ΚΑΤΑΙΓΙΣΤΙΚΟΣ Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Κατά μέτωπον επίθεση κατά της κυβέρνησης αλλά και ευρύτερα κατά των Αριστερών κομμάτων με αφορμή το θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας εξαπέλυσε ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ. Σημειώνει πως η Πολιτεία νομοθετεί ερήμην ή και εναντίον του δόγματος και του ήθους της Εκκλησίας, συγκρίνει την συμπεριφορά απέναντι στην Ορθοδοξία με αυτήν απέναντι σε άλλες θρησκείες και άλλα δόγματα, επιχειρηματολογεί υπέρ πέραν της πνευματικής χροιάς του Χριστιανισμού και υπερ της κοινωνικής του δυναμικής, προειδοποιεί για τους κινδύνους ενός ενδεχόμενου χωρισμού Κράτους-Εκκλησίας και κατηγορεί τα αριστερά κόμματα πως “κηρύσσουν ουσία διωγμό κατά της Μάννας Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος”.
Καταλήγοντας τονίζει πως “η πρότασις του Πρωθυπουργού και του ΣΥΡΙΖΑ για την αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος είναι ανεδαφική και θα πρέπει να αποσυρθή άμεσα διότι με το ισχύον Σύνταγμα οι διακριτοί ρόλοι Εκκλησίας και Πολιτείας είναι σαφώς εκκοσμικευμένοι”.
Αναλυτικά αναφέρει:
Μετά την ανακοίνωση από τον Εξοχώτατο κ. Πρωθυπουργό για την αναθεώρηση του Συντάγματος μέσα στην οποία έθεσε και το θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας για το οποίο πολλοί μη ειδικοί εκφράζονται ευκαίρως ακαίρως επαγόμεθα τα κάτωθι.
Πρέπει να γίνει σαφές ότι οι σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας αφορούν σε ήδη διακριτούς ρόλους όπως ο νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας στο βιβλίο του «Η αναθεώρηση του Συντάγματος/Υπό το πρίσμα της κοινοβουλευτικής εμπειρίας», εκδ. Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2010, σελ. 65 επ. έχει υποστηρίξει. «Οι διακριτοί ρόλοι προκύπτουν από την συγκρότηση του περιγράμματος του κράτους δικαίου δηλ. από την συνταγματική και έννομη τάξη και ευρίσκονται στα όρια εκκοσμικεύσεως των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας υφισταμένου του πολυθρύλητου διαχωρισμού» (Π. Μηλιαράκη-Συνταγματολόγου, ΕΠΙΚΑΙΡΑ 24-6-2016). Και ναί μεν στο πλαίσιο των ρυθμιστικών κανόνων που ισχύουν διατηρούνται οι «ειδικές σχέσεις» Κράτους και Εκκλησίας, όπως το εορτολόγιο και οι επίσημες τελετές, συναρτώνται με το τυπικό της Εκκλησίας, εν τούτοις αυτές οι «ειδικές σχέσεις» δεν αναιρούν την διάκρισι μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η Πολιτεία νομοθετεί ερήμην ή και εναντίον του δόγματος και του ήθους της Εκκλησίας όπως τα ψηφισθέντα νομοθετικά πλαίσια για τον πολιτικό γάμο, την καύση των νεκρών, το αυτόματο διαζύγιο, την αποποινικοποίηση της μοιχείας, τη νομιμοποίηση των εκτρώσεων, το σύμφωνο συμβίωσης ετεροφύλων και ομοφυλοφίλων κλπ. Συνεπώς από το γεγονός αυτό αποδεικνύεται ότι οι ρόλοι Εκκλησίας και Πολιτείας είναι απολύτως διακριτοί και βρίσκονται στα όρια της εκκοσμίκευσης. Επομένως η ιδεοληψία περί δήθεν θεοκρατίας πηγάζει μόνο από σκοτεινή εμπάθεια και νομική άγνοια ή μίσθαρνη στράτευση.
Στο σύγχρονο Ευρωπαικό πολιτισμό δεν είναι μόνο η Ελλάδα που αναγνωρίζει επισήμως συγκεκριμένη θρησκευτική κοινωνία, την Ορθόδοξη Εκκλησία. Και άλλες χώρες πολιτισμού όπως η Μ. Βρετανία, η Δανία και η Νορβηγία αναγνωρίζουν θρησκευτικές κοινωνίες και μάλιστα στη Μ. Βρετανία ο ανώτατος άρχων είναι αρχηγός της Αγγλικανικής κοινωνίας και της Πρεσβυτεριανής «Εκκλησίας» της Σκωτίας και συνεπώς ο συντακτικός νομοθέτης που θέσπισε ότι «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού» δεν εισήγαγε πολιτιστική ή νομική καινοτομία. Απλώς δήλωσε τον σεβασμό του στην μακρά παράδοση και την θρησκευτική συνείδηση της συντριπτικής πλειονοψηφίας του λαού που συγκροτεί τη συντεταγμένη Πολιτεία. Ταυτοχρόνως όμως το ισχύον Σύνταγμα θεσπίζει το απαραβίαστο και το ελεύθερο της θρησκευτικής συνείδησης με διάταξη της παραγρ. 1 του άρθρου 13 που δεν αναθεωρείται επειδή αφορά στον σκληρό πυρήνα της συνταγματικής τάξης, εν αντιθέσει με το άρθρο 3 που ορίζει τις «σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας» και που μπορεί να αναθεωρηθή αν δεν ληφθή υπ’ όψι ότι με την τυχόν αναθεώρησή του ανατρέπονται οι νομικές σχέσεις των Νομικών Προσώπων της Εκκλησίας με το Κράτος, παύει η Συνταγματική προστασία των Καταστατικών κειμένων της Εκκλησίας της Ελλάδος, του Τόμου ανακηρύξεως Αυτοκεφαλίας του 1850 και της Πράξεως του 1928 και βέβαια του ισχύοντος Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ν. 590/1977) με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για την ευστάθεια του Έθνους και της Εκκλησίας. Η ανατροπή αυτή αναπόδραστα θα πρέπει να συμπαρασύρει για λόγους ισότητος και την νομική σχέση με την Ελληνική Πολιτεία του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου (Κ.Ι.Σ.) και των Ισραηλιτικών Κοινοτήτων που αποτελούν Ν.Π.Δ.Δ. στην έννομη τάξη της Ελλάδος, καθώς και των Μουσουλμανικών Μουφτειών που αποτελούν Δημόσιες Υπηρεσίες του Ελληνικού Κράτους, με δικαιοδοτική αρμοδιότητα.
