Ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας Δημήτρης Αβραμόπουλος απηύθυνε χθες το απόγευμα χαιρετισμό στη παρουσίαση των βιβλίων του Αντιστράτηγου ε.α. Κώστα Παδουβά «Ιχνηλατώντας τη Ρωσική Παρουσία στην Ελλάδα – Κρήτη 1897-1909» και «Ιερή Ιστορική Μονή Αρκαδίου από έποψη Μηχανικού και στρατιωτικού».
Στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Πολεμικό Μουσείο υπό την αιγίδα του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, χαιρετισμό απηύθυνε επίσης ο Πρέσβης της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην Ελλάδα Vladimir Chkhikvishvili, ο πρώην Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών Καθηγητής–Ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Σβολόπουλος και ο Πρόεδρος της Ενώσεως Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού Αντιστράτηγος ε.α. Παντελής Μαυροδόπουλος.
Παρόντες ήταν ακόμη ο Υπουργός Επικρατείας Δημήτρης Σταμάτης, ο Υφυπουργός Εθνικής Άμυνας Θανάσης Δαβάκης, ο Α/ΓΕΣ Αντιστράτηγος Αθανάσιος Τσέλιος και ο Α/ΓΕΝ Αντιναύαρχος Ευάγγελος Αποστολάκης ΠΝ.
Ακολουθεί ο χαιρετισμός του Υπουργού Εθνικής Άμυνας:
«Είναι ιδιαίτερη η χαρά μου που βρίσκομαι σήμερα ανάμεσά σας, παρά το γεγονός ότι όπως γνωρίζετε, έχουμε αυτές τις ώρες ιδιαίτερα φορτωμένο πρόγραμμα με πολλά, σημαντικά θέματα να είναι σε εξέλιξη.
Ανταποκρίθηκα στην πρόσκληση του Αντιστρατήγου Παδουβά, καθώς και σε αυτή της Ενώσεως Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού, για να τιμήσουμε και να συνεορτάσουμε το ιστορικό γεγονός της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα μέσα από δύο σημαντικά και ιδιαίτερα χρήσιμα βιβλία, έμπρακτη απόδειξη της ευαισθησίας και του πατριωτισμού του συγγραφέα, που δεν αρκείται στα λεγόμενα, αλλά στην πολυετή, εμβριθή και επίπονη μελέτη των αρχείων που αφορούν την ένδοξη γενέτειρά του.
Η πολυπόθητη Ένωση με την Ελλάδα δεν θα γινόταν πραγματικότητα χωρίς την πολυαίμακτη θυσία στην Μονή Αρκαδίου του νομού Ρεθύμνης, που εξύμνησε και ο μεγάλος φιλέλληνας Βίκτωρ Ουγκώ, ως υπέρτατη θυσία για την ελευθερία, αψηφώντας τον θάνατο.
Τριάντα περίπου χρόνια μετά την θρυλική θυσία στο Αρκάδι, επιτυγχάνεται η αυτονόμηση της νήσου, συγκυρία που οδήγησε στην ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα -και πρέπει να το θυμόμαστε αυτό- στη συμβολή και την παρουσία της Ρωσίας, ως εγγυήτριας δύναμης, με την αποστολή εκστρατευτικού σώματος στον ίδιο νομό, το 1898.
Αυτά τα δύο γεγονότα, σταθμοί για την ένωση της Κρήτης με την ελεύθερη Ελλάδα, αποτελούν τον άξονα περιδίνησης, των δύο σημαντικών πονημάτων του Αντιστρατήγου Κώστα Παδουβά.
Ο συγγραφέας σκιαγραφεί στις σελίδες τους την μακρά και δύσκολη πορεία του Κρητικού λαού κατά του Οθωμανού δυνάστη, αγιογραφώντας τα πρόσωπα των ηρώων του και φέρνοντας στο προσκήνιο τους ιστορικούς μας δεσμούς με τον ομόθρησκο αδελφό λαό της Ρωσίας, συντελώντας έτσι σημαντικά στο κλίμα συνεργασίας και αλληλεγγύης, που αναθερμαίνεται διαρκώς τα τελευταία χρόνια.
Τα δύο βιβλία πέραν της ιδιαίτερης συνεισφοράς στην κορυφαία στιγμή του Κρητικού Αγώνα και των σχέσεων Ελλάδας-Ρωσίας είναι μία μαρτυρία της εγρήγορσης και ενεργούς συμμετοχής των αποστράτων στους προβληματισμούς για το χθες, το σήμερα και το αύριο της χώρας.
Θα ήθελα στο σημείο αυτό να κάνω μια παρένθεση, μιας και η πρόσκληση δεν προέρχεται μονάχα από τον Αντιστράτηγο Παδουβά, αλλά και από την Ένωση Αποστράτων.
Αξίζει να θυμίσουμε ότι μετά από δεκαετίες ευδόκιμης υπηρεσίας ο όρος αποστρατεία πολλές φορές είναι παραπλανητικός. Στην πρώτη συνάντηση που είχαμε, πρέπει να το θυμόσαστε κ. Μαυροδόπουλε, σας είχα πει ότι πρέπει κάποτε να τελειώνουμε με όρους που μειώνουν μεγάλες αξίες. Ο όρος απόστρατος, θα μπορούσε κάποια στιγμή σταδιακά να αντικατασταθεί με κάτι που νομίζω αντικατοπτρίζει όλους εκείνους που επένδυσαν ιδεολογικά την πορεία τους και την ένταξή τους μέσα από τις Ένοπλες Δυνάμεις. Περισσότερο θα έλεγα ότι μέχρι το τέλος του βίου ένας στρατιωτικός είναι σε μόνιμη εφεδρεία παρά στην αποστρατεία, που συνήθως σημαίνει αποχώρηση από τα δρώμενα. Δεν παραιτούνται όσοι έχουν επενδύσει ιδεολογικά στις σχέσεις τους με την πατρίδα αλλά είναι σε διαρκή, μόνιμη διαθεσιμότητα. Καμιά φορά οι έννοιες και οι όροι πρέπει να διορθώνονται όταν δεν αποδίδουν την πραγματικότητα.
