Να εξεύρει μεθόδους προσέγγισης και προσέλκυσης του ποιμνίου της, ιδίως των νέων, που μέσα στις σημερινές συνθήκες πελαγοδρομούν μεταξύ του καλού και του κακού
Της Κ.Τομπόλη-Θεοδούλου, Δικηγόρου, τέως Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
Παρακολουθώ με ευλάβεια και θαυμασμό τις αγαθοεργές δραστηριότητες της Εκκλησίας μας, ιδίως τελευταίως, με την προσφορά συσσιτίου, κοινωνικών παντοπωλείων και άλλης βοήθειας προς τους δεινοπαθούντες λόγω της οικονομικής κρίσης συμπατριώτες μας.
Ανέκαθεν η Εκκλησία ερχόταν αρωγός των δυσπραγούντων, ποικιλοτρόπως και αποτελεσματικώς, ανταποκρινόμενη πρόθυμα, τόσο στις υλικές όσο και στις πνευματικές ανάγκες των τέκνων της. Υπεύθυνα, αθόρυβα, χριστιανικά. Αλλά και σε καιρούς ευμάρειας, το έργο της Εκκλησίας είναι εξίσου σημαντικό.
Παρ’ όλην όμως τη σημαντική προσφορά της, αρκετοί πιστοί φαίνεται να έχουν απομακρυνθεί από τους κόλπους της. Πού οφείλεται αυτό το φαινόμενο; Μήπως οφείλεται στον νέο τρόπο ζωής μας; Μήπως στη νέα νοοτροπία που έντεχνα καλλιεργείται από ορισμένους, ότι η θρησκεία ανήκει σε παρωχημένες εποχές; Μήπως στον διαρκώς εξαπλούμενο προσηλυτισμό σε διάφορες αιρέσεις και άλλες θρησκείες; Μήπως στην επίτηδες προβαλλόμενη από μερικούς επενδυτική δραστηριότητα της Εκκλησίας, ως επιχειρηματική δραστηριότητα, η οποία, σε τελική ανάλυση, είναι απολύτως αναγκαία για την οικονομική επιβίωση της Εκκλησίας και την επιτέλεση του ιερού έργου της;
Μήπως στη σκόπιμα υπερβολική προβολή της άνετης διαβίωσης ορισμένων ανωτέρων κληρικών, πράγμα που, εν πάση περιπτώσει, συνάδει με τον βαθμό της ιερωσύνης τους και τα καθήκοντά τους; Μήπως σε διάφορα κακόβουλα κουτσομπολιά εναντίον μοναχών και αγάμων κληρικών; Μήπως στην, κατά τη γνώμη ορισμένων, πουριτανή στάση που τηρεί η Εκκλησία σε σχέση με καυτά θέματα της σύγχρονης πραγματικότητας; Μήπως, επιτέλους, φταίει κάτι άλλο;
Να αντιδράσει αποτελεσματικά
Δεν είμαι ειδική, ούτε έχω διεξαγάγει έρευνα της αγοράς, για να γνωρίζω τι φταίει απ’ όλα τα ανωτέρω. Αν όμως φταίει έστω κι ένα από αυτά, τότε θα πρέπει η Εκκλησία να εξετάσει προσεκτικά τα αίτια, να ασκήσει αυτοκριτική και να εξεύρει τρόπους να αντιδράσει αποτελεσματικά, ώστε, από τη μια, να διορθώσει τα ενδεχομένως κακώς κείμενα και, από την άλλη, να διορθώσει την εικόνα που εκπέμπει προς τα έξω, με την κατάλληλη ενημέρωση του κοινού. Στην ανάγκη, να εκσυγχρονίσει τους τρόπους, τις διαδικασίες και τα μέσα, με τα οποία επιτελεί τα ιερά της καθήκοντα και διαδραματίζει τον ιερό της ρόλο. Να εξεύρει μεθόδους προσέγγισης και προσέλκυσης του ποιμνίου της, ιδίως των νέων, που μέσα στις σημερινές συνθήκες πελαγοδρομούν μεταξύ του καλού και του κακού, αναζητώντας υποσυνείδητα ηθικό στήριγμα.
Είναι καιρός να μην περιορίζονται, πλέον, ορισμένοι κληρικοί σε κηρύγματα από άμβωνος και να κατεβούν να συναντήσουν τους πιστούς στην καθημερινή τους ζωή.
