Του Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου: Κατ’αὐτάς, ἦλθε στό προσκήνιο, ὡς μή ὢφελε, ἡ ἒννοια τῆς οὐδετεροθρησκείας. Εἰσήχθη στήν πρὠτη παράγραφο τοῦ ἂρθρου 3 τοῦ Συντάγματος, ὡς πρόταση στήν ἀναθεώρηση τοῦ ὃλου ἂρθρου, τό ὁποίο, ὡς γνωστόν, καθορίζει τίς σχέσεις Ἑκκλησίας καί Πολιτείας.
Ὡστόσο. ἡ ἒννοια, τῆς οὐδετεροθρησκείας εἶναι μία ἀόριστη καί ἀσαφής ἒννοια, ἡ ὁποία στό διεθνές ἐκκλησιαστικό δίκαιο ἒχει ποικίλες ἑρμηνεῖες.
Ὁ ὃρος «θρησκευτική οὑδετερότητα» ἣ «οὐδετεροθρησκεία» ἓχει βαθειά τήν ρίζα του στόν ταραγμένο 16ο αἰῶνα στήν Εὐρώπη, μέ τά γεγονότα τῆς Μεταρρύθμισης καί τούς θρησκευτικούς πολέμους. Τό ἰδεολογικό αὐτό μόρφωμα εἶναι γέννημα τῆς ἀπολυτοποίησης τοῦ ὀρθοῦ λόγου καί τοῦ δόγματος Deus Greator, sed non Gubernator, παραποιήσεις τοῦ χριστιανισμοῦ.
Στό βάθος κρύβεται μία πεπλανημένη ἀντίληψη γιά λύτρωση ἀπό τόν «σκοταδισμό τῆς θρησκείας», δηλαδή ἀθεϊσμός.
Ὁ Διαφωτισμός, στή συνέχεια, τόν 18ο αἰῶνα, φάνηκε ὡς πανάκεια γιά τήν εἰρήνευση τῶν κοινωνιῶν, χωρίς βέβαια νά ἐπιλύσει τά βασικά ὀντολογικά προβλήματα τοῦ ἁνθρώπινου βίου.
Μερικά κράτη υἱοθέτησαν τόν ὃρο οὐδετεροθρησκεία γιά νά σταματήσουν οί διενέξεις καί ἀντιπαραθέσεις τῆς διχασμένης χριστιανωσύνης κυρίως μεταξύ Καθολικισμοῦ καί Προτεσταντισμοῦ.
Ἰδίως τό πολίτευμα τῶν ΗΠΑ χρησιμοποίησε τά μέγιστα τήν οὐδετεροθρησκεία γιά νά ἐξασφαλίσει τήν ἀμεροληψία του ἒναντι τῶν πολυαρίθμων θρησκευμάτων καί αἱρέσεων πού ἑμφανίστηκαν στή χώρα.
Ἁλλά γεννᾶται τό εὒλογο ἐρώτημα: Στήν δική μας χώρα πρός τί ἡ υἱοθέτηση τῆς οὐδετεροθρησκείας, ἑνός ξένου δηλαδή προτάγματος στό Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος;
Εἳχαμε στόν ἑλλαδικό χῶρο θρησκευτικούς πολέμους; Ὑφίσταται στενός ἑναγκαλισμός Ἑκκλησίας καί Κράτους; Δέν ἀσκεῖ τήν νομοθετική, ἑκτελεστική καί δικαστική λειτουργία τό Κράτος μέ τά θεσμικά ὂργανά του; (Πρόεδρος Δημοκρατίας-Βουλή-Κυβέρνηση-Δικαστήρια).
Ἒπειτα τί προσθέτει ἡ ρήτρα τῆς οὐδετεροθρησκείας,ἂν προσθέτει, τήν στιγμή πού ὑπάρχει τό ἂρθρο 13 τοῦ Συντάγματος, τό ὁποίο κατοχυρώνει πληρέστατα τό δικαίωμα τῆς θρησκευτικής ἑλευθερίας μέ ὃλα τά θετικά ἐπακόλουθα τοῦ δικαιώματος αὐτοῦ;
Ἂλλωστε δέν θα μποροῦσε νά εἶναι καί διαφορετικά ἀφοῦ ἡ ἐθνική ἒννομη τάξη ἒχει ἂρρηκτο σύνδεσμο μέ τήν Εὐρωπαϊκή Σύμβαση Ἁνθρωπίνων Δικαιωμάτων καί εἰδικότερα, μέ τό ὃλο περιεχόμενο τοῦ ἂρθρου 9 καί τήν νομολογία τοῦ ἀντίστοιχου Δικαστηρίου τοῦ Στρασβούργου.
