οικονομία, έτσι και ο Οικουμενισμός σε θρησκευτικό επίπεδο θέλει να ενώσει όλες τις θρησκείες (διαθρησκειακός οικουμενισμός) και όλες τις αιρέσεις (διαχριστιανικός οικουμενισμός) σε μία παγκόσμια θρησκεία, αψηφώντας και περιθωριοποιώντας τις τεράστιες, γιγαντιαίες και χαώδεις δογματικές διαφορές και ξεθεμελιώνοντας εκ βάθρων τα δόγματα και την πίστη της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο Οικουμενισμός είναι η μεγαλύτερη εκκλησιολογική αίρεση όλων των εποχών, επειδή εξισώνει όλες τις θρησκείες και τις πίστεις.
Ιδιαιτέρως πρέπει να τονισθεί ότι πηγή και μήτρα του Οικουμενισμού τυγχάνει η Μασωνία, που προωθεί δι’ αυτού την παγκόσμια θρησκεία του Εωσφορισμού, όπως και της Μασωνίας πηγή και μήτρα είναι ο φρικώδης διεθνής Σιωνισμός.
Υπάρχει ένα προκαθορισμένο σχέδιο ενώσεως, που οδηγεί στην διαμυστηριακή κοινωνία (intercommunio) πασών των αιρέσεων και των θρησκειών, στην επιβολή της πανθρησκείας και το οποίο αποτελείται από τρεις φάσεις. Η πρώτη φάση του σχεδίου ενώσεως είναι η ένωση όλων των χριστιανικών ομολογιών, δηλ. ο διαχριστιανικός οικουμενισμός. Η δεύτερη φάση είναι η ένωση όλων των θρησκειών, δηλ. ο διαθρησκειακός οικουμενισμός και η τρίτη φάση είναι η ένωση όλων των ομολογιών και των θρησκειών, δηλ. η επιβολή της πανθρησκείας, με αρχηγό τον αιρεσιάρχη Πάπα της Ρώμης, ο οποίος θα παραδώσει την παγκόσμια εξουσία στον Αντίχριστο.
Οι ρίζες του Οικουμενισμού πρέπει να αναζητηθούν στον προτεσταντικό χώρο, στα μέσα του 19ου αι. Τότε κάποιες «χριστιανικές ομολογίες», βλέποντας τον κόσμο να φεύγει από κοντά τους λόγω της αυξανομένης θρησκευτικής αδιαφορίας και των οργανωμένων αντιθρησκευτικών κινημάτων, αναγκάσθηκαν σε μια συσπείρωση και συνεργασία. Αυτή η ενωτική δραστηριότητά τους έλαβε οργανωμένη πλέον μορφή, ως Οικουμενική Κίνηση, τον 20ο αι. και κυρίως το 1948, με την ίδρυση στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας του λεγομένου Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.), που εδρεύει στη Γενεύη[6].
Η Εκκλησία της Ελλάδος πάντοτε αντιστέκεται σταθερά, αταλάντευτα και ακλόνητα στον Οικουμενισμό και αποτεί ισχυρό αντιοικουμενιστικό προπύργιo.
Ένα από τα μέσα, που χρησιμοποιεί ο Οικουμενισμός, για να επιτύχει τους σκοπούς του, είναι ο συγκρητισμός, αυτός ο θανάσιμος εχθρός της χριστιανικής πίστεως, τον οποίο προωθεί το λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών». «Ο συγκρητισμός είναι η σχετικοποίηση των θρησκειών και των θρησκευτικών ιδεών. Είναι μια πανοικουμενική θρησκευτική σύνθεση και σύζευξη των πιο αντιθετικών και ανομοίων στοιχείων»[7].
