25 του Μαρτίου γραμμένη στα ουράνια-Προς ασεβούντας στη μνήμη των ηρώων και μαρτύρων του 1821
Τού Μητροπολίτου Πατρών κ. Χρυσοστόμου
Καθώς γιορτάζομε σήμερα την μεγάλη διπλή και λαμπρή γιορτή του Ευαγγελισμού, στεκόμαστε με δέος ενώπιον της κενώσεως του Θεού, ο οποίος σαρκώνεται, γίνεται δηλαδή άνθρωπος, «ίνα τον άνθρωπον θεόν απεργάσηται».
Αλλά στεκόμαστε και με συγκλονισμό ψυχής μπροστά στο μεγαλείο του Γένους μας και τις ηρωικές θυσίες, τους αγώνες και τα μαρτύρια όλων εκείνων, οι οποίοι έπεσαν στον βωμό της ελευθερίας της Ορθοδόξου Πατρίδος μας.
Μπορεί για τους πολλούς οι επέτειοι να είναι απλώς κάποιες γιορτές, κάποια σημεία μέσα στο διάβα του χρόνου, χωρίς βαθύ και ουσιαστικό περιεχόμενο. Ίσως για κάποιους τα γεγονότα να έχασαν την πνευματική τους χροιά και το βαθύ τους νόημα, λόγω της εκκοσμικεύσεως και απομακρύνσεως από τις πνευματικές μας ρίζες. Όμως για μας, αυτές οι εορτές, σαν αυτό το χιλιοδοξασμένο πανηγύρι της λευτεριάς, είναι η πεμπτουσία της υπάρξεώς μας, είναι το μεδούλι της ζωής μας και το οξυγόνο της πνευματικής μας πορείας.
Αφού αποτίσωμε φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης σε όλους εκείνους οι οποίοι έπεσαν υπέρ πίστεως και πατρίδος και έγιναν θυμίαμα πυρίκαυστο στο θυμιατήρι του Γένους, για να τελεσθή το ιερό Τρισάγιο, θα αναφερθούμε σε κάποια στοιχεία, τα οποία θεωρούμε ότι αποτελούν τον βασικό κορμό των ιερών υπέρ της πίστεως και της πατρίδος αγώνων. Τούτο το πράττομε αφ’ ενός μεν για την ανάγκη της διδαχής και επιστηρίξεως των ημετέρων, αφ’ ετέρου δε ως απάντηση σε όλους εκείνους, οι οποίοι καιροφυλακτούν ως ιοβόλες έχιδνες να χύσουν το πικρό τους δηλητήριο, κάθε φορά που βρισκόμαστε μπροστά από τις εθνικές μας επετείους, συκοφαντώντας την μαρτυρική και αιματοβαμμένη πορεία του Έθνους μας. (Κάθε χρόνο επαναλαμβάνουν τα ίδια, γελοία και εμετικά φληναφήματά τους. Πέρυσι κάποιοι μέσω τηλεοπτικών σταθμών. Εφέτος άλλοι μέσω κατάπτυστων επιστολών προς μαθητάς).
Καί δεν λογαριάζουν οι δύστυχοι, ότι αν δεν υπήρχαν οι αγώνες και οι θυσίες των Πανελλήνων εκείνης της εποχής, ούτε ελεύθεροι θα ήταν, σήμερα, ούτε στα πόδια τους θα μπορούσαν να σταθούν, ούτε λέξη να αρθρώσουν, σαν αυτές που ασύστολα εκστομίζουν κάθε τόσο από τα ιοβόλα χείλη τους.
Αρχίζομε λοιπόν την διδαχή, αφού αυτό επιτάσσει το ιερό μας χρέος έναντι του ιστορικού παρελθόντος, του παρόντος, αλλά και του μέλλοντος της πατρίδος μας.
