ΠΑΝΑΓΙΑ του ΧΑΝΔΑΚΑ: Ταξιδεύοντας στη Βιέννη, θα επισκεφθείςσίγουρα το ιστορικό κέντρο της πόλης, εκεί όπου βρίσκονται τα αυτοκρατορικά ανάκτορα Χόφμπουργκ (Hofourg) των Αψβούργων της Αυστροουγγαρίας.
του Κωνσταντίνου Καραμεσίνη – Για το ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Στο σημείο αυτό βρίσκεται και μία από τις πιο Ιστορικές Εκκλησίες της Βιέννης, του Αγίου Μιχαήλ, που άρχισε να χτίζεται το 1230 από τον Δούκα Λεοπόλδο τον 5ο των Μπαμπενμπέργκ.
Θα αναρωτηθεί κανείς σε τι οφείλεται η αναφορά μας στην συγκεκριμένη εκκλησία και δη Καθολική και όχι Ορθόδοξη. Η αναφορά μας οφείλεται σε αυτό που συναντάς περνώντας το κατώφλι της εκκλησίας. Μπαίνοντας στηνΕκκλησία βλέπεις κάτι που δεν το βρίσκεις σε καθολική εκκλησία. Στο κέντρο του Ναού, σε ένα εντυπωσιακό βάθρο, συναντάς μια εικόνα της Παναγίας. Αμέσως σου δημιουργείται η περιέργεια πως βρέθηκε η εικόνα εδώ και από τον τρόπο της τοποθέτησης της καταλαβαίνεις ότι η συγκεκριμένη εικόνα τιμάται ιδιαιτέρως από τους κατοίκους εδώ στη Βιέννη.
Ψάχνοντας να βρούμε στοιχεία για την εικόνα βρεθήκαμε προ μεγάλης εκπλήξεως. Η εικόνα της Παναγίας ήρθε στη Βιέννη από την Κρήτη. Ας ξετυλίξουμε όμως το κουβάρι για το πώς βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας στο σημείο αυτό.
Το 1648 άρχισε η μοναδική σε διάρκεια στην παγκόσμια ιστορία πολιορκία του Χάνδακα, που κράτησε 21 χρόνια και έμεινε γνωστή με το όνομα Κρητικός Πόλεμος. Την υπεράσπιση της πόλης ανέλαβε ο αρχιστράτηγος Φραγκίσκος Μοροζίνι. Η αντίσταση των Βενετών, των Κρητικών και των λιγοστών συμμάχων τους υπήρξε ηρωική. Το ισχυρό φρούριο κατάφερε όλο αυτό το διάστημα ν’ αντέξει τις αλλεπάλληλες επιθέσεις των Τούρκων. Ο Μοροζίνι, αντιλαμβανόμενος πως δεν υπήρχε πλέον καμία ελπίδα, αποφάσισε να συνθηκολογήσει, εξασφαλίζοντας στους κατοίκους τη δυνατότητα να αποχωρήσουν με τα υπάρχοντά τους από την πόλη. Στις 16 Σεπτεμβρίου του 1669 η λάμψη της μικρής Βενετίας του Νότου έσβησε για πάντα. Όταν τα στρατεύματα του Κιοπρουλή μπήκαν στην πόλη στις 4 Οκτωβρίου δεν βρήκαν παρά σωρούς ερειπίων.
Κατά την αποχώρηση την Κατοίκων του Χάνδακα ένας Ιερέας, έχοντας μαζί του και μια εικόνα της Παναγίας του Χάνδακα (Maria diCandia), παρακάλεσε τον στρατηγό Kilmannseqq να τον πάρει μαζί του στο πλοίο του, γιατί ήθελε να την μεταφέρει στην εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ στη Βιέννη. Ζήτησε μάλιστα να πάρει μαζί του στο πλοίο και ξύλα από κυπαρίσσι, γιατί ήθελε να δημιουργήσει ένα μικρό βωμό με αυτά τα ξύλα στην εκκλησία για να τοποθετήσει επάνω τους την εικόνα.