Ο Οικουμενισμός κινείται σε δύο επίπεδα˙ το πρώτο σε διαχριστιανικό και το δεύτερο σε διαθρησκειακό. Έτσι, έχουμε τον διαχριστιανικό οικουμενισμό και τον διαθρησκειακό οικουμενισμό, οι οποίοι αποτελούν δύο από τις βασικές κατευθύνσεις του Οικουμενισμού. Ο μεν διαχριστιανικός οικουμενισμός προωθεί την ένωση των διαφόρων χριστιανικών «ομολογιών» (Παπικών, Προτεσταντών, Αγγλικανών, Πεντηκοστιανών, Μονοφυσιτών) με την Ορθόδοξη Εκκλησία με το κριτήριο του δογματικού μινιμαλισμού. Σύμφωνα με την οικουμενιστική αρχή του «διαχριστιανικού δογματικού συγκρητισμού» οι δογματικές διαφορές μεταξύ ετεροδόξων είναι απλώς τυπικές παραδόσεις κάθε «εκκλησίας» και πρέπει να παρακάμπτονται για το καλό της ενότητας της Εκκλησίας, η οποία μπορεί να εκφράζεται με την ποικιλία διαφόρων μορφών και εκφράσεων. Ο δε διαθρησκειακός οικουμενισμός, θεωρώντας ότι σε όλες τις θρησκείες υπάρχουν θετικά στοιχεία, προωθεί την ένωση μεταξύ αυτών και κυρίως μεταξύ των δήθεν τριών μονοθειστικών θρησκειών του κόσμου, του Χριστιανισμού, του Μουσουλμανισμού και του Ιουδαισμού. Με λίγα λόγια προωθεί την λεγομένη «πανθρησκεία». Σύμφωνα με την οικουμενιστική αρχή του «διαθρησκειακού συγκρητισμού» πρέπει να βλέπουμε τα «κοινά θεολογικά σημεία», που υπάρχουν σε όλες τις «μονοθειστικές θρησκείες», ώστε να οικοδομήσουμε την θρησκευτική ενότητα της οικουμένης.
Ο Οικουμενισμός, για να υλοποιήσει τους στόχους του, αναγκάζεται να παραθεωρήσει ή και να αναθεωρήσει βασικές αρχές της Ορθοδοξίας.
Προβάλλει την αντίληψη της ‘Διευρημένης Εκκλησίας’, σύμφωνα με την οποία η Εκκλησία είναι μία και περιλαμβάνει τους χριστιανούς κάθε «ομολογίας», από τη στιγμή που δέχθηκαν το βάπτισμα. Έτσι, όλες οι «χριστιανικές ομολογίες» είναι μεταξύ τους ‘Αδελφές Εκκλησίες’. Πρόκειται για την θεωρία της βαπτισματικής θεολογίας.
Μέσα στο ίδιο πνεύμα κινείται και η ιδέα της ‘Παγκοσμίου ορατής Εκκλησίας’. Η Εκκλησία, που υφίσταται τάχα ‘αόρατα’ και απαρτίζεται από όλους τους χριστιανούς, θα φανερωθεί και στην ορατή της διάσταση με τις κοινές ενωτικές προσπάθειες.
Τις αντιλήψεις αυτές επηρέασε και η προτεσταντική θεωρία των κλάδων, σύμφωνα με την οποία η Εκκλησία είναι ένα ‘δένδρο’ με ‘κλαδιά’ όλες τις «χριστιανικές ομολογίες», καθεμιά από τις οποίες κατέχει ένα μόνο μέρος της αληθείας.
Ας προστεθεί και η θεωρία των ‘δύο πνευμόνων’, που αναπτύχθηκε μεταξύ ορθοδόξων οικουμενιστών και παπικών. Σύμφωνα μ΄ αυτήν, Ορθοδοξία και παπισμός είναι οι δύο πνεύμονες, με τους οποίους αναπνέει η Εκκλησία. Γιά να αρχίσει τάχα να αναπνέει ορθά και πάλι, θα πρέπει οι δύο πνεύμονες να συγχρονίσουν την αναπνοή τους.
Βασική θέση του Οικουμενισμού είναι ότι επιτρέπεται η συμπροσευχή μεταξύ Ορθοδόξων και αιρετικών ή αλλοθρήσκων και ότι απαγορεύεται μόνο η συλλειτουργία μεταξύ τους.
