Στο θέμα των “Μαρτύρων του Ιεχωβά” και της “εορτής του θανάτου του Κυρίου” αναφέρεται σε εγκύκλιό του ο Μητροπολίτης Σάμου κ. Ευσέβιος.
Ολόκληρη η εγκύκλιος με αφορμή και την Κυριακήν της Ορθοδοξίας 24ην Μαρτίου 2013 έχει ως εξής:
Αγαπητοί Πατέρες και Αδελφοί,
Πρώτος μεγάλος σταθμός στο ταξίδι μας στο πέλαγος της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής είναι η σημερινή Κυριακή, Κυριακή της Ορθοδοξίας. Κατ’ αυτήν εορτάζουμε την αναστύλωση των Ιερών Εικόνων, τη νίκη της Ορθοδοξίας, δηλαδή την επικράτηση της ορθής πίστης σε συνδυασμό με την ορθή πράξη, τα οποία αποτελούν το αυθεντικό βίωμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας.
Γιά αυτή την πίστη κάνει λόγο ο απόστολος Παύλος στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα. Ακούσαμε για τους αγώνες που χρειάστηκαν για την επικράτησή της, αλλά και όσα θαυμαστά επετέλεσε ο Θεός με την χάρη Του σ’ εκείνους, που έμειναν αμετακίνητοι στην πίστη τους στον αληθινό Θεό και στη ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας.
Τις ημέρες αυτές και πάλι, σαν να μην έφταναν τα τόσα προβλήματα, που επεσώρευσε στη ζωή μας η κοινωνική και οικονομική μας εξαθλίωση, εμφανίστηκαν για μία ακόμη φορά οι αυτοαποκαλούμενοι «Μάρτυρες του Ιεχωβά», προσκαλώντας μέσα από ένα έγχρωμο φυλλάδιο, που τυπώθηκε στην Γερμανία για λογαριασμό του Κέντρου τους στην Πενσυλβάνια της Αμερικής, σε μια εκδήλωση για την επέτειο του θανάτου του μεγαλύτερου ανθρώπου. Ως μεγαλύτερο άνθρωπο θεωρούν κατά βλάσφημο τρόπο τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, αφού αρνούνται την θεότητά του.
Με την ευκαιρία λοιπόν της σημερινής Κυριακής της Ορθοδοξίας, καλό είναι να τιμήσουμε την ημέρα διευκρινίζοντας κάποια πράγματα, αφ’ ενός μεν για να αναιρέσουμε τις αιρετικές τους δοξασίες και αφ’ ετέρου για να επαληθεύσουμε εμείς την πίστη μας και τη ζωή μας μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας.
Κατ’ αρχήν η ονομασία τους «Μάρτυρες ή Χριστιανοί Μάρτυρες του Ιεχωβά» δεν λέει τίποτε. Η λέξη Ιεχωβά δεν έχει ιστορική βάση πουθενά στην Αγία Γραφή, ούτε στο πρωτότυπο, ούτε στην μετάφραση ή την απόδοση στη νεοελληνική. Στην Αγία Γραφή συναντάται μόνο το Γιαχβέ, το όνομα με το οποιο αποκαλύφθηκε ο Θεός στο Μωϋσή, (βλ. Εξόδ. Γ, 14) το γνωστό ως ιερό τετραγράμματο. Η ερμηνεία του είναι:αυτός που υπάρχει, ο Ων. Είναι η λέξη, η οποία βρίσκεται και στο φωτοστέφανο της ιεράς εικόνος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Από σεβασμό στην ιερότητα του ονόματος του Θεού τόσο στην Παλαιά, όσο και στην Καινή Διαθήκη και από τους ίδιους τους Αγίους Αποστόλους πουθενά δεν αναφέρεται ο Θεός με τη λέξη Γιαχβέ, πόσο μάλλον με το ανύπαρκτο Ιεχωβά! Η γραφή Ιεχωβά προφέρεται στα εβραικά ως Αδωνάι, που σημαίνει Κύριος, το οποίο αποτελεί και το σύνηθες όνομα του Θεού στην επίκληση και προσευχή των Δικαίων και των Αγίων.