Οι Έλληνες αγωνίστηκαν:
1. Υπέρ της αμωμήτου και Ορθοδόξου ημών Πίστεως. Ποτέ δεν έβαλαν και τίποτε πάνω από την πίστη στον αληθινό Θεό. Αυτή η πίστη τους κράτησε τετρακόσια ολόκληρα χρόνια —και σε άλλες περιοχές, όπως στην Μακεδονία μας λ.χ., ακόμη περισσότερα— όρθιους, αγέρωχους, με φρόνημα γενναίο, μαχητικό και ενθουσιαστικό. Τούς όπλισε με υπομονή και θάρρος, ώστε να μη δειλιάζουν ενώπιον παντός κινδύνου, αφού εγνώριζαν πολύ καλά ότι ο άνθρωπος είναι οδίτης, οδοιπόρος δηλ. προς την Βασιλεία των Ουρανών.
Στρατιές ολόκληρες Νεομαρτύρων παρελαύνουν ενώπιόν μας, σε μια μαρτυρική πορεία προς την Ανάσταση και την δόξα. Καί είναι άνθρωποι κάθε ηλικίας και κοινωνικής καταστάσεως. Όλοι τους ακολούθησαν τους πρώτους Μάρτυρες της ορθρινής περιόδου της Εκκλησίας μας, ελκυσθέντες στον ιερό αγώνα και από την αγωνιστική φλόγα του μάρτυρα τελευταίου Αυτοκράτορα και γενναίου υπερασπιστού της Βασιλίδος των Πόλεων.
Είναι Πατριάρχες, Αρχιερείς, Ιερείς, Μοναχοί και Μοναχές, νέοι και νέες, παιδιά αμούστακα, γραμματισμένοι και αγράμματοι. Όλοι τους σέρνουν τον αιματωμένο χορό ελευθερίας και ανεβαίνουν στον ουρανό ως ακοίμητοι πρέσβεις προς τον Θεό υπέρ της Ορθοδόξου Ελληνικής Πατρίδος.
Ποιός μπορεί να αμφισβητήση ότι σειρά ολόκληρη Πατριαρχών σφαγιάσθηκαν ή απαγχονίσθηκαν, πλειάς Αρχιερέων και χιλιάδες άλλων κληρικών, μοναχών και λαικών, έπεσαν από τα χέρια των απίστων τυράννων κατά την διάρκεια της πικρής σκλαβιάς; Το μαρτυρεί η κλειστή πύλη του Πατριαρχείου, ο Ζαχαρίας από την Άρτα, που μαρτύρησε στην πόλη των Πατρών, οι παιδομάρτυρες Χριστόδουλος και Αναστασία, ο Παύλος από το Σοπωτό, για να μνημονεύσω τους δικούς μας μάρτυρες ενδεικτικά, αλλά και τόσοι άλλοι.
Ποιός μπορεί να μη γονατίση μπροστά στον ηρωισμό του Αχαιού (από την Ζουμπάτα Πατρών) Δέρκων Γρηγορίου και των άλλων Αρχιερέων του Οικουμενικού Θρόνου, ή στο δράμα των ιερών σφαγίων, Αρχιερέων και Προκρίτων της φοβερής ειρκτής της Τριπολιτσάς; Ποιός δεν συγκλονίζεται μπροστά στον μαχητικό ενθουσιασμό του Παπαφλέσσα, τον οίστρο του Εθνεγέρτου Παλαιών Πατρών Γερμανού, την θυσία του Διάκου στην Αλαμάνα, του Ιωσήφ Ρωγών, του Σαλώνων Ησαία, του Σαμουήλ στο Κούγκι και τόσων άλλων; Αυτόν τον υπέρ της Πίστεως ιερό αγώνα τον μαρτυρεί το Άγιο Ποτήριο στην Επάνω Χρέπα, από το οποίο εκοινώνησαν ο Κολοκοτρώνης και τα παλληκάρια του, λίγο πριν την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς, ανήμερα του Σταυρού, το 1821. Πόσα άλλα περιστατικά θα μπορούσαμε να αναφέρομε…!
