του Μητροπολίτου Πατρών κ.Χρυσοστόμου
Σήμερα, κατά την λαμπρά ημέρα της Ορθοδοξίας, εορτάζομε την νίκη της αληθείας εναντίον του ψεύδους, τον θρίαμβο της Εκκλησίας του Χριστού εναντίον της πλάνης και των αιρέσεων που κατά καιρούς ταλαιπώρησαν το σώμα του Κυρίου. Υψώνομε τις πανσεβάσμιες εικόνες, προσκυνούντες την πανακήρατη του Δεσπότου Χριστού μορφή και τιμώντες τους Αγίους εν εικονίσμασι, διακηρύττοντες κατ’ αυτόν τον τρόπο και την θεοειδή αξία του κατ’ εικόνα Θεού δημιουργηθέντος ανθρώπου. Με αυτή την λαμπρά πανηγυρική ευκαιρία και εορτή, επαναλαμβάνομε σύμφωνα με το ιερό Συνοδικό της Ορθοδοξίας:
«Οι Προφήται ως είδον, οι Απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι Διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν, η Οικουμένη ως συμπεφώνηκεν, η χάρις ως έλαμψεν, η αλήθεια ως αποδέδεικται, το ψεύδος ως απελήλαται, η σοφία ως επαρρησιάσατο, ο Χριστός ως εβράβευσεν, ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν…» ότι:
1.Ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο εν Τριάδι προσκυνούμενος, Πατήρ, Υιός και Πανάγιον Πνεύμα.
Ο Θεός, που είναι «η οδός, η αλήθεια και η ζωή» ( ), εδημιούργησε τον σύμπαντα κόσμο, και τον ανεδημιούργησε με την κένωσή του και την ενανθρώπιση του δευτέρου προσώπου της Παναγίας Τριάδος, εκ Πνεύματος Αγίου και εκ της αειπαρθένου Μαρίας. Ο ενανθρωπήσας Θεός έπαθε ως άνθρωπος, κατήλθε μέχρις Άδου ταμείων και ανέστη εκ νεκρών, συναναστήσας παγγενή τον Αδάμ ως φιλάνθρωπος. Αυτός ο Κύριός μας ανελήφθη εις Ουρανούς και ελεύσεται εν δόξη, κρίναι ζώντας και νεκρούς.
Κάθε άλλη διδασκαλία αποτελεί αίρεση, η οποία κατεδικάσθη από την αγία μας Εκκλησία ως ετεροδιδασκαλία, αφού δεν αποδέχεται την από τον ίδιο τον Θεό αποκεκαλυμμένη αλήθεια. Οι αγώνες των Αγίων Πατέρων και διδασκάλων, των ομολογητών και μαρτύρων, των οσίων και πάντων των προμάχων της αληθούς και ορθοδόξου ημών πίστεως, είχαν ως σκοπό την διάσωση της μιάς και σωζούσης τον άνθρωπο πίστεως περί του ενός και μόνου αληθινού Θεού. Σε μια εποχή που καταβάλλεται προσπάθεια επιβολής του πνεύματος του συγκρητισμού και της πανθρησκείας, που ζητάει να ισοπεδώση τα πάντα, διεισδύοντας σε σχολεία, πανεπιστήμια και γενικώτερα στην ζωή του ανθρώπου με ύπουλο τρόπο, η Αγία μας Εκκλησία επιμένει στην διδασκαλία περί του προσωπικού Θεού, ως ετυπώθη στο αγιώτατο Σύμβολο της Πίστεως, σύμφωνα με τις Αποφάσεις των Αγίων και Οικουμενικών Συνόδων.
2. Ο άνθρωπος είναι το θείον δημιούργημα, το οποίο επλαστουργήθη κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού.
Παράλληλα με την αποτύπωση της μιάς αληθείας περί του ενός, αληθινού και παντοδυνάμου Θεού, οι Πατέρες μέσα από τους ιερούς αγώνες και τους υπέρ της Ορθοδοξίας καμάτους, διέσωσαν την εικόνα του θεοειδούς δημιουργήματος του Θεού, του ανθρώπου δηλαδή, για τον οποίο η Αγία Γραφή αναφέρει χαρακτηριστικά: «ηλάττωσας αυτόν βραχύ τι παρ’ αγγέλους, δόξη και τιμή εστεφάνωσας αυτόν· και κατέστησας αυτόν επί τα έργα των χειρών σου, πάντα υπέταξας υποκάτω των ποδών αυτού…» (Ψαλμ. η’).
Το ρηθέν υπό του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, «το γαρ απρόσληπτον, αθεράπευτον· ο δε ήνωται τω Θεώ, τούτο και σώζεται» (Επιστ. ρα’. 32), δηλώνει όλη την αλήθεια περί της σαρκωμένης αγάπης, περί του μανικού έρωτος του Θεού (Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας) για την σωτηρία της ανθρωπίνης ψυχής και για την αθανασία του ανθρώπου, αφού σκοπός της δημιουργίας του είναι το καθ’ ομοίωσιν Θεού.
