Του μητροπολίτη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Βαρνάβα
(από το ένθετο της «δημοκρατίας» για την ορθοδοξία)
Πολλοί άνθρωποι νιώθουν την ανάγκη να ομολογήσουν ότι κάποια ανώτερη δύναμη δημιούργησε τον κόσμο και κάνει αισθητή την παρουσία της σ’ αυτόν. Θεωρούν όμως ευτελή και παρωχημένη τη διδασκαλία της Εκκλησίας για τον Θεό και προτιμούν πιο… εκλεπτυσμένες διατυπώσεις: κάποιο ανώτερο ον, μία άγνωστη δύναμη κ.ο.κ. είναι αυτή που δημιούργησε και κυβερνά τα πράγματα του κόσμου.
Αλλοτε πάλι, και αυτό είναι ίσως πιο συνηθισμένο, οι άνθρωποι αυτοί δηλώνουν ότι θα ήθελαν πολύ να πιστέψουν σε αυτά «που λέει η Εκκλησία», αλλά πρώτα πρέπει να δουν κάποιες αποδείξεις· να έχουν ορατά σημάδια, δηλαδή, από τη θεία παρουσία, να βιώσουν κάτι ασυνήθιστο, για να πειστούν ότι κάτι «άλλο» υπάρχει. Τις απαντήσεις σε αυτές τις αντιλήψεις δίνει η αυριανή ευαγγελική παραβολή (Λουκ. 16, 19-31), γνωστή και ως «παραβολή του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου».
Το ευαγγελικό κείμενο μιλά για την εντελώς διαφορετική ζωή δύο ανθρώπων: ενός πλούσιου, που ζούσε μέσα στις ανέσεις και στην τρυφή, και του φτωχού Λαζάρου, που αρκούνταν στα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πρώτου και ζούσε ενδεής, γεμάτος πληγές. Κάποτε όμως τέλειωσαν όλα αυτά και οι ψυχές τους ξανασυναντήθηκαν στην άλλη ζωή. Ο πλούσιος όμως ταλαιπωρούνταν για τη σκληροκαρδία του, ενώ ο Λάζαρος βρισκόταν στις αγκάλες του δίκαιου Αβραάμ, ανταμειβόμενος για την υπομονή που έδειξε.
Ο πλούσιος παρακαλά τον Αβραάμ να επιτρέψει στον Λάζαρο να τον δροσίσει λίγο. Είναι αδύνατο όμως αυτό, τον πληροφορεί ο Αβραάμ, γιατί ανάμεσά τους υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα. Θυμάται τότε ο πλούσιος τα αδέλφια του, που ζουν το ίδιο άσωτα μ’ εκείνον, και παρακαλά τον Αβραάμ να του επιτρέψει να τους επισκεφθεί και να τους πληροφορήσει για τα δεινά που τους περιμένουν, αν δεν μετανοήσουν και δεν αλλάξουν τον αμαρτωλό τρόπο με τον οποίο ζουν.
Και ο Αβραάμ τού απαντά, διδάσκοντας και σ’ αυτόν και σ’ εμάς μια μεγάλη αλήθεια: «Μάταιος κόπος θα είναι. Αν δεν πιστεύουν στον Νόμο του Θεού και στο κήρυγμα των προφητών, ακόμα και κάποιον νεκρό που αναστήθηκε αν δουν, και πάλι δεν θα πιστέψουν!»
Πράγματι, ας το σκεφθούμε λίγο: Ο λόγος του Θεού είναι πλήρης μέσα στη ζωή μας. Εξαρχής η θεία πρόνοια φροντίζει ώστε να μη λείψει τίποτε για τον άνθρωπο που θέλει να γνωρίσει τον Θεό και να ζήσει σύμφωνα με το θέλημά Του. Η ανθρώπινη πονηρία όμως αναζητά διαρκώς τρόπους για να αποφύγει αυτή την ευθύνη. Και μπροστά στα θεία μεγαλεία που κατακλύζουν τη ζωή μας ή στα θαύματα της αγάπης Του, που συναντά ο άνθρωπος σε κάθε του βήμα, φροντίζει να έχει τα αισθητήρια της ψυχής κλειστά.
Προτιμά να ζει στη μιζέρια και την καχυποψία, παρά να απολαμβάνει το ορατό μέγεθος της θείας δωρεάς. Θέλει να επικαλείται κάθε λογής απίθανα ενδεχόμενα, παρά να αναγνωρίσει το θείο έλεος που μας «καταδιώκει» κάθε ημέρα της ζωής μας. Διαλέγει να βλέπει «αυταπάτες», παραισθήσεις, ψυχολογικά φαινόμενα και όχι να ζει τη θεία ευσπλαχνία για τον ταλαιπωρημένο άνθρωπο.
Πραγματικά, λοιπόν, ακόμα και έναν αναστημένο νεκρό να συναντήσει η ανθρώπινη καχυποψία, είναι έτοιμη να παραμερίσει το γεγονός και να δικαιολογήσει την εμφάνισή του με κάθε λογής άλλες ερμηνείες. Ακόμη και ο ίδιος ο Κύριος να εμφανιζόταν, θα παρέμενε δύσπιστος. Γι’ αυτό και δεν πρόκειται ποτέ να ακούσει τον θείο λόγο μέσα από τη Γραφή. Γι’ αυτό και έχει τα αυτιά κλειστά στο χαρούμενο άγγελμα της Εκκλησίας.