Του Μητροπολίτου Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ
«Διά τον φόβον των Ιουδαίων ο φίλός σου
και ο πλησίον Πέτρος ηρνήσατό σε, Κύριε»
(Μεγάλες και Βασιλικές Ώρες της Μεγάλης Παρασκευής. Ιδιόμελον Γ’ Ώρα).
Καί πάλι σήμερα μπροστά μας ο Εσταυρωμένος.
Πως Τον είδαν οι άνθρωποι όλων των αιώνων μέχρι σήμερα;
Πως Τον είδαν οι εχθροί Του;
Πως Τον είδαν οι φίλοι Του;
Πως Τον είδε η πάναγνος Μητέρα Του;
Πως Τον είδε ο ηγαπημένος μαθητής;
Πως Τον είδαν οι όχλοι, οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι;
Πως Τον είδαν ο Πιλάτος και οι στρατιώτες της ρωμαικής σπείρας;
Πως Τον είδαν οι υμνογράφοι και οι ζωγράφοι, οι ποιητές και οι λογοτέχνες;
Πως Τον είδαν οι φιλόσοφοι και οι ιστοριογράφοι;
Πως Τον είδαν και πως Τον βλέπουμε σήμερα;
Πως Τον βλέπουν οι μαθητές Του;
Πως Τον βλέπουν οι ψυχροί και οι αδιάφοροι;
Πως Τον βλέπουν οι άθεοι και οι άπιστοι;
Τον βλέπουμε με τα μάτια της πίστεως;
Τον βλέπουμε με τα πάθη, τα οποία κουβαλούμε πάνω μας και τα οποία φορτώνουμε στους παναγίους ώμους Του;
Τον βλέπουμε όπως μας Τον διδάσκει η Αγία μας Εκκλησία;
Όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν να μας δημιουργήσουν ανεξάντλητες υποθέσεις γύρω από το πρόσωπο του Χριστού. Ανάλογα πως στεκόμαστε μπροστά στον Σταυρό Του, εισπράττουμε και αυτά τα οποία έχουμε στην καρδιά μας.
Ο Χριστός δεν είχε μόνον εχθρούς. Είχε και φίλους. Ήταν οι ελάχιστοι μπροστά στους πολλούς. Ήταν οι λίγοι μπροστά στο μαινόμενο πλήθος. Ήταν λίγες γυναίκες και λίγοι άνδρες.
Ήταν η Παναγία μητέρα Του δίπλα στον Σταυρό Του.
Οι μυροφόρες γυναίκες. Εκείνες που Τον διακονούσαν από τα υπάρχοντά τους, όπως μας σημειώνουν τα ιερά κείμενα η μυροφόρος Μαγδαληνή και τόσα άλλα άγια πρόσωπα, λίγα αλλά μεγάλα.
Ήταν ο μαθητής της αγάπης. Αυτός που ανέπεσε στο στήθος το Δεσποτικό το βράδυ του Μυστικού Δείπνου και πήρε από τότε τα νάματα της Θεολογίας.
Σ’ αυτά τα αφοσιωμένα πρόσωπα, που στάθηκαν δίπλα στο Σταυρό Του και Τον έβλεπαν με πόνο ψυχής, με σιωπή και με καρδιακή επικοινωνία, στα πρόσωπα αυτά που Τον λάτρευσαν και Τον αγάπησαν, προστέθηκαν και δύο επίσημα πρόσωπα: ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος οι μυροφόροι μαζί με τις μυροφόρες.
Δεν υπολόγισαν ούτε τον φθόνο ούτε το μίσος του ιουδαικού συνεδρίου, ούτε τη μανία των αρχόντων και του όχλου κατά του Ιησού. Δεν σκέφθηκαν την κοινωνική τους θέση, αλλά στάθηκαν γενναίοι κοντά στον Εσταυρωμένο Κύριο, αποκομίζοντας την αιώνια δόξα στη Βασιλεία των Ουρανών.
Οι φίλοι αυτοί του Εσταυρωμένου Τον κατέβασαν από τον Σταυρό, Τον άλειψαν με μύρα και δάκρυα, ακούμπησαν την αιμορροούσα πλευρά, ασπάσθηκαν τα ματωμένα χέρια και πόδια, έγιναν Χερουβείμ μαζί με τα Χερουβείμ, δηλαδή τις αγγελικές δυνάμεις, έθαψαν την Ανατολή των ανατολών στο κενό μνημείο και έγιναν παράδειγμα αφοσιώσεως και αγάπης στον Χριστό.
Αυτοί είναι οι φίλοι του Χριστού. Αυτοί φαίνονται στις δύσκολες στιγμές, οι οποίες ζυγίζουν αιωνιότητα. Τέτοιους φίλους χρειαζόμαστε και σήμερα:
να τολμούν,
να θυσιάζονται,
να αγαπούν,
να προσφέρουν,
να διακονούν με πιστότητα και με συνέπεια.
Μαζί με αυτούς τους φίλους που Τού έψαλαν τα επιτάφια άσματα, ας προστεθούν σήμερα, αυτή την ημέρα, και τα δικά μας ψελλίσματα:
«Πως σε κηδεύσω, Θεέ μου; ή πως σινδόσι ειλήσω; ποίαις χερσί δε προσψαύσω το σον ακήρατον σώμα; ή ποία άσματα μέλψω τη ση εξόδω, οικτίρμον; Μεγαλύνω τα πάθη σου, υμνολογώ και την ταφήν σου συν τη αναστάσει, κραυγάζων Κύριε, δόξα σοι».