«Σε λίγο τις έσυραν έξω γυμνές, θεόγυμνες και τις γυναίκες και τα κορίτσια, 4 και 6 χρονών μωρά….Το κρύο ήταν αφόρητο, γιατί την προηγούμενη είχε χιονίσει.
Όλα κάτω ήταν κάτασπρα. Και αυτοί τις έριξαν κάτω γυμνές, τις χτυπούσαν με τα κοντάκια των τουφεκιών τους και τις κλωτσούσαν. Ακόμη και τα μωρά, τα μικρά τα κορτσόπα, το τετράχρονο και το εξάχρονο…..Και εείνα έκλαιαν και εβάρκιζαν….Εβάρκιζαν…..Όι, όι, Θεέ μ’! Τα λαλίας ατουν ακόμαν έχω σ’ ωτία μ’!
Βγήκα έξω και πλησίασα φοβισμένος, αλλά δεν μπορούσα άλλο να κοιτώ! Ειρήνη! φώναξα. “Όχι τα παιδιά! Στ’ αλήθεια δεν ξέρουν τίποτε! Είναι χρόνια που δεν φάνηκε ο γιος της…” είπα κι ένιωσα αυτόματα ένα δυνατό χτύπημα από όπλο στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Ζαλίστηκα και γονάτισα κατά γης. Με πήραν τα αίματα. Δεν είχα δύναμη να σηκωθώ, να βοηθήσω.
Αυτοί συνέχισαν να ρωτούν και να χτυπούν, να βρίζουν, να τις χαράζουν με μαχαίρια, να τις κλωτσούν. Το χιόνι είχε κοκκινίσει σε πολλά σημεία από το αίμα. Σε λίγο σταμάτησαν. Πίστεψα προς στιγμήν ότι μπορεί να τις λυπήθηκαν. Τα άρρωστα καθάρματα όμως ήθελαν να τις βασανίσουν όσο το δυνατόν περισσότερο. Μας έδεσαν, εμένα και τις δυο γυναίκες στα δέντρα, μπροστά από το πηγάδι. Άρχισαν τότε με λύσσα να πέφτουν πάνω στα μωρά, στα παιδικά κορμάκια και να ικανοποιούν τα ζωώδη ένστικτά τους, τις αρρωστημένες ορέξεις τους ένας, ένας, γελώντας και καγχάζοντας, σαν άλλοι σατανάδες!
Πέρασαν όλοι πάνω απ’ τα μωρά! Πέρασαν όλοι και από δυο και τρεις φορές κάποιοι! Όσοι σηκώνονταν, βδελυροί και σιχαμένοι μετά την αποτρόπαια πράξη τους, έρχονταν να μας κρατήσουν τα μάτια ανοιχτά, για να βεβαιωθούν ότι δεν έχουμε χάσει στιγμή από το μαρτύριο των παιδιών. Και γελούσαν, καμάρωναν οι σατανάδες. Και ούρλιαζαν τα μωρά. Και κλαίγαμε εμείς. Πείτε μου: πως να σβήσω απ’ το μυαλό μου αυτές τις εικόνες; Πως;
Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει, τα παιδιά όμως δεν άντεξαν πολύ. Τα βασανισμένα και μελανιασμένα απ’ το κρύο κορμάκια τους ήταν πια άψυχα. Και εκείνοι συνέχιζαν. Συνέχιζαν αχόρταγα να κακοποιούν τα μωρά και τώρα που ήταν νεκρά….Η Αντωνία και η Ουρανία δεν άντεχαν πια, ικέτευαν να τις σκοτώσουν! Τότε ο πιο μεγάλος απ’ όλους – τσαούσης τους ήταν, θαρρώ – έβγαλε ένα μικρό τενεκέ. Μετά περιέλουσε τις δυο γυναίκες και τα νεκρά μωρά με το πετρέλαιο που περιείχε ο τενεκές και άναψε ένα σπίρτο και τους το πέταξε, γελώντας σαν τρελός…»
(Αποσπάσματα, αληθινές μαρτυρίες, από το βιβλίο “Οι Νεράιδες του Πόντου”, Αγγελική Παμπουκίδου, εκδόσεις “Πηγή”)/ Το μέγα Γεροντικόν