«Μήγαρις έχω άλλο στο νού μου
πάρεξ Ελευθερία και Γλώσσα» (Διον. Σολωμός)
Τού Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρών
κ. Χρυσοστόμου
Ένα κείμενο (επιστολή) του 1916, έγινε αφορμή να κάνω αυτές τις σκέψεις και να τις μοιραστώ μαζί σας.
Στο κείμενο αυτό αποτυπώνεται, η καλλιγραφία η οποία εντυπωσιάζει, η ορθογραφία, η σύνταξη του λόγου και ο σεβασμός στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται. Ένας, νέος τότε στην ηλικία, από ένα χωριό της Αρκαδίας, απευθύνεται στον αδελφό της συζύγου του, ο οποίος ευρίσκεται στο εξωτερικό. Επειδή εγνωρίσαμε τα πρόσωπα αυτά, όταν ευρίσκοντο σε μεγάλη ηλικία, μας εντυπωσιάζει το γεγονός ότι ο αποστολεύς ήτο απόφοιτος μόνο του Σχολείου της εποχής, αλλά η θέλησή του για μάθηση τον ανέδειξε τόσο, ώστε να τον ζηλεύουν και καθηγηταί φιλόλογοι.
Ενδεικτικά παρουσιάζομε κάποια σημεία της επιστολής.
«…Ήδη αγωνιώντες αναμένομεν όπως ησυχάσωσι τα πράγματα, διά να σας απολαύσωμεν και εκ του σύνεγγυς, όπως ποθεί η πάλλουσα καρδία μας…», και παρακάτω
«…προς δε τούτοις, σας παρακαλώ όπως μας πληροφορήσητε περί των αυτόθι εργασιών, εάν διαρκώς εργάζεσθε, με πόσον ημερομίσθιον κ.τ.λ., και ο,τι άλλο γνωρίζετε εκ του αυτόθι νέου κόσμου…».
Σκεπτόμεθα εξ όλων των ανωτέρω, τα εξής:
Το πρώτο είναι ότι και ο τρόπος της επικοινωνίας έχει πλέον αλλάξει. Σπανίως αποστέλλονται, έως καθόλου, επιστολές προς ανθρώπους οι οποίοι ευρίσκονται εις άλλα μέρη. Το τηλέφωνο, και κυρίως το διαδίκτυο και τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα έφεραν επανάσταση στην επικοινωνία των ανθρώπων. Ουδείς βεβαίως καταδικάζει την πρόοδο και την εξέλιξη της τεχνολογίας, που είναι δώρο του Θεού και μόνο έτσι πρέπει να θεωρήται και να χρησιμοποιήται.
Εκείνο όμως το οποίον εχάθη, είναι η έκφραση των σκέψεων και η τύπωσή τους, ώστε να έχουν διαχρονικότητα, και μέσα από την γραφή να διατηρήται η μνήμη, η ομορφιά της εκφράσεως, όπως χαράσσεται επί χάρτου, απαιτούσα την ανάλογη προσοχή και λεπτότητα.
Ο σημερινός τρόπος επικοινωνίας χαρακτηρίζεται για την προχειρότητα και την έλλειψη προσοχής στην έκφραση και στα νοήματα. Ακόμη για την πτωχεία ως προς την γνώση της Ελληνικής γλώσσης, και συνελόντ’ ειπείν για την λεξιπενία, ως θα έλεγε και ο σύγχρονος γλωσσολόγος.
Παλαιότερα στα σχολεία καλλιεργείτο η καλλιγραφία. Από τον τρόπο γραφής δίδεται, κατά ένα μεγάλο μέρος, το στίγμα του έσω ανθρώπου. Φαίνεται η εσωτερική κατάσταση και η ψυχική αρμονία. Είναι χαρακτηριστική η αλληγορική έκφραση του Λαού: «Αυτός έχει καλά δείγματα γραφής…». Ενθυμούμαι την προσπάθεια την οποία κατέβαλαν οι δάσκαλοι, για να ασκούνται οι μαθηταί στην καλλιγραφία, η οποία απαιτεί σταθερότητα και όχι βιασύνη, συγκέντρωση σκέψεως και προσοχή, αρετές οι οποίες βοηθούν εις όλα τα επίπεδα της ζωής. Στο τέλος απολαμβάνει κανείς ένα έργο των χειρών του, μετά από άσκηση ή και καλλιέργεια ενός ταλάντου το οποίο έχει δοθή από τον Θεό. Τώρα όλα αυτά εξέλιπαν.
Το δεύτερο είναι η ορθογραφία. Η κάθε γλώσσα έχει την ορθογραφία της. Η δική μας γλώσσα έχει αρμονία και ποιητικότητα και το κάθε γράμμα της και σημείο στίξης προδίδουν τον πλούτο της, αλλά και την λεπτότητα και την χάρη που την κάνουν μοναδική και της δίδουν ξεχωριστή θέση ανάμεσα σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.