Σκοπός του Οικουμενισμού δεν είναι να αδειάσει τους ιερούς Ναούς από πιστούς˙ αντίθετα τους θέλει ασφυκτικά γεμάτους, μόνο που αυτοί οι «πιστοί» θα έχουν αλλοιωμένη και οικουμενιστική πίστη και διδασκαλία.
Στις μεθόδους, που χρησιμοποεί ο Οικουμενισμός για την προσέγγιση των χριστιανών, περιλαμβάνεται ο δογματικός μινιμαλισμός και ο δογματικός μαξιμαλισμός. Όσον αφορά στον δογματικό μινιμαλισμό, πρόκειται για μία προσπάθεια να συρρικνωθούν τα δόγματα στα πιο αναγκαία, σε ένα ‘μίνιμουμ’ (=ελάχιστο), προκειμένου να υπερπηδηθούν οι δογματικές διαφορές μεταξύ των «ομολογιών» και να επέλθει η «ένωση των χριστιανών». Το αποτέλεσμα, όμως, είναι η παραθεώρηση του δόγματος, ο υποβιβασμός και η ελαχιστοποίηση της σημασίας του. Όσον αφορά στον δογματικό μαξιμαλισμό, εννοείται η προσπάθεια μερικών να προσθέτουν νέες λέξεις και όρους στο δόγμα, για να ερμηνεύεται δήθεν καλύτερα η πίστη ή να επιδιώκεται μια νέα ευρύτερη ερμηνεία[8].
Γνήσιο τέκνο του Οικουμενισμού είναι και η εσχάτως αναφυείσα μεταπατερική ή νεοπατερική ή συναφειακή αίρεση.
Η μεταπατερική ή νεοπατερική αίρεση κάνει λόγο για την υπέρβαση, το ξεπέρασμα, την περιθωριοποίηση του συνόλου των αγίων Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας και την αντικατάστασή τους από τους σημερινούς, συγχρόνους δήθεν «νέους πατέρες», τους μεταπατερικούς οικουμενιστές. Στόχος αυτής της πατρομαχίας είναι η προλείανση της οδού προς την ψευδοένωση με τους αιρετικούς και τους ετεροδόξους, εφόσον πλέον μεταίρονται τα όρια, «α οι Πατέρες ημών έθεντο» μεταξύ αληθείας και πλάνης, Ορθοδοξίας και αιρέσεως, όπως επιτυχώς αποδείχθηκε στο μεγάλο επιστημονικό και θεολογικό συνέδριο, που διοργάνωσε πέρισυ τον Φεβρουάριο του 2012 η Ιερά Μητρόπολή μας με θέμα : «Μεταπατερική αίρεση και πατερική θεολογία».
Η συναφειακή αίρεση αφορά στην Ιεραποστολή και στον Ευαγγελισμό και νοείται ως η αποφυγή των διαφόρων χριστιανικών ομολογιών να εμφανισθούν, ενώπιον των μη χριστιανών, ως διχασμένες λόγω των δογματικών διαφορών τους. Γι’αυτό και καλούνται να δείξουν ενότητα, θέτοντας σε προτεραιότητα θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης και καταπιέσεως των κοινωνικών τάξεων. Αυτό, όμως, έχει ως αποτέλεσμα η ιεραποστολή και το κήρυγμα να στραφούν στη διατύπωση τρόπων αποκαταστάσεως των κοινωνικών αδικιών και όχι στη μετάδοση των αληθειών του Ευαγγελίου[9].
Κανείς δεν αγνοεί ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία από τη φύση της είναι ανοιχτή στο διάλογο. Ο Θεός πάντοτε διαλέγεται με τον άνθρωπο και οι Άγιοι της Εκκλησίας δεν αρνήθηκαν ποτέ τη διαλεκτική επικοινωνία τους με τον κόσμο. Οι Άγιοι, έχοντας αυτοσυνειδησία της κοινωνίας τους με το Θεό, προσπαθούσαν με το διάλογο να μεταδώσουν την εμπειρία της αληθείας, που βίωναν. Γι΄ αυτούς η αλήθεια δεν ήταν αντικείμενο έρευνας. Δεν την αναζητούσαν, δεν την διαπραγματεύονταν, απλά την πρόσφεραν. Αν ο διάλογος δεν οδηγούσε τους ετερόδοξους στην απόρριψη της πλάνης τους και στην αποδοχή της ορθοδόξου πίστεως, δεν τον συνέχιζαν.
