Τη θέση του για όσα ειπώθηκαν στη Βουλή για τη Συνταγματική Αναθεώρηση και τις σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους, καταθέτει ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ.
Το άρθρο του Σεβασμιωτάτου αναφέρει:
Παρηκολούθησα το κοινοβουλευτικό έργο της αναθεωρητικής Βουλής για την ψηφιζομένη την Δευτέρα 25/11 αναθεώρηση άρθρων του Συντάγματος και διεπίστωσα την παραπληροφόρηση, την απόκρυψη και την στρέβλωση της νομικής πραγματικότητος και του ισχύοντος νομικού πλαισίου που συλλύβδην οι 4 κομματικοί σχηματισμοί του ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ και ΜΕΡΑ25 επεχείρησαν. Είναι πασίδηλο το γεγονός ότι η απελθούσα Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε ενορχηστρώσει «πογκρόμ» κατά της Αγιωτάτης ημών Εκκλησίας, κινουμένη από τις εμμονικές ιδεοληψίες και εμπάθειές της, ίσως και από έξωθεν εντολές του γνωστού διεθνιστικού λόμπυ κατά της Ελληνορθοδοξίας, τόσο με την πρόταση αναθεωρήσεως του άρθρου 3 του Συντάγματος που διαμόρφωσε και εψήφισε, όσο και με τα 15 σημεία της γνωστής συμφωνίας Εκκλησίας-Πολιτείας.
Με την πρόταση αναθεωρήσεως του άρθρου 3 που διαμόρφωσε δόλια και με μεθοδεία η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, διαστρέβλωσε σκοπίμως τις έννοιες του Κράτους και του Έθνους θέτουσα ως πρόταγμα του άρθρου 3 του Συντάγματος, την ουδετεροθρησκεία, ενώ οι διατάξεις του άρθρου 3 ρυθμίζουν δικαιοπολιτικά τις σχέσεις της Ελληνικής Πολιτείας με το ομόθρησκο Έθνος των Ελλήνων και την Εκκλησία Του και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως διεθνές Νομικόν Πρόσωπον και δηλώνουν τον σεβασμό της Ελληνικής Δημοκρατίας προς τη διαμορφωμένη κατά το κανονικό δίκαιο σχέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Εκκλησία της Ελλάδος (δογματική ενότητα, καθεστώς Νέων Χωρών, Κρήτης, Δωδεκανήσου, αλλά και Αγίου Όρους σύμφωνα με τις ειδικότερες προβλέψεις του άρθρου 105).
Για την ακρίβεια, το Σύνταγμα εισάγει δύο διαφορετικά συστήματα σχέσεων Kράτους και Εκκλησίας. Ένα σύστημα συνταγματικώς ρυθμισμένων σχέσεων (που εξειδικεύει ο Νόμος 590/1977) με την Εκκλησία της Ελλάδος και ένα σύστημα ομοταξίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το άρθρο 3 λειτουργεί προστατευτικά διά το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την διεθνή νομική και κανονική του θέση, συμπεριλαμβανομένων των ιδιαίτερων Εκκλησιαστικών καθεστώτων, στην Ελλάδα που το αφορούν ευθέως. Με ένα λόγο το άρθρο 3 του Συντάγματος ρυθμίζει τις σχέσεις όπως αναφέρθηκε Εκκλησίας και Ελληνικού Έθνους αναγνωρίζει με τον νομικό όρο της «επικρατούσης θρησκείας» το «ομόθρησκο» του Ελληνικού Έθνους, εκ του οποίου προκύπτει και πηγάζει το κανονιστικό περιεχόμενο του άρθρου 3 με ο,τι αυτό δικαιοπολιτικώς συνεπάγεται (θρησκευτικά σύμβολα, θρησκευτικές εορτές, αργίες, εκκλησιοποίηση του Έθνους, μάθημα θρησκευτικών κατά τις επιταγές του άρθρου 16.2 του Συντάγματος).
