Μετάφραση από τα σέρβικα: Γεώργιος Ιω. Αβραμόπουλος- θεολόγου
Ο Μπλάγκογιε (Ευάγγελος) Πόποβιτς (1894-1979), ο μετέπειτα πατέρας Ιουστίνος, γεννήθηκε στα Βράνια της Σερβίας στις 7 Απριλίου (25 Μαρτίου σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο) του έτους 1894. Πατέρας του ήταν ο Σπυρίδωνας και μητέρα του η Αναστασία.
Η οικογένεια Πόποβιτς ανέδειξε γενιές ιερέων και μόνο ο πατέρας του Μπλάγκογιε Σπυρίδωνας ήταν απλός εκκλησιαστικός. Ο Μπλάγκογιε ήταν το μικρότερο παιδί της οικογένειας και είχε έναν μεγαλύτερο αδερφό,τον Στόγιαντιν και μια αδελφή, τη Στόϊνα.
Σπούδασε εννιά χρόνια θεολογία στο Βελιγράδι, όπου έκανε πολλούς φίλους και συμμετείχε σε διάφορες προσευχητικές θεολογικές, αδελφότητες. Ένας από τους φίλους του ήταν ο Μίλανο Ντζόρντσεβιτς, ο μετέπειτα επίσκοπος της Δαλματίας, Ειρηναίος. Ως νέος θεολόγος, εκτός από τα έργα των Αγίων Πατέρων, ο Μπλάγκογιε διάβαζε κυρίως τα έργα του Ντοστογιέφσκυ.
Ο αδελφός του Στόγιαντιν, φοιτητής της νομικής, έχασε κατά λάθος τη ζωή του, πέφτοντας από το τρένο, καθώς επέστρεφε στο σπίτι του για διακοπές από τις σπουδές του. Τότε ο Μπλαγκόγιε δήλωσε ανοιχτά σε όλους ότι θέλει να αφιερώσει τη ζωή του στον Θεό, για να είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά σε Αυτόν και τον αδερφό του. Οι γονείς του αντιτέθηκαν σε αυτήν την επιθυμία του και προσπάθησαν με κάθε τρόπο να αποτρέψουν το παιδί τους από το να γίνει μοναχός.
Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ο Μπλάγκογιε υπηρέτησε ως νοσοκόμος στο στρατιωτικό νοσοκομείο στο Νις, απ΄όπου αργότερα αποσύρθηκε μέσω Αλβανίας μαζί με τον στρατό και τον κλήρο. Φτάνοντας στη Σκόνδρα, ο Μπλάγκογιε παρακάλεσε τον Πατριάρχη Δημήτριο να λάβει το μοναχικό σχήμα, και όταν ο πατριάρχης έδωσε την ευλογία του, ο θεολόγος Μπλάγκογιε εκάρη μοναχός με το όνομα Ιουστίνος.
Η κυβέρνηση της Σερβίας μετέφερε τότε τους θεολόγους στο Μπάρι με ένα παλιό πλοίο, και μετά μέσω Παρισιού οι θεολόγοι έφτασαν στο Λονδίνο, όπου τους υποδέχτηκε ο ιερομόναχος Νικόλαος Βελιμίροβιτς. Από την Αγγλία, όπου στεγάστηκε προσωρινά η ομάδα θεολόγων, με την ευλογία του Σέρβου Πατριάρχη Δημητρίου, ο Ιουστίνος μετέβη μαζί τους στην Πνευματική Ακαδημία της Αγίας Πετρούπολης. Λόγω όμως της αναταραχής, που επικρατούσε εκεί, οι θεολόγοι επέστρεψαν στην Αγγλία το 1916. Στην Αγγλία ο π. Ιουστίνος σπούδασε θεολογία στην Οξφόρδη, χωρίς να λάβει υποτροφία της αγγλικής κυβέρνησης. Εκεί παρουσίασε τη διδακτορική του διατριβή με θέμα: «η Θρησκεία και η Φιλοσοφία του Ντοστογιέφσκυ», η οποία δεν έγινε αποδεκτή και στα πλαίσια της οποίας ασκούσε κριτική στον δυτικό κόσμο. Επέστρεψε στη Σερβία χωρίς δίπλωμα το 1919.
Αμέσως μετά την επιστροφή του ο Πατριάρχης Σερβίας Δημήτριος τον έστειλε στην Ελλάδα με υποτροφία της ιεράς Συνόδου της Σερβίας. Κατά τη διάρκεια σύντομης διαμονής του στο σπίτι, προήχθη στο βαθμό του ιεροδιακόνου. Στην Ελλάδα, όπως και στη Ρωσία και την Αγγλία, συναντούσε πολύ κόσμο. Εντυπωσιάστηκε όμως ιδιαίτερα από μια μεγάλη στην ηλικία ελληνίδα γιαγιά, στο σπίτι της οποίας διέμενε και για την οποία έλεγε ότι από αυτήν έμαθε περισσότερα από ό,τι σε ολόκληρο το πανεπιστήμιο. Συχνά λειτουργούσε ως ιεροδιάκονος σε διάφορους ναούς της Ελλάδας. Όμως λίγο πριν την ολοκλήρωση του διδακτορικού του στη θεολογία στην Αθήνα, η ιερά Σύνοδος της Σερβικής Εκκλησίας του αρνήθηκε ξαφνικά την υποτροφία κι έτσι το 1921 επανήλθε στη Σερβία και έγινε διδάσκαλος στο θεολογικό σεμινάριο του Κάρλοβατς. Δίδαξε τις Γραφές, Δογματική, Πατρολογία και την Καινή Διαθήκη. Εκεί έλαβε και το βαθμό του ιερομονάχου.