Οι σύγχρονοι οικουμενιστικοί διάλογοι, που γίνονται μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας, Παπισμού, Προτεσταντισμού, Μονοφυσιτισμού, Ισλαμισμού και Ιουδαισμού, διαφέρουν ριζικά από τους διαλόγους των Αγίων, γιατί διεξάγονται με βάση τις αρχές της διευρυμένης Εκκλησίας και του δογματικού μινιμαλισμού. Γι΄ αυτό είναι άκαρποι. Απόδειξη ότι στα εκατό σχεδόν χρόνια της διεξαγωγής τους δεν έχουν προσφέρει τίποτε το αξιόλογο στην ενότητα του χριστιανικού κόσμου. Αντίθετα μάλιστα, κατάφεραν να διχάσουν τους Ορθοδόξους! «Δεν υφίσταται μεγαλυτέρα επιτυχία του δολίου δράκοντος και αισχίστου εχθρού της αληθείας και της σωτηρίας και αρχαίου πτερνιστού δαίμονος από τις ανωτέρω τραγικές εκδηλώσεις του συγκρητιστικού οικουμενισμού που με το πρόσχημα της δήθεν ειρήνης απομειώνει και ευτελίζει πλήρως την αλήθεια της διά Χριστού του μόνου αληθινού Σωτήρος του κόσμου αποκαλύψεως. Μεγαλειωδώς, ο θείος Παύλος «προφητεύει» και στηλιτεύει το όνειδος και το κανονικό έγκλημα του συγκρητιστικού οικουμενισμού, που αποτελεί την εσχάτη πλάνη και τον αίσχιστο πρόδρομο του Αντιχρίστου. Δικαιώνονται επομένως πλήρως, όσοι διαμαρτύρονται, αντιτίθενται και υπέγραψαν και υπογράφουν την κατά του θεηλάτου και ειδεχθούς και εγκληματικού οικουμενισμού, της δαιμονικής αυτής παναιρέσεως, ομολογίαν»[10].
Τα κυριότερα σημεία της παθολογίας των σημερινών διαλόγων είναι τα εξής :
Α. Η έλλειψη ορθοδόξου ομολογίας.
Β. Η έλλειψη ειλικρίνειας των ετεροδόξων.
Γ. Ο υπερτονισμός της αγάπης και υποτονισμός της αληθείας.
Δ. Η πρακτική του να μη συζητούνται αυτά, που χωρίζουν, αλλά αυτά, που ενώνουν.
Ε. Η άμβλυνση των ορθοδόξων κριτηρίων.
ΣΤ. Η αμοιβαία αναγνώριση εκκλησιαστικότητας.
Ζ. Ο διάλογος επί ίσοις όροις.
Η. Η υπογραφή κοινών αντορθοδόξων κειμένων.
Θ. Οι συμπροσευχές. Οι ορθόδοξοι οικουμενιστές, με την άμβλυνση των θεολογικών τους κριτηρίων, είναι πολύ φυσικό να συμμετέχουν χωρίς αναστολές σε κοινές με τους ετερόδοξους λατρευτικές εκδηλώσεις και συμπροσευχές, που πραγματοποιούνται συχνά στα πλαίσια των διαχριστιανικών συναντήσεων. Γνωρίζουν ότι με τον οικουμενιστικό αυτό συμπνευματισμό δημιουργείται το κατάλληλο ψυχολογικό κλίμα, που απαιτείται για την προώθηση της ενωτικής προσπάθειας. Οι ιεροί Κανόνες, όμως, της Εκκλησίας μας απαγορεύουν αυστηρά τις συμπροσευχές με τους ετερόδοξους. Γιατί οι ετερόδοξοι δεν έχουν την ίδια πίστη μ’ εμάς. Πιστεύουν σ’ έναν διαφορετικό, διαστρεβλωμένο Χριστό. Υπενθυμίζεται ότι ο 45ος κανών των Αγίων Αποστόλων ορίζει ότι : «Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος αιρετικοίς συνευξάμενος μόνον αφοριζέσθω, ει δε επέτρεψεν αυτοίς ως κληρικοίς ενεργήσαι τι, καθαιρείσθω». Τι μας λέει ο κανών αυτός; «Ότι όποιος Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος συμπροσευχηθεί μόνο, αλλά όχι και συλλειτουργήσει με αιρετικούς, ας αφορίζεται.
