Ο Μητροπολίτης Μάνης Χρυσόστομος μέσω κειμένου του στην ιστοσελίδα της Μητρόπολης αναφέρεται στο ζήτημα της αναστολής των ποινών για τη βλασφημία.
Συγκεκριμένα αναφέρει:
Στη νομική, εν γένει, επιστήμη και ειδικότερα στους εντεταλμένους νομοθέτες ή δικαστικούς λειτουργούς είναι γνωστή και οικεία η έκφραση «βάσανος σκέψης».
Η έκφραση αυτή σημαίνει ότι προς καταρτισμό ενός νομοσχεδίου ή προς έκδοση μιάς δικαστικής απόφασης απαιτείται προηγουμένως να έχει υπάρξει ένα στάδιο βαθειάς και ενδελεχούς μελέτης του ζητήματος που θα έλθει προς ψήφιση νόμου ή προς έκδοση απόφασης.
«Βάσανος σκέψης» ειδικότερα, σημαίνει ότι εκείνος ο οποίος υπεύθυνα έχει αναλάβει το όλο θέμα, νόμου ή απόφασης, θα πρέπει να έχει βασανίσει τον νούν του, να έχει σκεφθεί επισταμένως, να έχει ερμηνεύσει και μελετήσει τις αιτιολογικές εκθέσεις του νόμου, την υπάρχουσα νομολογία, ελληνική και ξένη, να έχει προχωρήσει σε σπουδαία νομική βοήθεια και να έχει αφουγκρασθεί την φωνή της συνείδησής του.
Έπειτα για την αρτιοτέρα προσέγγιση ενός δικαιικού ζητήματος που απασχολεί και ανησυχεί την κοινωνία δεν είναι μειωτικό η επανεξέτασή του, ενός νομικού κεφαλαίου, ως εν προκειμένου του Ζ’ κεφαλαίου του Ποινικού μας Κώδικα, ούτε τυγχάνει απαξιωτική η διορθωτική κίνηση επαναφοράς ενός ή περισσοτέρων άρθρων νόμου της συντεταγμένης πολιτείας.
Μάλιστα, η απόσταση του χρόνου προσφέρει την δυνατότητα σφαιρικής και ωριμότερης θεώρησης του ζητήματος, λαμβάνοντας καλύτερον υπόψη τους αρμούς της δεδομένης κοινωνίας και των παραδόσεων αυτής.
Η νομική «βάσανος σκέψης», ως κατάλληλη επεξεργασία και περαιτέρω νηφάλια νόηση και επανόρθωση συνιστούν προνομιακό πεδίο και δίοδο πρότασης θέσπισης κανόνων δικαίου.
Συνεπώς, με περαιτέρω «βάσανο σκέψης» πρέπει να επανέλθουν οι συγκεκριμένες ποινικές διατάξεις της κακόβουλης βλασφημίας και της καθύβρισης θρησκευμάτων ως και της περιύβρισης νεκρών.
Συγκεκριμένα, ο παλαιός Ποινικός Κώδικας, ο οποίος κυρώθηκε με τον ν. 1492/1950 και ίσχυσε μέχρι την 30-06-2019 με το Ζ’ κεφάλαιό του και τίτλο «Επιβουλή της θρησκευτικής ειρήνης» θέσπιζε τα εγκλήματα α) της κακόβουλης βλασφημίας (άρθρο 198 Π.Κ.), β) της καθύβρισης θρησκευμάτων (άρθρο 199 Π.Κ.), γ) της διατάραξης θρησκευτικών συναθροίσεων (άρθρο 200 Π.Κ.), και δ) της περιύβρισης νεκρών (άρθρο 201 Π.Κ.).
Ο μετέπειτα ισχύσας Ποινικός Κώδικας, ο οποίος κυρώθηκε με τον ν. 4619/2019, κατήργησε τα ως άνω εγκλήματα των άρθρων 198,199 και 201 Π.Κ. και διατήρησε μόνον το αδίκημα του άρθρου 200 Π.Κ. (της διατάραξης θρησκευτικών συναθροίσεων).
Με τις νέες τροποποιήσεις στον ως άνω Κώδικα, οι οποίες ψηφίσθηκαν από την Βουλή των Ελλήνων στις 13-11-2019, ουδεμία τροποποίηση έγινε στο ως άνω έβδομο κεφάλαιο του Π.Κ.
Προστατευόμενο έννομο αγαθό του Ζ΄ κεφαλαίου του Ποινικού Κώδικα, όπου εντάσσονται τα ως άνω αδικήματα είναι η θρησκευτική ειρήνη και το θρησκευτικό αίσθημα των κατ’ ιδίαν πολιτών.
Είναι το έμφυτο θρησκευτικό συναίσθημα του κάθε ανθρώπου, καθ’ ότι ο άνθρωπος είναι φύσει θρησκευτικόν και ηθικόν ον και υπάρχει μία αδιάλειπτη σχέση του θείου «εγώ» μετά του ανθρώπινου «συ».
Ο άνθρωπος θρησκεύει, δηλαδή εκζητεί τον Θεόν και αυτός ο κρίκος που συνδέει άρρηκτα Θεό και άνθρωπο είναι απόλυτα σεβασμός, πρέπει να είναι σεβαστός.
Κατά συνέπειαν με τις παραπάνω διατάξεις, ως ήταν στον Ποινικό μας Κώδικα, αποκρούεται η ύβρις, το μίσος, ο φανατισμός, η μισαλλοδοξία, και επιδιώκεται η θρησκευτική ειρήνη και καταλλαγή.