Εκτός ενεργού υπηρεσίας ο στρατιωτικός, ο διπλωματικός, ο δημόσιος λειτουργός, που χειρίστηκε και χρεώθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του πολλές και σημαντικές υποθέσεις της πατρίδας δεν μπορεί να αποστρατευθεί, ούτε ψυχικά, ούτε διανοητικά.
Η Πολιτεία φέρει ευθύνη απέναντι σε όλους εκείνους που υπηρέτησαν την πατρίδα μέσα από τις τάξεις των θεσμικών τους οργάνων, καθώς δεν προέβλεψε ποτέ και δεν φρόντισε να δημιουργήσει θεσμικό πλαίσιο αξιοποίησης της εμπειρίας τους, της γνώσης τους, της κατάρτισής τους, που σήμερα, έρχεται τις περισσότερες φορές ως εθελοντική συγγραφική συνεισφορά.
Θα ήθελα να τονίσω ότι, αν για τα εν ενεργεία στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων ισχύει πως θα δοθεί απόλυτη προτεραιότητα στην εξισορρόπηση και στο μέτρο του δυνατού σε αποκατάσταση των θιγέντων εισοδημάτων τους, μόλις συντρέξουν οι προϋποθέσεις, αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο για τους αποστράτους που ολοκλήρωσαν δεκαετίες μιας ευδόκιμης, αλλά και ιδιόμορφης και συνεχώς απαιτητικής επαγγελματικής σταδιοδρομίας.
Τα δύο βιβλία που παρουσιάζονται σήμερα είναι ένα πολύ υψηλό παράδειγμα συνδυασμού του πατριωτισμού με την ψύχραιμη και ορθολογική σκέψη και κρίση.
Γιατί χωρίς αγάπη για την πατρίδα και συναισθηματική προσέγγιση δύσκολα επιλέγεις το σκληρό επάγγελμα του μονίμου στελέχους των Ενόπλων Δυνάμεων.
Χωρίς όμως ψυχραιμία, νηφαλιότητα και ορθολογισμό δεν μπορείς να υπηρετήσεις αποτελεσματικά την πατρίδα.
Ο συγγραφέας και εσείς που ήλθατε να τον τιμήσετε και όλοι εμείς που είμαστε σήμερα εδώ, το γνωρίζετε καλύτερα από καθέναν άλλον.
Μέσα από τις σελίδες των βιβλίων αυτών αποδεικνύεται λοιπόν ότι η θυσία στο Αρκάδι δεν είναι μόνο μια ακόμη επιβεβαίωση της βούλησης των Ελλήνων να μην παραιτηθούν των δικαίων τους, να μην προδώσουν τις αξίες τους, εθνικές και θρησκευτικές, με όποιο κόστος, αλλά είναι ταυτόχρονα μια θυσία, που όχι μόνο δεν πήγε χαμένη, αλλά ως φλεγόμενη και ζωντανή ιστορική μνήμη επηρέασε αποφασιστικά την εξέλιξη του κρητικού ζητήματος.
Όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις αναγκάστηκαν το 1898 να τερματίσουν την παρουσία του τουρκικού στρατού στην Κρήτη και να την ανακηρύξουν αυτόνομη ηγεμονία υπό την προστασία τους, απ’ όλες τις προστάτιδες δυνάμεις ξεχώριζε η Ρωσία, οι στρατιωτικές δυνάμεις της οποίας είχαν την ευθύνη για τον σημερινό νομό Ρεθύμνου.
Αν και για τις υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις πολιτικός στόχος της παρουσίας τους στην Μεγαλόνησο ήταν να εμποδίσουν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, στο όνομα μιας κακώς εννοούμενης ευρωπαϊκής σταθερότητας, για την Ρωσία υπήρχε και κατανόηση και έμπρακτη στήριξη και συμπάθεια για τον πόθο εθνικής ολοκλήρωσης των Κρητών. Μια στάση που δημιούργησε μια στενή σχέση με το λαό της περιοχής, που την μνημονεύουν ακόμη οι εκεί κάτοικοι με συγκίνηση μέχρι και σήμερα.
Η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα που σήμερα τιμούμε, χάρη στην πρόσκληση του Αντιστρατήγου Παδουβά, δεν είναι η ένωση της Κρήτης με την μητέρα Ελλάδα, αλλά η Ένωση της Ελλάδας με την αρχαιότερη ιστορική της ρίζα, όπως αποτυπώνεται από τον μύθο της θυσίας στον Μινώταυρο και της αρπαγής της Ευρώπης, μέχρι τον θρύλο της εθελοθυσίας στην Μονή Αρκαδίου, υπό τον Ηγούμενο Γαβριήλ ανήμερα των Ταξιαρχών το 1866.
Θα ήθελα και πάλι να εκφράσω τις ευχαριστίες μου προς τον Αντιστράτηγο Παδουβά και την Ένωση Αποστράτων, αλλά και το δημόσιο έπαινο για την πολύχρονη συνεισφορά του μέσα από ένα ανεκτίμητης ιστορικής αξίας έργο.
Τον ευχαριστώ και σας ευχαριστώ και εσάς για την προσοχή σας».