Ομιλία στον Εσπερινό της Αγίας Σκέπης στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικολάου
Του Χρήστου Παπαναστασίου, Θεολόγου-Ιεροψάλτη
Στη συνείδηση του ορθοδόξου χριστιανικού κόσμου η Παναγία έχει καθιερωθεί ως μεσίτρια που ενώνει τη γη με τον ουρανό, τον αισθητό κόσμο με τη νοητή ωραιότητα. Η αλήθεια αυτή αποτυπώνεται μέσα στους Ναούς μας, στην ανατολική κόγχη με την Πλατυτέρα. Η Παναγία είναι η κλίμακα μέσω της οποίας ο Θεός κατέβηκε στη γη, για να μπορέσει ο άνθρωπος να αποδεσμευθεί από τις συνέπειες της φθοράς και του θανάτου, να ατενίσει την ωραιότητα του κάλλους πριν από την πτώση του Αδάμ και της Εύας και να πορευθεί προς τη θέωση.
Πώς όμως θεωρείται μεσίτρια η Παναγία; Είναι γνωστό ότι ο μοναδικός μεσίτης Θεού και ανθρώπων είναι ο Ιησούς Χριστός, που με τη σταυρική του θυσία έγινε το «αντίλυτρο» για την εξαγορά όλων των ανθρώπων από τα δεσμά της πτώσεως. Έτσι, γεφυρώθηκε το χάσμα μεταξύ του Θεού-Πάτερα και του πεπτωκότος ανθρώπου (του υιού). Ο Χριστός, λοιπόν, είναι ο μεσίτης του ανθρώπου με το Θεό και η μεσιτεία του αυτή έγινε δυνατή μέσω της Παναγίας, που τον γέννησε, κι έτσι προσέφερε σε όλους μας τη δυνατότητα να κοινωνήσουμε τον Θεό.
Η Παναγία βρίσκεται στη μέση δύο ιστορικών κόσμων, του προ και μετά τον Χριστό, μεσίτευσε όχι μόνο μεταξύ αυτών των δύο, αλλά και μεταξύ του Θεού και όλου του ανθρώπινου γένους. Η θέση της αυτή στο μυστήριο της Θείας Οικονομίας της έδωσε το προνόμιο να συνδέει μόνη αυτή το ανθρώπινο με το θείο. Έτσι, «κατέστησε τον Θεό Υιό ανθρώπου και ανέδειξε τους ανθρώπους σε υιούς του Θεού», γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς[1]. Από αυτή τη θεία ιδιότητά της εκπορεύεται ο ρόλος της μεσιτείας και της πρεσβείας της για εμάς, τους ανθρώπους.
Η Παναγία, λοιπόν, ως μεσίτρια οδηγεί τον άνθρωπο στον Υιό της και πρεσβεύει σ᾽ αυτόν για τη σωτηρία του. Στην εικονογραφία και στην υμνολογία της Εκκλησίας μας, που αποτυπώνεται στις ακολουθίες, στους Παρακλητικούς Κανόνες, στον Ακάθιστο Ύμνο, τα θεοτοκάρια, τις συναπτές και σε κάθε σχετικό ύμνο που υπάρχει σε κάθε ακολουθία, η Θεοτόκος δέεται υπέρ των πιστών και δεομένη εκφράζεται ως Μητέρα όλων. Αυτό διαφαίνεται περισσότερο στις Θεομητορικές Εορτές που αποτελούν ειδικότερες αφορμές καταφυγής των Χριστιανών στη σκέπη και προστασία της.
Ποιές είναι οι Θεομητορικές Εορτές;
Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Στον ετήσιο εορτολογικό κύκλο της Εκκλησίας μας υπάρχουν πολλές εορτές αφιερωμένες στην Παναγία. Αυτές διαχωρίζονται κυρίως στις εννιά (9) εορτές αφιερωμένες στο πρόσωπο και στα γεγονότα της ζωής της Θεοτόκου και σε τρεις (3) εορτές αφιερωμένες στα ενδύματά της. Ειδικώτερα, (και αρχίζοντας χρονολογικά όσον αφορά την ζωή της Παναγίας), έχουμε:
Την Σύλληψή της από την μητέρα της, την Αγία Άννα (9 Δεκεμβρίου),
Την Γέννηση της Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου),
Τα Εισόδια της Θεοτόκου στο Ναό (21 Νοεμβρίου),
Τον Ευαγγελισμό (25 Μαρτίου),
Την Σύναξη της Θεοτόκου, δηλ. τα επιλόχια (26 Δεκεμβρίου),
Η Κοίμηση της Θεοτόκου (15 Αυγούστου) μαζί με την εορτή της Μεταστάσεως στις 23 Αυγούστου.