Ν’ ακούσουν τα προβλήματά τους, ιδίως των νέων, να βοηθήσουν στην επίλυσή τους και, προπαντός οι ίδιοι, με τον βίο τους, να αποτελέσουν λαμπρό παράδειγμα προς μίμηση. Όπως ελέγετο για έναν από τους κορυφαίους αγίους μας, «ου γαρ διδάσκων μόνον, ουδέ φθεγγόμενος, αλλά και ορώμενος απλώς, ικανός ην άπασαν αρετής διδασκαλίαν εις την των ορώντων ψυχήν εισαγαγείν». Παράλληλα, ευσεβάστως υποβάλλω ότι είναι καιρός να εκσυγχρονισθεί τόσο ο τρόπος λειτουργίας των Κατηχητικών Σχολείων, όσο και ο τρόπος τέλεσης της Θείας Λειτουργίας, ώστε τα Κατηχητικά και οι εκκλησίες ν’ αποτελέσουν πόλο έλξης των νέων.
Δεν είναι κακό, κατά τη γνώμη μου, να μεταφρασθεί η Θεία Λειτουργία στην καθομιλουμένη νεοελληνική γλώσσα και να τελείται στη γλώσσα αυτή σε συγκεκριμένους, έστω ελάχιστους ιερούς ναούς, ακόμη και κατά τις απογευματινές ώρες. Ούτε είναι κακό, πιστεύω, στους ίδιους αυτούς ναούς, να ψάλλει ολόκληρο το εκκλησίασμα, αντί μόνον οι ψάλτες, ώστε να συμμετέχουν όλοι στη Λειτουργία. Και να ψάλλουν, όχι μόνο τους ύμνους που περιλαμβάνονται στη Θεία Λειτουργία, αλλά και άλλους προσεκτικά διαλεγμένους εκκλησιαστικούς ύμνους. Νοείται ότι, στην πλειοψηφία των ιερών ναών, θα συνεχίσει να τελείται η Θεία Λειτουργία όπως τελείται τώρα, χάριν συνέχισης της ιερής παράδοσης.
Το φρόνημα του λαού μας
Από την άλλη, είναι αναγκαίο, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, λόγω της οικονομικής κρίσης, να ενισχυθεί το φρόνημα του λαού μας, με την ανύψωση του πνευματικού του επιπέδου γενικά και, ειδικότερα, με την ανόρθωση του θρησκευτικού συναισθήματος και την ενστάλαξη στους νέους μας των παραδοσιακών αξιών και ιδεωδών. Σ’ όλα αυτά, καλείται η Εκκλησία μας να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο.
Για παράδειγμα, μεταξύ άλλων, θα μπορούσαν ορισμένοι Εκκλησιαστικοί Οργανισμοί, που παρουσιάζουν ήδη αξιόλογο έργο, όπως το Ίδρυμα Μακαρίου Γ’ της Αρχιεπισκοπής, το Κέντρο Μελετών της Ιεράς Μονής Κύκκου, οι Μητροπόλεις και τα Μοναστήρια, να ενθαρρύνουν ακόμη περισσότερο ή/και να χρηματοδοτήσουν τη βιβλιογραφία πάνω σε εκκλησιαστικά, ιστορικά, λογοτεχνικά, κοινωνικά και ηθοπλαστικά θέματα, να επιχορηγήσουν τη μουσική σύνθεση, εναρμόνιση κι εκτέλεση εκκλησιαστικής μουσικής, βυζαντινής και ευρωπαϊκής, φωνητικής και ενόργανης, καθώς και την εκκλησιαστική αγιογραφία με ζωγραφική ή ψηφιδωτά και άλλες καλλιτεχνικές δημιουργίες, ώστε να προσελκυσθούν νεαροί καλλιτέχνες στην Εκκλησία, αντί να στραφούν αλλού.
Με τη σειρά του, το Κράτος οφείλει να τείνει ευήκοον ους στην Εκκλησία σ’ ό,τι αφορά τα προγράμματα διδασκαλίας των μαθητών στα σχολεία μας. Επαναλαμβάνω: Κλίνω ευλαβώς το γόνυ μπροστά στο τεράστιο δογματικό, εθνικό και κοινωφελές έργο της Εκκλησίας μας. Όμως, πάντα υπάρχει έδαφος για περισσότερα, μάλιστα όσο είναι καιρός. Τόσο χάριν προόδου της Εκκλησίας μας, όσο και χάριν ευημερίας του χριστεπώνυμου πληρώματός της.