Με την υποψηφιότητα του για το βραβείο Νάνσεν της ΄Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για το φιλανθρωπικό του έργο, ο Πατέρας Αντώνιος Παπανικολάου, εμπνευστής και ιδρυτής της «Κιβωτού του Κόσμου» κλείνει τα 15 χρόνια δράσης.
Η σημαντική αυτή διάκριση αποκτά χαρακτηριστικά εθνικής επιτυχίας και γι’ αυτό στηρίχτηκε από τον πρωθυπουργό, Αντώνη Σαμαρά, όπως κι απ’ τον πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών, Σπύρο Ευαγγελάτο. «ΑΓΑΠΗ: Θυσία, τρόπος ζωής, ελπίδα».
Ο πατέρας Αντώνιος Παπανικολάου της «Κιβωτού του Κόσμου» είναι απόλυτα προσηλωμένος στο στόχο του. Η αγάπη και η προσφορά θέλουν δουλειά κι αυτό εξηγεί με σχεδόν τεχνοκρατικό τρόπο, καθισμένος στο γραφείο του μικρού οδοντιατρείου της «Κιβωτού»: «Αυτή τη στιγμή στην “Κιβωτό” δραστηριοποιούνται 400 παιδιά σε δύο ξενώνες. Νοικιάζουμε στην Αθήνα 120 σπίτια. Ετοιμάζουμε στη Χίο ένα χώρο φιλοξενίας 100 παιδιών που θα προέρχονται κυρίως από το Αιγαίο.
Υπάρχει ένα μικρό παράρτημα στην Πογονιανή, στα ελληνο-αλβανικά σύνορα, όπου στήνεται κι ένα γεωργικό σχολείο. Η συντήρηση όλων αυτών χρειάζεται τον κόπο 600 εθελοντών και εργαζόμενων, 2.500 συνεργαζόμενων και κοντά στις 100.000 ευρώ το μήνα. Δεν έχουμε πάρει από την Εκκλησία κι από την Πολιτεία ούτε ένα ευρώ αυτά τα 15 χρόνια. Το μόνο που έχουμε πάρει είναι βραβεία. Κι αυτά σημαντικά είναι, γιατί δείχνουν ότι κάτι κάνουμε σωστά. Το NANSEN απονέμεται το Σεπτέμβριο στην Ελβετία από τον ΟΗΕ. Συμμετέχω γιατί θεωρώ ότι είναι καλό για τη χώρα να ακουστούν δύο καλά λόγια μέσα στην όλη επίθεση που γίνεται. Υπάρχει, όμως, πολύς κόπος και πολλή αγάπη. Με ρωτούν πώς γίνεται, ποιος είναι από πίσω. Δεν υπάρχει μυστικό. Η βοήθεια του Θεού, η πίστη και η πολλή δουλειά. Είμαι όλη μέρα, κάθε μέρα εδώ. Δουλεύουμε όλοι μαζί και τα καταφέρνουμε».
Το βλέμμα του αμέσως σκληραίνει: «Κανένα πρόβλημα δεν μπορεί να σ’ το λύσει ο άλλος. Είμαι εδώ και σου απλώνω το χέρι. Θες να σηκωθείς στα πόδια σου; Αυτό είναι το ερώτημα. Αν έχεις βολευτεί στο να σε λυπούνται, δεν έχεις θέση στην “Κιβωτό”. Αν θες βοήθεια για να σταθείς όρθιος, είμαστε εδώ. Τον πρώτο καιρό έρχονταν άνθρωποι και διεκδικούσαν να τους λυπηθούμε. Αυτό μπορεί να με εξοργίσει».
Όταν ένας άνθρωπος στα 23 του χρόνια πρέπει να επιλέξει με ποιον ασθενή θα ασχοληθεί, έχοντας ως μοναδικό κριτήριο το πόσες πιθανότητες έχει να ζήσει, τότε μπορεί να πείσει και τα παιδιά που έκαναν χρήση και διακίνηση ναρκωτικών έξω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στον Κολωνό ότι δεν είναι αυτός ο σωστός δρόμος. «Μετά τις σπουδές μου στη Θεολογική Σχολή, πήγα σε κάποιες ιεραποστολές. Εκεί, υπήρχε ένας χώρος με 50 ασθενείς και έπρεπε να δούμε ποιοι είχαν περισσότερες πιθανότητες να ζήσουν και αυτούς περιθάλπαμε. Σε κάποιες χώρες της Αφρικής, που είχα πάει, θυμάμαι ανθρώπους να παρακαλάνε για τη ζωή τους, κι αυτή να κοστίζει 50-100 δολάρια. Όποιος τα έδινε μπορούσε να τους πάρει και να φύγει. Τελειώνοντας από εκεί, ήρθα στην Ελλάδα και η Εκκλησία με έστειλε στον Κολωνό, στην ενορία του Αγίου Γεωργίου, σε μια από τις πιο δυσπρόσιτες πλατείες της Αθήνας.Εκεί γίνονταν τα πάντα, από διακίνηση ναρκωτικών, φασαρίες, ξύλο».