Ο στρατηγός πήρε μαζί του τον ιερέα στο πλοίο του, το οποίο ονομαζόταν «Οι τρεις Μάγοι», και επέστρεψε στη Βιέννη μέσω Βενετίας. Ο ιερέας πέθανε στη διάρκεια του ταξιδιού αλλά ο στρατηγός εκπλήρωσε την επιθυμία του, που ήταν και δική του, δηλαδή την παράδοση της εικόνας στους Βαρναδίτες της εκκλησίας του Αγίου Μιχαήλ το 1672. Δημιουργήθηκε ένα μικρός βωμός με τα ξύλα από κυπαρίσσι και τοποθετήθηκε επάνω η εικόνα. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1682, ο στρατηγός πέθανε και ενταφιάστηκε στη κρύπτη της εκκλησίας του Αγίου Μιχαήλ.
Η εικόνα απέκτησε μεγάλη φήμη στην Βιέννη κατά την περίοδο της πανώλης που παρουσιάστηκε στην πόλη περί τα τέλη του 1679. Σύμφωνα με σύντομο πόνημα της Ακαδημίας Επιστημών της Βιέννης για την εικόνα, μπορεί η εικόνα να ήταν θαυματουργή στην Κρήτη, αλλά έγινε ευρύτερα γνωστή λόγω των θαυμάτων της και των ανθρώπων που βοήθησε κατά τη περίοδο της πανώλης, όταν δεκάδες χιλιάδες βιεννέζοι έχασαν τη ζωή τους.
Χαρακτηριστική είναι η ιστορία του ιερέα της εκκλησίας Don Casimir Dembsky, ο οποίος προσβλήθηκε από την πανώλη φροντίζοντας ετοιμοθάνατους. Έσπευσε να ζητήσει τη βοήθεια της ’Maria di Candia’ και παρακαλώντας την Παναγία να τον θεραπεύσει αποκοιμήθηκε επάνω στην εικόνα της. Τότε ονειρεύτηκε την Παναγία, που είχε την ίδια αμφίεση όπως και στην εικόνα, συνοδευόμενη από τον Άγιο Σεβαστιανό και τον Άγιο Ρόκκο. Σύμφωνα με την παράδοση ο ιερέας έλαβε εντολή από την Παναγία να απαγγείλει πέντε ψαλμούς του Άγιου της καθολικής εκκλησίας Σεραφείμ Μποναβεντούρα οι οποίοι όλοι άρχιζαν με τη λέξη ΜΑΡΙΑ. Όταν ξύπνησε, ο ιερέας είχε θεραπευθεί.
Το 1782 σχεδιάστηκε από τον Jean-Baptiste d’ Avrange ο κεντρικός άγιος βωμός (κεντρικό Αλτάριο) στην εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ. Κατασκευάστηκε ένα μνημειώδες γλυπτό έργο, η πτώση των Αγγέλων, από την οροφή της εκκλησίας μέχρι το πάτωμα. Μπροστά σ’ αυτό το έργο τοποθετήθηκε ως κυρίαρχο στοιχείο η κρητική εικόνα της Παναγίας «Maria di Candia», υποβασταζόμενη από Χερουβείμ και πλαισιωμένη από τους τέσσερις Ευαγγελιστές καθώς και από τους Άγιο Σεβαστιανό και Άγιο Ρόκκο, που θεωρούνται ως άγιοι προστάτες από την πανώλη. Κάτω από την εικόνα βρίσκονται σε ειδική επιχρυσωμένη θήκη οι επτά σφραγίδες της αποκαλύψεως, ενώ η εικόνα περιβάλλεται από επίχρυσα ακτινωτά φωτοστέφανα και από κορώνα στο επάνω μέρος. Στην είσοδο του ιερού βωμού, δεξιά και αριστερά, στέκονται δύο Σεραφείμ ως φύλακες.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε βιβλίο του για τους ιερούς τόπους της Βιέννης ο σύγχρονος αυστριακός ιστορικός Wolfgang Bandion, η έννοια της εικόνας της Χάριτος “Maria di Candia” βρίσκει έκφραση κυρίως στον τόπο εγκατάστασής της. Είναι το κεντρικό τμήμα του υψηλού βωμού που σχεδιάστηκε από τον Jean Baptist d’Avrange και χαρακτηρίστηκε ως «το πιο όμορφο και ταυτόχρονα το τελευταίο μιας λαμπερής περιόδου του αυστριακού πολιτισμού».