Όσον αφορά τις τρεις εορτές που είναι αφιερωμένες στα ενδύματα της Θεοτόκου αυτές είναι:
Μία εορτή αφιερωμένη στην Τιμία Ζώνη της Παναγίας, η Κατάθεση της Τιμίας Ζώνης που εορτάζουμε στις 31 Αυγούστου, και
Δύο εορτές για την Τιμία Εσθήτα της,
Η Κατάθεση της Τιμίας Εσθήτος της Θεοτόκου στο Ναό των Βλαχερνών στην ΚΠολη (2 Ιουλίου),
Και η αυριανή εορτή της Αγίας Σκέπης, δηλ. του θαύματος της Θεοτόκου στο Ναό των Βλαχερνών, για το οποίο θα μιλήσουμε παρακάτω[2].
ΤΑ ΕΝΔΥΜΑΤΑ
Η λατρεία της Θεοτόκου από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια κατείχε σημαντική θέση στη θρησκευτική ζωή των ορθοδόξων. Λογική συνέχεια ήταν να περάσει η λατρεία αυτή και στη θρησκευτική ζωή της Κωνσταντινούπολης. Πολλοί ναοί, παρεκκλήσια και μονές κτίσθηκαν και αφιερώθηκαν στην Παναγία, τόσο που βρίσκονταν σχεδόν σε κάθε δημόσιο συγκρότημα, ανάκτορο ή θρησκευτικό ίδρυμα όπως αναφέρει ο χρονογράφος Θεόδωρος Σύγκελλος το 624/625.[3] Σύμφωνα με τον Άγγλο βυζαντινολόγο Cyril Mango, η Κωνσταντινούπολη κατά τον 7ο αιώνα κι έπειτα, γίνεται «Θεοτοκούπολη», λόγω της έμφασης στη λατρεία της Παναγίας, που φαίνεται και από την προσπάθεια συγκέντρωσης σχετικών κειμηλίων στην πρωτεύουσα. Τέτοια κειμήλια της Θεοτόκου ήταν διάφορες θαυματουργές εικόνες και κυρίως τα ενδύματά της, δηλ. η Τιμία Ζώνη και η Τιμία Εσθήτα ή το Ιερόν Μαφόριον.
Η ΤΙΜΙΑ ΖΩΝΗ
Η Τιμία Ζώνη, κατά την Ιερά Παράδοση, φτιάχτηκε από την ίδια την Παναγία από τρίχες καμήλας και δόθηκε θαυματουργικά στον Απόστολο Θωμά κατά την εις ουρανούς Μετάσταση της Θεοτόκου, τρεις μέρες μετά την Κοίμησή της. Ο Απόστολος Θωμάς, που ήταν ο μόνος από τους Αποστόλους που είδε την θαυμαστή Μετάσταση της Θεοτόκου στην Γεσθημανή, παρακάλεσε τότε την Παναγία να του δώσει για ευλογία την Ζώνη της. Κι εκείνη ανερχομένη στους ουρανούς του έριξε το ιερό κειμήλιο «προς δόξαν ακήρατον, ανερχομένη Αγνή, χειρί σου δεδώρησαι τω αποστόλω Θωμά την πάνσεπτον Ζώνην σου», όπως ψάλλουμε στο Απολυτίκιο της εορτής της Καταθέσεως της Τιμίας Ζώνης.
Η μεταφορά της Τιμίας Ζώνης από τα Ιεροσόλυμα στην Κωνσταντινούπολη έγινε από τον αυτοκράτορα Αρκάδιο (395-408) μέσα σε μία λαμπρότατη τελετή. Ο αυτοκράτορας κατέθεσε τὴν Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου σε λειψανοθήκη που ονόμασε «Αγίαν Σορόν». Η κατάθεση έγινε στις 31 Αυγούστου, τελευταία μέρα του εκκλησιαστικού έτους.
Αργότερα, ανάμεσα στα έτη 450-453, η αυτοκράτειρα και αγία Πουλχερία, κόρη του Αρκάδιου, ανήγειρε τον περίφημο Ναό της Θεοτόκου των Χαλκοπρατείων στην ομώνυμη συνοικία (εκεί που κατασκευάζονταν και πωλούνταν χάλκινα αντικείμενα). Στο ναό αυτό η ευσεβής αυτοκράτειρα κατέθεσε την Αγία Ζώνη της Παναγίας. Λέγεται πως η ίδια μάλιστα η αγία Πουλχερία διακόσμησε την Τιμία Ζώνη με χρυσή κλωστή, η οποία είναι ευδιάκριτη ακόμα και σήμερα στο τμήμα που φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους. Η Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου φυλασσόταν στην Κωνσταντινούπολη στον Ναό της Παναγίας των Χαλκοπρατείων μέχρι περίπου την Άλωση του 1453. Η τελευταία αναφορά για το ιερό αυτό κειμήλιο είναι ενός ανώνυμου Ρώσου προσκυνητή στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των ετών 1424 και 1453. Σήμερα το μοναδικό σωζόμενο τμήμα είναι αυτό που φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου, όπου έφτασε με εξαιρετικά περιπετειώδη τρόπο. Αγνοούμε την τύχη της του υπολοίπου τμήματος της Τιμίας Ζώνης μετά την Άλωση της Πόλης το 1453.
