Αγία Σοφία: Για να προχωρήσουμε στην παρουσίαση του θέματος μας, θεωρείται αναγκαίον να γίνει εξ αρχής αναφορά στο χρόνο ανέγερσης του Ναού της Αγίας Σοφίας.
Του Πρωτ. Μιχαήλ Ευθυμίου – Θεολόγου-Νομικου
Η Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολης κτίστηκε προς τιμή του Χριστού. Η ανέγερση του ναού έγινε μετά την Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας του 325, όπου ο Χριστός αναγνωρίσθηκε ως ο «Λόγος και η Σοφία» του Θεού.
Σύμφωνα προς την παράδοση, την οποία διασώζουν οι Βυζαντινοί χρονογράφοι, ο πρώτος ναός της Αγίας Σοφίας κτίσθηκε επί Μ. Κωνσταντίνου, επί της Νοτιοδυτικής κλιτύος του πρώτου λόφου της Κωνσταντινουπόλεως. Την αφιέρωσε στην Υπέρτατη του Θεού Σοφία (Αγία Σοφία). Ο διάδοχος και γιός του Κωνσταντίνου, Κωνστάντιος, την ανοικοδόμησε και την κατέστησε πιο ευρύχωρη και πιο μεγαλοπρεπή. Ο ναός αυτός κατά τους αρχαιολόγους ήταν σχήματος βασιλικής ξυλόστεγης και τα εγκαίνιά του έγιναν στις 15 Φεβρουαρίου του 360.
Ο πρώτος αυτός ναός της του Θεού Σοφίας διατηρήθηκε μέχρι τον Αυτοκράτορα Αρκάδιο (383-408). Μετά την εξορία του Χρυσόστομου, ο λαός της Κωνσταντινούπολης εξεγέρθηκε εναντίον του Αρκαδίου, γιατί κυριολεκτικά λάτρευε τον πατριάρχη του, και στις 20 Ιουνίου του 404 πυρπόλησε τον ναό της Αγίας Σοφίας.
Επί αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Β’ (401-450), ο ναός ξανακτίστηκε και στις 8 Οκτωβρίου του 475 έγιναν τα εγκαίνιά του.
Ο ναός ξανακτίστηκε από τον Ιουστινιανό (527-565) με σχέδια του αρχιτέκτονα Ανθέμιου. Ο θεμέλιος λίθος του νέου ναού τέθηκε το Φεβρουαριο του 532 και τα εγκαίνια έγιναν το Δεκέμβριο του 537.
Επομένως η αναφορά μας περιορίζεται στις Οικουμενικές Συνόδους που συνήλθαν μετά την ανέγερσή της, μεσα σ’ αυτήν.
Η Β’ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε από τον Μάιο μέχρι το τέλος του Ιουλίου του 381 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, μετά από πρόσκληση του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μεγάλου, προς επίλυση θεολογικών και διοικητικών προβλημάτων. Συμμετείχαν 150 ορθόδοξοι επίσκοποι και 36 Μακεδονιανοί, που προέρχονταν από περιοχές, οι οποίες πολιτικά υπάγονταν στη δικαιοδοσία του αυτοκράτορα. Επρόκειτο δηλαδή περί Μεγάλης Συνόδου των Επισκόπων του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, η δε αναγνώρισή της ως της Β’ Οικουμενικής έγινε από την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στη Χαλκηδόνα το 451 μ.Χ., η οποία και αποδέχθηκε το Σύμβολον αυτής ως ισοδύναμο και ισόκυρο με αυτό της Νικαίας.
Αυτή κατά πρώτο και κύριο λόγο διετύπωσε πλατύτερα, πληρέστερα και ακριβέστερα το ιερό Σύμβολον της Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως, το «Πιστεύω», επειδή τα μεν επτά πρώτα άρθρα συντάχθηκαν υπό της Α’ Οικουμενικής Συνόδου το 325 μ.Χ., εναντίον της μεγάλης αιρέσεως του Αρειανισμού, η οποία αίρεση αρνιόταν τη Θεότητα του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, τα δε πέντε τελευταία από τη Β’ Οικουμενική Σύνοδο, εναντίον της Πνευματομαχίας που αρνιόταν τη Θεότητα του Τρίτου Προσώπου της Αγίας Τριάδος και των άλλων ως άνω αιρέσεων.
Καταδίκασε τους οπαδούς του Μακεδονίου, οι οποίοι αμφισβητούσαν τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος («πνευματομάχοι») και, για ακόμη μια φορά, τον Άρειο, και συμπλήρωσε το Σύμβολο της Πίστεως (Σύμβολο Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως).
Δογμάτισε την Πνευματολογία της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, ως και άλλα άρθρα της πίστεως, και έτσι αποτέλεσε ορόσημο στην ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και μέγα σταθμό ιδίως στο δογματικό καθορισμό της αρχαίας Εκκλησίας. Η σπουδαιότητα της έγκειται κυρίως στην ολοκλήρωση του Τριαδικού δόγματος, διά της θεσπίσεως της Θεότητος και της «ἐκ τοῦ Πατρὸς» εκπορεύσεως του Πνεύματος, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι παραθεωρείται η σημασία της διδασκαλίας αυτής περί Εκκλησίας, βαπτίσματος, αναστάσεως νεκρών και ζωής αιωνίου.
Στο Σύμβολο της Πίστεως η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία προσέθεσε τον όρο «και (εκ) του Υιού» για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, γνωστό και ως filioque. Η σημαντικότητα αυτής της παραλλαγής έγκειται στο ότι υπήρξε η πρώτιστη θεολογική αιτία του μεγάλου σχίσματος και μονίμου ως σήμερα, μεταξύ Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.