Σε εποχές εκπτώσεως του ανθρωπίνου προσώπου, μειώσεως της θεοειδούς ανθρωπίνης αξίας και ρατσιστικών διακρίσεων, η Εκκλησία ύψωσε και υψώνει την φωνή της, αγωνιζομένη εναντίον της βίας, της απανθρωπίας, της πνευματικής αλλά και σωματικής δουλείας, που υποβιβάζουν τον άνθρωπο σε «res», σε πράγμα δηλαδή και σε σκεύος ηδονής και συμφεροντολογικής εκμεταλλεύσεως.
Ο Χρυσολόγος Πατήρ της Εκκλησίας θα είπη χαρακτηριστικά:
«Ου καταφρονώ ανθρώπου· καν εις η, άνθρωπός εστι, το περισπούδαστον του Θεού ζώον· καν δούλος η, ουκ έστι μοι ευκαταφρόνητος… καν εις η, άνθρωπός εστι, δι’ ον ουρανός ετανύσθη, και ήλιος φαίνει, και σελήνη τρέχει, και αήρ εξεχύθη, και πηγαί βρύουσι, και θάλαττα ηπλώθη, και προφήται επέμφθησαν, και νόμος εδόθη· και τι δεί πάντα λέγειν; δι’ ον ο μονογενής Υιός του Θεού άνθρωπος εγένετο. Ο Δεσπότης μου εσφάγη, και το αίμα αυτού εξέχεεν υπέρ ανθρώπου» (Ιω. Χρυσ. PG. 48. 1029).
Καί σε άλλο σημείο θα είπη περί του τελικού σκοπού του ανθρώπου: «Ουκ οίσθα, ότι αποδημία ο παρών βίος;… Ουκ ει πολίτης, αλλ’ οδίτης ει και οδοιπόρος… Ουκ έχει ουδείς πόλιν. Η πόλις άνω εστί. Τα παρόντα οδός εστιν… Πανδοχείόν εστιν ο παρών βίος» (PG. 52. 401).
3. Διατρανώνομε την πίστη μας στην Μία, Άγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού, η οποία είναι η κιβωτός της σωτηρίας. Μόνο εν τη Εκκλησία και διά της Εκκλησίας, η οποία εν τοις Μυστηρίοις σημαίνεται, σώζεται ο άνθρωπος.
Το «extra ecclesiam nulla salus», δηλαδή «εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία» (Άγιος Κυπριανός Καρχηδόνος, Επιστ. οβ’), αποτελεί βασική διδασκαλία, η οποία ως αφετηρία και τελικό σκοπό της έχει τον αγιασμό, την θέωση του ανθρώπου.
Όταν λέγωμε ότι πιστεύομε «εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν», εννοούμε την Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία διατηρεί αμώμητον και ακεραίαν την πίστη και την αποκεκαλυμμένη από τον Θεό αλήθεια.
Δεν υπάρχουν πολλές εκκλησίες, ή αν θέλετε να είπωμεν ακριβέστερον, δεν υπάρχουν άλλες εκκλησίες εκτός από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Όλες οι άλλες συναθροίσεις ανθρώπων, μικρές ή μεγάλες, που αυτο-αποκαλούνται «εκκλησίες», καπηλεύονται τον όρο, αφού δεν έχουν την σώζουσα αλήθεια.
Πολλάκις κατεβλήθη υπό των αλλοδόξων προσπάθεια, στα πλαίσια του θρησκευτικού συγκρητισμού και της «σύγχρονης» αντιμετωπίσεως των θεμάτων αυτών, αλλά και καταβάλλεται, να περάση στον κόσμο η άποψις περί της λεγομένης «θεωρίας των κλάδων», βάσει της οποίας οι διάφορες «εκκλησίες» κατέχουν ένα μέρος της αληθείας η καθεμιά. Η «εκκλησία του Χριστού», κατά την θεωρία αυτή, είναι το ολικό άθροισμα των επί μέρους τμημάτων της, τα οποία, ως γίνεται αντιληπτόν, διαφέρουν μεταξύ τους. Αυτή η θεωρία είναι ξένη προς την σώζουσα αλήθεια περί της Αγίας μας Εκκλησίας ως Σώματος του Χριστού, και οδηγεί στην άμβλυνση της εκκλησιαστικής συνειδήσεως, με καταστροφικές πνευματικά συνέπειες για τον άνθρωπο.
· Εστιάσαμε στα τρία αυτά σημεία, γιατί αυτά αποτελούν τον βασικό κορμό της Ορθοδόξου διδασκαλίας, την οποία έχει ανάγκη ο άνθρωπος κάθε εποχής, εξαιρέτως δε ο τάλας άνθρωπος της εποχής μας. Αν τότε, κατά τους καιρούς που συνηθροίσθησαν οι Άγιοι Πατέρες στις Αγίες και Οικουμενικές Συνόδους και στις Τοπικές, υπήρξε μεγάλη η ανάγκη της προασπίσεως των ιερών της Εκκλησίας μας δογμάτων, γιατί ήτο σε έξαρση η έπαρση, τουτέστιν η ύβρις εναντίον του Θεού και του ανθρώπου, πόσο μάλλον σήμερα.