Η ΤΙΜΙΑ ΕΣΘΗΤΑ
Η Τιμία Εσθήτα ή το Ιερόν Μαφόριον (λατ. mafortium, εβρ. ma’aforet) ήταν το πέπλο των γυναικών, ένα είδος χιτώνα που κάλυπτε την κεφαλή και έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Μαφόριο (ή μανοφόριο) ή Εσθήτα της Θεοτόκου ονόμαζαν οι βυζαντινοί αυτό το πορφυρό (κυρίως) ύφασμα που στις εικόνες της βλέπουμε να σκεπάζει το κεφάλι και το σώμα της Παναγίας πάνω από τον εσωτερικό χιτώνα.
Το Ιερό αυτό ένδυμα της Θεοτόκου μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τη δεκαετία του 460 μ.Χ. όταν αυτοκράτορας ήταν ο Λέων ο Α΄ ο Μέγας, ο Μακέλλης, που καταγόταν από τη Θράκη. Το γεγονός της μεταφοράς στην Βασιλεύουσα Πόλη της Τιμίας Εσθήτος (ή του Ιερού Μαφορίου) εορτάζουμε κάθε χρόνο στις 2 Ιουλίου, όπως προείπαμε, με την Θεομητορική εορτή της «Καταθέσεως της Τιμίας Εσθήτας εν Βλαχέρναις» (ή αλλιώς «Τα μεταθέσια της Σορού των Βλαχερνών»).
Σύμφωνα με το Συναξάριο της 2ας Ιουλίου, δύο πατρίκιοι ο Γάλβος και ο Κάνδιδος πήγαιναν προσκύνημα στους Αγίους Τόπους σε ένα χωριό κοντά στη Ναζαρέτ βρήκαν μία ευσεβέστατη χριστιανή Εβραία η οποία είχε στο σπίτι της, σε ειδικό δωμάτιο, την Τιμία Εσθήτα της Παναγίας και κόσμος πολύς ερχόταν και έβρισκε θαυματουργικά την ίαση από διάφορες ασθένειες. Οι δύο Πατρίκιοι κατόρθωσαν με τέχνασμα να πάρουν (ουσιαστικά να κλέψουν) το ιερό αυτό κειμήλιο και το μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη. Το τοποθέτησαν δε σε Ναό που ανήγειραν στην περιοχή των Βλαχερνών επ’ ονόματι των Αποστόλων Πέτρου και Μάρκου, και όχι της Θεοτόκου, φοβούμενοι μη τυχόν δώσουν στόχο για την πράξη τους.
Όμως η Χάρη της Παναγίας ενεργούσε θαύματα και το θέμα πήρε διαστάσεις. Γύρω στο 473, ο αυτοκράτορας Λέων ο Μέγας πληροφορήθηκε την παρουσία του ιερού κειμηλίου στην ΚΠολη και με μεγάλη χαρά το μετέφερε σε Ναό της Θεοτόκου στις Βλαχέρνες (κτισμένου ήδη από την αυτοκράτειρα Πουλχερία[4]), έκτισε σφαιροειδές Παρεκκλήσιο[5] με νάρθηκα και τοποθέτησε την Τιμία Εσθήτα σε ειδική σορό δηλ. σε λειψανοθήκη, από ατόφιο ασήμι με επίχρυσα σκαλίσματα. Γι’ αυτό και το Παρεκκλήσιο ονομάσθηκε της «Αγίας Σορού». Αυτό το γεγονός εορτάζουμε στις 2 Ιουλίου κάθε χρόνο.