Με τον καιρό, έγινε συντάκτης του ορθόδοξου περιοδικού “Χριστιανική ζωή”. Γνωστά είναι τα άρθρα του με τίτλο: “Από το γραφείο του εκδότη”. Μερικές φορές τα γραφόμενά του «ήταν πολύ έντονα» και άγγιζαν κάποιες παρατυπίες των κληρικών της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και των θεολογικών σχολών εκείνης της εποχής. Στο σχολείο του Κάρλοβατς κάποιος έκλεψε τη διδακτορική του διατριβή για τη γνωσιολογία του Αγίου Ισαάκ του Σύρου και του αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου, αλλά ο π. Ιουστίνος έγραψε μέσα σε λίγες μέρες την ίδια περίπου διατριβή με θέμα: «Το πρόβλημα της προσωπικότητας και της γνώσης σύμφωνα με τις διδασκαλίες του Αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου» και έλαβε το διδακτορικό του στην Αθήνα το 1926.
Λίγο αργότερα, εκδιώχθηκε από το σεμινάριο του Κάρλοβατς στο Πρίζρεν, όπου έμεινε περίπου ένα χρόνο, όσο καιρό χρειάστηκε να κλείσει το περιοδικό “Χριστιανική ζωή”. Εκείνη την εποχή εμφανίστηκε ένα κίνημα στη Δύση με στόχο να επιστρέψει η Τσεχική Δημοκρατία στην Ορθόδοξη πίστη και ο п. Ιουστίνος εκλέγεται ως βοηθός του Επισκόπου Ιωσήφ Σβίγιοβιτς στην αποστολή στην Καρπάθια Ρωσία. Σύντομα η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε να τον χειροτονήσει επίσκοπο, αλλά ο ίδιος αρνήθηκε εξηγώντας ότι δεν ήταν άξιος αυτού του βαθμού. Έκτοτε δεν προτάθηκε ξανά ποτέ για επίσκοπος.
Μετά από αυτό, διορίστηκε καθηγητής στη σχολή του Μπίτολι, όπου είχε επαφές με τον άγιο Επίσκοπο Νικόλαο και τον άγιο Ιωάννη Μαξίμοβιτς της Σαγκάης. Μαζί με τους ιεράρχες της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας πολέμησε ενάντια στην εισαγωγή του νέου ημερολογίου στη Σερβία το 1936, ενώ υποστήριξε το κίνημα των «θεοσεβών» με επικεφαλής τον άγιο επίσκοπο Νικόλαο, που ήταν συνεργάτης του και ως αποστολή τους είχαν τη διακονία των Ορθοδόξων Ρώσων προσφύγων, πριν από την Κόκκινη Επανάσταση.
Το 1934 έγινε καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου και το 1938 ίδρυσε μαζί με τον Μπράνισλαβ Πετρονίεβιτς τη Σερβική Φιλοσοφική Εταιρεία στο Βελιγράδι. Ασχολήθηκε με τη μετάφραση θεολογικών-ασκητικών έργων και έργων από την αγιοπατερική γραμματεία. Μετά το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο πατέρας Ιουστίνος έζησε σε πολλά μοναστήρια. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στα μοναστήρια Όβτσαρ-Κάμπλαρ, όπου συνελήφθη μετά τον πόλεμο από τις κομμουνιστικές αρχές. Μετά την κράτησή του, μετακόμισε στο μοναστήρι του Τσέλιε, κοντά στο Βάλιεβο. Ο πατέρας Ιουστίνος Πόποβιτς ήρθε στο Τσέλιε το 1948 με τις ευλογίες του επισκόπου Συμεών του Σάμπατς και του Βάλιεβο και της ηγουμένης μητέρας Σάρας, που ήρθε μαζί με αρκετές αδελφές της από το μοναστήρι Λιουμπόστινια στο Τσέλιε, μερικά χρόνια νωρίτερα.
Υπάρχουν πολλά, που μπορεί να ειπωθούν για τη ζωή του πατέρα Ιουστίνου του Τσέλιε. Διώχθηκε κατ΄επανάληψιν, ανακρίθηκε και συνελήφθη από τις αρχές, ενώ ήταν λίγοι αυτοί, που τον υπερασπίσθηκαν. Μεταξύ αυτών ήταν οι αδερφές μοναχές με την ηγουμένη μητέρα Γλυκερία, о πατέρας Ζίβκο Τοντόροβιτς – ο ενοριακός ιερέας της Λέλιτσα, οι μαθητές του Aββά και άλλοι θαυμαστές του… Ο πατέρας Ιουστίνος κοιμήθηκε την ίδια στιγμή και την ίδια ημέρα που γεννήθηκε – στη γιορτή του Ευαγγελισμού στις 7 Απριλίου (25 Μαρτίου) 1979. Στις 2 Μαΐου 2010 με την απόφαση της Ιεράς Συνόδου των Επισκόπων της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ο π. Ιουστίνος Ποπόβιτς ανακηρύχθηκε άγιος της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και η μνήμη του τιμάται στις 14 Ιουνίου.