ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ – Eκκλησία – Σχολεία – Δημογέροντες – Δημοσιογραφία αποτέλεσαν στη Σμύρνη ένα ενιαίο, αδιάσπαστο σύνολο, αλληλοσυμπληρούμενο με κοινούς στόχους και προβληματισμούς και με αδιάρρηκτο συνεκτικό ιστό την ελληνική γλώσσα.
«Η ελληνική γλώσσα δια τον απέριττον πλούτον των λέξεων, την ευφωνίαν, την ευρυθμίαν των φθόγγων, την ποικιλίαν, την ακρίβειαν και ευκρίνειαν των λεκτικών τύπων και συντάξεων, την πρωτοτυπίαν και φυσικότητα… ακόμη σήμερον πλήρης ζωής διαμένει…». Αυτά και άλλα πολλά λόγια από τον Καππαδόκη γλωσσολόγο Δημήτρη Μαυροφρύδη (1828-1866) εκφράζουν την πίστη των Ελλήνων Μικρασιατών για την ζωντάνια της ελληνικής γλώσσας και την πεποίθησή τους ότι η γλώσσα αυτή μπορεί να λειτουργήσει και ως αυταξία που μπορεί να εκφράσει και να διαπλάσει το πνεύμα και την ψυχή» (Περιοδικό “Αλήθεια” του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τόμος Α´, 1880, σ. 2).
Σημειώνουμε και πάλι ότι η εμμονή των Λογίων Μικρασιατών στην αρχαΐζουσα μορφή της ελληνικής γλώσσας δεν συνιστούσε έλλειψη προοδευτικότητας, αλλά επίγνωση της δυνατότητας προόδου των Νεοελλήνων μέσα από τη βαθειά γνώση, το μόχθο και τις δυσκολίες που συνεπαγόταν η έκφραση σταθερών αξιών και νοημάτων της ελληνορθοδοξίας, ως ελληνικής ιστορικής αλήθειας. Όπως θα δούμε λίγο παρακάτω οι Σμυρναίοι δημοσιογράφοι συντάχθηκαν ακριβώς σ᾽ αυτήν την προσπάθεια.
Άλλωστε τη γλώσσα αυτή διέσωζε και διασώζει πάντοτε η Ορθόδοξη Εκκλησία με τις Θείες Λειτουργίες, τα Μυστήρια και τους ψαλμούς της. Στη Σμύρνη, κατά την Τουρκοκρατία, εγγράμματοι μοναχοί και ιερείς στα κηρύγματά τους αναφέρονταν στα σπουδαία “Κυριακοδρόμια” του Νικηφόρου Θεοτόκη († 1800) ή στα έργα του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη († 1809). Οι ολιγογράμματοι ιερείς κήρυτταν συνεχώς στο λαϊκό σώμα τον λόγο του Ευαγγελίου του Χριστού, ενισχύοντας τις πνευματικές και ψυχικές του δυνάμεις.
Τα κηρύγματα αυτά ήταν στην απλή καθημερινή γλώσσα, τη λεγόμενη Δημοτική. Γιατί στη γλώσσα της Ορθοδοξίας Κλήρος και Λαός αποτελούσαν τον “Λαό του Κυρίου”, αφού ο Κλήρος δεν αποτέλεσε ποτέ ιδιαίτερη κοινωνική τάξη, όπως συνέβη στη Δύση.
Τέλος δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ο Λαός, με την καθημερινή απλή γλώσσα του, διέσωσε τα ελληνορθόδοξα έθιμά του και τις παραδόσεις του. Η οικογένεια περίμενε τον ιερέα της ενορίας της να πάει με τον αγιασμό και τον βασιλικό να αγιάσει το σπίτι της τα Θεοφάνεια. Οι παραδοσικές συνήθειες και τα εκκλησιαστικά Τροπάρια εμπόδιζαν να αναπτυχθεί η συνείδηση του ραγιά μέσα στη χριστιανική ψυχή. Το “Τη Υπερμάχω Στρατηγώ…” είχε γίνει κατά κάποιον τρόπο ο Εθνικός ύμνος του Γένους των Ελλήνων. Το “Χριστός ανέστη” ταυτίστηκε με το “η Ελλάς Ανέστη”. Τα Ιερά κείμενα βρίθουν από ρήσεις, οι οποίες βοηθούν τον πιστό να μην απελπίζεται, νοιώθοντας ότι ο Ουράνιος Πατέρας Του είναι η γεμάτη αγάπη “Υπερεξουσία”.