Τι σήμαινε για τον 26άχρονο τότε ιερέα από τη Χίο η εγκατάστασή του στον Κολωνό, σε ένα σπίτι με τη σύζυγό του, όπου απέξω υπήρχαν παιδιά λίγο πριν το τέλος;
«Έχω πει κι άλλες φορές πως πήγα να παίξω μπάσκετ με τα παιδιά. Αυτό, όμως, τι σήμαινε; Σήμαινε ότι σήκωνα το ράσο μου, κατέβαινα τα σκαλιά της εκκλησίας και πήγαινα να “σκουντήξω” ένα παιδί που μπορεί 5 λεπτά πριν να είχε κλέψει ή να είχε κάνει χρήση ναρκωτικών. Αυτά τα παιδιά ήταν το ποίμνιό μου. Σε αυτά ήθελα και έπρεπε να απευθυνθώ. Πήρα μια μπάλα του μπάσκετ και είπα “ελάτε να παίξουμε”. Ήρθαν! Και μετά τους είπα να κάτσουν στα σκαλιά της εκκλησίας να μιλήσουμε. Θυμάμαι πως ένα παιδί είχε έρθει με καθυστέρηση, το ρώτησαν οι άλλοι “πού ήσουν;” κι απάντησε: “Είχα πάει να δω λίγο τον πατέρα μου, είχε επισκεπτήριο σήμερα στον Κορυδαλλό. Μετά γύρισα σπίτι, έλειπε η μάνα μου, έψαξα, τη βρήκα, ξέρετε πού, εκεί που την είχαμε βρει την άλλη φορά”. Kαταλαβαίνετε πως σε αυτό το παιδί δεν μπορούσα να πω “ο Χριστός σώζει».
Του είπα, όμως, ότι πρέπει να είναι δυνατός, όχι για να δέρνει τα υπόλοιπα παιδιά, αλλά για να τα βοηθάει και ότι εκείνη τη μέρα δεν ήταν ανάγκη να γυρίσει σε ένα σπίτι όπου θα ήταν μόνος του και τον κάλεσα να φάμε μαζί. Είπα, λοιπόν, στην πρεσβυτέρα μου “Στρώσε τραπέζι για πέντε, δεν είμαστε οι δυο μας”. Πήρα τρία παιδιά από αυτά που τους μιλούσα στα σκαλιά της εκκλησίας και φάγαμε μαζί. Την επομένη ξαναήρθαν. Τώρα πλέον και οι τρεις –όπως και χιλιάδες άλλοι–έχουν τις οικογένειές τους, τις δουλειές τους. Τότε όλοι έβλεπαν το πρόβλημα, αλλά κανείς δεν έπαιρνε το ρίσκο να κάνει κάτι, όλοι έριχναν την ευθύνη κάπου αλλού. Έπειτα, μόλις είδαν ότι γίνεται μια προσπάθεια από τα παιδιά, όλοι θέλησαν να βοηθήσουν. Άλλοι να μαγειρέψουν, άλλοι να διδάξουν τα παιδιά. Μετά, δεν χωρούσαμε στα σκαλιά της εκκλησίας, μας δόθηκε ένα παλιό καφενείο, περισσότερα παιδιά, και αλλοδαπά και ελληνόπουλα, όλα δίπλα δίπλα».
Όσο η συζήτηση επικεντρώνεται στο συνάνθρωπο, ο Πατέρας Αντώνιος είναι σκεπτικός. «Πολλές φορές κάνουμε φιλανθρωπίες για να νιώσουμε μεγάλοι και σπουδαίοι. Η φιλανθρωπία θέλει κουβέντα πολλή, γιατί έχει και σκοτεινή πλευρά. Όταν κάνουμε ένα καλό με σκοπό να δειχτούμε, δεν είναι καλό» λέει. «Στο πέρασμα των χρόνων ήρθαν και άνθρωποι που έλεγαν “το καημένο”, “το ορφανό”, “το κακόμοιρο”. Aυτοί δεν έκαναν για εθελοντές.Είναι σκληρή η αγάπη, η οποία είναι ανώτερη από την ιδιοτέλεια του να είμαι αρεστός. Αν ένα παιδί που είναι εδώ έχει τα χίλια προβλήματα και βλέπει κι εσένα να κλαις, να το λυπάσαι, πάει, το έχασες, το κατέστρεψες».