Η εικόνα έχει φιλοτεχνηθεί σε ξύλο από κυπαρίσσι διαστάσεων ύψους 105 εκ., πλάτους 77 εκ. και πάχους 2,2 εκατοστών. Στο επάνω μέρος της εικόνας απεικονίζονται στα αρχαία ελληνικά τα γράμματα ΜΡ (Μήτηρ) δεξιά και ΘV (Θεού). Κάτω από τις συντομογραφίες αυτές αναγράφεται η λέξη ΟΔΗΓΗ-ΤΡΙΑ σε δύο μέρη, δεξιά και αριστερά, στο επάνω μέρος του προσώπου. Η Θεοτόκος εικονίζεται σε προτομή και κρατά με το αριστερό χέρι τον Ιησού.
Όλα τα συγγράμματα αφιερωμένα στην εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ αναφέρουν ότι η εικόνα προέρχεται από τον Χάνδακα, ενώ υπάρχουν και αναφορές ότι αγιογραφήθηκε περί το 1540 (Bandion) και αποτελεί έργο της κρητικής σχολής ζωγραφικής.
Σχετικά με την εκκλησία στην οποία βρισκόταν η εικόνα στο Ηράκλειο, υπάρχει ένορκη μαρτυρία στις 4 Απριλίου 1680 του ιταλού BaltassarOlivicciani, που ήταν βοηθός του αυστριακού στρατηγού στο Ηράκλειο το 1669 και συνταξιδιώτης του ιερέα στο ταξίδι της επιστροφής. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, η εικόνα βρισκόταν στον Άγιο Νικόλαο των Τσαγγάρων (S. Nikolo de Ciangari che vuol direCanzolari- που σημαίνει υποδηματοποιών) ο ίδιος την είχε επισκεφθεί πολλές φορές, γνώριζε ότι ήταν θαυματουργή και ακόμη ότι οι Έλληνες την αποκαλούσαν Οδηγήτρια. Σύμφωνα με μαρτυρία του, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης από τους Τούρκους, και σε ώρα λειτουργίας της εκκλησίας, η εικόνα έπεσε ξαφνικά από τον τοίχο χωρίς καμία προφανή αιτία. Ήταν, τελικά, μία προειδοποίηση για τους Τούρκους που έσκαβαν υπόγεια στοά κάτω από την εκκλησία εκείνη την ώρα, με σκοπό να την ανατινάξουν. Αντέδρασαν οι πιστοί, κάλεσαν δυνάμεις και με αυτόν τον τρόπο κατάφεραν να τους εκδιώξουν πριν ολοκληρώσουν τα σχέδια τους. Η παράδοση αποδίδει επίσης την εκκλησία του Αγίου Νικολάου των Τσαγγάρων να έχει βομβαρδιστεί και καεί από τους Οθωμανούς και την εικόνα να παραμένει ανέπαφη.
Επίσης, σε ένορκη μαρτυρία του ο Μητροπολίτης Παροναξίας Θεοφάνης Μαυροκορδάτος στις 22 Μαρτίου 1680 αναφέρει επίσης ότι η εικόνα βρισκόταν στην ίδια εκκλησία (S. Nicolai, Ciangari) και ότι προέρχεται από την αρχέτυπη εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας που φιλοτέχνησε ο Άγιος Λουκάς. Ευρισκόταν ο ίδιοςστο Ηράκλειο από τον Δεκέμβριο του 1668 και μάλιστα είχε παραμείνει κρυμμένος σε ασφαλές σημείο επί 47 μέρες για να γλυτώσει από τους βομβαρδισμούς των Τούρκων, με τη βοήθεια του Nicolai Mazocopo presbyteri (πρεσβύτερος Νικόλαος Μαζοκόπος), όπως αναφέρει.
