Του Στέλιου Παπαθεμελή – Πρόεδρος Δημοκρατικής Αναγέννησης
ΜΝΗΜΟΝΙΟΚΡΑΤΙΑ: Τα μνημόνια υπήρξαν και αχρείαστα και επιπόλαια και τελικώς επικίνδυνη συνταγή. Εγκληματικά λάθη ημετέρων (κυρίως ΓΑΠ). Μετά την πρόσφατη πιστοποίηση Ομπάμα οι μόνοι τηρούντες σιγήν ιχθύος, απέμειναν οι Μέρκελ και Σόιμπλε που είναι και οι αρχιτέκτονες της ελληνικής καταστροφής.
Ο Ομπάμα καταλήγει: «Τα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδος δεν ήταν τίποτα καινούργιο. Επί δεκαετίες η χώρα μαστίζονταν από χαμηλή παραγωγικότητα, έναν διογκωμένο αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα, μαζική φοροδιαφυγή και μη βιώσιμες συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις. Παρ΄ όλα αυτά κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 2000 οι διεθνείς χρηματαγορές χρηματοδοτούσαν ΕΥΧΑΡΙΣΤΩΣ τα διαρκώς αυξανόμενα ελλείματα της Ελλάδος».
Ο Joffrin μιλάει για την υπέρβαση του ρήγματος «δεξιά και αριστερά» σε μία εξαιρετικώς ενδιαφέρουσα ανάλυση του, που επεσήμανε και μετέφρασε ο Ε. Νιάνιος, ξεκινάει από τον λόγο του David Goodhart για τους «οπουδήποτε» και τους «από κάπου»: «Οι «οπουδήποτε» είναι πτυχιούχοι ΑΕΙ, με οικονομική άνεση, ακόμη και αν δεν είναι απαραίτητα πλούσιοι, αναδείχτηκαν στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, ακόμη και αν διατηρούν κάποια επαφή με τις εθνικές ή τοπικές τους ρίζες, υπέρ της αλλαγής, ακόμη και αν δεν δέχονται όλες τις πτυχές της, ανεκτικοί στους ξένους πολιτισμούς, αδιάφοροι ή θετικοί έναντι της εισόδου μεταναστών, φιλελεύθεροι σε θέματα ηθών και πολιτισμού, υπέρ ενός κοινωνικού προγράμματος αλλά ευαίσθητοι στην ατομική πρωτοβουλία και την επιτυχία.
Οι «(από) κάπου» είναι κάτοχοι κατώτερων τίτλων σπουδών, λιγότερο ευπαρουσίαστοι, λιγότερο κινητικοί, συνδεδεμένοι με τις τοπικές και εθνικές τους ρίζες, περισσότερο δύσπιστοι στις κοινωνικές και πολιτιστικές αλλαγές, αρνητικοί στη μετανάστευση, πιο ευαίσθητοι στην ανασφάλεια που πλήττει ορισμένες γειτονιές , πρόθυμοι να διατηρήσουν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής τους, υπέρ μιας μορφής άμεσης δημοκρατίας που παρακάμπτει την πολιτική τάξη, συνδεδεμένοι πάντοτε με τις κλασικές αξίες της τιμής, της εργασίας, της εξουσίας, της οικογένειας και του έθνους.
Ανακαλύπτουμε, όπως θα καταλάβατε, το ζευγάρι των Mακρόν-κίτρινων γιλέκων ή ακόμα και τις δύσκολες σχέσεις ανάμεσα στην «αβροδίαιτη αριστερά*» και σε ένα μέρος των λαϊκών τάξεων που έλκονται από τον λαϊκισμό.
Οι «οπουδήποτε», αν και μειοψηφία (περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού) κυριαρχούν στην κοινωνία· οι «(από) κάπου» είναι πλειοψηφία, αλλά αποτελούν το πλέον μειονεκτικό τμήμα της χώρας, (ζουν) συνήθως έξω από τις μεγάλες πόλεις, αναπτύσσονται σε μια περίμετρο δέκα χιλιομέτρων, κοντά στον τόπο όπου γεννήθηκαν, ασκούν τα πιο σκληρά και πιο κακοπληρωμένα επαγγέλματα, μακριά από τους αστικούς τρόπους και τα κέντρα εξουσίας, και συχνά χλευάζονται ή αγνοούνται από τον κυρίαρχο λόγο που φτάνει σ’ αυτούς μέσω της τηλεόρασης.
Ακούν συνεχώς για αλλαγή, άνοιγμα, κινητικότητα, επιτυχία, ό,τι βρίσκεται στους αντίποδες της καθημερινής τους εμπειρίας. Για τον Goodhart, ένα μικρό μέρος τους ασπάζεται ξενοφοβικές προκαταλήψεις· οι υπόλοιποι είναι απλά παραδοσιακοί, συχνά πρώην ψηφοφόροι της αριστεράς, και θεωρούν την αλλαγή και το άνοιγμα ταυτόσημα με απειλές, δυσκολίες και άγχος.
Επηρεάζονται από την ανισότητα και την ανασφάλεια, αλλά και από, και ίσως περισσότερο, τις πολιτιστικές αναταραχές που συγκλόνισαν τις δυτικές κοινωνίες για μισό αιώνα, οι οποίες έχουν θολώσει τα σημεία προσανατολισμού τους και υποβάθμισαν τα πιστεύω τους από κληρονομιά ή επιλογή.
Έτσι, η πρόσφατη πολιτική ιστορία, συνεχίζει ο Goodhart, είναι η διαμαρτυρία και η αντεκδίκηση αυτής της οδυνηρής μοίρας, η οποία οδήγησε τους (από) κάπου, διαιρεμένους μέχρι τώρα μεταξύ κλασικής δεξιάς και αριστεράς (με πλειοψηφία στα αριστερά), να υποστηρίζουν τους εθνικιστές ηγέτες, των οποίων δεν επικροτούν απαραίτητα τις ακρότητες, αλλά που τους φαίνονται πιο οικείοι, που τους μοιάζουν από ορισμένες απόψεις και που φωνάζουν αυτό που έχουν στο νου τους στιγματίζοντας το αίσθημα της συγκαταβατικής υπεροχής από το οποίο διαπνέονται συχνά οι οπουδήποτε». (Μετάφραση και σχολιασμός Ε.Νιάνιος)