Διακριτές ήταν και στη Σμύρνη οι εξουσίες Εκκλησίας-Δημογερόντων. Οι Δημογέροντες στη Σμύρνη, δημοκρατικά εκλεγμένοι από τους κατοίκους της Κοινότητας, ήταν βαθείς γνώστες της ιστορίας και γεωγραφίας του τόπου τους, όπως και της ορθοδόξου αποστολικής και πατερικής παραδόσεως. Γι᾽ αυτό έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης από τους ψηφοφόρους τους. Οι Δημογέροντες έπρεπε να είναι οθωμανοί υπήκοοι. Εκτός από τα πολιτικά-οικονομικά και καθαρά διοικητικά καθήκοντά τους (φόρους-πολιτικά δικαστήρια κ.λπ.) είχαν τη διεύθυνση του γραφείου αλληλογραφίας της Μητροπόλεως Σμύρνης με τις Τουρκικές Αρχές. Σε στενή συνεργασία με τον Μητροπολίτη αποφάσιζαν για κάθε ζήτημα που αφορούσε στους συμπολίτες τους, αναλαμβάνοντας συχνά να συμβιβάσουν τους Ορθοδόξους πιστούς στις κατά καιρούς διενέξεις τους με αλλόθρησκους ή αλλόφυλους συμπολίτες τους για οικονομικά ή θεολογικά θέματα.
Το 1879 ιδρύθηκε η “Κεντρική Επιτροπή”. Η Επιτροπή αυτή έλεγχε και εξυγίαινε τα οικονομικά των Εκκλησιών και των διαφόρων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και Αδελφοτήτων. Φρόντιζε επίσης, σε συνεργασία με τους Δημογέροντες, για την ανέγερση Ναών ή την ανακαίνιση και συντήρηση παλαιοτέρων Ναών, όπως και τη συγκρότηση σχολείων, δια του διορισμού των κατάλληλων γι᾽ αυτά διδασκάλων. Μέλη αυτής της Επιτροπής ήσαν Λόγιοι Σμυρναίοι πολίτες και παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι μέλη της “Κεντρικής Επιτροπής” μπορούσαν να είναι και έγκριτοι Έλληνες το Γένος με άλλη υπηκοότητα και όχι οθωμανοί υπήκοοι, όπως υποχρεούντο από την Οθωμανική κυβέρνηση οι Δημογέροντες.
Αυτό ήταν μία ένδειξη αφ᾽ ενός μεν της επιτρεπτής για τους Έλληνες της Σμύρνης Αυτοδιοικήσεως, αφ᾽ ετέρου της αναθέσεως σοβαρών αρμοδιοτήτων και σε άλλους, ίσως πιο έμπειρους, ομογενείς, ώστε να διευρύνονται οι ορίζοντες του τρόπου διοικήσεως και με άλλα ίσως πιο φιλελεύθερα συστήματα.
Ωστόσο το εύρος της πνευματικής και ψυχικής καλλιέργειας, όπως και το ήθος των Σμυρναίων, έλαμψαν μέσα από την ανάπτυξη μιας πρωτοφανούς Δημοσιογραφίας μετά τα μέσα του 19ου αι.
Το δημοσιογραφικό επάγγελμα στη Σμύρνη ήταν ένα λειτούργημα και μία εθνική αποστολή. Μακριά από την Κωνσταντινούπολη, όπου βρισκόταν το κέντρο της οθωμανικής διοικήσεως, οι δημοσιογράφοι της Σμύρνης έχαιραν μιας μεγαλύτερης ελευθερίας στη διατύπωση απόψεων ακόμη και εναντίον της Σουλτανικής Κυβερνήσεως.