Το ιερόν Σύμβολον της Πίστεως, το «Πιστεύω», απαγγέλεται και καθομολογείται από όλους τους Χριστιανούς ως ομολογία πίστεως, ως βαπτιστήριο και ως λειτουργικό κείμενο στη θεία λατρεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Ε’ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α’ και την αυτοκράτειρα Θεοδώρα, υπό την προεδρία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ευτυχίου, από 5 Μαϊου ώς 21 Ιουνίου του 553 μ.Χ., με 165 πατέρες. Συμμετείχαν και οι Κύπριοι Επίσκοποι Σόλων Στρατόνικος, Κιτίου Τύχων, Τρεμιθούντος Θεόδωρος. Καταδίκασε τον Ωριγενισμό, τον Νεστοριανισμό, μονοφυσιτισμό κλπ αιρέσεις, πλήθος μη ορθοδόξων συγγραμμάτων καθώς και ορισμένους συγγραφείς τους (Ευάγριο, Δίδυμο, Ωριγένη κ.α.). Επαναβεβαίωσε τα ορθόδοξα δόγματα περί της Αγίας Τριάδας και του Ιησού Χριστού.
Η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη το 680 από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ΄ Πωγωνάτο και παραβρέθηκαν από 150 έως 289 επίσκοποι. Επιβεβαίωσε την πλήρη και αληθή ενανθρώπιση του Ιησού έναντι της αντίθετης διδασκαλίας των Μονοθελητών. Καταδίκασε την αίρεση του Μονοθελητισμού. Η Σύνοδος αυτή διατύπωσε ότι ο Χριστός έχει Θεία και Ανθρώπινη θέληση, η οποία υποτάσσεται στη Θεία.
Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος, συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄ το 691 στο ανακτορικό δωμάτιο του Τρούλλου, από όπου έλκει και την ονομασία «Εν Τρούλλω Σύνοδος». Συμμετείχαν 211 επίσκοποι και το έργο της ήταν συμπληρωματικό αυτού των Ε’ και ΣΤ΄ Συνόδων. Συστηματοποίησε και ολοκλήρωσε το έργο των δύο προηγουμένων Συνόδων και γι’ αυτό, αν και Οικουμενική, ονομάσθηκε «Πενθέκτη», ως τμήμα εκείνων, και δεν αριθμήθηκε ως ξεχωριστή Οικουμενική Σύνοδος.
Επειδή οι δύο προηγούμενες Οικουμενικές Σύνοδοι δεν ασχολήθηκαν με τη σύνταξη κανόνων, αυτή λειτούργησε ως συμπλήρωμα αυτού του κενού, πράγμα στο οποίο οφείλει το όνομά της. Σε αυτήν μετείχαν 215 επίσκοποι, προερχόμενοι όλοι από την Ανατολή. Προήδρευσε ο Πατριάρχης Παύλος Γ΄, ενώ ο Βασίλειος Γορτύνης, επίσκοπος από το Ανατολικό Ιλλυρικό, χρίστηκε εκπρόσωπος του Πάπα Ρώμης. Συστηματοποίησε και ολοκλήρωσε το έργο των δύο προηγουμένων Συνόδων και γι’ αυτό, αν και Οικουμενική, ονομάσθηκε «Πενθέκτη», ως τμήμα εκείνων, και δεν αριθμήθηκε ως ξεχωριστή Οικουμενική Σύνοδος. Το έργο της ήταν αποκλειστικά νομοκανονικό. Συντάχθηκαν 102 Κανόνες, οι οποίοι ακόμη και σήμερα αποτελούν τη σημαντικότερη κανονική συλλογή της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι αποφάσεις της δεν έγιναν όμως αποδεκτές από τον Πάπα Σέργιο Α΄ και ακόμη και σήμερα η Καθολική Εκκλησία δεν αναγνωρίζει κανέναν από τους κανόνες της.
Η παράδοση που ισχύει στην Ορθόδοξη Εκκλησία μετά την Α΄ Οικουμ. Σύνοδο, είναι να αναγνωρίζουν οι επόμενες Σύνοδοι τις προγενέστερες.
Το θέμα της αναγνώρισης Οικουμενικών Συνόδων πέρα των αρχαίων επτά είναι ένα σημαντικό έργο που αναμένεται να επιτελέσει η Ορθόδοξη Εκκλησία. Καθώς φαίνεται, το πιθανότερο να συμβεί είναι η επίσημη αναγνώριση μια όγδοης Οικουμ. Συνόδου (ίσως και μίας έννατης). Τουλάχιστον όσον αφορά την «εν Αγία Σοφία» σύνοδο επί Φωτίου του 879, οι αποφάσεις της, σιωπηλά, φαίνεται να έχουν αναγνωρισμένο κύρος, χωρίς εντούτοις να δύναται η εν λόγω σύνοδος να ονομαστεί επισήμως Η΄ Οικουμενική Σύνοδος.
Η «Εν Αγία Σοφία» Σύνοδος (γνωστή ως Η’ Οικουμενική) συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Βασίλειο Α’ Μακεδόνα το 879 στην Κωνσταντινούπολη. Προήδρευσαν οι εκπρόσωποι του Πάπα Ιωάννη Η΄ (872-882) και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος ο Μέγας (858 – 867, 877 – 886). Aναγνώρισε τη σύνοδο του 787, στη Νίκαια, ως έβδομη οικουμενική, επισήμανε τι ακριβώς είναι τo πρωτείο τιμής του επισκόπου Ρώμης, αποκατέστησε στο θρόνο του τον πατριάρχη Φώτιο, και αναγνώρισε το σεβασμό των κατά τόπους εθών που ακολουθούν οι Εκκλησίες. Επίσης, καταδίκασε τις Συνόδους του Καρλομάγνου στη Φραγκφούρτη (794) και το Άαχεν (809).
pemptousia.gr