Η εμμονή των Αριστερών κομμάτων και κινημάτων καθώς και των νεοφιλελευθέρων στο λεγόμενο «χωρισμό» Εκκλησίας-Κράτους και η παρουσίαση του θέματος ως δήθεν μεγάλης μεταρρυθμίσεως καθώς και η πρόταση του κ. Πρωθυπουργού μας υποχρεώνει να επαναδιατυπώσωμε κάποιες σκέψεις. Το πρόταγμα του λεγομένου χωρισμού επαναλαμβάνεται από προφανώς αμοίρους νομικής παιδείας, οι οποίοι με εφαλτήριο το λεγόμενο «θράσος της αγνοίας τους», θέτουν προς κατεδάφισι ο,τι συνιστά το κράτος δικαίου που επί 200 σχεδόν χρόνια πύργωσε ο λαός μας με αίμα και ιδρώτα.
Τα κόμματα της Αριστεράς με την γνωστή φιλοσοφικοκοινωνική βιοκοσμοθεωρία του Κομμουνιστικού κοσμοειδώλου, όπως γνώρισε τον χωρισμό αυτό ο καταρρεύσας υπαρκτός σοσιαλισμός στο ανατολικό μπλόκ που στην ουσία ήταν διωγμός της θρησκευτικής πίστεως, ελαύνονται από αποτυχημένα αθειστικά ιδεολογήματα και συναντώνται με τα υπόλοιπα κόμματα του νεοφιλελευθέρου χώρου κάτω από τις ντιρεκτίβες της Νέας Εποχής και της Νέας Τάξεως. Ποιος δεν θυμάται την δυναμική παράσταση του εν Αμερική Εβραικού λόμπυ στον τότε Πρωθυπουργό Κ. Σημίτη για την διαγραφή του θρησκεύματος από τις ταυτότητες των Ελλήνων όπως ανέφερε το ανακοινωθέν του Μεγάρου Μαξίμου;
Μιλούν για χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους, διάβαζε Έθνους επικαλούμενοι δήθεν προοδευτικά συνθήματα.Οι αντιλήψεις όμως περί χωρισμού είναι του περασμένου αιώνα που γεννήθηκαν κάτω από μισαλόδοξο αντιθρησκευτικό και αντικληρικαλιστικό λαικιστικό πνεύμα που δεν συμβιβάζεται με τις σημερινές κοινωνικές, πολιτειακές και θρησκευτικές αντιλήψεις και που αναπτύχθηκε σε προτεσταντικές και παπικές χώρες που δεν έχουν καμμία σχέση με τον πολιτισμό και την Ορθόδοξη χριστιανική πίστη του Ελληνικού Έθνους. Το πρότυπο των δυτικών Κοινωνιών αλλά και του αθειστικού ανατολικού μπλόκ που ιστορικά κατέρρευσε παταγωδώς, με το θρησκευτικό συγκρητισμό και με τον χωρισμό, παράγει μόνο διαλυτικά κοινωνικά φαινόμενα και επιτρέπει την άλωση των κοινωνιών από την παραθρησκεία,τις καταστροφικές λατρείες, την ειδωλολατρεία, τον σατανισμό και τα εγκληματικά φαινόμενα. Οι αντιλήψεις περί χωρισμού δεν συμβιβάζονται με τα ελληνικά ιδεώδη και την Ορθόδοξη χριστιανική πίστη που πότισε τις ρίζες του Έθνους μας.
Οι αντίθετοι, οι έξω του χριστιανισμού, οι αντίχριστοι, η απιστία γενικώς αντιπαρέρχονται μία παγκόσμια πραγματικότητα, την πραγματικότητα της αλλαγής του κόσμου από τον Χριστιανισμό. Δεν μιλάμε για την βασιλεία του Θεού, μιλάμε για την κοινωνική πραγματικότητα, για την κοινωνική διάσταση του Χριστιανισμού που εκπολίτισε τον κόσμο και ιδιαίτερα στην χώρα μας, μας διαφύλαξε διά να μην είμαστε το υπόλοιπο της Ευρωπαικής Τουρκίας σήμερα, εξισλαμισμένοι και Τουρκοποιημένοι.
Ο Χριστιανισμός συνεπώς κρινόμενος μόνο με κοσμικά κριτήρια είναι μια παγκόσμια θρησκεία που δεν μπορεί να τεθεί στο κοινωνικό περιθώριο, ούτε να αγνοηθεί και ασφαλώς δεν είναι δυνατό να καταπολεμηθεί γιατί είναι θεοσύστατος οργανισμός, όπως απέδειξαν τα δύο χιλιάδες χρόνια της επί γης παρουσίας Του και τα πολυεκατομμύρια των μαρτύρων Του.