Βαθύς γνώστης της μοναδικής σε πλούτο εννοιών και νοημάτων ελληνικής γλώσσας, ο Σμυρναίος δημοσιογράφος και συγχρόνως απόλυτα ενημερωμένος για τα συμβαίνοντα στη Σμύρνη, στη Μικρά Ασία, στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, στη Ρωσία και όπου αλλού, μετέφερε με απόλυτη ακρίβεια στον αναγνώστη του γεγονότα πολεμικά, πολιτικά, διπλωματικά, που του άνοιγαν ορίζοντες γνώσεων, του καλλιεργούσαν τα δέοντα συναισθήματα και τον βοηθούσαν στη διαμόρφωση ορθών κρίσεων. Στις ατέλειωτες νύχτες της δουλείας ο Σμυρναίος δημοσιογράφος εργαζόταν αέναα, εντατικά και εξαντλητικά για να καλλιεργήσει στον αναγνώστη του την πίστη και την εμπιστοσύνη στα γραφόμενά του, τα οποία στο βάθος έτειναν στη διαμόρφωση μιας δικαιολογημένης ιστορικά εθνικής, ελληνικής συνειδήσεως, χωρίς εθνικιστικές εξάρσεις, χωρίς κενές μεγαλοστομίες και χωρίς αλαζονικές γενικολογίες. Όπως σημειώνει ο Χρήστος Σολομωνίδης: «Η ελληνική εφημερίδα στη Σμύρνη υψωνόταν σα λάβαρο καρτερίας, ένα είδος θρησκείας για τον αλύτρωτο ρωμηό και συγχρόνως ένα φάσμα απειλητικό για τον δυνάστη» (Περιοδ. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, «ΜΝΗΜΗ Μ. ΑΣΙΑΣ», Χριστούγεννα 1972, σσ. 144-146).
Σε 132 ανέρχονται οι ελληνικές εφημερίδες στη Σμύρνη κατά τα έτη 1831-1922, άλλες βραχύβιες, άλλες μακρόβιες με χαρακτηριστικά ονόματα: “Αριστοτέλης”, “Βίων”, “Ελπίς”, “Μέλης”, “Όμηρος”, “Ιωνική Μέλισσα” και άλλα.
Το 1838 εκδόθηκε η “Αμάλθεια”, που επέζησε επί 85 έτη. Η καλογραμμένη με έντονο πατριωτικό χαρακτήρα “Αμάλθεια” με τον τίτλο της μυθικής Αιγός που γαλούχησε τον Δία, έγινε ως την Μικρασιατική καταστροφή η αχώριστη πνευματική τροφός των Ελλήνων της Ανατολής. Η εφημερίδα αυτή ήταν το μεγάλο σχολείο και πνευματικός καθοδηγητής του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι οι καταξιωμένοι εκδότες και δημοσιογράφοι των μεγάλων εφημερίδων της Σμύρνης μιλούσαν δύο-τρεις ξένες γλώσσες και μετέφραζαν συχνά στα ελληνικά, κείμενα γραμμένα κυρίως σε γερμανικές και γαλλικές εφημερίδες, πάντοτε επαινετικά για τους Έλληνες Μικρασιάτες.
Άριστοι κάτοχοι της Ελληνικής γλώσσας οι Σωκράτης Σολομωνίδης (πατέρας του Χρήστου Σολομωνίδη) και ο πολυμαθέστατος Γεώργιος Υπερίδης κράτησαν την “Αμάλθεια” επί 40 χρόνια (1882-1922) σταθερή στην εθνική της γραμμή με την απαρασάλευτη πίστη τους στις αξίες του ελληνορθόδοξου πολιτισμού.
Άλλες με κύρος εφημερίδες ήταν η “Ευσέβεια” (1861-1870), η “Σμύρνη” (1870-1876) και η “Πρόοδος” με πρώτους εκδότες τους αδελφούς Χρήστο και Μηνά Χαμουδόπουλο ως αρχισυντάκτη (1870-1879). Η εφημερίδα “Πρόοδος” της Σμύρνης δεν πρέπει να συγχέεται με τη συνώνυμή της “Πρόοδο” της Κων/Πόλεως, που άρχισε να κυκλοφορεί τις παραμονές του κινήματος των Νεοτούρκων. Η Σμυρναϊκή “Πρόοδος” είχε ως υπότιτλο τη φράση “Η εφημερίδα των λαών της Ανατολής”. Με αυτές τις λέξεις η εφημερίδα εξέφραζε το όραμα του αρχισυντάκτη της Μηνά Χαμουδόπουλου, ως εκφραστού της ρωμαίικης υπερεθνικότητας, που ήταν η ένωση των Λαών της Ανατολής, συμπεριλαμβανομένων των Τούρκων, σε ομοσπονδία ως ένα “Νέο Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο”. Με το σχήμα αυτό η Ευρώπη θα μπορούσε να προσφέρει τους όποιους οικονομικούς – επιστημονικούς – καλλιτεχνικούς θησαυρούς της στην Ανατολή, χωρίς να ακυρώνει τα ελληνοχριστιανικά θεμέλιά της.
