του μητροπολίτη Σύρου κ. Δωρόθεου
Ο εφετινός εορτασμός της επετείου της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας και οι αναφορές στη συμβολή και των κληρικών στην προετοιμασία και την επιτυχία της συνέπεσαν με τη διευθέτηση του θέματος της μισθοδοσίας του Ιερού Κλήρου, καθώς, σύμφωνα με την εισήγηση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου Β΄ στη Σύνοδο της Ιεραρχίας του παρελθόντος Φεβρουαρίου, «ο νόμος 4024 του 2012 ενέταξε όλους τους κληρικούς στο ενιαίο μισθολόγιο, ενώ η τροπολογία που ψηφίστηκε από την Ολομέλεια της Βουλής τον περασμένο Ιανουάριο έκλεισε καθοριστικά το θέμα της μισθοδοσίας, μεταφέροντας στον ετήσιο Προϋπολογισμό του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων τον ειδικό κωδικό μισθοδοσίας του Εφημεριακού Κλήρου, που μέχρι πρότινος ίσχυε».
Πρόκειται για μια σύμπτωση όχι τυχαία, αλλά πλήρη συμβολισμών και περιεχομένου, δεδομένου ότι, όπως από όλους τους ειδικούς, κοινωνιολόγους και ιστορικούς διαπιστώνεται, το αντικληρικό πνεύμα που χαρακτηρίζει και διέπει αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως από την περίοδο του Διαφωτισμού και μετέπειτα, αποτελεί στοιχείο άγνωστο για την ελληνική σκέψη και πραγματικότητα.
Αξίζει, μάλιστα, να επισημανθεί ότι μόνο στην Ελλάδα ο κληρικός δεν αποκαλείται «πατέρας», αλλά «μπαμπάς», και μάλιστα χαϊδευτικά «παπάς»!
Ακούγονται, βέβαια, και διατυπώνονται ενστάσεις πολλές και αντιρρήσεις αρκετές, που δεν προέρχονται μόνο ούτε πάντα από επαγγελματίες αντικληρικαλιστές, αλλά και από ανθρώπους καλής θέλησης μεν, ελλιπούς γνώσης και πληροφόρησης δε.
Επικαλούμενοι το ιδεολόγημα της εκκλησιαστικής περιουσίας, θεωρούν τη μισθοδοσία του Κλήρου από το σε οικονομική στενότητα ευρισκόμενο ελληνικό κράτος πολυτέλεια περιττή και εισηγούνται να την αναλάβει η Εκκλησία, προκειμένου, κατ’ αυτούς, η οικονομία να σωθεί…
Η πρόταση αυτή ούτε καινούργια είναι ούτε και πρωτοτυπία διεκδικεί.
Μετά την Επανάσταση, μάλιστα, αυτή η λύση είχε προκριθεί και ειδικό προς τούτο Ταμείο είχε συσταθεί, με πόρους από την εκκλησιαστική περιουσία, η οποία, όμως, δημεύθηκε, απαλλοτριώθηκε ή καταπατήθηκε, κάθε φορά που το ελληνικό κράτος αντιμετώπιζε δυσχέρειες όπως η σημερινή.
Και αν θέλουμε πραγματικά η κοινωνία μας να βελτιωθεί και το χάσμα π’ άνοιξ’ ο σεισμός με άνθη να καλυφθεί, δεν πρέπει μόνο η μισθοδοσία του Κλήρου να διασφαλισθεί, αλλά και το μορφωτικό του επίπεδο να επιδιωχθεί.
Σε εποχές άκρως απαιτητικές, όπως η σημερινή, ο παπάς πρέπει να μορφωθεί και να επιμορφωθεί, για να μπορέσει στις ποικίλες και διαρκώς αυξανόμενες, όχι τόσο υλικές όσο πνευματικές ανάγκες του λαού μας, να ανταποκριθεί.
Γιατί, όπως εύστοχα διαπίστωσε ο π. Βασίλειος Καλλιακμάνης, καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ, σε πρόσφατο Συνέδριο, «η μεγαλύτερη περιουσία της Εκκλησίας είναι το Ευαγγέλιο της αγάπης και της θυσίας του Χριστού, αλλά και η αγάπη του λαού της. Είναι η αγάπη που εισπράττει από τους απλούς ανθρώπους και η αλληλεγγύη που εμπνέει. Περιουσία της Εκκλησίας είναι το κεφάλαιο της πίστης, της αγάπης και της ελπίδας. Της ελπίδας που χάνεται. Και χωρίς ελπίδα η κοινωνία μας δεν μπορεί να προαχθεί, και δεν μπορεί να προοδεύσει και να αναπτυχθεί. Την ελπίδα αυτή καλείται να αναστήσει σήμερα η Εκκλησία με τον προφητικό της λόγο, την ενοποιό κοινωνική της πρακτική και τη διαύγεια της διδασκαλίας της, φορέας και εκφραστής των οποίων είναι ο Εφημεριακός Κλήρος, ο «οδηγός της φυλής και το στήριγμά της», κατά τον ιστορικό Δ. Κόκκινο.