Τα τελευταία χρόνια συντελέστηκε ένα μεγάλο έγκλημα στην πατρίδα μας. Κάποιοι ετόλμησαν, ω της ιεροσυλίας, να καταστρέψουν την γλώσσα μας. Με μεθοδικότητα και οργανωμένο σχέδιο κατάφεραν να γκρεμίσουν το ωραιότατο αυτό πνευματικό οικοδόμημα και να επιχαίρουν επί των ερειπίων, καυχώμενοι για το θλιβερό επίτευγμά τους. Ως ταφόπετρα της Ελληνικής γλώσσας, ήλθε το πολυδιαφημισθέν μονοτονικό, που συνέτεινε, μαζί με τις άλλες προσπάθειες των σφαγέων της πολιτιστικής και πνευματικής μας κληρονομιάς, στην αγραμματοσύνη των νεωτέρων γενεών των Ελλήνων.
Το χειρότερο όμως είναι η ανοχή όλων των πνευματικών δυνάμεων της χώρας στο ξήλωμα του γλωσσικού πνευματικού μας πλούτου. Πού ήταν άρα γε τότε και που είναι και τώρα η Ακαδημαική κοινότητα; Στην κραυγή αγωνίας της Εκκλησίας, που πολλάκις εξεφράσθη και εκφράζεται για το φρικτό έγκλημα, αντέταξαν κάποιοι, ότι είμαστε οπισθοδρομικοί, αμετανόητοι, ονειροπόλοι και αποτελούμε τροχοπέδη στην προσπάθεια για εκσυγχρονισμό της χώρας.
Τι θα είχαμε όλοι μας να πούμε, την στιγμή που στην Γαλλία και στην Ισπανία ξεσηκώθηκε ο πνευματικός κόσμος, όταν προσεπάθησαν κάποιοι κύκλοι να αφαιρέσουν, απλά μικρά σημάδια από μία και μόνο λέξη;
Καθώς σκέπτομαι την αποδόμηση, η οποία έγινε εσκεμμένως και καθ’ υπόδειξιν στην πατρίδα μας, αισθάνομαι την ανάγκη να κάνω ένα παραλληλισμό, που θα προκαλέση αίσθηση.
Τι θα λέγατε, αν ένας κρατικός επίσημος φορέας, κάθε ημέρα ξήλωνε ένα κομμάτι από τον Παρθενώνα; Δεν θα έπρεπε κάποιος να αντιδράση; Καί όμως στην περίπτωση της γλώσσας κανείς δεν αντέδρασε.
Η καταστροφή της γλώσσας έγινε σταδιακά. Κατάργηση των Αρχαίων Ελληνικών, της ιστορικής ορθογραφίας, της γραμματικής κλπ. Το Υπουργείο Παιδείας με τις κατά καιρούς ηγεσίες του, θαρρείς ότι είχε ως στόχο του την αποσάθρωση της γλώσσας. Είναι τεράστια η ευθύνη των πολιτικών επί του συγκεκριμένου θέματος.
Μάλιστα είναι τραγικό να ακούη κανείς, ότι η σύγχρονη παιδαγωγική απαιτεί, τα σφάλματα των μαθητών στα γραπτά τους, να μη διορθώνονται με κόκκινο στυλό, γιατί δημιουργούνται, δήθεν, στα παιδιά ψυχολογικά προβλήματα…! Είμαστε δυστυχώς για γέλια και για κλάματα μαζί. Στο σημείο αυτό θα χρησιμοποιήσω λόγια από μια ομιλία του Ελύτη στους Έλληνες μετανάστες της Σουηδίας το 1979. Είπε ο ποιητής μεταξύ των άλλων: «…Εμείς οι Έλληνες είμαστε οι μόνοι σε ολόκληρη την Ευρώπη που έχουμε το προνόμιο να λέμε τον ουρανό «ουρανό» και την θάλασσα «θάλασσα», όπως την έλεγαν ο Όμηρος και ο Πλάτωνας πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Δεν είναι λίγο αυτό. Η γλώσσα δεν είναι μόνον ένα μέσο επικοινωνίας. Κουβαλάει την ψυχή του Λαού μας και όλη του την ιστορία και όλη του την ευγένεια».
