Διαχωρισμό Κράτους-Εκκλησίας ζητάει με άρθρο του στην εφημερίδα “Αυγή” ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Τάσος Κουράκης. Το άρθρο τιτλοφορείται “Να διεκδικήσουμε τον διαχωρισμό κράτους – Εκκλησίας με συναίνεση και διάλογο” και αναφέρει μεταξύ άλλων πως άλλο πράγμα είναι το θρησκευτικό συναίσθημα και άλλο η Εκκλησία με τη νομική της υπόσταση.
Ολόκληρο το άρθρο έχει ως εξής:
“Η παρέμβαση της Εκκλησίας στα πράγματα της δημοκρατικής πολιτείας, καθώς και η στενή διαπλοκή της με το κράτος, συχνά στις χειρότερες στιγμές της ελληνικής ιστορίας, ανάγεται στην ίδρυση του ελληνικού κράτους.
Οι παθογένειες αυτής της σύμφυσης ήταν πάντοτε εμφανείς, ωστόσο τα τελευταία χρόνια οξύνθηκαν ιδιαίτερα, όπως με την εθνικιστική και οπισθοδρομική πολιτική παρέμβαση της προηγούμενης ηγεσίας της ελληνικής Εκκλησίας ή με τη σκανδαλώδη οικονομική και παραοικονομική δραστηριότητα της Εκκλησίας και των μοναστηριών.
Σήμερα, λοιπόν, θεωρούμε ότι έχει δικαιωθεί απολύτως και έχει καταστεί ώριμο κοινωνικό αίτημα η θέση ότι για μια σύγχρονη και δημοκρατική πολιτεία είναι αναγκαίος ο διαχωρισμός κράτους – Εκκλησίας και σε θεσμικό επίπεδο. Εξάλλου και στο εσωτερικό της Εκκλησίας πληθαίνουν οι φωνές που υποστηρίζουν ότι η πρόσδεσή της με το κράτος αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά της και δυσκολεύει την εκπλήρωση της αποστολής της.
Επιπλέον θα άξιζε να επισημάνουμε ότι άλλο πράγμα είναι το θρησκευτικό συναίσθημα και άλλο η Εκκλησία με τη νομική της υπόσταση (με την οποία το κράτος σχετίζεται). Πολύ συχνά, στις σχετικές συζητήσεις, αυτά τα δύο συγχέονται. Το θρησκευτικό συναίσθημα είναι η προσωπική απάντηση που δίνει ένας άνθρωπος στα μεγάλα ερωτήματα της Ύπαρξης, ενώ η Εκκλησία είναι ένα νομικό πρόσωπο το οποίο εποπτεύει χιλιάδες άλλα νομικά πρόσωπα Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου, διαχειρίζεται πόρους, διαθέτει περιουσία και τελεί νομικές πράξεις.
Επομένως η οριοθέτηση της σχέσης κράτους – Εκκλησίας δεν αφορά την έκφραση της θρησκευτικής πίστης, η οποία είναι ελεύθερη και προστατευόμενη από το Σύνταγμα για κάθε μέλος του κοινωνικού συνόλου και αφορά καθαρά νομικά θέματα.
Θα άξιζε να αναφερθούν δύο αντιφάσεις από την εμμονή της Εκκλησίας να παρεμβαίνει στα του κράτους: Η πρώτη αντίφαση είναι ανάμεσα στην απόλυτη ταύτιση της ελληνικής Εκκλησίας με το ελληνικό έθνος από τη μια και στο οικουμενικό στοιχείο που διεκδικεί για τον εαυτό της η χριστιανική πίστη από την άλλη. Και το δεύτερο, η αντίφαση ανάμεσα στον πνευματικό χαρακτήρα της θρησκείας και στην εμπλοκή των επίσημων φορέων της με την κοσμικότητα και την υλική πραγματικότητα.
Πάντως είναι χρήσιμο να έχουμε κατά νουν ότι σε κάθε συζήτηση για τις σχέσεις κράτους – Εκκλησίας δεν θα πρέπει να έχουμε αναφορά μόνο την Ορθόδοξη Εκκλησία, καθώς το ζήτημα ουσιαστικά είναι ο ρόλος των Εκκλησιών σε ένα σύγχρονο δημοκρατικό πολίτευμα και η ανάδειξή τους σε παράγοντες σταθερότητας της κοινωνικής ζωής. Δεν χρειαζόμαστε εστίες αποσταθεροποίησης ή πηγές εντάσεων.
Να σημειώσουμε ότι η χώρα μας παραμένει μία από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές όπου θεσμοθετημένα η Εκκλησία αναμειγνύεται στα του κράτους, και αντιστρόφως. Τούτο συνεπάγεται σωρεία προβλημάτων στην εύρυθμη λειτουργία του κράτους, στη νομοθεσία και στις συναλλαγές των πολιτών μαζί του, κυρίως σε ό,τι αφορά την ελλιπή νομοθεσία περί ατομικών δικαιωμάτων και την περιορισμένη άσκηση των συνταγματικών δικαιωμάτων περί ανεξιθρησκίας, αυτοδιάθεσης, ελευθερίας της έκφρασης, του Τύπου κ.ο.κ.