Εάν, όμως, επέτρεψε να ενεργήσουν ο,τιδήποτε ως κληρικοί, να καθαιρείται». Η συμπροσευχή, λοιπόν, απαγορεύεται, επειδή δηλώνει συμμετοχή στην πίστη του συμπροσευχομένου και δίνει σ’ αυτόν την ψευδαίσθηση ότι δεν βρίσκεται στην πλάνη, οπότε δεν χρειάζεται να επιστρέψει στην αλήθεια. «Η απροκάλυπτος πασίδηλος και αυταπόδεικτος καταπάτησις των Θείων και Ιερών Κανόνων της Μιάς Αγίας Καθολικής και Αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας αποτελεί διά τους ανωτέρω οικουμενιστάς όνειδος και πτώσιν, που μόνον το αίμα του μαρτυρίου δύναται να αποπλύνη διότι μετ’ επιγνώσεως απεμπολούν και περιφρονούν τον λόγον του Δομήτορος της Εκκλησίας και Σωτήρος του κόσμου «ο μη τιμών τον Υιόν, ου τιμά τον Πατέρα τον πέμψαντα αυτόν»[11] »[12].
Ι. Η Μυστηριακή Διακοινωνία. Αν οι ιεροί Κανόνες απαγορεύουν τις συμπροσευχές με τους αιρετικούς, πολύ περισσότερο αποκλείουν τη συμμετοχή μας στα λεγόμενα ανυπόστατα “Μυστήριά” τους. Η άντίληψη της μυστηριακής διακοινωνίας για μας τους Ορθοδόξους είναι παράλογη και απαράδεκτη. Η Εκκλησία μας ποτέ δεν θεώρησε τη Θεία Ευχαριστία ως μέσο για την επίτευξη της ενότητας, αλλά πάντοτε ως σφραγίδα και επιστέγασμά της. Άλλωστε, το κοινό Ποτήριο προϋποθέτει κοινή πίστη.
Άλλο μέσο για την επίτευξη των σκοπών του Οικουμενισμού αποτελεί η διαχριστιανική συνεργασία σε πρακτικούς τομείς ή αλλιώς ο λαικός Οικουμενισμός. Οι οικουμενιστές διατείνονται ότι τα ποικίλα σύγχρονα προβλήματα (κοινωνικά, ηθικά, περιβαλλοντικά, βιοηθικά κ. α.) οφείλουν να μας ενώνουν.
Η Εκκλησία, ασφαλώς, έδειχνε και δείχνει πάντα μεγάλη ευαισθησία σ΄ όλα τα ανθρώπινα προβλήματα, ωστόσο η από κοινού με τους αιρετικούς αντιμετώπισή τους παρουσιάζει πολλά μειονεκτήματα.
Τα τελευταία χρόνια η οικουμενιστική πολιτική ασκείται και με τις ανταλλαγές επισήμων επισκέψεων μεταξύ των Ομολογιών, οι οποίες πραγματοποιούνται από υψηλόβαθμους, κυρίως, κληρικούς[13].
Σήμερα δυστυχώς δεν εφαρμόζονται οι Ιεροί Κανόνες. Η στάση αυτή δεν συνάδει με την Εκκλησία, η οποία είναι θεσμός Θεοίδρυτος και δημοκρατικός. Η στάση αυτή αποδεικνύει ότι δεν σεβόμεθα τους Ι. Κανόνες και τις παρακαταθήκες των Αγίων και θεοφόρων Πατέρων, οι οποίοι πολέμησαν τις αιρέσεις τραγικώτατο δε παράδειγμα προς αποφυγήν απορρίψεως των Ιερών Κανόνων των Αγίων επτά Οικουμενικών Συνόδων είναι ο Ρωμαιοκαθολικισμός που κατήντησε παγκόσμιο εξαίσιο πτώμα με τις εγκληματικές συμπεριφορές των «λειτουργών» του.