Πέραν τούτων η θέλησή τους να τιμήσουν τον θάνατο ενός μεγάλου ανθρώπου, αποδεικνύει το μέγεθος της βλασφημίας τους, καθώς θεωρούν τον Κύριό μας Ιησού Χριστό ως κτίσμα του Θεού Πατρός και αρνούνται την Θεότητά του. Το ίδιο δίδασκε και ο Άρειος. Καί αυτό και μόνο κατατάσσει τους αυτοαποκαλούμενους «Μάρτυρες του Ιεχωβά» στους αιρετικούς Αρειανούς, τους οποίους η Εκκλησία μας κατεδίκασε στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325 μ.Χ.).
Αρκεί μόνο να υπενθυμίσουμε τρία από τα δεκάδες χωρία της Αγίας Γραφής για να αποδείξουμε την θεότητα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Πρώτον την αρχήν του Ευαγγελίου του Ιωάννου : «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος» (Ιωάν. α,1), όπου ξεκάθαρα λέει, πως ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, που εν χρόνω έγινε και άνθρωπος για τη σωτηρία μας.
Δεύτερον την ενθουσιώδη κραυγή του Αποστόλου Θωμά, όταν συνάντησε τον Χριστό μετά την ανάσταση, και είπε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου» (Ιωάν. κ, 28).
Καί τρίτον την εκ μέρους της Ελισάβετ υποδοχή της Παναγίας μας αμέσως μετά τον Ευαγγελισμό της από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, που αύριο πανηγυρικώς εορτάζουμε, καθώς την καλωσόρισε με τα λόγια:«Καί πόθεν μοι τούτο, ίνα έλθη η μήτηρ του Κυρίου μου προς με;» (Λουκ. α, 43) δηλ. Πως ήταν αυτό να έλθει σε εμένα η Μητέρα του Κυρίου μου; Κύριος της Ελισάβετ είναι ο Ένας αληθινός Θεός, ο Γιαχβέ ή έστω ο Ιεχωβά κατ’ αυτούς, τον οποίον ταυτίζει με τον κυοφορούμενο Χριστό και θεωρεί την Παναγία, Μητέρα του Κυρίου και Θεού της.
Τούτο το τελευταίο χωρίο αποδεικνύει και την προσωνυμία της Παναγίας ως Θεοτόκου, αφού γέννησε τον Κύριο και Θεό μας. Αρνούμενοι οι αυτοαποκαλούμενοι «Μάρτυρες του Ιεχωβά» τον Χριστό ως Θεό απορρίπτουν και υβρίζουν την Παναγία μας. Δεν αποδέχονται ούτε τους Αγίους μας, ούτε αυτόν τον Τίμιον και Ζωοποιόν Σταυρόν, διά του οποίου ήλθε η χαρά σε όλο τον κόσμο, όπως λέμε και στην προσευχή της Εκκλησίας μας «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι…Ιδού γαρ ήλθεν δια του σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω».
Μάλιστα δε στην πρόσκληση, που μοιράζουν έχουν τον Χριστό να κρέμμεται από ένα πάσσαλο, γιατί δεν δέχονται τον Σταυρό και διδάσκουν, ότι κρεμάστηκε ο Χριστός σε ένα ξύλο. Αλήθεια άραγε, πως μπορούν και αδιαφορούν για όλες εκείνες τις αναφορές της Αγίας Γραφής για τον Σταυρό;
Στην Παλαιά Διαθήκη έχουμε δεκάδες προτυπώσεις του Τιμίου Σταυρού.
Στην Καινή διαθήκη, ο ίδιος ο Χριστός λέει «ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν…αράτω τον σταυρόν αυτού ακολουθείτω μοι» (Ματθ. ιστ, 24 κ΄ Μαρκ. η, 34 κ΄ Λουκ. θ, 23).
Ο όχλος των Εβραίων φώναζε «σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν» (Λουκ. κγ 21 κ΄ Μαρκ. ιε, 13-14) και όχι κρέμασον.
Όταν ο Χριστός μετά τους εμπαιγμούς ανέβαινε στον Γολγοθά για να τον σταυρώσουν, τότε αγγάρευσαν τον Σίμωνα τον Κηρυναίο «ίνα άρη τον Σταυρόν αυτού» (Ματθ. κζ΄ 32 κ΄ Μαρκ ιε 21).