Ἐξ ἂλλου, ἀείποτε ἡ ὀρθόδοξη Ἑκκλησία σέβεται τά ἀνθρώπινα , ἀτομικά δικαιώματα καί διδάσκει παγίως ὃτι « ὃπου ἡ τῆς πίστεως εὐγένεια, οὐδείς βάρβαρος, οὐδείς Ἓλλην, οὐδείς ξένος, οὐδείς πολίτης, ἀλλ’ εἰς μίαν ἃπαντες ἀξιώματος ἀναβαίνουσιν ὑπεροχήν»(Ἱω. Χρυσοστόμου PG. 60,406). Στό ἰσχῦον Σύνταγμα θετικότατα συνυπάρχουν τά ἂρθρα 3 και 13 καί οὐδόλως διαταράσσει τό ἓνα τό ἂλλο.
*
Ἡ ἀοριστολογία τῆς ρήτρας αὐτῆς φέρει συνάμα καί ἓναν ἂλλο προβληματισμό.
Τίθεται τό μεῖζον ἐρώτημα: Γνωρίζουμε, μέ συγκεκριμένη ἑπάρκεια, τό σκεπτικό τοῦ συνταγματικοῦ νομοθέτη, τό βούλημα, καθορίζον σαφέστατα τήν ἒννοια, τό περιεχόμενο, τήν αἰτία καί τόν σκοπό τῆς εἰσαγωγῆς τῆς ρήτρας αὐτῆς στό ὑπό ἀναθεώρηση Σύνταγμα; Ποιό εἶναι τό back-ground, καί ποιός θά τό ἑρμηνεύσει;
Θά προσθέσουμε στά ἑκάστοτε Δικαστήρια τήν ἐπίλυση τῶν διαφορῶν πού θα προκύψουν καί ἁντί τῆς συνοχῆς καί ἠρεμίας τῆς κοινωνίας θά ἐπικρατεῖ ἡ ἀβεβαιότητα καί ἡ ἀστάθεια μέχρι τήν ἒκδοση τῆς δικαστικῆς ἀπόφασης;
Ἀκόμη μία σειρά ζητημάτων, ὡς ἑορτολόγιο, ἐπίσημες ἀργίες καί τελετές, ἱερά σύμβολα, καί ἂλλες θρησκευτικές ἐκδηλώσεις, πώς θά ἀντιμετωπισθοῦν ὃλα αὐτά μέ τήν ἑφαρμογή τῆς οὐδετεροθρησκείας;
Τά ζητήματα αὐτά δέν εἶναι οὐδόλως δευτερεύουσας σημασίας γιά τόν ἑλληνικό λαό πού στήν συντριπτική πλειοψηφία του ἀποδέχεται τήν ὀρθόδοξη χριστιανική διδασκαλία.
Γι’ αὐτό καί προχειρότητα στόν ὑπέρτατο νόμο δέν συγχωρεῖται. Ἰσχύει ἑν προκειμένῳ ὁ βιβλικός λόγος κατ’ ἀναλογίαν, «ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτῳ ἒτι, καί ὁ ἃγιος ἁγιασθήτω ἒτι, ἱδού ἒρχομαι ταχύ καί ὁ μισθός μου μετ’ἐμοῦ , ἀποδοῦναι ἑκάστῳ ὡς τό ἒργον ἒσται αὐτοῦ».(Ἀποκ.22,11-12).