Έχομε το μεγάλο προνόμιο από τον Θεό και την εξαιρετική ευλογία, να είμαστε γεννημένοι και βαπτισμένοι Ορθόδοξοι, να είμαστε μέλη της Αγίας μας Εκκλησίας, και να αγωνιζόμαστε στα πλαίσια της αληθείας για την σωτηρία μας, αλλά και την σωτηρία των άλλων ανθρώπων.
Αυτό το προνόμιο σημαίνει και ευθύνη, σημαίνει και θυσία, πολλάκις μέχρις αίματος, αφού ο συμβιβασμός με τις όποιες αντίθετες πίστεις, αντιλήψεις και αντίθεες δυνάμεις, είναι άρνησις του ονόματος του Κυρίου μας.
Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί διεκρίθησαν πάντοτε για την μαχητικότητά τους εν αγάπη, για την υπομονή τους εν αληθεία και την επιμονή τους εν τη πίστει. Γι’ αυτό και ηγέρθησαν εναντίον τους οι σκότιες και βύθιες δυνάμεις, προκειμένου να αλλοιώσουν την πίστη, να κάμψουν το φρόνημα, να καταβάλλουν την αγωνιστηκότητα, να μακρύνουν από την σωτηρία.
Γι’ αυτό τόσα αίματα, ικριώματα, σταυροί και θυσίες, από της αρχής και μέχρι των εσχάτων. Γι’ αυτό τόσοι μάρτυρες της ευσεβείας. Η Εκκλησία ωραισμένη με τα αίματα των Αγίων Μαρτύρων μας, θριαμβευτικά και νικητήρια ψάλλει:
«Δόξα σοι Χριστέ ο Θεός, Αποστόλων καύχημα, Μαρτύρων αγαλλίαμα, ων το κήρυγμα, Τριάς η ομοούσιος».
Αυτός ο αγώνας θα συνεχίζεται μέσα από την αγάπη προς τον Θεό και την αγάπη προς τον συνάνθρωπο.
Η πρώτη εκφράζεται με την άσκηση, την προσευχή, την μυστηριακή ζωή με κέντρο την Θεία Ευχαριστία. Οι ιερές ακολουθίες, η προσκήνηση των Αγίων Εικόνων και των Ιερών Λειψάνων, η νηπτική θεωρία και μυστική με τον Θεό κοινωνία, είναι για μας τους Ορθοδόξους το οξυγόνο μας, η ίδια η ζωή μας. Η συμμετοχή μας στα παραπάνω δεν είναι μόνο αντίσταση στην εκκοσμίκευση που επιχειρείται λυσσαλέα σήμερα και στο πνεύμα του συγκρητισμού, αλλά ο λόγος αυτής ταύτης της υπάρξεώς μας.
Η δεύτερη, η αγάπη δηλαδή προς τον άνθρωπο, αδιακρίτως φυλής, φύλου, γλώσσης κλπ., ως λέγει χαρακτηριστικά και ο Άγιος Απόστολος Παύλος (Γαλατ. γ’. 28), εκφράζεται μέσα από την κοινωνία των προσώπων και με την υπέρ των αδελφών προσευχή, για φωτισμό, ενίσχυση και επιστροφή των πεπλανημένων εις την μίαν μάνδραν, του ενός και μόνου αληθινού Θεού, αλλά και με την προσφορά θυσιαστικής αγάπης επί καθημερινής βάσεως.
Στα πλαίσια αυτής της σωστικής προσπαθείας μας, διαλεγόμεθα με τους πάντες, αλλά παραμένομε ανυποχώρητοι στα ιερά θέσμια και τους όρους, τα όρια δηλαδή, τα οποία έθεσαν οι Άγιοι και Θεοφόροι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας.
Επαναλαμβάνομε λοιπόν, εν συνειδήσει ευθύνης έναντι Θεού και ανθρώπων, ότι
«το ευαγγέλιον του Θεού ουκ έστι κατ’ άνθρωπον»,
και συνιστώμεν προς πάντας το «στώμεν καλώς» του Αρχαγγέλου, συνωδά τοις λόγοις του Αγίου Αποστόλου Παύλου
«άρα ούν, αδελφοί, στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις ας εδιδάχθητε είτε διά λόγου είτε δι’ επιστολής ημών»
(Β’ Θεσσαλ. β’. 15).
Ως κατακλείδα δε της σημερινής ομιλίας, ας ακουσθή και πάλιν και πολλάκις το φθέγμα του ομολογητού της αγίας ημών πίστεως, Ιωσήφ του Βρυεννίου:
«Ουκ αρνησόμεθά σε, φίλη Ορθοδοξία·
ου ψευσόμεθά σου πατροπαράδοτον σέβας·
εν σοι εγεννήθημεν,
και σοι ζώμεν,
και εν σοι κοιμηθησόμεθα·
ει δε και καλέσει καιρός,
και μυριάκις υπέρ σού τεθνηξόμεθα».