Με το άρθρο 13 του Συντάγματος, που ανήκει στα μη αναθεωρητέα άρθρα, καθιερώνεται ρητώς η προστασία της θρησκευτικής συνειδήσεως όλων των Ελλήνων πολιτών και η ισότιμος θέση αυτών έναντι του Κράτους ασχέτως της οιασδήποτε θρησκευτικής ή μη παραδοχής των και δι’αυτών καθιερώνεται όχι η αρχή της ανεξιθρησκείας, που σημαίνει απλή ανοχή, αλλά η υπερτέρα αυτής, αρχή της θετικής συμβολής του Κράτους και των οργάνων Του ισοτίμως υπέρ όλων των γνωστών θρησκειών κατά το Σύνταγμα, (των θρησκειών που δεν έχουν κρύφια δόγματα και η λατρεία τους δεν αντίκειται στην δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη) και επομένως όπως θα καταδειχθεί με την παράθεση των σχετικών νομικών πλαισίων, το Ελληνικό Κράτος από του έτους 1885 με την αναγνώριση ως Δημοσίων Υπηρεσιών των Μουσουλμανικών Μουφτειών και από του έτους 1920 με την επικαιροποίηση της αναγνωρίσεως των Μουσουλμανικών Μουφτειών και των Ισραηλιτικών Κοινοτήτων ως ΝΠΔΔ, είναι απολύτως ουδετερόθρησκο.
Εδώ ακριβώς έγκειται η παραπληροφόρηση, η απόκρυψη και η στρέβλωση των κομμάτων ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ και ΜΕΡΑ25 διότι παρασιωπούν, αποκρύπτουν και διαστρεβλώνουν την υφιστάμενη στην έννομη τάξη της Χώρας, νομική πραγματικότητα, ότι το Ελληνικό Κράτος είναι ΟΥΔΕΤΕΡΟΘΡΗΣΚΟ ενώ το Ελληνικό Έθνος είναι ΟΡΘΟΔΟΞΟ. Συνεπώς δεν απαιτείται ούτε πρόταγμα περί ουδετεροθρησκείας στο άρθρο 3, ούτε ερμηνευτική δήλωση, διότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι χωρισμένη από το Ελληνικό Κράτος και υφίστανται διακριτότατοι ρόλοι, γι’ αυτό άλλωστε το Ελληνικό Κράτος νομοθετεί ελεύθερα εις βάρος του δόγματος και του ήθους της Εκκλησίας (Πολιτικός γάμος, αποποινικοποίηση μοιχείας και παρά φύσιν ασέλγειας, νομιμοποίηση αμβλώσεων, πολιτική κηδεία, καύση νεκρών, αυτόματο διαζύγιο, σύμφωνο συμβίωσης ακόμη και των «οπαδών» της ανατροπής της ανθρώπινης οντολογίας, αποποινικοποίηση κακόβουλης βλασφημίας κλπ). Η παραπληροφόρηση, συνίσταται στο γεγονός ότι δεν εξηγείται στο λαό μας η υφισταμένη νομική κατάσταση, ότι δηλαδή η Εκκλησία είναι ΝΠΔΔ μόνο προς τις νομικές Της σχέσεις και ότι οι Μουσουλμανικές Μουφτείες στην Ελλάδα είναι Δημόσιες Υπηρεσίες, δηλ. σε προνομιακή κατάσταση έναντι της Εκκλησίας και ότι οι Ισραηλιτικές Κοινότητες και το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο είναι ωσαύτως ΝΠΔΔ. Κατά ταύτα ο χωρισμός Εκκλησίας Πολιτείας που «ευαγγελίζονται» ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ (με την ερμηνευτική δήλωση που ζητά), ΚΚΕ, και ΜΕΡΑ25 σημαίνει ουσιαστικώς την κατάργηση της νομικής προσωπικότητος Δημοσίου Δικαίου των Νομικών Προσώπων της Εκκλησίας, ενώ την ίδια στιγμή θα παραμείνουν Δημόσιες Υπηρεσίες οι 3 Μουσουλμανικές Μουφτείες της Θράκης και ΝΠΔΔ οι Ισραηλιτικές Κοινότητες και το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο. Επομένως ο λαός μας δεν ερωτάται γι’αυτήν την συγκεκριμένη αλλαγή, αλλά για κάποιον αδιευκρίνιστο «χωρισμό» που εκ του Συντάγματος είναι ήδη δεδομένος. Και εδώ απαντούμε στο πρώην Πρόεδρο της Βουλής αγαπητό κ. Βούτση.