2. Υπέρ της Πατρίδος, την οποίαν εθεώρησαν και δικαίως «πατρός τε και μητρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερον και σεμνώτερον και αγιώτερον», και υπέρ της οποίας έχυσαν ποταμούς αιμάτων, ποτίζοντες το δένδρο της Ελευθερίας για να βλαστήση και να καρποφορήση, ώστε σήμερα εμείς, ένεκα των ηρωικών παλαισμάτων και θυσιών εκείνων, να ζούμε και να κινούμεθα ελεύθεροι, μέσα σε μια πολιτισμένη χώρα.
Η στεριά και η θάλασσα, τα βουνά και οι κάμποι, ο,τι μαρτυρούσε Ελλάδα, ήταν για τους μαρτυρικούς προγόνους μας, που ζούσαν υπό τον τούρκικο ζυγό, υπόθεση αγώνων και θυσιών.
Αγάπησαν το Έθνος τους, υπερασπίστηκαν τα άγια χώματά του, επρομάχησαν και προκινδύνευσαν για κάθε σπιθαμή της Ελληνικής γης, αφού έβλεπαν την λαίλαπα των απίστων να μολύνη όχι μόνο τα πατρώα εδάφη, αλλά να επιθυμή την προέλαση και προς την υπόλοιπη Ευρώπη. Ίσως ελάχιστοι έχουν εκτιμήσει την μεγάλη αυτή προσφορά της Ελλάδος προς την Δύση, αφού ύψωσε τείχος επί ολόκληρους αιώνες, για να σταματήση τις ορδές των εξ ανατολών βαρβάρων, προς τον ευρωπαικό χώρο. Καί όμως, για να είμαστε επίκαιροι, αντί ευγνωμοσύνης η χώρα μας απολαμβάνει την αχαριστία και την καταφρόνια για μια ακόμη φορά. Ισχύει δυστυχώς και στην περίπτωση αυτή το, «αντί του μάννα χολήν, αντί του ύδατος όξος».
3. Γιά την γλώσσα τους και την παράδοσή τους. Ήταν τόση η ζέση ψυχής, καμίνι φλεγόμενο η καρδιά τους, που κατόρθωσαν —παρά την αντίθετη άποψη όσων ασελγούν στο όνομα της αληθείας και επί των αιμάτων των ηρωικών προγόνων μας— κατόρθωσαν λέγω, χωρίς σχολειά και οργανωμένη παιδεία, παίζοντες στην κυριολεξία το κεφάλι τους, μέσα από το Κρυφό Σχολειό, που είναι μια τρανή πραγματικότης, κάτω από την άγρυπνη μέριμνα και πάλι της στοργικής μάνας, της Εκκλησίας, να διατηρήσουν την Ελληνική γλώσσα, τα ήθη τους και την παράδοσή τους. (Ανάλογα με τους Τούρκους αγάδες και τις περιοχές, καθ’ όλο το διάστημα της πικρής σκλαβιάς αντιμετώπιζαν τα Ελληνόπουλα φρικτές δυσκολίες για να μάθουν έστω και λίγα γράμματα).
Κάθε φορά που κάποιος λοξοδρομούσε προς τους απίστους, εθεωρείτο νεκρός για τους δικούς του, για τους αγωνιστές της πίστεως και της λευτεριάς. «Γιατί Αντώνα φόρεσες μαύρα;» ρωτούσαν την μητέρα του μετά ταύτα Νεομάρτυρος Παύλου στο Σοπωτό των Καλαβρύτων. «Γιατί ο Παναγιώτης μου πέθανε», απαντούσε εκείνη. Στην πραγματικότητα ο Παναγιώτης είχε τουρκέψει.
· Γιά όλα όσα αναφέραμε παραπάνω, οι ήρωες και μάρτυρες πρόγονοί μας, αγωνίστηκαν ενωμένοι.