«…και της Θεοτόκου η εσθής ευρεθείσα εν Ιεροσολύμοις παρά τινι ευλαβεστάτη γυναικί Εβραίδι και παρθένω ιερώς φυλαττομένη, και εν Κωνσταντινουπόλει διακομισθείσα, εν Βλαχέρναις απετέθη, ένθα ο βασιλεύς ναόν ωκοδόμησε της θεομήτορος, και σορόν εκ χρυσού και αργύρου κατασκευάσας κατέθετο ταύτην, ήτις εξ ερίων ευφθάρτων εξυφασμένη και στημόνων ομοιοειδών και ομοχρόων αδιάφθαρτός εστιν και αδιάλυτος μέχρι του νυν, της αειπαρθένου το θαύμα σαφώς κηρύττουσα».[6]
Αυτός ο Ναός της Παναγίας των Βλαχερνών, όπως εξελίχθηκε στο πέρασμα των αιώνων, ήταν το σημαντικότερο προσκύνημα της Παναγίας στην Κωνσταντινούπολη. Η κυρίως τρίκλιτη βασιλική (αναφέρεται και ως Μεγάλος Ναός στο «Περί Βασιλείου Τάξεως»[7]) κτίσθηκε ουσιαστικά από τον αυτοκράτορα Ιουστίνο τον Α’ (518-527) και ήταν κτίσμα εντυπωσιακών διαστάσεων, με μήκος 50 μ. (η Αγία Σοφία έχει μήκος 78 μ.)[8]. Το όλο συγκρότημα του Ναού των Βλαχερνών περιελάμβανε τη κυρίως βασιλική, το παρεκκλήσιο της «Αγίας Σορού», όπου φυλασσόταν η Τιμία Εσθήτα της Παναγίας και άλλα ιερά κειμήλια, ένα λουτρό, το επονομαζόμενο «λού[σ]μα»[9] (το αγίασμα) και άλλα κτίσματα περιμετρικά κτισμένα. Είναι αυτός ο Ναός μέσα στον οποίο εψάλλη για πρώτη φορά ο Ακάθιστος Ύμνος, που συνέθεσε το 626 μ.Χ. ο Πατριάρχης Σέργιος, σε ένδειξη ευχαριστίας προς την Θεοτόκο για τη θαυματουργική σωτηρία της Πόλης από τους Αβάρους[10]. Ο υπάρχων σήμερα Ναός των Βλαχερνών, που προσκυνούμε όσοι επισκεπτόμαστε την ΚΠολη, είναι πολύ μεταγενέστερος εγκαινιασμένος στις 26/6/1960 από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα στο μέρος όπου υπήρχε ο βυζαντινός Ναός και ο χώρος του αγιάσματος που διεσώθη[11] από τις αλλεπάλληλες καταστροφές. Από τον μεγαλόπρεπο βυζαντινό Ναό δεν υπάρχουν ερείπια καθώς κάηκε δύο φορές, το 1070[12] και το 1434[13], χωρίς να ξανακτισθεί ποτέ.
Το δε Μαφόριο της Θεοτόκου εκλάπη από τους Σταυροφόρους μετά το 1204 και σύμφωνα με πληροφορίες μεταφέρθηκε σε μοναστήρι στην Γαλλία, χωρίς να γνωρίζουμε αν υπάρχει σήμερα. Αυτό που υπάρχει από τα ενδύματα της Θεοτόκου είναι μόνο η Τιμία Ζώνη στην Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους. Επίσης, υπάρχει σήμερα στην Γεωργία, στην πόλη Ζουγκδίδι, στο Κρατικό Μουσείο της πόλεως, ένας χιτώνας ο οποίος μεταφέρθηκε μάλλον κατά την περίοδο της Εικονομαχίας (8ος αιώνας) και που πιστεύεται ότι ανήκε στην Παναγία, χωρίς να είναι απόλυτα τεκμηριωμένο ότι είναι αυθεντικό Θεομητορικό κειμήλιο.
Είναι πιθανό η μεταφορά του Μαφορίου στην Κωνσταντινούπολη και η ίδρυση του Παρεκκλησίου της Αγίας Σορού να έγινε εξαιτίας των θρησκευτικών αναταράξεων που βίωσε στα μέσα του 5ου αιώνος η Κωνσταντινούπολη με τις αιρέσεις του Νεστοριανισμού (που δίδασκε ότι ο Χριστός ήταν δύο πρόσωπα, το θείο και το ανθρώπινο, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, και άρα η Παναγία είναι Χριστοτόκος και όχι Θεοτόκος, γιατί γέννησε μόνο τον απλό άνθρωπο και όχι τον Θεό), και του Μονοφυσιτισμού (που δίδασκε ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού απορροφήθηκε από τη θεία φύση). Οι δύο αυτές αιρέσεις καταδικάστηκαν από αλλεπάλληλες Οικουμενικές Συνόδους, ο μεν Νεστοριανισμός από την Γ’ Οικ. Σύνοδο, το 431 στην Έφεσο, ο δε Μονοφυσιτισμός από την Δ’ Οικ. Σύνοδο, το 451 στη Χαλκηδόνα, κατά την βασιλεία της αγίας Πουλχερίας.
Λόγω αυτών των αναταραχών ίσως κρίθηκε επιτακτική η ανάγκη ανευρέσεως θεομητορικών κειμηλίων που θα ενίσχυαν την πίστη των Ορθοδόξων στο πρόσωπο της Παναγίας και θα κατατρόπωναν τους αιρετικούς. Ίσως γι’ αυτό να μεταφέρθηκε η Τιμία Εσθήτα της Παναγίας από τη Ναζαρέτ στην Κωνσταντινούπολη και γι’ αυτό η αυτοκράτειρα Πουλχερία έκτισε τον Ναό της Παναγίας των Χαλκοπρατείων την περίοδο αμέσως μετά την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο και τοποθέτησε μέσα την Τιμία Ζώνη, όπως είπαμε πριν. Για να εδραιώσει την ορθόδοξη Πίστη και την λατρεία της Παναγίας ως Θεοτόκου στην ταραγμένη Βασιλεύουσα Πόλη. Αυτό εξηγεί, επίσης, την ανάπτυξη, σε μεταγενέστερους χρόνους, της λανθασμένης παράδοσης που συνέδεε τη μεταφορά του της Τιμίας Εσθήτας και την ίδρυση των Βλαχερνών με την ορθόδοξη αυτοκράτειρα Πουλχερία.[14]
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΚΕΠΗΣ
Να περάσουμε όμως και στην σημερινή εορτή. Διαβάζουμε στο Συναξάρι της ημέρας: «Τη αύτη ημέρα την ανάμνησιν ποιούμεθα της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας ήτοι του ιερού αυτής Μαφορίου, του εν τω σορώ του Ιερού Ναού των Βλαχερνών, ότε ο Όσιος Ανδρέας ο διά Χριστόν σαλός κατείδεν εφηπλωμένην αυτήν άνωθεν και πάντας τους ευσεβείς περισκέπουσαν».