Οι ανωτέρω δύο μαρτυρίες περιέχονται σε προαναφερόμενο Ιωβηλαίο που εκδόθηκε το 1773 για τα 100 χρόνια από την μεταφορά της εικόνας από την Κρήτη.
Ο ενοριακός ναός Άγιος Νικόλαος των Καλλιγιέρηδων/Τσαγγάρων βρισκόταν στη συμβολή των οδών Μητσοτάκη και Μονής Αγκαράθου στο Ηράκλειο, σε μικρή απόσταση από το ενετικό λιμάνι.. Σήμερα σώζονται τα θεμέλια του σε υπόγειο καταστήματος που υπάρχει σε ισόγειο πολυκατοικίας που έχει αναγερθεί σ εκείνο το σημείο.
Η εικόνα παραμένει για 350 περίπου χρόνια στην εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ έχοντας ήδη γνωρίσειπολέμους, επαναστάσεις, βομβαρδισμούς, δυστυχίες και πανδημίες τόσο στο Ηράκλειο όσοκαι στη Βιέννη. Χιλιάδες Χριστιανοί προσέτρεχαν να ζητήσουν τη βοήθεια της, να αντλήσουν δυνάμεις και να θεραπευτούν, είτε σε ειρηνικές είτε σε εμπόλεμες περιόδους.
Όμως για δύο χρόνια περίπου η πνευματική αυτή επαφή των πιστών με την εικόνα διεκόπη : Κανείς δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα, το πρωί της 18ης Δεκεμβρίου 1975, η εικόνα είχε κλαπεί από την εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ !Αμέσως οι υποψίες στράφηκαν σε συλλέκτες έργων και μετά από επισταμένη έρευνα οι διωκτικές αρχές της Βιέννης έλαβαν την πληροφορία, στις αρχές του 1977, ότι πίνακες αξίας πολλών εκατομμυρίων επρόκειτο να πωληθούν στο ξενοδοχείο Hilton της πόλης. Τελικά συνελήφθησαν τέσσερα άτομα και ο ένας (Gerhard) ομολόγησε ότι οι κλεμμένοι θησαυροί τέχνης βρίσκονταν στην πόλη Vomp του Τυρόλουτης Αυστρίας, μέσα σε ένα κελάρι μίας κατοικίας, σε απόσταση 450 χλμ. δυτικά της Βιέννης. Εκεί βρέθηκαν τότε γλυπτά και πίνακες που είχαν κλαπεί από διάφορες περιοχές, αξίας πάνω από 120 εκ. σελίνια. Η έκπληξη ήταν ότι κάτω από τους πίνακες βρέθηκε και η πολύτιμη εικόνα. Στη διάρκεια της δίκης για την υπόθεση, που ολοκληρώθηκε στις 23.9.1977, εναντίον 16 κατηγορούμενων, ο πραγματογνώμων του δικαστηρίου εκτίμησε την εικόνα της ‘Maria diCandia’ ότι υπερβαίνει σε αξία τα 1,2 εκ. αυστριακά σελίνια ή 2,37 εκ. δραχμές. (βάση ισοτιμίας σελίνι/δραχμής το 1977).
