ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Όταν ο Καποδίστριας έφθασε στις 6 Ιανουαρίου 1828 με το δίκροτο «Γουόρσπαιτ» (Warspite) στο Ναύπλιο (κυβερνήτης ήταν ο Γουίλιαμ Πάρκερ που θα αφήσεi αργότερα μελανό στίγμα στις σελίδες της νεώτερης ελληνικής ιστορίας) και με τη συνοδεία του γαλλικού «Ήρα», έγινε αποδέκτης μιάς σειράς εκθέσεων εκ μέρους όλων των υπουργών, που του έδιναν μια εικόνα βιβλικής καταστροφής για όλη τη χώρα. Θα κυβερνούσε ερείπια.
Παρ’ όλα αυτά του επιφυλάχτηκε αποθεωτική υποδοχή από το λαό και τους επισήμους που βρίσκονταν εκεί. Στις 11 Ιανουαρίου αναχώρησε για την Αίγινα όπου θα την χρησιμοποιούσε σαν προσωρινή πρωτεύουσα. Του επιφυλάχθηκε κι εδώ θερμή υποδοχή (εκ μέρους της Αντικυβερνητικής Επιτροπής τον χαιρέτησε ο μετέπειτα εκτελεστής του Γεωργάκης Μαυρομιχάλης), έγινε δοξολογία και τον πανηγυρικό λόγο εξεφώνησε ο περίφημος κληρικός και λόγιος Θεόφιλος Καίρης, που,ξέροντας τις αυταρχικές τάσεις του Καποδίστρια, θέλησε έμμεσα να τον νουθετήσει, ξεκινώντας την ομιλία του με μια περικοπή της Π. Διαθήκης: «Ουκ άρξω εγώ, ουκ άρξει ο υιός μου, Κύριος ημών άρξει».
Πολλοί ενοχλήθηκαν από την παραινετική ομιλία του Καίρη και ο Γ. Μαυρομιχάλης επιχείρησε να τον διακόψει. Αλλ᾽ απτόητος ο Καίρης συνέχισε. Ο Καποδίστριας ασφαλώς κατάλαβε. Από την πρώτη στιγμή ένιωσε ότι πάτησε σε κινούμενη άμμο Έμεινε, ωστόσο, για να θεμελιώσει και με το δικό του αίμα το μόλις σχηματιζόμενο ελληνικό κράτος.
Σαράντος Ι. Καργάκος, «Η Ελληνική Επανάσταση του 1821», Περιτεχνών, β΄ τόμος, σ. 340
Οι επικριτές όμως του Καποδίστρια ζητούσαν και ζητούν να κάνει στα 3 1/2 χρόνια εξουσίας ο,τι δεν μπόρεσαν οι μετά από αυτόν να κάνουν σε 100 χρόνια εξουσίας. Ο πολιτικός κρίνεται με βάση τα όσα έχει κάνει και όχι με όσα -κατά την κρίση κάποιου ιστορικού- έπρεπε να κάνει. Ως προς τον απολυταρχισμό που του καταλογίζουν μερικοί ιστορικοί, λησμονούν τούτο το βασικό: ο Καποδίστριας, μετά από 3 1/2χρόνια εξουσίας, προκήρυξε εκλογές, όπως γίνεται σήμερα σε όλες τις ευνομούμενες χώρες.
Σαράντος Ι. Καργάκος, «Ιστορία του Ελληνικού και του Μείζονος χώρου», Gutenberg, β΄ τόμος, σ. 335