Σαλός σημαίνει τρελός, και διά Χριστόν σαλοί ονομάζονται κάποιοι άγιοι, οι οποίοι κάνανε περίεργα και παράλογα πράγματα, με απώτερο σκοπό να τους θεωρούν τρελούς και να μη τους τιμούν οι άνθρωποι, κι έτσι αυτοί να ζουν με ταπείνωση στην αφάνεια.
O όσιος Ανδρέας, ο δια Χριστόν σαλός έζησε στην Κων/πολη στα χρόνια του βασιλέως Λέοντος του Μεγάλου (457-474 μ.Χ.), σύμφωνα με τον συγγραφέα της βιογραφίας του, Νικηφόρο, πρεσβύτερο ΚΠόλεως[15]. Πολλοί λανθασμένα πιστεύουν ότι έζησε στα χρόνια του Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού (886-912 μ.Χ.).
Σύμφωνα, λοιπόν, με το Συναξάρι, κατά την τετάρτη ώρα της νύκτας (10 μ.μ.) που τελούνταν ολονυκτία αγρυπνία στο παρεκκλήσιο της Αγίας Σορού στην Παναγία των Βλαχερνών, ο όσιος Ανδρέας μαζί με τον μαθητή του Επιφάνιο, (μετέπειτα πατριάρχη Κων/πόλεως, 520-536 μ.Χ.), είδαν όχι σε όραμα, αλλά ολοζώντανη την Υπεραγία Θεοτόκο να μπαίνει από την κεντρική πύλη του Ναού. Προπορεύονταν πολλοί άγιοι με τους παρθένους αγίους, Ιωάννη τον Πρόδρομο και Ιωάννη τον Θεολόγο να κρατούν την Θεοτόκο από τα χέρια. Αφού προχώρησε στον σολέα, μπήκε στο θυσιαστήριο κι εκεί γονάτισε και προσευχήθηκε πολλή ώρα υπέρ της σωτηρίας του κόσμου ενώ θερμά δάκρυα έτρεχαν πάνω στο άχραντο πρόσωπό της. Κανείς από το εκκλησίασμα δεν αντιλήφθηκε το γεγονός παρά μόνο ο όσιος Ανδρέας και ο Επιφάνιος. Όταν τελείωσε την δέησή της η Παναγία, στράφηκε προς το λαό, έβγαλε από το κεφάλι της το αστραφτερό της Μαφόριο και με μία κίνηση το άπλωσε σαν σκεπή πάνω από τα κεφάλια των προσευχομένων πιστών. Για πολλή ώρα ο όσιος Ανδρέας και ο μαθητής του Επιφάνιος έβλεπαν το Ιερό Μαφόριο να αιωρείται πάνω από το εκκλησίασμα. Όσο φαινόταν εκεί η Θεοτόκος, φαινόταν και η ιερή Εσθήτα της να σκορπίζει τη Χάρη της. Όταν εκείνη άρχισε να ανεβαίνει προς τον ουρανό, άρχισε και η Τιμία Εσθήτα να συστέλλεται ώσπου σιγά-σιγά χάθηκε.
Αυτό είναι το γεγονός το οποίο στάθηκε αφορμή η Εκκλησία μας από πολύ νωρίς (από τον 12ο αιώνα και στη Ρωσία) να καθιερώσει την 1η Οκτωβρίου κάθε έτους την Εορτή της Αγίας Σκέπης προς τιμήν της Θεοτόκου, η οποία σαν τη φωτοφόρο νεφέλη, σκέπει και προστατεύει το λαό του Θεού και φωτίζει τους πιστούς στο δρόμο για την τελείωση. Η Εορτή αυτή μετατέθηκε με απόφαση[16] της Εκκλησίας της Ελλάδος το 1952 από την 1η Οκτωβρίου στην 28η ως ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τη Μητέρα του Θεού για τη σκέπη και την προστασία της κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41.
Αυτά είναι τα ιστορικά στοιχεία της σημερινής Θεομητορικής εορτής.