Επιπροσθέτως η απελθούσα Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με την δόλια πρότασή της στόχευε να επιτύχει την παγία θέση της Αριστεράς ότι η διάταξη του άρθρου 3 έχει μόνο διαπιστωτικό και όχι κανονιστικό περιεχόμενο, με ότι αυτό δικαιοπολιτικώς συνεπάγεται (κατάργηση συμβόλων, απομείωση θρησκευτικών εορτών, απεκκλησιοποίηση του Έθνους). Η τυχόν ψήφιση αυτής της τρομακτικής αλλαγής, στις σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας θα άνοιγε τον δρόμο και αυτή ήταν η μεθόδευση του ΣΥΡΙΖΑ, στα γνωστά στρατευμένα όργανα που αποτελούν καλοπληρωμένες οργανώσεις «σφραγίδα» του συστήματος, όπως του Open Society Foundation του κ. G. Soros λ.χ., να προσφύγουν στο δικαστικό σύστημα και να γκρεμίσουν το ένα μετά το άλλο τα σύμβολα και τα προτάγματα της Ελληνορθοδοξίας, ώστε τελικά να καταργηθεί με δικαστικές αποφάσεις, εν τοις πράγμασι, το άρθρο 3 και να μετατραπεί σε απλή διαπιστωτική δήλωση. Άλλωστε αυτός, είναι ο «μύχιος» πόθος της Αριστεράς, όπως εκφράζεται από την διανόηση της και την σχετική αρθρογραφία της.
Στο σημείο αυτό χρεωστούμε να είπωμε ότι το ίδιο δόλια ήταν και η Συμφωνία Εκκλησίας-Πολιτείας που μετέβαλε την υποχρέωση της Ελληνικής Πολιτείας, για την μισθοδοσία του Κλήρου έναντι της διαρπαγείσης τεραστίας Εκκλησιαστικής περιουσίας, σε επιχορήγηση με προφανή στόχευση το Ευρωπαικό Δικαστήριο Κοινοτικών Υποθέσεων του Λουξεμβούργου, να την καταργήσει ως αντικειμένη στο Ενωσιακό Δίκαιο περί ανταγωνισμού και ταυτόχρονα η Εκκλησία να έχει παραιτηθεί των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων αποζημιώσεώς Της, με τρισεκατομμύρια ευρώ με δύο Αποφάσεις του Ευρωπαικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου, για την διαρπαγείσα περιουσία 429 Μονών και την διαρπαγείσα Εκκλησιαστική περιουσία έως το 1939, όπως δόλια ήταν και η μετονομασία της επιχορήγησης, σε αφηρημένη αποζημίωση χωρίς την συνομολόγηση ανάλογης ποινικής ρήτρας.