Η παραπάνω στάση των οικουμενιστών και τα ανοίγματά τους στις οικουμενιστικές δραστηριότητες είναι από πάσης πλευράς καταδικαστέα, διότι α) αμφισβητούν έμπρακτα την ορθοδοξοπατερική μας παράδοση και Πίστη, β) σπέρνουν την αμφιβολία στις καρδιές του ποιμνίου και κλονίζουν πολλούς, οδηγώντας σε διαίρεση και σχίσμα και γ) παρασύρουν ένα μέρος του ποιμνίου στην πλάνη και με αυτήν στον πνευματικό όλεθρο. Οι κινούμενοι σ’ αυτήν την οικουμενιστική ανευθυνότητα, όποια θέση και αν κατέχουν στον Εκκλησιαστικό Οργανισμό, αντιτάσσονται στην παράδοση των Άγίων μας και συνεπώς βρίσκονται σε αντίθεση μαζί τους.
Γι’ αυτό η στάση τους πρέπει να καταδικάζεται και να απορρίπτεται από το σύνολο των Ιεραρχών και τον πιστό Λαό[14], ο οποίος είναι αυτός που κρατά, που σώζει την πίστη, σύμφωνα με την διακήρυξη των τεσσάρων Πατριαρχών το 1848: «Παρ΄ημίν ούτε Πατριάρχαι ούτε Σύνοδοι εδυνήθησάν ποτέ εισαγαγείν νέα, διότι ο υπερασπιστής της θρησκείας εστίν αυτό το σώμα της Εκκλησίας, ήτοι αυτός ο λαός, όστις εθέλει το θρήσκευμα αυτού αιωνίως αμετάβλητον και ομοειδές τω των Πατέρων αυτού»[15].
Μετά θερμών πατρικών ευχών
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
+ ο Πειραιώς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
……..…………………………………………………
[1] ΓΕΡΩΝ ΠΑÏΣΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Λόγοι, τ. Β΄, εκδ. Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1999, σ. 176.
[2] ΑΡΧΙΜ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 224.
[3] ΑΡΧΙΜ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ο Οικουμενισμός χωρίς μάσκα, εκδ. Ορθόδοξος Τύπος, Αθήνα 1988, σσ. 23, 25.
[4] ΑΡΧΙΜ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ, 5η ομιλία στον προφήτη Δανιήλ της 15-11-1981. Σχ. βλ. Χριστιανική Σπίθα (Μάιος 2011) 1.
[5] Ορθόδοξος Τύπος 20-5-1970.
[6] Ο Οικουμενισμός, εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2004, σσ. 5-6.
[7] ΜΙΧΑΗΛ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ, «Ο Συγκρητισμός», Ορθόδοξος Τύπος (23-7-2004) 1-2.
[8]Ο Οικουμενισμός, εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2004, σ. 8.
[9] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΓΛΥΦΑΔΑΣ ΠΑΥΛΟΣ, « «Συναφειακές», «Μεταπατερικές» και άλλες θεολογικές αναζητήσεις σε συνέδριο της θεολογικής Ακαδημίας του Βόλου», Θεοδρομία ΙΒ4 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2010) 496.
[10] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ανακοίνωση για διαθρησκειακές στο Μόναχο 28-9-2011, http://www.impantokratoros.gr/peiraios-seraphim-oikoumenismos-monacho.el.aspx.
[11] Ιω. 5, 23.
[12] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ανακοίνωση για διαθρησκειακές στο Μόναχο 28-9-2011, http://www.impantokratoros.gr/peiraios-seraphim-oikoumenismos-monacho.el.aspx.
[13] Ο Οικουμενισμός, εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2004, σσ. 11-18.
[14] ΣΥΝΑΞΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού, Ιούλιος 2009, σσ. 25-26.
[15] ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Τα δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. ΙΙ, Graz-Austria 1968, σ. 920 [1000].