Από τις τρεις Εορτές των ενδυμάτων της Θεοτόκου βλέπουμε ότι η Χάρη του Θεού που αγίασε το σώμα της Παναγίας μας πέρασε και στα ρούχα που φορούσε. Πράγματι, κατά την ορθόδοξη διδασκαλία, η θεία Χάρη δια της ψυχής περνάει στο σώμα και από εκεί προχέεται στα ρούχα και γενικά στην άλογη φύση. Με αυτόν τον τρόπο δεν είμαστε ειδωλολάτρες, κτισματολάτρες ή εικονολάτρες (όπως στην Εικονομαχία), αλλά τιμούμε την ύλη που έχει την αγιοποιό ενέργεια του Θεού. Έτσι οι χριστιανοί που κατασπάζονται με πίστη τις εικόνες, τα κειμήλια και τα λείψανα των Αγίων, αποδίδουν την τιμή στον Άγιο και λαμβάνουν την Χάρη του Θεού που ενοικεί σε αυτά.
Η ΣΚΕΠΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΘΝΟΣ
Ο Ορθόδοξος λαός μας είχε ανέκαθεν την βαθειά πεποίθηση, ότι η Παναγία είναι η «θερμή προστάτις και βοηθός[17]», «η ετοίμη αντίληψις των προστρεχόντων[18]» σε αυτήν, γι’ αυτό και την ονομάζουν Γοργοεπήκοο.
Κυρίως όμως πιστεύουμε, ότι η Παναγία είναι και προστάτις ολοκλήρου του Ελληνικού Έθνους και αποδίδει τις νίκες και τη σωτηρία του πολλές φορές στις θαυματουργικές επεμβάσεις της Θεοτόκου. Οι Βυζαντινοί έβλεπαν τη Θεοτόκο να τους οδηγεί στα τείχη της Βασιλεύουσας και να τρομάζει τους εχθρούς. Στίφη βαρβάρων, Αβάρων αποκρούσθηκαν θαυματουργικά από αμάχους χάρις στην Παναγία, που οι Βυζαντινοί ωνόμασαν «Υπέρμαχο Στρατηγό», και της αφιέρωσαν τον Ακάθιστο Ύμνο, όπως είπαμε προηγουμένως.
Αλλά και σε επόμενες περιόδους της Ελληνικής Ιστορίας έγινε αισθητή η προστασία της Παναγίας: Στην Επανάσταση του 1821, στους Βαλκανικούς Πολέμους, στο δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ότι μια φούχτα πεινασμένοι και με πόδια σαπισμένα από τα κρυοπαγήματα Έλληνες στρατιώτες νίκησαν τις υπεράριθμες και άρτια εξοπλισμένες στρατιές των Ιταλών το 1940, μήπως δεν ήταν ένα θαύμα της Παναγίας;
Δεν χωράει αμφιβολία ότι η Εποποιΐα του 1940, αποτελεί ένα θαύμα, είναι ένα από τα πολλά θαύματα στην ιστορία των Ελλήνων. Δεν είναι όμως καρπός αποκλειστικά ανθρώπινου αγώνα. Η Θεία Χάρις του Κυρίου και η πανσθενής Σκέπη της Παναγίας «συνεργάσθηκε» με την ανθρώπινη προσπάθεια. Και είναι δίκαιο που μαζί με τα θριαμβευτικά σαλπίσματα πάνω από τους τάφους των ηρώων, σήμαναν δοξαστικές καμπάνες για ένα «ευχαριστώ» στην Παναγία, σ’ εκείνη, στην οποία η εθνική συνείδηση απέδωσε για μια ακόμα φορά «τα νικητήρια». Τη Σκέπη των αγωνιστών. Την Ελευθερώτρια των σκλαβωμένων.
Η σημερινή Θεομητορική εορτή μας διδάσκει κάτι βασικό: Ότι το μικρό και ολιγάριθμο έθνος μας επιβίωσε μέσα στους αιώνες και κάτω από τρομερές επιβουλές λαών δυνατωτέρων και πολυαριθμοτέρων όχι μόνο χάρη στις αρετές των Ελλήνων, τη φιλοπατρία και τον ηρωισμό. Επιβίωσε κυρίως χάρη στην προστασία του Θεού και την τεράστια προσφορά της Εκκλησίας. Αν η Εκκλησία δεν διατηρούσε και στις πιο σκοτεινές ακόμη περιόδους της Ελληνικής Ιστορίας αναμμένη τη λαμπάδα της πίστεως και ακμαία την εθνική συνείδηση, και αν ο Θεός διά των πρεσβειών της Θεοτόκου δεν υπεράσπιζε τα ελληνικά όπλα και τους δίκαιους αμυντικούς αγώνες δεν θα υπήρχαμε σαν λαός.
Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία στη σημερινή εποχή, καθώς βρισκόμαστε στα πρόθυρα της ενοποιήσεως με άλλους λαούς της Ευρώπης. Αν θέλωμε να επιβιώσουμε σαν λαός είναι ανάγκη να διατηρήσωμε την εθνική μας ταυτότητα, αλλά και τον σύνδεσμό μας με την Ορθόδοξη Πίστη και την Εκκλησία. Η Χάρη του Θεού και η ακοίμητη σκέπη της Παναγίας στο Ελληνικό Έθνος μπορούν να μας κάνουν να μεγαλουργήσουμε και πάλι. Σ’ αυτούς λοιπόν τους δύσκολους καιρούς που ζούμε, που όλες οι ισχυρές και σκοτεινές δυνάμεις πασχίζουν να μας αποχρωματίσουν σαν Έλληνες και σαν Ορθόδοξους, εμείς ας αγωνιστούμε να μη χάσουμε τους πολύτιμους πνευματικούς θησαυρούς που μας κληροδότησαν οι πρόγονοί μας. Έτσι, η Σκέπη της Παναγίας θα εξακολουθήσει να μας προστατεύει από τον εθνικό αφανισμό.
Το ζωντανό όραμα του αγίου Άνδρέα είναι μιά φοβερή αποκάλυψη. Φανέρωσε την χάρη της Θεοτόκου, τις δακρύρροες προσευχές της, την απέραντη αγάπη της για όλη την ανθρωπότητα και την παρρησία της στον Υιό της. Είναι πράγματι η ακαταμάχητη προστασία μας και η ακαταίσχυντη μεσίτρια μας προς τον Θεό Πατέρα.
Ευχηθείτε, Σεβασμιώτατε, να μην απομακρυνθούμε ποτέ οι Έλληνες από την πανσθενή Σκέπη και την προστασία της Θεοτόκου και μαζί με τον υμνωδό να ψάλλουμε πάντοτε το χαρακτηριστικό απολυτίκιο της Εορτής:
«Της Σκέπης σου Παρθένε, ανυμνούμεν τας χάριτας,
ην ως φωτοφόρον νεφέλην, εφαπλοίς υπέρ έννοιαν,
και σκέπεις τον λαόν σου νοερώς, εκ πάσης των εχθρών επιβουλής.
Σε γαρ σκέπην και προστάτιν και βοηθόν, κεκτήμεθα βοώντες σοι∙
δόξα τοις μεγαλείοις σου Αγνή,
δόξα τη θεία Σκέπη Σου,
δόξα τη προς ημάς σου, προμηθεία Άχραντε». Αμήν.
[1] Γρηγορίου Παλαμά, Λόγος εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου.
[2] Σημείωση: Υπάρχουν και άλλες εορτές αφιερωμένες στην Παναγία, όπως η εορτή της Ζωοδόχου Πηγής (Παρασκευή της Διακαινησίμου), ή εορτές, κυρίως τοπικές, Εικόνων ή θαυμάτων της Παναγίας (π.χ. η Μυρτιδιώτισσα-24 Σεπτεμβρίου κ.α.)
[3] Θεόδωρος Σύγκελλος, Theodore Syncellus, In depositionem pretiosae vestis, Combefis, F. (επιμ.), Novum auctarium II: Historia haeresis monotheliarum santaque in eam sextae Synodi actorum vindiciae (Paris 1648), σελ. 751-786, ιδ. σελ. 754· Mango, C., “The Origins of the Blachernae Shrine at Constantinople”, στο Cambi, N. – Marin, E. (επιμ.), Radovi XIII Međunarodnog Kongresa za starokršćansku arheologiju (Split, Poreč 25.9 -1.10. 1994) (Acta XIII Congressus Internationalis Archaeologiae Christianae II, Split – Vatican City 1998), σελ. 61· Mango, C., «Η Κωνσταντινούπολη ως Θεοτοκούπολη», στο Μήτηρ Θεού. Απεικονίσεις της Παναγίας στη βυζαντινή Τέχνη (Αθήνα 2000), σελ. 17-25.
[4] Ebersolt, J., Sanctuaires de Byzance (Paris 1921), σελ. 44 κ.ε.· Janin, R., Le géographie ecclésiastique de l’empire Byzantine I: Le siège de Constantinople et le Patriarchat Oecuménique 3: Les églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 161-168.
[5] «… περιφερής ή σφαιροειδής νεώς», Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος, Εκκλησιαστική Ιστορία, Migne, J.P. (επιμ.), Patrologiae cursus completus Series Greca 147, στήλ. 45D, 69C.
[6] Chronographia compendiaria, ΙΩΗΛΟΥ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΕΝ ΣΥΝΟΨΕΙ. PG Migne 139, 42.
[7] Το βιβλίο αποτελεί το τελετουργικό Πρωτόκολλο της Αυτοκρατορικής αυλής της Κωνσταντινουπόλεως. Το βιβλίο γράφτηκε από, ή κατ’ εντολήν του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Ζ του Πορφυρογεννήτου (913-959), και εν μέρει αναθεωρήθηκε ή ενημερώθηκε επί αυτοκράτορος Νικηφόρου Β ‘ (963-969), ίσως υπό την επίβλεψη του Βασιλείου Λεκαπηνού, του παρακοιμώμενου.