Η Ελληνική κοινωνία είναι μια ομόδοξη κοινωνία ζυμωμένη με το χριστιανικό πνεύμα. Η αλλαγή των δομών της κοινωνίας μας, που επιχειρήθη με την ψήφιση του Νόμου περί συμφώνου συμβίωσης (Ν. 4356/2015, ΦΕΚ τ. Α΄, 181/24.12.2015) και την απενοχοποίηση του επί 4000 χρόνια κακουργήματος της παρά φύσι ασελγείας με την κατάργηση του άρθρου 347 του Ποινικού Κώδικος καθώς και με το νομοθέτημα για ουσιαστική προβολή της καύσεως των νεκρών ως συγχρόνου τρόπου διαλύσεως του σώματος και της αντιλήψεως περί εκμηδενίσεως και αφανισμού με τον θάνατο του ανθρώπου και με την αλλαγή του νομικού και ηθικού μας πολιτισμού, διότι περί αυτού πρόκειται, θα έχει ολέθριες συνέπειες για το Έθνος μας και την επιβίωσή του. Γιατί το Έθνος σύγκειται από το ομόθρησκον, το όμαιμον, το ομόγλωσσον και το ομότροπον. (Ηρόδοτος)
Η πρόταση του χωρισμού, περνά και από την θύρα της ειδικής επιστήμης της κοινωνιολογίας. Η εφαρμογή της αρχής «η θρησκεία είναι μία ιδιωτική υπόθεση» κατέληξε πάντοτε στην καταδίωξη και καταπίεση της θρησκευτικής πίστεως. Άμεσες συνέπειες της τακτικής αυτής είναι ο προοδευτικός εκφυλισμός της προσωπικής και κοινωνικής ηθικής, η σχετικοποίηση της εθνικής παραδόσεως και η εισβολή ξένων ιδεολογιών με επικίνδυνο για την εθνική επιβίωση περιεχόμενο. Η συλλειτουργία των θεσμών του Έθνους και της Εκκλησίας στην ιστορική πορεία μας, έχει ως συνέπεια να είναι αδύνατον να αυτονομηθούν οι θεσμοί αυτοί και να παύσουν να συλλειτουργούν χωρίς το άμεσο ενδεχόμενο αρνητικών συνεπειών στην εθνική πορεία και επιβίωση. Ο ομ. Καθηγητής του Α.Π.Θ. κ. Β. Γιούλτσης παρουσίασε εναργέστατα την θεωρία του φονξιοναλισμού (fonctionnalisme) δηλ. της συλλειτουργίας των κοινωνικών θεσμών. Όταν στην αθειστική Γαλλία συνομολογήθηκαν «κονκορδάτα» αμοιβαιοτήτων που οδήγησαν προοδευτικά στα διατάγματα 91/1955, 654/1968 και 1024/1983 με τα οποία ουσιαστικά η εθνική Ρωμαιοκαθολική «Εκκλησία» της Γαλλίας επέστρεψε στα επίπεδα συλλειτουργίας με τους πολιτικούς θεσμούς και όταν επίσης στην άλλοτε κραταιά Σοβιετική Ένωση το διάταγμα της 5/2/1918 με το οποίο επεβλήθη ο χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους αντικατεστάθη με μια σειρά διαταγμάτων όπως 1102/1972, 69/1973, 85/1973 και με την γνωστή ημισυνταγματική αναθεώρηση του 1972 με τα οποία αναγνωρίστηκε ως «ανεπίσημη θρησκευτική επισημότητα» η Ορθόδοξος Εκκλησία, αποτελεί ή όχι ανεπίτρεπτο κρετινισμό η συνθηματολογία για τον χωρισμό στην Ελλάδα, όπου η Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί την ψυχή του Έθνους;
Τα παραπάνω κόμματα που μιλάνε για χωρισμό στην ουσία στοχεύουν στον θρησκευτικό αποχρωματισμό των Ελλήνων, θέλουν να πάψουν οι πολίτες να είναι θρησκεύοντα μέλη του σώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, διότι είναι αντίθετοι προς την χριστιανική πίστη. Την απουσία όμως του θρησκευτικού στοιχείου από τον πολίτη θα την υποκαταστήσει ένα άλλο στοιχείο το οποίο έχει και αυτό θρησκευτικό χαρακτήρα, γιατί δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, αφού από τον άνθρωπο κατά τον θεωρητικό των Σοβιέτ Λουνατσάρσκι «τρία πράγματα δεν μπορείς να αφαιρέσης την ελευθερία, την ιδιοκτησία και την μεταφυσική αγωνία» και αυτό το στοιχείο ονομάζεται αντιχριστιανός ή αντιθρησκευτικός πολίτης ή άθεος που στρατεύτεται στην «θρησκεία» της αθείας. Αυτό είναι το πρότυπο του πολίτου αυτών που θέλουν τον λεγόμενο χωρισμό. Τον αποκαλούν με πολλά ονόματα, φιλικό ή έντιμο χωρισμό ή βελούδινο διαζύγιο ή αναθεώρηση σχέσεων ή αναστοχασμό ή επαναπλαισίωση, δεν έχει σημασία. Με αυτόν τον τρόπο λένε ότι το κράτος θα είναι ανεξίθρησκο ή ουδέτερο προς την θρησκεία και αυτό θα είναι δήθεν καλύτερο για την κοινωνία. Τεχνητός όμως χωρισμός της ανθρώπινης προσωπικότητας στην κοινωνική της διάσταση και λειτουργία μπορεί να είναι από νομοθετικής πλευράς δυνατός, θα αποτελεί όμως κατ’ ουσίαν κατασκευή ενός «ανθρωπίνου τέρατος», ενός «κοινωνικού θηρίου». Οι κοινωνίες δεν οργανώνονται μόνο με Νόμους ή Συντάγματα, οργανώνονται και με εξωνομικούς κανόνες που από πλευράς αξίας και πρακτικού κοινωνικού αποτελέσματος είναι οι σημαντικότεροι.