Το τρίτο είναι η έλλειψη λεπτότητος στην έκφραση και εν πολλοίς σεβασμού στα πρόσωπα, στοιχεία τα οποία φαίνονται και από τον τρόπο με τον οποίο απευθυνόμαστε στους άλλους. Δεν θα σταθώ στην συχνή χρήση του πληθυντικού σε περασμένες εποχές, αλλά στην χάρη του λόγου και στην καλλιέπεια της προσφοράς του προς τον εις ον απευθύνεται. Είναι απογοητευτικό το φαινόμενο της ελλείψεως τρόπων και καλής, ορθής εκφράσεως προς τους άλλους, σήμερα. Η «αργκώ», όπως είναι γνωστός ο τρόπος επικοινωνίας των ανθρώπων και δη των νέων της εποχής μας, είναι φαινόμενο πνευματικής εκπτώσεως και καταπτώσεως.
«Το κεφάλαιο της χώρας μας που λέγεται “Ελληνική γλώσσα” δεν το έχομε αξιοποιήσει όσο θα έπρεπε εντός και εκτός Ελλάδος. Μέσα στη χώρα μας ως “αξία”, που συνδέεται άμεσα με τον Πολιτισμό, την Ιστορία, την νοοτροπία, την ίδια την ταυτότητά μας και, πάνω απ’ όλα, με μια ποιότητα σκέψης που αναγκαστικά περνάει μέσα από την γλώσσα. Καί φυσικά με μια ποιότητα Παιδείας, η οποία στηρίζεται εν πολλοίς στη γλώσσα. Έξω από την χώρα μας πάλι δεν έχουμε προβάλλει την ελληνική γλώσσα με σωστό και ουσιαστικό τρόπο – όχι με μεγαλοστομίες και αλαζονεία. Τι προσφέρει η γνώση της Ελληνικής στους ομιλητές άλλων ευρωπαικών γλωσσών για μια βαθύτερη κατανόηση της σημασίας απαιτητικών λέξεων της δικής τους γλώσσας, όταν αποτελούν δάνεια από την Ελληνική». (Καθηγητής Γ. Μπαμπινιώτης).
Ευτυχώς, ναί ευτυχώς, που υπάρχει η Εκκλησία, η οποία για μια ακόμη φορά κάνει το χρέος της έναντι της διατηρήσεως της Ελληνικής γλώσσας. Εμείς παρά τις όποιες αντιδράσεις, θα παραμείνωμε πιστοί στην διατήρηση ακεραίας της πνευματικής κληρονομιάς, την οποία παρελάβαμε, κάνοντας το καθήκον μας έναντι του ιστορικού μας παρελθόντος, του παρόντος, που χωρίς αυτά τα ερείσματα αποβαίνει καθ’ ημέραν οικοδόμημα σαθρόν και ετοιμόρροπον, και κυρίως του μέλλοντος, εάν επιθυμούμε να έχωμε ως έθνος και ως λαός συνέχεια και συνέπεια. «Ναί, μητέρα μας είναι η γλώσσα μας, πατρίδα μας είναι η γλώσσα μας, όσο και αν αγαπάμε τις άλλες γλώσσες, τις άλλες χώρες» (Μ. Τριανταφυλλίδης).
Πάντοτε όταν φτάνωμε σε αδιέξοδα, αναζητούμε λύσεις. Όταν ευρισκώμεθα μπροστά σε ανυπέρβλητα εμπόδια, ψάχνομε για διεξόδους. Όταν αισθανώμεθα ότι καταποντιζόμεθα, ατενίζομε με κραυγή αγωνίας τον ουρανό.
Πιστεύω ότι σε τέτοιο επίπεδο έχομε φτάσει σχετικά με το θέμα το οποίο θίγομε σήμερα.
Θα υπάρξουν άρα γε κάποιοι υπεύθυνοι και σοβαροί πνευματικοί ηγέτες και ταγοί, οι οποίοι θα θελήσουν να κάνουν το χρέος τους έναντι του πνευματικού πλούτου της χώρας μας, ή θα αφήσωμε να μας παρασύρη συνεχώς το ρεύμα, με βεβαία την πνευματική μας, συν τοις άλλοις, καταστροφή;
Μιά ματιά γύρω μας, στην σύγχρονη παιδεία και παροχή γνώσεων, αλλά και στην όλη κατάσταση που επικρατεί στον τόπο μας, θα μας πείση ότι πρέπει, ως οίον τε τάχιον, να αρχίσωμε με εργώδεις και κοπιώδεις προσπάθειες την ανοικοδόμηση, η οποία θα έχη πολύ κόστος, σε αίμα και πνεύμα.
«Όσοι απομείναμε πιστοί στην Παράδοση, όσοι δεν αρνηθήκαμε το γάλα που βυζάξαμε, αγωνιζόμαστε, άλλος εδώ, άλλος εκεί καταπάνω στην ψευτιά. Καταπάνω σ’ αυτούς που θέλουνε την Ελλάδα ένα κουφάρι χωρίς ψυχή, ένα λουλούδι χωρίς μυρωδιά». (Φώτης Κόντογλου)