Στό σημείο αὐτό ἀξίζει νά ὑπογραμμίσουμε ὃτι ἡ ρήτρα αὐτή δέν ἓχει καί γιά ἓνα ἀκόμη λόγο, θέση στό ἂρθρο 3 καί μάλιστα ἑμφαντικά ὡς πρώτη παράγραφος. Ὁ λόγος εἶναι ὃτι ἒρχεται σέ εὐθεία ἀντίφαση μέ τό ἀμέσως παρακάτω κείμενο, τό ὁποίο ὁμιλεῖ γιά «ἐπικρατοῦσα θρησκεία στήν Ἑλλάδα, τήν Ὀρθόδοξη Ἑκκλησία».
Δηλαδή, ἀπό τό ἓνα μέρος οὐδετεροθρησκεία καί ἁπό τό ἃλλο ἑπικρατοῦσα θρησκεία, ἡ Ὁρθόδοξη Ἑκκλησία. Ἐξαρτᾶται βεβαίως ποία ἑρμηνεία δίδεται ἑκάστοτε στόν ὃρο «ἐπικρατοῦσα θρησκεία» πού ἒχει καί διαπιστωτικό καί κανονιστικό χαρακτήρα.
Ὃπως ἐπίσης ἀπαράδεκτη κρίνεται ἡ ἀπάλειψη τῆς λέξεως «Ἀνατολικῆς» Ὁρθόδοξης Ἑκκλησίας, τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ ὡς καί ἡ ἐν συνεχεία ἡ φράση, «ἡ ὀρθόδοξη Ἑκκλησία, πού γνωρίζει κεφαλή της τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό».
Ἑν προκειμένῳ δημιουργεῖται σύγχυση καί ἀκόμη περισσότερη ἀοριστολογία, καθ’ὃτι ἒχει πάντοτε σημασία ἡ ἀκρίβεια τῆς ὁρολογίας καί μάλιστα σέ νομικά κείμενα ὡς καί ἡ ἀντίστοιχη θεολογική καί ἑκκλησιολογική. Ποιανοῦ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἑκκλησία; Δέν εἶναι τοῦ Χριστοῦ; Τί μᾶς φοβίζει ἡ ἐπίκληση τοῦ θείου Ὀνόματος;
Τί ἐμποδίζει νά ἁναγράφεται τό ὂνομα τοῦ Χριστοῦ; Γιατί ἂραγε αὐτός ὁ ἐξοβελισμός τοῦ Χριστοῦ, ὑπενθυμίζοντας ἑν προκειμένῳ τήν γνωστή φράση τῶν Γαδαρηνῶν τοῦ Εὐαγγελίου: «Καί ἢρξαντο παρακαλείν (τόν Χριστόν) ἀπελθεῖν ἁπό τῶν ὁρίων αὑτῶν»(Μαρκ. 5,17).
*
Γιά νά γίνει ὃμως κατανοητό αὐτό χρειάζεται μιά ὁλόκληρη παιδεία μέ τήν εὑρύτερη ἒννοια τοῦ ὃρου. Παιδεία στό τί εἶναι τελικά Ἑκκλησία; Καθ’ ὃτι ἐπικρατεῖ ἂγνοια ἢ ἡμιμάθεια. Ἑχουμε ἓνα σοβαρό ἒλλειμμα ἐκκλησιολογίας.
Ὁμιλούν πολλοί περί Ἐκκλησίας χωρίς γνώση γιά τήν φύση, τήν οὐσία, καί τό περιεχόμενό της. Αὐτός εἶναι στό βάθος ὁ λόγος καί ἡ αἰτία τῶν ἀντιεκκλησιαστικῶν ἀπόψεων, τοῦ ἁρνητισμοῦ γιά τήν Ἐκκλησία, τῆς παρεξηγημένης εἰκόνας της καί τοῦ λόγου της.
Θεωροῦν πολλοί ὃτι Ἐκκλησία εἶναι μία καλή ἒστω ΜΚΟ, ἒνα σωματεῖο, ἓνα σύστημα πού φτιάχνει ὀπαδούς. Γι’αὐτό φθάνουν ἂλλοι νά διαχωρίζουν Χριστό καί Ἐκκλησία καί ἂλλοι νά θέλουν, νά «ἐπιδιορθώσουν» καί «σώσουν» τήν Ἐκκλησία.