Η Ελληνική κοινωνία είναι οργανωμένη με τέτοιους κανόνες, που είναι οι χριστιανικοί κανόνες και επομένως είναι έγκλημα η πολιτική βούληση των ανωτέρω κομμάτων που θέλει να οδηγήσει σε θρησκευτικό αποχρωματισμό την ελληνική κοινωνία στο όνομα της δήθεν προόδου, γιατί στην ελληνική κοινωνία οι θεσμοί συλλειτουργούν επειδή συλλειτουργούν οι ανθρώπινες προσωπικότητες. Βέβαια στις κοινωνίες υπάρχουν πολίτες με θρησκευτική συνείδηση και πολίτες χωρίς αυτήν αλλά αυτό αποτελεί επιλογή και ανάγεται σε ατομικό δικαίωμα προστατευόμενο συνταγματικά. Η καθιέρωση όμως πολιτειακά του χωρισμού των κοινωνικών θεσμών είναι τραγικά αγεφύρωτη έκπτωση.
Ο χωρισμός χωρίς να ληφθούν υπ’ όψιν η συλλειτουργία των κοινωνικών θεσμών, η ιδιομορφία του πολιτιστικού και Εθνικού παρελθόντος, οι αντιλήψεις και η ιδιοσυγκρασία του Ελληνικού λαού είναι μία αφελής συνθηματολογία που περιέχει μόνο άγνοια και προκατάληψη.
Το σύστημα της συναλληλίας που ισχύει σήμερα με το Σύνταγμα του 1975 και τον Καταστατικό Χάρτη είναι καθεστώς χωρισμού αφού Εκκλησία και Πολιτεία είναι κοινωνίες διάφορες, συναφείς όμως και συνεχόμενες με συνεργασία κοινωνικά αναγκαία και αναπόφευκτη. Η ιστορική εμπειρία εφαρμογής του συστήματος τόσο στην χιλιόχρονη βυζαντική περίοδο και την οθωμανική κατοχή, όσον και στην περίοδο του νεωτέρου Ελληνικού Κράτους, αποδεικνύει ότι η νομική αυτή κατάσταση δεν έβλαψε ούτε την Ελληνική κοινωνία, ούτε τα δικαιώματα των άλλων θρησκευτικών Κοινοτήτων και επί τέλους θέτει το ερώτημα, η μετατροπή της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος στην οποία πολυειδώς οφείλει το Έθνος από ειδικό Ν.Π.Δ.Δ. σε απλό Σωματείο ή Ένωση προσώπων θα συμπαρασύρει και το υφιστάμενο νομικό καθεστώς των Μουφτειών της Μουσουλμανικής θρησκευτικής παραδοχής που προβλέπεται από την Συνθήκη της Λωζάνης και του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου και των Ισραηλιτικών Κοινοτήτων; Γιατί κάτι τέτοιο δεν προαναγγέλεται από τα παραπάνω πολιτικά κόμματα.
Συνεπώς αντιλαμβάνεται κανείς ευχερώς ότι οι κομματικοί αυτοί σχηματισμοί με την πρότασή τους αυτή κηρύσσουν ουσία διωγμό κατά της Μάννας Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος και μόνον. Τίθεται λοιπόν αναποδράστως σε κάθε άνθρωπο καλής θελήσεως το ερώτημα: ενεργούν μόνοι τους ή είναι διατάκτες, υπεργολάβοι και εντολοδόχοι γνωστών ανθελληνικών κέντρων του διεθνιστικού συστήματος και της Νέας Τάξεως πραγμάτων που επιδιώκουν την ομογενοποίηση, την ηθική εξαχρείωση και τον εξανδραποδισμό των πολιτών του κόσμου;
Η Αρχή της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως, υπερτέρα της Αρχής της ανεξιθρησκείας που διέπει τον θεμελιώδη Νόμο του Κράτους, το Σύνταγμά μας (αρ. 13) πηγάζει όχι μόνο από την ιδιοπροσωπεία μας αλλά κυρίως από την θρησκευτική μας πίστη και τις Ευαγγελικές Αρχές της θεοσδότου ελευθερίας του ανθρώπου και ασφαλώς από την αιώνια διακήρυξη του Δομήτορος της Εκκλησίας «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν» (Μαρκ. 8, 34). Η ευλογημένη χώρα μας είναι μία χώρα στην οποία οι πάντες απολαμβάνουν της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως και η Αγιωτάτη Εκκλησία της Ελλάδος ουδέν πλεονέκτημα έχει πέραν της διά τους γνωστούς ιστορικούς λόγους αναγνωρίσεως ότι τα Νομικά Αυτής Πρόσωπα κατά τας νομικάς των σχέσεις είναι ειδικά Ν.Π.Δ.Δ. (αρθρ. 1 Ν. 590/1977 ΦΕΚ τ. Α 146) που συνεπιφέρει όμως και την εποπτεία και τον δημοσιονομικό έλεγχο υπό των ελεγκτικών οργάνων του Κράτους! Όπως ευστόχως αναφέρει η αιτιολογική έκθεση υπό το αρθρ. 68 παρ. 1 παρ. 3 του Ν. 435/2014 : «Το Ευρωπαικό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει αποσαφηνίσει και σε Ελληνική υπόθεση (ΕΔΔΑ Holy Monasteries c Greece) και σε υποθέσεις μεταξύ άλλων ευρωπαικών Κρατών και Εκκλησιών με νομική μορφή Ν.Π.Δ.