Στη σημερινή εποχή δεν νοείται οι πολίτες στις συναλλαγές τους με το κράτος να συμμετέχουν σ’ αυτές με την ιδιότητα του πιστού και όχι του πολίτη (θρησκευτικές ορκωμοσίες, αναγραφή θρησκεύματος στους τίτλους απολυτηρίων, πιστοποιητικό βάπτισης, ισοδύναμο με πιστοποιητικό ονοματοδοσίας κ.ο.κ.).
Επιπλέον εγείρονται σοβαρά ερωτήματα σχετικά με το πόσο δίκαιο και ισόνομο είναι να υφίστανται συλλήβδην οι πολίτες φορολογικές επιβαρύνσεις για τη μισθοδοσία των ορθοδόξων ιερέων, ανεξαρτήτως αν οι ίδιοι είναι ορθόδοξοι ή όχι, και κατά πόσον ο χρεωκοπημένος κρατικός προϋπολογισμός οφείλει να παρέχει εξόφθαλμες φοροελαφρύνσεις στις εκκλησιαστικές επιχειρήσεις.
Οι βουλευτές να σηκώνουν το χέρι για να ορκιστούν μπροστά σε ιερείς, οι εικόνες του Χριστού να «κοσμούν» τα δικαστήρια, τα σχολεία και όλες τις δημόσιες υπηρεσίες, το μάθημα των Θρησκευτικών να είναι υποχρεωτικό, η αναγραφή του θρησκεύματος να διατηρείται σε πολλά δημόσια έγγραφα, η «βλασφημία» να αποτελεί ποινικό αδίκημα. Πέραν τούτων, η Εκκλησία και οι μονές να απολαμβάνουν καθεστώς φορολογικού παραδείσου, νομικά όμοιο με αυτό off shore εταιρειών.
Βεβαίως να επισημάνουμε ότι έχουν ήδη συντελεστεί αλλαγές σε ορισμένα σημεία, όπως στα θέματα των ναών άλλων θρησκειών, στην απαλλαγή του κλήρου και των μοναχών από το στράτευμα, στην αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, στην καύση των νεκρών (η καύση των νεκρών θεσμοθετήθηκε, αλλά δεν συστήθηκε η δομή ακόμη, με αποτέλεσμα να μην τελείται καύση νεκρών στην Ελλάδα) και στην αποδοχή κατασκευής ισλαμικού τεμένους.
Παρ’ όλα αυτά, όμως, όπως ήδη αναφέρθηκε, υπάρχουν ανοιχτά ζητήματα που αφορούν σοβαρά θέματα, όπως αυτά που σχετίζονται με την εκκλησιαστική εκπαίδευση και την εκκλησιαστική περιουσία.
Στο πνεύμα αυτό ακολουθούν προτάσεις για τη διασφάλιση του «κοσμικού» χαρακτήρα του κράτους και τη διασφάλιση της δυνατότητας ίσης μεταχείρισης όλων των δογμάτων.
1) Συνταγματικός χωρισμός κράτους – Εκκλησίας: Αναθεώρηση του άρθρου 3.1 του Συντάγματος προκειμένου να αποσαφηνιστούν οι σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας και να τυποποιηθεί συνταγματικά ο χωρισμός τους υπό καθεστώς αμοιβαίου σεβασμού. Συνταγματική διατύπωση που να προσδιορίζει τη σύγχρονη εκδοχή της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους ως υποχρέωσης αφ’ ενός μεν σεβασμού (και όχι απλώς ανοχής) όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων και των λειτουργών τους και αφ’ ετέρου ως απαγόρευσης των κάθε είδους διακρίσεων εις βάρος των πολιτών με βάση τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Ρητή εξίσωση όλων των θρησκευτικών δογμάτων, των δικαιωμάτων, αλλά και των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτά ώστε να αποφεύγονται ερμηνευτικές συγχύσεις.
2) Η Εκκλησία της Ελλάδος, όπως άλλωστε και όλες οι άλλες θρησκευτικές κοινότητες, μπορεί να μετατραπεί σε ιδιότυπο Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, με βάση ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις, που θα εξασφαλίζουν την πλήρη διοικητική της αυτοτέλεια. Αυτονόητη συνέπεια είναι η σταδιακή ανάληψη από την Εκκλησία της αποκλειστικής ευθύνης για τη μισθοδοσία, ασφάλιση και συνταξιοδότηση του κλήρου. Κατάργηση της πλήρους φοροαπαλλαγής των εισοδημάτων της Εκκλησίας από ακίνητα, πλην των ναών.