[irp posts=”533353″ name=”Ι.Μ. Πειραιώς: Στις 27 Νοεμβρίου τα εγκαίνια της Χριστουγεννιάτικης Δωροεκθέσεως”]
Επιπροσθέτως η απελθούσα Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με την δόλια πρότασή της στόχευε να επιτύχει την παγία θέση της Αριστεράς ότι η διάταξη του άρθρου 3 έχει μόνο διαπιστωτικό και όχι κανονιστικό περιεχόμενο, με ότι αυτό δικαιοπολιτικώς συνεπάγεται (κατάργηση συμβόλων, απομείωση θρησκευτικών εορτών, απεκκλησιοποίηση του Έθνους). Η τυχόν ψήφιση αυτής της τρομακτικής αλλαγής, στις σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας θα άνοιγε τον δρόμο και αυτή ήταν η μεθόδευση του ΣΥΡΙΖΑ, στα γνωστά στρατευμένα όργανα που αποτελούν καλοπληρωμένες οργανώσεις «σφραγίδα» του συστήματος, όπως του Open Society Foundation του κ. G. Soros λ.χ., να προσφύγουν στο δικαστικό σύστημα και να γκρεμίσουν το ένα μετά το άλλο τα σύμβολα και τα προτάγματα της Ελληνορθοδοξίας, ώστε τελικά να καταργηθεί με δικαστικές αποφάσεις, εν τοις πράγμασι, το άρθρο 3 και να μετατραπεί σε απλή διαπιστωτική δήλωση. Άλλωστε αυτός, είναι ο «μύχιος» πόθος της Αριστεράς, όπως εκφράζεται από την διανόηση της και την σχετική αρθρογραφία της.
Στο σημείο αυτό χρεωστούμε να είπωμε ότι το ίδιο δόλια ήταν και η Συμφωνία Εκκλησίας-Πολιτείας που μετέβαλε την υποχρέωση της Ελληνικής Πολιτείας, για την μισθοδοσία του Κλήρου έναντι της διαρπαγείσης τεραστίας Εκκλησιαστικής περιουσίας, σε επιχορήγηση με προφανή στόχευση το Ευρωπαικό Δικαστήριο Κοινοτικών Υποθέσεων του Λουξεμβούργου, να την καταργήσει ως αντικειμένη στο Ενωσιακό Δίκαιο περί ανταγωνισμού και ταυτόχρονα η Εκκλησία να έχει παραιτηθεί των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων αποζημιώσεώς Της, με τρισεκατομμύρια ευρώ με δύο Αποφάσεις του Ευρωπαικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου, για την διαρπαγείσα περιουσία 429 Μονών και την διαρπαγείσα Εκκλησιαστική περιουσία έως το 1939, όπως δόλια ήταν και η μετονομασία της επιχορήγησης, σε αφηρημένη αποζημίωση χωρίς την συνομολόγηση ανάλογης ποινικής ρήτρας.
Στον Α.Ν. 367/7.6.1945 (ΦΕΚ 143Α) στα αρθ. 5 και 6 «συνιστάται Κεντρικόν Ισραηλιτικόν Συμβούλιον του οποίου τα μέλη διορίζονται δι’ αποφάσεως του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Παιδείας» και στον Ν. 1657/1951 διαλαμβάνεται στο αρθ. 3 παρ. 2 «Ο γενικός Αρχιραββίνος Ελλάδος … διορίζεται και απολύεται προτάσει του άνω συνεδρίου διά Β.Δ. προκαλουμένου υπό του Υπουργού Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας», ασχέτου όντος ότι λόγω της μειώσεως των Ελλήνων πολιτών Ισραηλιτικής πίστεως ένεκεν του εφιαλτικού Ολοκαυτώματος που διέπραξαν οι εγκληματίες Ναζί με πνευματικό εφαλτήριο τον Ρουνικό παγανισμό του ερμητικού τάγματος της Θούλης και τον Υπεράνθρωπο του άφρονος Νίτσε καθώς και της μεταναστεύσεως στο νεοπαγές το 1948 Κράτος του Ισραήλ, οι ανωτέρω διατάξεις υφίστανται μεν αλλά υπολειτουργούν όσον αφορά στην συγκρότηση των Ραββινικών Δικαστηρίων.