Αλλά και ένα λεξικό να ανοίξει κάποιος στη λέξη σταυρός έχει την περιγραφή και το σχήμα του σταυρού, που όλοι γνωρίζουμε. Καί στην ιστορία να ανατρέξει θα ‘δεί ότι η σταύρωση ήταν η συνήθης θανατική ποινή των Ρωμαίων και γινόταν με συγκεκριμένο τύπο σταυρού. Οι επιγραφές στις κατακόμβες και η όλη εικονογραφία τόσων αιώνων αποδεικνύει περίτρανα το σημείο του σταυρού και την σωτηρία διά του σταυρού, που αρνούνται οι αυτοαποκαλούμενοι «Μάρτυρες του Ιεχωβά», οι οποίοι ως οργάνωση υπάρχουν από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά.
Πως είναι λοιπόν δυνατόν να απαξιώνουν την δισχιλιετή πορεία, την διδασκαλία και τη ζωή της Εκκλησίας μας και να αξιώνουν, πως εκείνοι ερμηνεύουν σωστά την Αγία Γραφή, την οποία η Αγία μας Εκκλησία καθόρισε και χρησιμοποιεί τόσους αιώνες και όχι τα τελευταία 140 χρόνια;
Τέλος η ανάμνηση της επετείου του θανάτου του Χριστού δεν σημαίνει τίποτε για εμάς. «Ει Χριστός ουκ εγήγερται κενόν άρα το κήρυγμα ημών κενή δε η πίστις ημών». (Α΄ Κορινθ. ιε, 14). Ο σταυρικός θάνατος του Χριστού λαμβάνει αξία και γίνεται ουσιαστικός για τη σωτηρία μας, επειδή φωτίζεται από την Ανάστασή Του. Χωρίς την ανάσταση του Χριστού είναι άδειο το κήρυγμα και η πίστη μας κενή.
Η Ανάσταση του Χριστού είναι η βάση, είναι το παν. Όλα τα υπόλοιπα ακόμη και αυτός ο σταυρικός θάνατος του Χριστού θα ήταν απλώς ιστορικά γεγονότα, αν δεν υπήρχε η Ανάσταση. Εκείνοι δεν λένε όμως τίποτε για την μετά τον θάνατο του Χριστού Ανάστασή Του, γιατί δεν πιστεύουν, ότι ο Χριστός αναστήθηκε. Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός όχι μόνο ανέστησε την κόρη του Ιαείρου, τον γιό της χήρας της Ναίν και τον τετραήμερο Λάζαρο, αλλά και ο Ίδιος ανέστη εκ νεκρών ως Θεάνθρωπος.
Ως άνθρωπος πέθανε επί σταυρού, ως Θεός όμως δεν έπαθε κάτι. Η δύναμη της θεότητός Του ανέστησε την ανθρώπινη φύση Του από τους νεκρούς, όπως προανήγειλλε ο Ίδιος, όταν είπε στους Ιουδαίους:«λύσατε τον ναόν τούτον, και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν.» (Ιωάν. β, 19)Γκρεμίστε δηλαδή αυτόν τον Ναό και σε τρεις ημέρες θα τον ανοικοδομήσω. Καί οι μεν Ιουδαίοι νόμισαν, πως ομιλεί για τον Ναό του Σολομώντος, ο ευαγγελιστής Ιωάννης όμως κάνει σαφές, ότι ο Χριστός ομιλούσε για το ναό του σώματός του και πως μετά την ανάστασή του από τους νεκρούς θυμήθηκαν οι Μαθητές τον λόγον Του και πως ομιλούσε προφητικά για την Ανάστασή Του. (Βλ. Ιωάν. β, 19-22)
Κι αν νομίζουν, οι αυτοαποκαλούμενοι «Μάρτυρες του Ιεχωβά», ότι συγκεντρώνονται σε μία αίθουσα και κάνουν ομιλίες και εκδηλώσεις για να τιμήσουν μια φορά τον χρόνο την επέτειο του θανάτου του Χριστού, ενώ δεν τον πιστεύουν ως Θεό και αρνούνται την τριήμερη και ζωοποιό Ανάστασή Του, τους ενημερώνουμε, ότι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Ορθόδοξη Εκκλησία μας, πιστή στην εντολή, που έδωσε ο Χριστός το βράδυ του Μυστικού Δείπνου στους Μαθητές Του, τελεί συνεχώς την θεία Λειτουργία για να έχει την θεική Του ανάμνηση.