Στην πορεία της κουβέντας μας, θυμάται μάχες που έχασε και μάχες που κέρδισε, εμπειρίες ζωής. «Καταρχάς να διευκρινίσω κάτι: Δεν σώζω ζωές. Αν δεν θέλουμε, δεν γίνεται τίποτα. Θυμάμαι ήταν ένα παιδί πριν από την εφηβεία, ο πατέρας στη φυλακή, η μάνα έφυγε με άλλον, εκείνο είχε μπει σε παραβατική συμπεριφορά. Από τα παιδιά που θεωρούνταν “καμένα χαρτιά”. Αυτό το παιδί το έβαζα σπίτι μου από την αρχή. Συζητάμε τη μια μέρα και του εξηγώ ότι δεν είναι μαγκιά η κλεψιά ούτε το να μην πηγαίνει σχολείο. Την επόμενη μέρα μού έφερε ένα σεντόνι, το άνοιξε μπροστά μου και μου είχε φέρει ό,τι είχε κλέψει. Αυτό το παιδί το ξαναέβαλα στο σχολείο, έχει τελειώσει τη Θεολογία και λειτουργεί σαν παράδειγμα για μας».
Κατεβάζει το κεφάλι, συναισθανόμενος την ευθύνη του έργου του. «Θυμάμαι, ήταν ένα παιδί, είχα προσπαθήσει να τον βάλω σχολείο, είχε χάσει τρεις χρονιές, μάλωνε συνέχεια, ξύλο, φωνές. Σκέφτηκα ότι θα υπάρχει άλλος δρόμος, είχα ζητήσει να πάει να δουλέψει, τον είχαν δεχτεί κι είπαμε να μην πάει σχολείο κι αν με τη δουλειά ηρεμούσε, μετά να έμπαινε σε ένα βραδινό, να τελειώσει και το Λύκειο. Τελικά αυτό το παιδί τη μέρα που ήταν να ξεκινήσει δουλειά πήγε στο σχολείο, έμπλεξε σε έναν καβγά, χτύπησε στο κεφάλι, ήταν εγκεφαλικά νεκρός κάποιες μέρες και μετά τον χάσαμε».
Τα παιδιά στην εφηβεία είναι πάρα πολύ δύσκολα και στην προσέγγιση και στη σκέψη. Η δυσκολία ουσιαστικής προσέγγισης παιδιών και γονιών ήταν από τα προβλήματα που ήξερε ότι θα αντιμετωπίσει: «Ήταν πολύ δύσκολο, ειδικότερα με τους γονείς, γιατί είχαν μάθει σε έναν τρόπο.Μου είχε πει μια μάνα: “Κρατήστε μου το παιδί, να βγω να κάνω πεζοδρόμιο, να μαζέψω λεφτά να το ζήσω”. Αυτή τη γυναίκα την πήραμε εδώ, στην Κιβωτό,την εντάξαμε σε ένα πρόγραμμα, έγινε κομμώτρια. Τώρα ζει από αυτό, μεγαλώνει και το παιδί της. Ήθελε, όμως, να βοηθήσει τον εαυτό της. Έχουν περάσει κι άλλοι άνθρωποι που δεν ήθελαν».
Όπως λέει ο πατέρας Αντώνιος, έχουμε κρίση γιατί χάσαμε τις αρχές και τις αξίες μας. «Φταίει η αναπηρία να υπάρξουμε ως ενότητα, ως κοινωνία. Αποκτήσαμε επίπλαστες ανάγκες και απομακρυνθήκαμε ο ένας από τον άλλον. Δεν μπορούμε να τα χρεώνουμε όλα στους ξένους. Δεν γίνεται να βλέπουμε παντού προβλήματα, αλλά να μη βλέπουμε τη δική μας ευθύνη σ’αυτό. Έχουν αυξηθεί τα ελληνόπουλα που έρχονται στην “Κιβωτό” τα τελευταία χρόνια και, αντί να δούμε τι συνέβη, μου στέλνουν απειλητικά γράμματα και e-mails, να προτιμώ μόνο ελληνόπουλα γιατί –για παράδειγμα–είναι χριστιανοί, λες κι ο χριστιανισμός “ξεδιαλέγει” ψυχές. Είναι ντροπή. Η Ελλάδα, ο πολιτισμός της μέσα στην ιστορία συνυπήρξε και δεν φοβήθηκε ποτέ. Έτσι μεγαλουργήσαμε, έτσι μεταλαμπαδεύσαμε γνώση και πολιτισμό,
με αυτοπεποίθηση. Χωρίς φόβο, αλλά με αγάπη. Αυτά δεν με τρομάζουν, ένδειξη άγνοιας κι αμορφωσιάς είναι».
Πότε θεωρεί ότι θα μπορέσει να βάλει μια τελεία σε όλο αυτό;
“Έχω αφεθεί στα χέρια του Θεού, ό,τι μπορώ κάνω. Φτιάξαμε ένα δίκτυο αγάπης και εργασίας. Ο στόχος είναι να γίνει κατανοητό ότι δεν κάνουμε ελεημοσύνη.”