Θεωρούμε ότι η Εκκλησία θα πρέπει να υπάγεται κανονικά και χωρίς εξαιρέσεις ή χαριστικές ρυθμίσεις στο φορολογικό καθεστώς που ισχύει για όλους τους πολίτες της χώρας, για όσους διαθέτουν περιουσία και αναπτύσσουν οικονομική δραστηριότητα. Θα πρέπει επίσης να επανεξεταστούν τα χρυσόβουλα και όλοι οι συναφείς τίτλοι με τους οποίους δίνονται ιδιοκτησιακά δικαιώματα στην Εκκλησία και στις μονές.
3) Η εγκύκλια εκπαίδευση, πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια, πρέπει ν’ απεμπλακεί από τον στόχο της «μετάδοσης των γνήσιων στοιχείων της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης», ενώ το μάθημα των θρησκευτικών, με τον σημερινό του ομολογιακό προσανατολισμό, πρέπει ν’ αντικατασταθεί από μάθημα θρησκειολογίας.
Επιπλέον αποτελεί αναγκαιότητα η απαλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της Εκκλησίας, ιδιαίτερα δε από κατηχητικές παραεκπαιδευτικές δραστηριότητες που καθιστούν τα σχολεία παραρτήματα ενοριών και υπονομεύουν τη συνύπαρξη παιδιών με διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις. Κατάργηση του υποχρεωτικού εκκλησιασμού και της πρωινής προσευχής στο σχολείο, και όπου αλλού τελείται. Απαγόρευση ανάρτησης θρησκευτικών συμβόλων στα σχολεία και σε κάθε άλλο δημόσιο κτήριο.
4) Κατάργηση του θρησκευτικού όρκου με τροποποίηση των σχετικών διατάξεων. Ο όρκος να έχει μόνο περιεχόμενο βεβαίωσης του ορκιζόμενου στην τιμή και τη συνείδησή του.
5) Απαγόρευση αναγραφής του θρησκεύματος σε δημόσια έγγραφα, τίτλους σπουδών ή βεβαιώσεις δημόσιας αρχής.
6) Επιβολή υποχρέωσης στους οικείους ΟΤΑ να διαμορφώσουν στα κοιμητήρια που τους ανήκουν διακεκριμένο χώρο πένθους και περισυλλογής για τον αποχαιρετισμό των νεκρών προτού ενταφιαστούν σε περίπτωση που αυτοί είχαν εκφράσει την επιθυμία να αποφύγουν τη θρησκευτική κηδεία. Δημιουργία χώρων καύσης νεκρών.
7) Κατάργηση του αναχρονιστικού καθεστώτος που διέπει τις σχέσεις κράτους και μουσουλμανικής μειονότητας. Οι μουφτήδες να μην ασκούν δικαιοδοτικές αρμοδιότητες και οι οικογενειακές διαφορές των μουσουλμάνων να υπάγονται μόνον στην τακτική δικαιοσύνη, η οποία θα εφαρμόζει και το μουσουλμανικό δίκαιο κατά μέτρο που αυτό δεν προσκρούει στο ελληνικό Σύνταγμα και το διεθνές δίκαιο της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Κατάργηση της σαρίας (ο ιερός ισλαμικός νόμος) για τα μέλη της μειονότητας της Θράκης, η οποία δεν ισχύει σε καμιά ευρωπαϊκή χώρα, ούτε καν στην Τουρκία, ενώ δεν απορρέει ούτε από τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923). Οι διατάξεις της (άγραφης) σαρίας έρχονται ευθέως σε σύγκρουση με το οικογενειακό δίκαιο (διαζύγια, επιμέλειες παιδιών, κληρονομιές) και με θεμελιώδη δικαιώματα, όπως της ισότητας των φύλων, της θρησκευτικής ελευθερίας, του συμφέροντος των ανηλίκων, της πρόσβασης σε δίκαιη δίκη.
8) Η ποινική νομοθεσία πρέπει ν’ απαλλαγεί από αναχρονιστικές διατάξεις, όπως τη διάταξη περί κακόβουλης βλασφημίας ή εξύβρισης θρησκευμάτων.
Εν κατακλείδι είναι κοινός τόπος ότι η πολιτισμική και θρησκευτική σύνθεση της ελληνικής κοινωνίας άλλαξε τα τελευταία χρόνια. Η ελληνική κοινωνία είναι πλέον μια πολυπολιτισμική κοινωνία με διαφορετικούς θρησκευτικούς και πολιτισμικούς προσανατολισμούς. Η πολυπολιτισμικότητα αυτή αποτελεί κοινωνικό πλούτο και όχι «απειλή για το έθνος» και ως εκ τούτου απαιτούνται προσαρμογές που θα αντιστοιχούνται στις κοινωνικές ανάγκες. Οι προσαρμογές αυτές δεν μπορεί παρά να είναι προϊόν διαλόγου και καλόπιστης διάθεσης ώστε να έχουν τη μέγιστη αποδοχή και από τις δύο πλευρές.”