Δεν αφορούν, ως ορθά και επανειλημμένα έχει διατυπωθεί στην δικαστική προστασία του Θεού που υπέρκειται των ανθρώπων και των ανθρωπίνων νόμων ο Θεός, αλλά αφορά την δική μας ειρηνική συμβίωση. Δεν προστατεύουμε εμείς το Θεό. Ο Θεός προστατεύει εμάς.
Το Ζ’ κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα, όπως ίσχυε, είχε τεθεί στην υπηρεσία του ανθρώπου για μία ειρηνική συνύπαρξη όλων των πολιτών οιουδήποτε θρησκεύματος.
Δεν έχει δε καμμία σχέση με ανελευθερία πνεύματος, με σκοταδισμό ή με ανελεύθερες μορφές πολιτειακής οργάνωσης ή κάποιο θεοκρατικό σύστημα. Τουναντίον, συνθέτουν υψηλό νομικό πολιτισμό.
Ειδικότερα, για το θέμα αυτό, το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, ο Άρειος Πάγος κατά την μακροχρόνια εφαρμογή των ως άνω διατάξεων αποφαίνεται: 1) «Οι διατάξεις των άρθρων 198 παρ. 1 και 199 Π.Κ., αποσκοπούν στην απόκρουση της τελούμενης δημόσια και κακόβουλα καθυβρίσεως του Θεού και της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού και κάθε άλλης θρησκείας ανεκτής στην Ελλάδα και στην προστασία αυτών, προς εξασφάλιση της θρησκευτικής ειρήνης των πολιτών.
Συνεπώς, η προστασία του έννομου αυτού αγαθού, που έχει άϋλο χαρακτήρα και εμπίπτει στην έννοια του δημοσίου συμφέροντος, δεν θίγει αμέσως τα άτομα που απολαμβάνουν το αγαθό αυτό, αφού αυτά υφίστανται την προσβολή εμμέσως και εξ’ αντανακλάσεως.
Αιτιολογείται περαιτέρω η άποψη αυτή με παραπομπή στη νομολογία και τη θεωρία και με τη σκέψη ότι ο άϋλος χαρακτήρας και η ιερότητα των εννόμων αγαθών που προστατεύονται από τις μνημονευθείσες ποινικές διατάξεις, τις καθιστούν ασυμβίβαστες με την έννοια του ιδιωτικού συμφέροντος που μπορεί να αποκαθίσταται με την επιδίκαση, πραγματική ή συμβολική, ορισμένου χρηματικού ποσού (ΑΠ 1/2000, Π.Χρ. Ν/12) αφού προέχει η προστασία του δημοσίου συμφέροντος για τη διατήρηση των αγαθών της θρησκευτικής ειρήνης, αλλά και του θρησκευτικού αισθήματος, του αισθήματος της ευλάβειας και της θρησκευτικής ελευθερίας, ανεξάρτητα από τους φορείς στους οποίους αντανακλά η προσβολή των αγαθών αυτών» (ΑΠ 1298/2002 Ε’ Ποινικό Τμήμα ΝοΒ 2002/2064).
[irp posts=”531951″ name=”ΠΑΤΡΑ: Η Μητρόπολη Πατρών ζητά από τον πρωθυπουργό να επανεξετάσει το θέμα των διατάξεων για τη βλασφημία”]
2) «Η διάταξη του άρθρου 201 Π.Κ. όπως προκύπτει από τη διατύπωσή της, προστατεύει το δημόσιο συμφέρον που απαιτεί την προστασία του αισθήματος ευσέβειας και ευλάβειας των νεκρών, αλλά και το ιδιωτικό συμφέρον εκείνων που έχουν την παραφυλακή των νεκρών, εκείνων δηλαδή που εθιμικά δικαιούνται ή στα χέρια των οποίων εν τοις πράγμασι βρίσκεται ο νεκρός (γηροκομείο, αστυνομική αρχή, διεύθυνση του νεκροταφείου κλπ).
Οι συγγενείς του νεκρού είναι άμεσα ζημιωθέντες από την αξιόποινη αυτή πράξη, η οποία αποβλέπει στην προστασία του αισθήματος ευλάβειας στη μνήμη των νεκρών, το οποίο εύλογα υπάρχει με ζωηρότητα σ΄ αυτά τα πρόσωπα, τους στενούς δηλαδή συγγενείς του συγκεκριμένου νεκρού, αφού από την αξιόποινη αυτή πράξη θίγονται και αυτά ευθέως στη σφαίρα ακριβώς του ζωηρού αυτού αισθήματος της ευλάβειας στη μνήμη του στενού συγγενούς του νεκρού, που ανάγεται στον εσωτερικό τους κόσμο και συνεπώς βλάπτονται ηθικά, άμεσα, παρά το νόμο, με την έννοια των άρθρων 914 και 932 του ΑΚ» (ΑΠ.ΣΤ Τμήμα, 1652/2009, ΑΠ. 222/2016 ΤΝΠ Νόμος).
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι αποτελεί θεσμική κληρονομιά το έβδομο κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα, ως ήταν, και ως εκ τούτου θα πρέπει να επανέλθει ολόκληρο το κεφάλαιο στο νέο Ποινικό Κώδικα.
Μάλιστα οι διατάξεις αυτές έχουν αμιγώς καταγωγή από τα δικά μας Αρχαία σοφά Ελληνικά Δίκαια, κατά το «θεούς σέβου» και το «θεοσέβεια θησαυρός αδιάπτωτος».
Στον παγκοσμιοποιημένο και ταραγμένο κόσμο που ζούμε, το κεφάλαιο αυτό του Π.Κ. είναι εξόχως σημαντικό να υπάρχει, γιατί ακριβώς συντελεί πέρα από την βαρβαρότητα, στην ανωτερότητα των πολιτισμένων κρατών όπου ανήκουμε.