Δ., ότι, παρότι στα κράτη αυτά οι Εκκλησίες είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, είναι «μη κυβερνητικοί οργανισμοί» και έχουν πλήρως δικαίωμα αυτοδιοίκησης των υποθέσεων τους έναντι του Κράτους με αποφάσεις των διοικητικών οργάνων τους (ΕΔΔΑ Holy Synod of the Bulgarian Orthodox Church c. Bulgaria, ΕΔΔΑ Siebenhaar c. Allemagne, ΕΔΔΑ Reuter c. Allemagne, ΕΔΔΑ Muller c. Allemagne, ΕΔΔΑ Fernandez Martinez v. Spain, ΕΔΔΑ Schuth c. Allemagne, ΕΔΔΑ Obst c. Allemagne). Έτσι, εισάγεται μία γενική ρύθμιση για αυτά τα ειδικά νομικά πρόσωπα, ήτοι τα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας της Ελλάδος, της Εκκλησίας της Κρήτης και των Ιερών Μητροπόλεων Δωδεκανήσου και Εξαρχίας Πάτμου, των Ισραηλιτικών Κοινοτήτων, του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου, του Οργανισμού Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως Ισραηλιτών Ελλάδος, προκειμένου να διευκρινιστεί ότι αυτά δεν ταυτίζονται με τα κρατικά ν.π.δ.δ. και δεν υπάγονται στις διατάξεις δημοσίου δικαίου, που αφορούν τη Γενική Κυβέρνηση και το δημόσιο τομέα -στενό ή ευρύτερο- εκτός εάν το ορίζει ρητά κάποια συγκεκριμένη διάταξη. Ωστόσο, συνεχίζουν να ισχύουν οι τυχόν μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενες σ’ αυτά διατάξεις, που αφορούν στην εποπτεία τους και τον δημοσιονομικό έλεγχό τους καθώς και την πρόσληψη και την κατάσταση του προσωπικού τους (π.χ. το άρθρο 45 παρ. 4 του ν. 590/1977 για τον διαχειριστικό έλεγχο του κράτους στις εκκλησιαστικές διαχειρίσεις ή το άρθρο 1 του ν. 3812/2009 για την πρόσληψη εκκλησιαστικών υπαλλήλων μέσω Α.Σ.Ε.Π.). Διευκρινίζεται επίσης ότι σε όσες περιπτώσεις τα παραπάνω θρησκευτικά νομικά πρόσωπα λαμβάνουν επιχορηγήσεις και κάθε είδους χρηματοδοτήσεις από το Κράτος ή ευρωπαικούς πόρους υποχρεούνται να ακολουθούν την κείμενη νομοθεσία δημοσίου δικαίου κατά την διαχείριση αυτών των χρηματικών ποσών (π.χ, ανάθεση συμβάσεων έργων) και ότι υπάγονται στον ίδιο δημοσιονομικό έλεγχο, που υπάγονται και τα επιχορηγούμενα κρατικά Ν.Π.Δ.Δ..». Την αυτή όμως νομική προσωπικότητα με την Εκκλησία της Ελλάδος, πάλι δι’ ιστορικούς λόγους έχουν όπως προαναφέραμε και το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο της Ελλάδος και οι Ισραηλιτικές κοινότητες Ν. 2456/1920 (ΦΕΚ Α΄ 173) ΑΝ2544/1940 (ΦΕΚ Α΄287), ΑΝ 846/1946 (ΦΕΚ Α΄144), ΝΔ 301/1869 (ΦΕΚ 195), ΠΔ 182/1978 (ΦΕΚ Α΄40) ενώ οι 3 Μουσουλμανικές Μουφτείες Ξάνθης, Κομοτηνής και Διδυμοτείχου είναι «δημόσιες υπηρεσίες του Κράτους οι Μουσουλμανικές Μουφτείες; Και με ποίο νομικό τρόπο κατ’ επιταγή της αρχής της ισότητος του Συντάγματος θα υποβιβασθούν οι Μουσουλμανικές Μουφτείες σε Ν.Π.Ι.Δ. για να παρακολουθήσουν την υποβάθμιση της νομικής προσωπικότητος της Εκκλησίας της Ελλάδος όπως πρότεινε και ο Ελλογ. Πρόεδρος της Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου Καθηγητής κ. Κώστας Τσιτσελίκης (Εφημερίδα των Συντακτών 3/10/2015) και τα παραπάνω κόμματα και την ίδια στιγμή θα διατηρήσουν τη δικαιοδοσία ως υπηρεσίες του Κράτους απονομής δικαίου σε Έλληνες Μουσουλμάνους πολίτες; Κι ακόμη υφίσταται σήμερα νομική δυνατότης τροποποιήσεως της Συνθήκης της Λωζάνης και υποβαθμίσεως της νομικής προσωπικότητος της Μουσουλμανικής μειονότητος της Ελλάδος που δικαίως θα διεκδικήση πλέον την εκλογή αντί του διορισμού από το κράτος των Μουφτήδων;
Σήμερα το Ελληνικό Δημόσιο αντιμετωπίζει διεθνώς το πολύ ευαίσθητο νομικό θέμα του διορισμού αντί της εκλογής από την Μουσουλμανική μειονότητα, στηριζόμενο στο γεγονός ότι οι Μουσουλμανικές Μουφτείες είναι δημόσιες υπηρεσίες του Κράτους και έχει το Δημόσιο την αρμοδιότητα του διορισμού των ασκούντων την σχετική διακαιοδοσία. Εάν η Κυβέρνηση δεν έχει πρόβλημα με την «εκλογή» των Μουφτήδων από το Τουρκικό Προξενείο της Κομοτηνής η «Κοσοβοποίηση» της Θράκης θα είναι θέμα ολίγων μηνών. Είναι πρόθυμος ο κ.Πρωθυπουργός και η Κυβέρνησις και όσοι εισηγούνται τις νομικές αυτές ακροβασίες να αναλάβουν το εθνικό κόστος; Ιδού το μείζον δίλημμα!!! Γιατί και αυτή η πρότασι είναι όπως φαίνεται είναι μία από τις ομολογημένες αυταπάτες του κ. Πρωθυπουργού.