[8] Προκόπιος, Περί κτισμάτων, Haury, J. (επιμ..), Procopii Cesariensis Opera Omnia IV: De aedificiis (Leipzig 1964), I.3.3-5· Θεοφάνης, Χρονογραφία, de Boor, C. (επιμ.), Theophanis Chronographia (Leipzig 1883
[9] Mercati, G., “Due nove memorie di S. Maria delle Blacherne”, στο Atti della Pontificia Accademia Romana di Archeologia. Memorie 3:1 (Roma 1923/1924), σελ. 26 κ.ε.· Mango, C., “The Origins of the Blachernae Shrine at Constantinople”, στο Cambi, N. – Marin, E. (επιμ.), Radovi XIII Međunarodnog Kongresa za starokršćansku arheologiju (Split, Poreč 25.9 -1.10. 1994) (Acta XIII Congressus Internationalis Archaeologiae Christianae II, Split – Vatican City 1998), σελ. 63, εικ. 1.
[10] Η παράδοση που συνέδεε τον Ακάθιστο Ύμνο με την πολιορκία του 626 ανάγεται ήδη στο 10ο αιώνα, βλ. Angelidi, C. – Papamastorakis T., “Picturing the spiritual protector: from Blachernitissa to Hodegetria”, στο Vassilaki, M. (επιμ.), Images of the Mother of God. Perceptions of the Theotokos in Byzantium (Ashgate 2005), σελ. 212, σημ. 23.
[11] Το 1867 το οικόπεδο ανήκε σε Τούρκο. Αγοράστηκε από τη συντεχνία των γουναράδων της Κωνσταντινούπολης, η οποία ανήγειρε μικρό ναό στο σημείο που αναβλύζει το αγίασμα. Κατά τη διάρκεια των Σεπτεμβριανών του 1955 ο τουρκικός όχλος κατέστρεψε το νάρθηκα και όλα τα ξύλινα μέρη του ναού. (Πασπάτης, Α.Γ., «Βυζαντιναί μελέται», ΚΠολις 1877, σελ. 185.)
[12] «…ὅτε καὶ τὸ μέγιστον ἱερὸν τῶν Βλαχερνῶν ἕως ἐδάφους ἐπυρπολήθη». Μιχαήλ Ατταλειάτου «Ιστορία», PG Migne 127, 138. Ανακαινίστηκε από τους αυτοκράτορες Ρωμανό Δ΄ (Διογένη) (1068-1071) και Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα (1071-1078)
[13] «Ἐν ᾧ δὴ Ἰαννουαρίῳ τῇ κθ-ῃ αὐτοῦ, νυκτὸς ὥρᾳ τρίτῃ ἐπυρπόλησαν παῖδές τινες ἀρχοντόπουλοι τὸν ἐν Βλαχέρναις εἰς ὄνομα τῆς Θεομήτορος ναὸν τὸν περικαλλῆ τε καὶ θεῖον καὶ θαυματουργόν, θέλοντες πιάσαι τινὰς νεοττοὺς περιστερῶν”. Γεωργίου Σφραντζή, Chronicon sive Maius (partim sub auctore Macario Melisseno), PG Migne 156, 302. Κατά την Άλωση το 1453 οι Οθωμανοί βρήκαν ερειπωμένη την Παναγία την Βλαχερνίτισσα, για αυτό και ουδέποτε την «ορέχθηκαν» να την κάνουν τζαμί.
[14] Mango, C., “The Origins of the Blachernae Shrine at Constantinople”, στο Cambi, N. – Marin, E. (επιμ.), Radovi XIII Međunarodnog Kongresa za starokršćansku arheologiju (Split, Poreč 25.9 -1.10. 1994) (Acta XIII Congressus Internationalis Archaeologiae Christianae II, Split – Vatican City 1998), σελ. 73-74
[15] Nicephori presbyteri CP, Vita S. Andreae Sali, PG Migne 111, 848-849.
[16] Η Εγκύκλιος υπ’ αριθμ. 701/31-10-1952 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, αναφέρει: «Προς τους Σεβασμιωτάτους Ιεράρχας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η Ιερά Σύνοδος εν τη συνεδρία αυτής της 21ης λήγοντος μηνός ήκουσε του Μακαριωτάτου Προέδρου αυτής εισηγουμένου, πως η εορτή της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου, αγομένη τη 1η Οκτωβρίου, συμπανηγυρίζεται τη 28η αυτού, εν συνδυασμώ προς την κατ’ αυτήν την ημέραν τελουμένην Εθνικήν εορτήν, δεδομένου ότι το Έθνος ημών ανέκαθεν συνέδεσε τα μεγάλα αυτού εθνικά γεγονότα μετά θρησκευτικών εκδηλώσεων, και δη και μάλιστα εορταστικώς απέδωκε τα ευχαριστήρια αυτού εις την Υπέρμαχον Στρατηγόν, την αείποτε προστατεύσασαν και σωτηρίω σκέπη σκεπάσασαν το ευσεβές των Ελλήνων Γένος.»
[17] Εφραίμ του Σύρου, Ευχή εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον (από το Μικρό Απόδειπνο).
[18] Ομοίως.