Δυστυχώς κάποιοι ανεγκέφαλοι, παραχαράκτες της ιστορίας, θέλησαν κατά καιρούς να παρουσιάσουν την Επανάσταση του ’21 ως ένα ταξικό κίνημα εναντίον της «άρχουσας», κατ’ αυτούς, τάξης. Κατέφυγαν δε ορισμένοι στο έργο, ανωνύμου τινός, επιγραφόμενο “Ελληνική Νομαρχία”, προκειμένου να στηρίξουν τις αστήρικτες πεποιθήσεις τους και να δώσουν υπόσταση στις όποιες ανυπόστατες απόψεις τους, που είχαν ή έχουν ιδεολογικό χρωματισμό και προσανατολισμό.
Όμως έστω και αν δεν θέλει οποιοσδήποτε να πεισθή με όσα εμείς κηρύττομε, «τοις των μαρτυρικών ηρώων προγόνων μας ρήμασι και ταίς θυσίαις πειθόμενοι», και αν τους μεταγενεστέρους των αγωνιστών ιστορικούς ήθελε να διαψεύση, ας ακούση εκείνους που έζησαν τα γεγονότα και έχουν το αδιαμφισβήτητο δικαίωμα να ομιλούν πρώτοι, στεντορεία τη φωνή, διαψεύδοντες τους ασεβούντας επί της ιστορικής πραγματικότητος.
Σωρείαν όλην θα ηδυνάμεθα να παραθέσωμε μαρτυριών των αυτοπτών μαρτύρων κατά τους ηρωικούς αγώνες της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας, αλλά μόνο δύο ας ακούσωμε σήμερα, της λευτεριάς σταυραητούς και μάρτυρες αδιάψευστους.
Ο πρώτος ακούει στο όνομα Γερμανός. Είναι το δικό μας καύχημα και κλέος —οποία ευλογία!— ο λεοντόκαρδος Δεσπότης της Πάτρας, του οποίου ο ανδριάς κοσμεί την ωραία και Αποστολική μας πόλη, στην Πλατεία των Υψηλών Αλωνίων.
Ο μέγας αυτός Ιεράρχης, στην διακήρυξή του προς τον Κλήρο και τους Πιστούς της Πελοποννλήσου, που εκφωνήθηκε στο λίκνο της ελευθερίας, στην Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων, λέγει με την γενναία πατριωτική φωνή του:
«Πολυαγαπημένοι μας αδελφοί, ο Κύριος, ο οποίος ετιμώρησε (ενν. διά της υποδουλώσεως στον κατακτητή) τους πατέρας μας και τα τέκνα των, σας αναγγέλλει διά του στόματός μου το τέλος των ημερών των δακρύων και των δοκιμασιών. Η φωνή Του είπε ότι θα είσθε ο στέφανος του κάλλους Του και το διάδημα της Βασιλείας Του. Η αγία Σιών δεν θα παραδοθή πλέον εις την ερήμωσιν. Ο ναός του Κυρίου, ο οποίος εβεβηλώθη, ωσάν ένας άθλιος χώρος, τα σκεύη της δόξης, τα οποία εσύρθηκαν εις τον βούρκον, θα γίνουν καταιγίς! Η άβυσσος την άβυσσον επικαλείται, η παλαιόθεν ευσπλαγχνία του Κυρίου θα επισκιάση τον Λαόν Του. Η φυλή των Τούρκων υπερέβη το μέτρον των ανομιών, η ώρα του καθαρμού έφθασε, συμφώνως προς τον λόγον του Αιωνίου: «να πετάξης έξω, να διώξης, τον σκλάβον και τον υιόν του» (Γενεσ. 21,10). Να είσθε, λοιπόν, αγαπημένοι, ω γένος των Ελλήνων, φυλή Ελληνική, δύο φορές δοξασμένοι από τους Πατέρες σας, οπλισθήτε με τον ζήλον του Θεού, έκαστος εξ υμών ας ζωσθή την ρομφαίαν του, διότι είναι προτιμώτερον να αποθάνη τις με τα όπλα ανά χείρας, παρά να καταισχύνη τα ιερά της Πίστεώς του και την Πατρίδα του. Εμπρός λοιπόν «διαρρήξωμεν τους δεσμούς αυτών και απορρίψωμεν αφ᾿ ημών τον ζυγόν αυτών» (Ψαλμ. 2,3), διότι είμεθα οι κληρονόμοι του Θεού και οι συγκληρονόμοι του Ιησού Χριστού.