Αυτοί που επιδιώκουν τον λεγόμενο χωρισμό επιζητούν:
Α. Η Εκκλησία να πάψη να είναι η επικρατούσα θρησκεία των Ελλήνων (στην πρότασι του κ. Πρωθυπουργού, αυτό απαλύνεται),
Β. Οι Κληρικοί και οι εργαζόμενοι σε Αυτήν να μην έχουν κοινωνικά δικαιώματα,
Γ. Η Εκκλησία να μεταβληθή σε ένα κοινό Σωματείο ιδιωτικού δικαίου,
Δ. Να καταργηθούν οι Θεολογικές Σχολές στα Πανεπιστήμια και η Εκκλησιαστική Εκπαίδευση.
Ε. Να καταργηθή το μάθημα των Θρησκευτικών στα Σχολεία, -ήδη ο επί της Παιδείας Υπουργός επιδιώκει την μετατροπή του σε Θρησκειολογία ενώ στη Χώρα μας είναι πολυομολογιακό μάθημα-, η προσευχή και ο Εκκλησιασμός.
Με ένα λόγο επιδιώκεται η περιθωριοποίηση της Εκκλησίας η οποία για τους επιθυμούντας τον λεγόμενο χωρισμό είναι άχρηστη μέσα στην κοινωνία και συνεπώς ένας χωρισμός θα υποκρύπτει «κρυφό διωγμό» και θα συνδράμει με την πάροδο του χρόνου ώστε η Εκκλησία να οδηγηθή κατά τη γνώμη τους σε μαρασμό. Οι «καλοί» όμως αυτοί «πόθοι» στερούνται σοβαρότητος γιατί αγνοούν το πασίδηλο γεγονός ότι οι πολίτες είναι συγχρόνως και θρησκευτικές προσωπικότητες και δεν μπορούν να χωρισθούν στα δύο ώστε το Κράτος να πάρει τον «πολίτη» και η θρησκεία τον «θρησκευτικό πολίτη».
Το αίτημα του χωρισμού χωρίς να λαμβάνεται επιπροσθέτως υπ’ όψι η οργάνωση της Ελληνικής κοινωνίας, τα μεγάλα γεωστρατηγικά και γεωπολιτικά προβλήματα της περιοχής μας, ο τρομακτικός φονταμενταλισμός του Ισλάμ, είναι τελικά όπως είπαμε μια αφελής συνθηματολογία που περιέχει μόνο άγνοια και προκατάληψι. Το μεγάλο εκσυγχρονιστικό και μεταρρυθμιστικό θέμα της Πολιτείας δεν είναι ο χωρισμός του Έθνους από την Εκκλησία γιατί όπως προαναφέραμε με το Σύνταγμα του 1975 έχουν καθορισθή οι διακριτοί ρόλοι Εκκλησίας και Πολιτείας στα όρια της εκκοσμίκευσης, αλλά η αντιμετώπισις του τέρατος της Γραφειοκρατίας, της ασυνέχειας του Κράτους, της ευνοιοκρατίας και κομματοκρατίας και της σοβούσης ηθικής σήψεως και διαφθοράς.
Αδαώς φερόμενοι οι επιζητούντες τον χωρισμό ισχυρίζονται ότι θα απαλλαγή δι’ αυτού η Πολιτεία και από την μισθοδοσία του κλήρου και θα ιδιοποιηθή την Εκκλησιαστική λεγόμενη περιουσία, λησμονούν όμως απαράδεκτα ότι ακόμη η Ελλάδα αποτελεί Κράτος Δικαίου και ότι την απάντησι στους «ευσεβείς πόθους» τους έδωσε το Ευρωπαικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ε.Δ.Α.Δ) που υποχρέωσε την Ελληνική Πολιτεία να άρει τις συνέπειες των Νόμων 1700/1987 και 1811/1988. Με την απόφασι 10/1993/305/483-484/9.12.1994 του Ευρωπαικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επιλύεται οριστικά η νομική θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος μέσα στην Ελληνική Πολιτεία και αναγνωρίζεται η δικαιική αρχή του άρθρου 51 του εισαγωγικού νόμου του Αστικού Κώδικος «Η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα πραγματικά περιστατικά για την απόκτησή τους» και δι’ αυτών ουσία η Σύμβασις του έτους 1952 μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας. Επομένως με τον τυχόν χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας εφ’ όσον η χώρα επιθυμεί να βρίσκεται εντός της Ευρωπαικής Ενώσεως και να είναι υποκείμενο του Ευρωπαικού νομικού πολιτισμού και Δικαίου θα πρέπει να συνεχισθή η μισθοδοσία του κλήρου κατά τις συμβατικές υποχρεώσεις της Χώρας ως αντίδοσι για το 96% της Εκκλησιαστικής περιουσίας που κατά καιρούς από του έτους 1833 με διαφόρους τρόπους προσέλαβε, ή να διακοπή η μισθοδοσία του κλήρου και να επιστραφή το σύνολο της περιουσίαςαπό του έτους 1833, διά την νομικήν και ιστορικήν κατοχύρωσιν της οποίας ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος κ.κ. Ιερώνυμος με το περισπούδαστο Ιστορικό πόνημά του «Η απάντησι της Εκκλησίας στα μυθεύματα του Αντικληρικαλιστικού Λαικισμού» (Αθήνα 2016) απέδειξε την αλήθεια, ή να αποζημιωθή δι’ αυτήν η Εκκλησία. Συνεπώς ομιλούμε για τρισεκατομμύρια Ευρώ που καθιστά το γεγονός της αμφισβητήσεως της μισθοδοσίας του κλήρου εν συνδυασμώ προς την οικονομική πραγματικότητα, πλήρως ανεδαφικό και ανόητο.