Η ψηφισθείσα από την προτείνουσα Βουλή αναθεώρηση των άρθρων 13 παρ. 5, 33 παρ. 2 και 59 παρ. 1 και 2 διά την καθιέρωσι του πολιτικού όρκου και η κατάργηση της προαιρετικότητος στην ορκοδοσία αιρετών και δημοσίων λειτουργών στόχευε προδήλως στην αποσύνδεση της Εκκλησίας από το Δημόσιο βίο και στην απομείωση ενός εκ των βασικών στοιχείων της εθνικής ταυτότητος που είναι το «ομόθρησκο». Προσέβαλε όμως καταφώρως την έννοια του σεβασμού της θρησκευτικής ελευθερίας του άρθρου 13 του Συντάγματος, διότι επέβαλε στους ενθέους αιρετούς και δημοσίους λειτουργούς Έλληνες πολίτες, την διά του Συντάγματος δημοσία δήλωση ως οντολογικού τους θεμελίου, όχι της πίστεώς τους στο θείο και ιερό, αλλά στον εαυτό τους. Η επιβολή αυτή αποτελεί παραβίαση του άρθρου 13 του Συντάγματος και του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ. Όπως τυγχάνει απαράδεκτο να υποχρεούται ο άθεος που θεωρεί ως οντολογικό του θεμέλιο τον εαυτό του, δηλαδή την τυχαία συνάρμοση των κυττάρων του εκ της οποίας μυστηριωδώς προκύπτουν μεταφυσικαί έννοιαι ως η τιμή και η συνείδηση, να δηλώνει το θείο και το ιερό, ούτω και ο ένθεος να υποχρεούται να ορκοδοτεί στον εαυτό του.
Η ψηφισθείσα από την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πρόταση αναθεωρήσεως του άρθρου 21 του Συντάγματος που ευθέως απομειώνει και εξαφανίζει την έννοιαν της οικογένειας ως πρωταρχικού κυττάρου του Έθνους και του προσδίδει μόνο «υλιστικόν» περιεχόμενον, αποσυνδέον την έννοια της οικογενείας ως θεμελίου της συντήρησης και προαγωγής του Ελληνικού Έθνους όπως σήμερα προβλέπεται, είναι απαράδεκτος και προσβλητική διά την ιδιοπροσωπία του λαού μας, αλλά ταυτόχρονα και δολιοτάτη διότι ήθελε να πραγματώσει την ιδεοληψία της Αριστεράς διά το διεθνιστικό κοσμοείδωλο, που την εκφράζει και την συνέχει. Άλλωστε, όλοι οι της Κυβερνήσεως διακηρύσσουν ότι είναι Διεθνιστές και ότι αισθάνονται αποστροφή για τον εθνισμό, του οποίου την έννοια διαστρέφουν τεχνηέντως, ταυτίζοντάς τον, με την παθογένεια του εθνικισμού. Η causa της συγκεκριμένης προτάσεως ήταν να παύσει ο δεσμός οικογενείας και Έθνους, ως πρωταρχικού κυττάρου και θεμελίου της συντήρησης και προαγωγής του, ώστε να «ανοιχθεί» το Δημόσιο Ταμείο του Κράτους, στην επιδότηση και επιχορήγηση αλλοεθνών οικογενειών, που κατά χιλιάδες εποικίζουν την χώρα, ώστε να αλλαγεί η εθνοτική και θρησκευτική της ομοιογένεια, υλοποιώντας ετεροχρονισμένα, το σχεδιασμό του Τουρκοαιγυπτίου Ιμπραήμ Πασά 200 χρόνια μετά ταύτα, ο οποίος εσχεδίαζε την μεταφορά των εναπομεινάντων Ελλήνων στην Αίγυπτο και την εγκατάσταση εδώ φελλάχων, ώστε να «ριζώσει νέα ράτσα» όπως έλεγε.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι οι ψηφισθείσες προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ από την προτείνουσα Βουλή για την αναθεώρηση των ανωτέρω άρθρων του Συντάγματος καθώς και οι θέσεις του ΚΙΝΑΛ, του ΚΚΕ και της ΜΕΡΑΣ25 καταδολιεύουν την νομική πραγματικότητα της Χώρας, παραπληροφορούν τον λαό μας και προσβάλλουν τον Νομικό μας Πολιτισμό.
+ ο Πειραιώς ΣΕΡΑΦΕΙΜ