Βέβαια εἶναι γεγονός, ὃτι ἡ Ἐκκλησία ὡς θεοῒδρυτο καθίδρυμα καί μυστήριο μέ τήν θεολογική ἒννοια τοῦ ὃρου, ὡς «σῶμα» καί «πλήρωμα» Χριστοῦ θά συνεχίζει νά συναντᾶ στά πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων τήν ἀρνηση καί τήν περιφρόνηση, ἀλλά συνάμα καί τήν κατάφαση καί βίωση τοῦ μυστηρίου αὐτῆς, τῆς ἂλλης πραγματικότητος.
Καί φυσικά ἡ Ἐκκλησία διά μέσου τῶν αἰώνων θά πορεύεται καί θά ἀναγεννᾶ τόν κόσμον «οὐ τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου μεταβαλλομένης, ἀλλά τῆς κακίας ἐλαυνομένης».
*
Ἀπό τά παραπάνω καθίσταται ἑνεργέστατα ὃτι ἡ μεταφύτευση μιᾶς ὀθνείας ρήτρας γιά τήν ἑλληνική ἱστορία καί τήν πραγματικότητα ὁμοιάζει ὡς φύτευμα σέ ἂγονη γῆ. Τοῦτος ὁ τόπος ἀείποτε στηρίζεται στήν ἑλληνορθόδοξη πίστη. Ἒτσι προχώρησε καί μεγαλούργησε.
Εἰδικῶς δέ, τό ὀρθῶς διατυπωμένο καί ἑν ἱσχύει ἃρθρο 3 τοῦ Συντάγματος 1975 δέν εἶναι ἁπλῶς ἓνα νομικό κείμενο, ἀλλά ἓνα μνημειῶδες ρῆμα, ἐμβληματικό τοῦ Ἑλληνικοῦ Γένους καί τῆς μακραίωνης ἱστορίας του.
Ἡ Ὀρθοδοξία καί περαιτέρω ἡ Ὀρθόδοξη Ἑκκλησία μέ τήν οὐδετεροθρησκεία δέν φοβᾶται, οὒτε μειώνεται, οὒτε ἒχει ἀνάγκη ἐξωτερικοῦ γοήτρου.
Ἡ Πολιτεία μέ μία τέτοια υἱοθέτηση, τῆς οὐδετεροθρησκείας, δηλαδή ἀποστασιοποιημένη ἁπό τίς προγονικές ρίζες της, θά πορεύεται συνεχῶς, μέ ἁντιφάσεις , μέ ἐγκλωβισμούς σέ ἰδεολογικά μορφώματα, σέ παρακμιακές ἠθικές καταστάσεις, τελικά σέ βλάβη τοῦ συνόλου τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας.
Ἡ Πολιτεία ἒχει ἀνάγκη τήν Ἑκκλησία καί ὂχι ἀντιθέτως. Γιά νά μιλήσουμε ἑνδοκοσμικῶς αὐτό ἀπαιτεῖ τό ἐθνικό συμφέρον , ὁ ρεαλισμός γιά τήν συντήρηση τῆς ὑπόστασης τοῦ Ἒθνους μέσα στή δίνη τῆς συνεχῶς αὐξανόμενης παγκοσμιοποίησης καί ἀστάθειας λαῶν καί κρατῶν ἡ μή καταγραφή τῆς ρήτρας αὐτῆς.
Κοντολογίς, μέ τήν ψυχοσύνθεση τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, δέν συνάδει ἡ οὐδετεροθρησκεία οὒτε καί ἐπικροτεῖται.
Ἑν τέλει, ἂραγε, ἒχουμε σκεφθεῖ ἑκείνους, τούς πρώτους συντάκτες τῶν Συνταγμάτων τῆς Ἑλλάδος ἁμέσως μετά τήν ἀνεξαρτησία τοῦ Ἒθνους μέ ποῖο πνεῦμα διετύπωσαν τά νομοθετικά ἐκεῖνα κείμενα;
Ὑπάρχει σήμερα, αὐτή ἡ σοφία τους γιά τήν ὀρθοδοξία καί τόν ἑλληνισμό; Αὐτό ὃμως εἶναι θέμα πρωτίστως συνείδησης.