Παρεμπιπτόντως η συγκεκριμένη απόφασι του Ε.Δ.Α.Δ. αποτελεί νομολογία και πρόκριμα για ομοειδείς υποθέσεις στο μέλλον, διότι το Ε.Δ.Α.Δ. είναι το μόνο αρμόδιο να κρίνη για την παραβίαση της συμβάσεως της Ρώμης και υπερτερεί του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, των Ανωτάτων Δικαστηρίων της Ελληνικής εννόμου τάξεως. Με την απόφασι αυτή εκρίθη οριστικά και αμετάκλητα το κεφάλαιο της αμφισβητήσεως της Εκκλησιαστικής περιουσίας από συστάσεως του Ελληνικού Κράτους έως σήμερα.
Μετά τα ανωτέρω και η δήθεν νομιμοποίησις του «χωρισμού» μέσω δημοψηφίσματος θα πρέπει να εξηγήση στους αδαείς τι ακριβώς νομικά υποδηλώνει ο πολλά (!!) ψευδοϋποσχόμενος αυτός όρος, ότι δηλαδή χωρισμός σημαίνει την μετατροπή ουσία του νομικού χαρακτήρος των Εκκλησιαστικών Νομικών Προσώπων από ειδικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου σε Ιδιωτικού Δικαίου την ίδια στιγμή που οι Μουσουλμανικές Μουφτείες είναι Δημόσιες Υπηρεσίες και οι Ισραηλιτικές Κοινότητες Ν.Π.Δ.Δ..
Το θέλει λοιπόν αυτό ο Ελληνικός Λαός; Να υποβαθμισθή η Ορθόδοξη Εκκλησία και να παραμείνουν οι Ισραηλιτικές Κοινότητες και οι Μουσουλμανικές Μουφτείες σαν δημόσιες νομικές οντότητες του Ελληνικού Κράτους;
Επιτρέψατέ μου να αμφιβάλλω, γιατί δεν αγωνίσθηκαν γι’ αυτό διαχρονικά οι Έλληνες.
Με την αναθεώρηση των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας προτείνεται και η κατάργησις των άρθρων 198 και 199 του Ποινικού Κώδικος που αφορούν στην κακόβουλη βλασφημία των θείων πάσης γνωστής κατά το Σύνταγμα, θρησκείας δηλ. εκείνης που δεν έχει κρύφια δόγματα και της οποίας η λατρεία δεν αντίκειται στην δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη, υπό τον τίτλον του Ποινικού Νόμου «Επιβουλή Θρησκευτικής Ειρήνης».
Να μου επιτραπεί να παρατηρήσω ότι αγνοείται το ζήτημα αυτό ή ηθελημένα απομειώνεται. Ο ποινικός μας νομοθέτης δεν τιμωρεί την άρνησι ή την κριτική του θρησκευτικού γεγονότος αλλά την κακόβουλη βλασφημία, την δολία δηλ. καθύβριση του θείου που στοχεύει όχι στην κριτική άρνηση ή θεώρησι αλλά στην χυδαία απομείωση του θρησκευτικού γεγονότος που αναποδράστως προκαλεί την οργή και τον βαθύτατο παραπικρασμό των πιστευόντων στην υβριζομένη θρησκευτική παραδοχή. Όπως ευχερώς αντιλαμβανόμεθα η αιτιολογική βάσι των συγκεκριμένων ποινικών διατάξεων και η στόχευση του ποινικού νομοθέτου ορίζεται από το νομικό προσδιορισμό των άρθρων «επιβουλή Θρησκευτικής Ειρήνης» και είναι η διατήρησι της κοινωνικής συνοχής μέσα στο κοινωνικό σύνολο και η προστασία αυτής της κοινωνικής συνοχής από την διάρρηξη που θα προκαλέσει αναπότρεπτα η δολία εξύβρισι του θρησκεύματος κάποιων συμπολιτών που αναγνωρίζεται στη χώρα. Συνεπώς με τις προβλέψεις του ποινικού μας νομοθέτου δεν προστατεύεται ο Θεός αλλά το έννομο αγαθό της κοινωνικής συνοχής και η δημοκρατική ευστάθεια της χώρας, διότι το πρόσωπο του κάθε συναθρώπου μας που θρησκεύεται ταυτίζεται και συγκροτείται πνευματικά με την θρησκευτική του παραδοχή και κατά ταύτα η κακόβουλος βλασφημία του θείου που λατρεύει ως οντολογικό του θεμέλιο, προσβάλλει το ίδιο το πρόσωπο και προκαλεί εύλογα το θυμικό του συναίσθημα με απροβλέπτους συνεπείας για το κοινωνικό σύνολο.