Με τη θεία Λειτουργία καταγγέλουμε τον θάνατο του Χριστού και ομολογούμε την Ανάστασή Του, μέχρι να ξαναέλθει στην Δευτέρα επί γης Παρουσία Του, όπως ακριβώς το είπε ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός κατά την παράδοση των Αχράντων Μυστηρίων στον Μυστικό Δείπνο. Τα λόγια αυτά αναφέρει ο ευαγγελιστής Λουκάς (Βλ. Λουκ. κβ, 19) ο απόστολος Παύλος στην Α΄ Προς Κορινθίους Επιστολή του (Βλ. Α΄ Κορινθ. ια, 24-26) και κατά λέξιν τα συμπεριέλαβε ο Μέγας Βασίλειος στην αγία Αναφορά της Λειτουργίας του, την οποίαν και σήμερα τελέσαμε και είναι τα εξής: «Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν· οσάκις γαρ αν εσθίητε τον Άρτον τούτον, και το Ποτήριον τούτο πίνητε, τον εμόν θάνατον καταγγέλλετε, την εμήν Ανάστασιν ομολογείτε.»
Η ανάμνηση αυτή του Χριστού δεν είναι μια ιδέα. Είναι η όντως ζωή, που μεταδίδεται καθώς συμμετέχουμε στην θεία Κοινωνία και μεταλαμβάνουμε του τεθεωμένου, του μετά την ανάστασιν δηλαδή τιμίου σώματος και αίματος του Χριστού για να επιτύχουμε και να επισφραγίσουμε την κάθαρση από την αμαρτία και να εφοδιασθούμε στον αγώνα για την αιώνια ζωή. (Βλ. Α΄ Ιωάν. α, 7) Γι’ αυτό και όταν κοινωνούμε ο Ιερέας λέει: «Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού…, του σώματος και του αίματος του Χριστού, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν την αιώνιον» κι εμείς απαντάμε Αμήν, που σημαίνει, έτσι να γίνει.
Κι ας προσέξουμε, γιατί σε εκείνους, που αρνούνται την μέθεξη αυτή, έστω κι αν είναι τίμιοι, εργατικοί και φιλάνθρωποι, ο Κύριος δεν παρέχει λύτρωση. Ο λόγος του είναι σαφής και κατηγορηματικός, πως δεν πρόκειται να ζήσουμε, εάν δεν φάμε την σάρκα Του και εάν δεν πιούμε το αίμα Του (Βλ. Ιωάν. στ, 53). Καί για να μην νομίσει κάποιος, ότι είναι συμβολικό το νόημα των λόγων αυτών αποσαφηνίζει παρακάτω, ο ίδιος ο Χριστός λέγοντας: «Είναι πράγματι τροφή η σάρκα μου και ποτό το αίμα μου. Αυτός που τρώει την σάρκα μου και πίνει το αίμα μου μέσα σε εμένα μένει και εγώ σ’αυτόν.» (Βλ. Ιωάν. στ, 55-56).
Αγαπητοί μου Αδελφοί,
Με αυτές τις σκέψεις σας παρακαλώ εκ μέσης καρδίας να μην παρασύρεσθε από τις φωνές και τις εκδηλώσεις των αιρετικών, όσο καλοί και ευγενείς κι αν είναι, γιατί θέτετε εν αμφιβόλω την σωτηρία της ψυχής σας, για την οποία ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός απέθανε επί Σταυρού και ανέστη εκ νεκρών. Καί μαζί παρακαλώ να έρχεσθε στις θείες Λειτουργίες μας, στις κατά τόπους Συνάξεις μελέτης Αγίας Γραφής και στα Κηρύγματα για να ζείτε την ζωή του Χριστού και να διδάσκεσθε τον λόγο Του μέσα από την αυθεντική ερμηνεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας και να επαληθεύετε το δρόμο της ζωής σας, που πρέπει να ταυτίζεται με τον Θεάνθρωπο Κύριό μας Ιησού Χριστό, ο οποίος μας είπε: «εγώ ειμί η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή».
Μετά της εν Χριστώ αγάπης και ευχών
† Ο Σάμου και Ικαρίας Ευσέβιος