Υπηρετώντας η “Πρόοδος” αυτή την πλευρά της “Μεγάλης Ιδέας” φρόντιζε να είναι απόλυτα ενημερωμένη, με συγκλονιστικό πραγματικά τρόπο, για όλα τα πολιτικά, διπλωματικά και πολεμικά γεγονότα εντός αλλά και εκτός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στα κύρια άρθρα έλεγχε τα λάθη και τις ιδιοτέλειες της Οθ. Κυβερνήσεως, επεσήμαινε τον κίνδυνο του Πανσλαβισμού εναντίον του Ελληνισμού, κυρίως στο χώρο των Βαλκανίων, μιλούσε με αυστηρότητα για τις παρεκτροπές των Τούρκων αναφορικά με τη λειτουργία της ελληνικής Κοινότητας στη Σμύρνη, αλλά και για την αρχομανία ορισμένων Ελλήνων αρχόντων της ανωτέρας ελληνικής κοινωνίας της Σμύρνης. Τους αρχομανείς αυτούς αξιωματούχους η “Πρόοδος” τους έλεγχε για “φαρισαϊσμό” έναντι του λαϊκού Σώματος, το οποίο προστάτευε και φρόντιζε.
Η “Πρόοδος” έλεγχε επίσης τα εκκλησιαστικά και τα θέματα της Παιδείας και δεν λησμονούσε να παροτρύνει διαρκώς τον Σμυρναϊκό Λαό να προσφέρει τον οβολό του για τους Ιερούς Ναούς και τα Σχολεία.
Δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι ο περιφανής Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ´ επέλεξε τον Σμυρναίο Μηνά Χαμουδόπουλο το 1880 ως διευθυντή του Πατριαρχικού Τυπογραφείου και ως Εκδότη του Πατριαρχικού οργάνου “Αλήθεια” – “Εκκλησιαστική Αλήθεια”.
Στις ελληνόφωνες εφημερίδες της “Ελληνικής” Σμύρνης του 19ου αι. οι δημοσιογράφοι, ως εθνικοί λειτουργοί, με απόλυτη επίγνωση των δραματικών για το Γένος στιγμών: α) σέβονταν τους στρατιωτικούς και πολιτικούς αγώνες των συμπατριωτών τους στο Ελληνικό Κράτος, κρατώντας για τον εαυτό τους το βάρος της πνευματικής πολιτισμικής υπεροχής μέσα στο μωσαϊκό των Εθνών της Ανατολής, β) δέχονταν την ευρωπαϊκή έπαρση έχοντας επίγνωση των εχθροπραξιών της γηραιάς Ηπείρου προς την Ορθοδοξία, όπως και της αποκλειστικής εκ μέρους των Ευρωπαίων αποδοχής του αρχαίου ελληνικού κλέους, γ) σέβονταν τα νόμιμα δίκαια της μακροχρόνιας οθωμανικής κυριαρχίας αντιμετωπίζοντας καθημερινά το όνειδος του “ραγιά”, ενώ συγχρόνως αγωνίζονταν υπεράνθρωπα να εξαντλήσουν κάθε πιθανότητα “ομαλής” συμβιώσεως με τους κατακτητές κρίνοντάς τους καθημερινά για τις συνεχείς αυθαιρεσίες και παλινδρομήσεις τους.
Η προσπάθεια των Ελλήνων ρωμηών κατισχύσεως του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας δεν προερχόταν από μία εθνικιστική συνείδηση, αλλά από την πεποίθηση ότι όλοι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως φυλής, μπορούν να ζουν καλύτερα και δικαιότερα μέσα από την εργασία, τον μόχθο, όπως και το δίκαιο που εμπεριέχεται στην Ορθόδοξη Αλήθεια. Εκεί που τα άτομα μεταβάλλονται σε Προσωπικότητες – Οι Έλληνες της Σμύρνης λειτούργησαν ως παραδείγματα αυτών των πανανθρώπινων αρχών στα μάτια και την ψυχή των Ευρωπαίων, που κατέκλεισαν τότε την Ιωνική πρωτεύουσα: Άγγλοι, Γάλλοι, Ολλανδοί, Αρμένιοι, Ισραηλίτες.
Ωστόσο το πλήθος των ελληνικών σχολείων, η ζωντανή εκκλησιαστική ζωή με την παράλληλη συνύπαρξη πολλών φιλανθρωπικών “Αδελφοτήτων”, όπως και η έκδοση βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών, απαιτούσαν επαρκείς οικονομικούς πόρους από την ελληνική Κοινότητα, εκτός των φορολογικών υποχρεώσεων των κατοίκων προς τους οθωμανούς κατακτητές.
Γράφει η Βιργινία Χαμουδοπούλου-Κωνσταντινίδου, Ιστορικός/dogma.gr