Οι άλλοι, και όχι ημείς οι ιερωμένοι, θα σας ομιλήσουν διά την δόξαν των προγόνων σας. Εγώ όμως θα σας επαναλάβω το όνομα του Θεού, προς τον Οποίον οφείλομεν αγάπην ισχυροτέραν και από τον θάνατον.
Αύριον, ακολουθούντες τον Σταυρόν, θα βαδίσωμεν προς αυτήν την πόλιν των Πατρών, της οποίας η γη είναι ηγιασμένη από το αίμα του ενδόξου Μάρτυρος Αποστόλου Αγίου Ανδρέου. Ο Κύριος θα εκατονταπλασιάση το θάρρος σας. Ίνα δε προστεθούν εις υμάς αι αναγκαίαι διά να αναζωογονηθήτε δυνάμεις, σας απαλλάσσω από την νηστείαν της Τεσσαρακοστής, την οποίαν τηρούμεν.
Στρατιώται του Σταυρού, ο,τι καλείσθε να υπερασπισθήτε, είναι αυτό τούτο το θέλημα του Ουρανού. Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος να είσθε ευλογημένοι και συγκεχωρημένοι απά πάσας τας αμαρτίας σας».
Ο δεύτερος είναι ο τεχνουργός και πρωτεργάτης της ελευθερίας του Γένους. Θα τον πω όπως τον τραγούδησε η καρδιά των Ελλήνων και τον αποθέωσε η λαική μούσα:
«Ο Θοδωράκης ο στρατηγός σ’ όλον τον κόσμον ξακουστός».
Εκείνος λοιπόν εφρόντισε, λες και γνώριζε τι θα συμβή με τους επιγενομένους, να αφήση ιερά παρακαταθήκη και βαριά κληρονομιά στα παιδιά του, στους νεοέλληνες, στους Έλληνες μέχρι της συντελείας του αιώνος:
«Παιδιά μου… Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογιστήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τις πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά, ως μια βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας,και όλοι και οι Κληρικοί, και οι Προεστοί και οι Καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό τον σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.
Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακριά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μίαν άρμαδα. Άλλα δεν εβάσταξε…!».
Αγαπητοί μου,
Την ημέρα του Ευαγγελισμού ενώνεται η πίστη με τη λεβεντιά. Αγκαλιάζονται ο Χριστός και η Ελλάδα. Ασπάζεται ο ουρανός τα ματωμένα χώματα της πατρίδος μας. Οι Άγγελοι καταφιλούν τα κόκκαλα τα ιερά. Οι ψυχές των αγωνιστών νοερά μας κατασπάζονται. Η χαρά των ηρώων κάνει την ελληνική ατμόσφαιρα να μοσχοβολάει.
Η δυσχέρεια των μαρτύρων προγόνων μας που έζησαν τη σκλαβιά στο πετσί τους, δίνει δύναμη σε μας να ξεπεράσωμε τις δυσκολίες, την ανέχεια, τις ταλαιπωρίες και μας βεβαιώνουν ότι «χαρές και πλούτη να χαθούν και τα βασίλεια κι όλα, τίποτα δεν είναι σαν στητή, μένει η ψυχή και ολόρθη».
Όσο κι αν πολεμήθηκε η ιστορική αλήθεια για το ’21, όσο και αν οι ιοβόλες γλώσσες και οι πληρωμένοι κονδυλοφόροι ηθέλησαν κατά καιρούς ή θα θελήσουν, να παραποιήσουν, να αλλοιώσουν ή θα μειώσουν την αλήθεια για την λευτεριά της πατρίδος μας, ποτέ δεν θα καταφέρουν τίποτε, γιατί σ’ αυτό τον τόπο, τα γεγονότα θα βοούν και οι τόποι θα μαρτυρούν ότι:
«Ραγιάς ο Έλληνας δεν ζεί και ξέρει να πεθαίνη».