Ως επίπτωση της αλλαγής του Νομοθετικού πλαισίου των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας εμφανίζεται και η αλλαγή του περιεχομένου της διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών, που πρέπει να γίνει δήθεν ουδετερόθρησκο. Δημοσιεύτηκε όμως στις 11 Μαίου 2016 (ΦΕΚ τ.Α΄, 83/11.5.2016) ο Νόμος 4386 «Ρυθμίσεις για την έρευνα και άλλες διατάξεις», ο οποίος στο άρθρο 55 με τίτλο Ρύθμιση θεμάτων της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων στην παράγραφο 5 νομοθετεί τα ακόλουθα: «5. Στο άρθρο 16 του Ν. 1771/1988 (Α΄171) προστίθεται νέα παράγραφος 4, ως ακολούθως: «4. Κατ’ εξαίρεση, εφόσον στα δημόσια δημοτικά σχολεία των με αριθμό 25153/26.2.1957 (Β΄86) και 78871/22.3.1962 (Β΄125) κοινών υπουργικών αποφάσεων των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Οικονομικών δεν υπηρετεί δάσκαλος του Καθολικού δόγματος ή της Εβραικής θρησκείας και γλώσσας για την κάλυψη των αναγκών των μαθητών του Καθολικού δόγματος η της Εβραικής θρησκείας και γλώσσας αντίστοιχα, μετά από σχετική εισήγηση των αρμοδίων Περιφερειακών Διευθύνσεων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, είναι δυνατή η πρόσληψη, ανά σχολικό έτος, εκπαιδευτικού εκτός των οικείων πινάκων αναπληρωτών εκπαιδευτικών για τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών του Καθολικού δόγματος και για τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών και γλώσσας της Εβραικής θρησκείας. Η επιλογή και πρόσληψη του εκπαιδευτικού γίνεται με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, ύστερα από πρόταση της Ιεράς Συνόδου της Καθολικής Ιεραρχίας Ελλάδος (Ι.Σ.Κ.Ι.Ε.) και του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου (Κ.Ι.Σ) αντίστοιχα». Τίθεται λοιπόν το εύλογο ερώτημα για τους Ελληνόπαιδες εβραικής και ρωμαιοκαθολικής θρησκευτικής παραδοχής καθώς και για τους Έλληνες μουσουλμανόπαιδες βάσει του Συντάγματος ισχύουν ειδικά προνόμια έναντι των Ελληνοπαίδων Ορθοδόξου Χριστιανικής Πίστεως; Η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι κατωτέρα από την Ρωμαιοκαθολική θρησκευτική κοινωνία ή από την Εβραική θρησκευτική παραδοχή ή το Ισλάμ;
Διότι από το κείμενο του Νόμου προκύπτει ότι για να διοριστεί δάσκαλος ή Καθηγητής Θρησκευτικών του Ρωμαιοκαθολικού Δόγματος ή της Εβραικής θρησκείας πρέπει να προταθή από την Ρωμαιοκαθολική Ιεραρχία ή το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο (Κ.Ι.Σ.) και βεβαίως ούτε καν νύξις γίνεται για το περιεχόμενο του διδασκομένου μαθήματος Ρωμαικαθολικών και Εβραικών θρησκευτικών. Επομένως νομοθετεί η Πολιτεία ευνοικώς και κατά προνομιακό τρόπο παραβιάζουσα κάθε αρχή ισονομίας στη Χώρα και την Δημοκρατική έννομη τάξη υπέρ των Ελληνοπαίδων Ρωμαιοκαθολικής και Εβραικής θρησκευτικής παραδοχής, αναγνωρίζουσα το έννομο ασφαλώς δικαίωμα της Ρωμαιοκαθολικής «Ιεραρχίας» της Ελλάδος και του ΚΙΣ να επιλέγουν τα αρμόδια κατά την κρίσι τους πρόσωπα για την διδασκαλία της θρησκευτικής τους παραδοχής και το περιεχόμενο του διδασκομένου μαθήματος, ενώ δεν αναγνωρίζεται το ίδιο δικαίωμα στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος γιατί δεν έχει ποτέ ερωτηθεί η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος ποιος θα διορίζεται σαν δάσκαλος ή καθηγητής του μαθήματος των Θρησκευτικών όπως γίνεται με τους Ρωμαιοκαθολικούς τους Εβραίους και τους Μουσουλμάνους. Το συγκλονιστικό λοιπόν θέμα που τίθεται είναι την «πλουραλιστική» και «δημοκρατική» ευαισθησία της Ελληνικής Πολιτείας μόνο η Ορθοδοξία την προκαλεί, η Ρωμαιοκαθολική, η Ισλαμική και η Εβραική θρησκευτική παραδοχή όχι; Και γιατί;
Επομένως η πρότασις του Εξοχωτάτου κ. Πρωθυπουργού και του ΣΥΡΙΖΑ για την αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος είναι ανεδαφική και θα πρέπει να αποσυρθή άμεσα διότι με το ισχύον Σύνταγμα οι διακριτοί ρόλοι Εκκλησίας και Πολιτείας είναι σαφώς εκκοσμικευμένοι. Τυχόν δε εμμονή μετά τα ανωτέρω απολύτως διευκρινιστικά θα αποτελεί κήρυξι διωγμού και απροκαλύπτου επιθέσεως κατά της Αμωμήτου ημών Πίστεως και του Έθνους.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† ο Πειραιώς ΣΕΡΑΦΕΙΜ