Την 1η Μαΐου 1977 (φωτό) με μία μεγαλειώδη πομπή η εικόνα επέστρεψε στην εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ και επανατοποθετήθηκε στον κεντρικό βωμό της εκκλησίας. Χιλιάδες κόσμου παρακολούθησε και ακολούθησε την πομπή, της οποίας ηγούνταν εκκλησιαστικές αρχές και αρχές της πόλης, μέσω της κεντρικότερης οδού της Βιέννης (Graben) και μπροστά από το άγαλμα της πανώλης, που δεσπόζει στο κέντρο της οδού. Σύμφωνα με μαρτυρία του μακαριστού Μητροπολίτη Αυστρίας κυρού Μιχαήλ, η εικόνα επέστρεψε με τιμές ανάλογες με αυτές αρχηγού κράτους και με στρατιωτικό άγημα.
Από τότε, και κάθε χρόνο, ολόκληρος ο μήνας Μάιος, και ειδικά όλες οι Δευτέρες του μήνα, είναι αφιερωμένες σε δεήσεις και προσευχές, στη θαυματουργή εικόνα.
Αλλά και στις μέρες μας η εικόνα της Παναγίας θαυματουργεί. Μια τετραμελής οικογένεια επισκέφθηκε τη Βιέννη για διακοπές το 2004. Μετά το πέρας των διακοπών αποχώρησαν από τη Βιέννη ο γιός με την γυναίκα του. Ο παππούς και η γιαγιά θέλησαν να παρατείνουν την παραμονή τους για λίγες ημέρες ακόμη. Επιστρέφοντας ο γιός στην Κρήτη μαθαίνει ότι ο πατέρας του βρίσκεται σε νοσοκομείο της Βιέννης με εγκεφαλικό επεισόδιο. Επιστρέφει αμέσως, οι γιατροί δεν του δίνουν πολλές ελπίδες. Η αγωνία τους είναι μεγάλη και η κατάσταση του δεν επιτρέπει μεταφορά στην Ελλάδα. Το νοσοκομείο που νοσηλεύεται ο πατέρας του είναι κοντά στην εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ. Η μητέρα του καταφεύγει στην εκκλησία για να ζητήσει την βοήθεια της Παναγίας. Βλέπει την εικόνα το λέει στον γιο της και αυτός επισκέπτεται με τη σειρά του την εκκλησία όπου μαθαίνει ότι η εικόνα προέρχεται από το Ηράκλειο και από την εκκλησία που βρισκόταν κοντά στο σπίτι όπου έμενε η οικογένεια του και εκεί αυτός είχε γεννηθεί. Μετά από παραμονή δύο μηνών στο νοσοκομείο ο πατέρας του έγινε καλά επιστρέφοντας στο Ηράκλειο και ευγνωμονώντας με όλη την οικογένεια του την Παναγία μας.
Φέτος και συγκεκριμένα από τις 13 έως τις 18 Φεβρουαρίου 2023, ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ευγένιος επισκέφθηκε την Βιέννη και μαζί με τον κρητικό Μητροπολίτη Αυστρίας Αρσένιο επισκέφθηκαν τον Ιερό Ναό του Αγίου Μιχαήλ όπου τέλεσαν παράκληση στην εικόνα της Παναγίας και συναντήθηκαν με την διοίκηση του Ιερού Ναού.
Η ευχή του Σεβασμιωτάτου Κρήτης είναι να μπορέσει το 2026 κατά τις εορταστικές εκδηλώσεις, για τα 60 χρόνια της επανακομοιδήςτης Ιεράς Κάρας του Αγίου Τίτου, να έρθει και η εικόνα της Παναγίας για λίγες ημέρες στο Ηράκλειο για να πληροφορηθούν και οι νεότεροι τη έγινε στο Ηράκλειο την περίοδο εκείνη και πως έφυγε η εικόνα από την Κρήτη.
Εμείς το μόνο που πρέπει να κάνουμε να παρακαλούμε την Παναγία μας και Μητέρα του Ιού της και Θεού μας να πρεσβεύει υπέρ Ημών.
Τα ιστορικά στοιχεία του παρόντος κειμένουαντλήσαμε από το άρθρο του Μιχάλη Βρεττάκηστην εφημερίδα της Κρήτης «Πατρίς» που δημοσιεύθηκε την 21 Δεκεμβρίου 2020.