π. Διονύσιος Τάτσης – Οι κατήγοροι της Εκκλησίας ποτέ δε θα εκλείψουν. Πάντα θα υπάρχουν οι εθελοντές του διαβόλου, που θα τεντώνουν τα τόξα τους και θα εκτοξεύουν τα δηλητηριώδη βέλη τους. Σκοπός τους είναι να περιορίσουν το έργο της Εκκλησίας, να της στερήσουν την παρρησία των λόγων της και να υπάρχει μόνο ως παραδοσιακό απολίθωμα.
Οι πολέμιοι της Εκκλησίας εμφανίζονται ως γνώστες των εκκλησιαστικών πραγμάτων και γενικά του λόγου του Θεού. Δεν επιθυμούν την παρουσία της στη ζωή τους και στην κοινωνία γενικότερα. Γι’ αυτούς περισσότερη αξία έχει ένα πολιτιστικό κέντρο παρά ένας ιερός ναός! Η άγνοια, αλλά και το πάθος κατά της πίστεως, δεν τους επιτρέπουν να δούν την αλήθεια και να επιλέξουν το φως των εντολών του Θεού. Είναι οι άνθρωποι του σκότους κι ας διαθέτουν τίτλους σπουδών και κοσμική δύναμη.
Οι επιθέσεις των πολεμίων άλλοτε είναι ευθείες και άμεσες και άλλοτε πλάγιες και έμμεσες. Ανάλογα με τα αποτελέσματα που περιμένουν. Τελικά, η Εκκλησία παραμένει και ριζώνει βαθύτερα στη συνείδηση των μελών της και δεν θεωρεί αναγκαίο κάθε φορά που δέχεται επιθέσεις να απολογείται ούτε και να ζητάει βοήθεια από τους ισχυρούς της κοσμικής εξουσίας, οι οποίοι ως γνωστόν διαπνέονται από τα ίδια συναισθήματα προς την Εκκλησία με εκείνα των πολεμίων της. Απλά δεν εκδηλώνονται δημοσίως, για να αποφεύγουν τις αντιδράσεις του λαού.
Η Εκκλησία πρέπει πάντα να κηρύττει και να διδάσκει σύμφωνα με το λόγο του Θεού, χωρίς να συμβιβάζεται με τη νοοτρόπια του κόσμου και τις επιδιώξεις των πολιτικών της κάθε εποχής. Είναι εσφαλμένη η αντίληψη πολλών επισκόπων και κληρικών ότι χρειάζεται η συνεργασία με τους κοσμικούς άρχοντες και όταν ακόμα είναι αντίχριστοι.
Θεωρούν ότι η Εκκλησία έχει ως προτεραιότητα το κοινωνικό έργο, ενώ την πρώτη θέση έχει το πνευματικό, για να οδηγούνται οι άνθρωποι στο δρόμο του Θεού, το οποίο μπορεί και πρέπει να επιτελείται χωρίς τη βοήθεια των κοσμικών αρχόντων.
Οι κληρικοί πρέπει να είναι αξιοπρεπείς απέναντι στους ισχυρούς της γης και να μη υποκλίνονται δουλικώς, αλλά εκείνοι πρέπει να αναγνωρίζουν το ανώτατο έργο που επιτελούν και να ωφελούνται πνευματικά, όταν είναι καλοπροαίρετοι. Οι κληρικοί πρέπει να είναι ελεύθεροι στο έργο τους και να στηρίζονται στη βοήθεια του Θεού και όχι στους εφήμερους κοσμικούς άρχοντες.
Ένας σεβάσμιος επίσκοπος τόνιζε ότι η Εκκλησία θεωρεί χρέος της και εντολή του Θεού «να διδάξει και να κηρύξει στους ανθρώπους την αλήθεια. Αν δεν το κάνει, θα πεί πως κι η ίδια δεν πιστεύει στην αλήθεια η φοβείται να την κηρύξει και προτιμά να συσχηματίζεται και να προσαρμόζεται στις πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις, που κάθε φορά κυριαρχούν στον κόσμο.
Πολύ περισσότερο η Εκκλησία βλέπει πως πρέπει να φωνάξει μερικά πράγματα στους ανθρώπους, όσο βλέπει πως οι άνθρωποι, είτε από άγνοια είτε από σκοπιμότητα, έχουν ανακατεμένα μέσα τους την πίστη προς την Εκκλησία με τα πολιτικά τους και κοινωνικά φρονήματα. Για τους χριστιανούς ομιλούμε, για τα παιδιά της Εκκλησίας, κι οι χριστιανοί πρέπει να ξέρουν τι είναι η Εκκλησία και τι είναι όλα τα άλλα στον κόσμο, που ζητούν την πίστη τους και την ψυχή τους.
Όχι πως η Εκκλησία θέλει να αρνηθεί στους ανθρώπους την ελευθερία στα πολιτικά και κοινωνικά τους, αλλά είναι χρέος της να τους διδάξει ότι πρώτα είναι χριστιανοί κι ύστερα όλα τα άλλα. Και να τους δώσει να καταλάβουν ότι μόνο ως χριστιανοί μπορούν να είναι καλοί πολίτες και ζωντανά μέλη του κοινωνικού σώματος».
Παράλληλα το κήρυγμα της Εκκλησίας διεξάγεται και με το ενάρετο παράδειγμα των ιεροκηρύκων. Η φωνή των πράξεων και της τήρησης των εντολών είναι πιο πειστική από τους ρητορικούς λόγους που είναι αδειανοί πνευματικού περιεχομένου και ακολουθούν την ξύλινη και επαγγελματική γλώσσα, που μοιάζει με εκείνη των συνηγόρων, η οποία ακούγεται στις αίθουσες των δικαστηρίων. Το κήρυγμα πρέπει να αναφέρεται στην πνευματική οικοδομή των πιστών, να προσφέρεται με απλό τρόπο, χωρίς τεχνολογίες, αναλύσεις, στοχασμούς και ελεύθερα συμπεράσματα, τα οποία δεν μπορούν να γίνουν πράξη, αλλά εντυπωσιάζουν τους ακροατές και θολώνουν το λόγο του Θεού. Ούτε φυσικά το κήρυγμα να μετατρέπεται σε σχολιασμό της κοινωνικής πραγματικότητας, που πνευματικά δεν ωφελεί τον κατά Θεόν βίο των ανθρώπων.
Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος/Του πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση