του Γιάννη Γ. Τσερεβελάκη
Δεν έχει περάσει ούτε χρόνος από την εκδημία του μακαριστού Μητροπολίτη Πέτρας και Χερρονήσου κυρού Νεκταρίου και η Εκκλησία Κρήτης χάνει εντελώς αδόκητα έναν ακόμη αξιόλογο ιεράρχη: τον Μητροπολίτη Ιεραπύτνης και Σητείας Ευγένιο.
Δυο ιεράρχες με πολυσχιδές και πολύτιμο έργο για το λαό των επαρχιών τους άφησαν τον κόσμο αυτό κι έφυγαν για την αιωνιότητα, κοντά στο Θεό που λάτρεψαν και Του αφιερώθηκαν ψυχικά και σωματικά.
Δυο ιεράρχες σχεδόν συνομήλικοι, Ηρακλειώτες αμφότεροι στην καταγωγή, που πολλά είχαν να προσφέρουν ακόμη στην Εκκλησία της Κρήτης, έφυγαν από κοντά μας, υπενθυμίζοντας με την κοίμησή τους τα λόγια του Χριστού: «Γρηγορεῖτε,ὅτι οὐκ οἴδατε ποίᾳ ἡμέρᾳ ὁ κύριος ὑμῶν ἔρχεται»(Ματθ. 24,42). Ενώ όμως η κοίμηση του Νεκταρίου ήταν αποτέλεσμα μιας ασθένειας που είχε διάρκεια και, ως εκ τούτου, οι περί αυτόν ήταν προετοιμασμένοι, η αιφνιδιαστική και αδόκητη κοίμηση του Ευγενίου άφησε τους πάντες άφωνους, δίχως να μπορούν να πιστέψουν ότι ο μέχρι πρότινος ακούραστος, χαμογελαστός και ευγενικός ιεράρχης θα κείται σήμερα άπνους, αναμένοντας την ώρα που η κρητική γη θα τον δεχτεί στα σπλάγχνα της.
Διαβάστε εδώ: Αποχαιρέτησαν τον Μητροπολίτη Ιεραπύτνης Ευγένιο
Όσοι γνώρισαν τον μακαριστό ιεράρχη και το έργο του έχουν πολλά να πουν για εκείνον. Από το 1994 που επελέγη Μητροπολίτης Ιεραπύτνης και Σητείας έως την ημέρα της προς Κύριον εκδημίας του (15-09-2016) εργάστηκε με όλες του τις δυνάμεις για το καλό του ποιμνίου το οποίο του εμπιστεύθηκε η Εκκλησία. Ανέπτυξε πλούσιο φιλανθρωπικό έργο, ενισχύοντας ιδιαίτερα το Νοσοκομείο της Ιεράπετρας και τον αγώνα για να μην κλείσει, τον Ερυθρό Σταυρό και το Κοινωνικό Παντοπωλείο, καθώς και άλλους κοινωνικούς φορείς. Μέριμνά του ήταν ο άνθρωπος ως το θείο δημιούργημα, για το οποίο σαρκώθηκε και σταυρώθηκε ο ίδιος ο Θεός. Στις βασικές του προτεραιότητες ήταν και οι νέοι. Σκοπός του ήταν γνήσια η ορθόδοξη διδασκαλία και παράδοση να φτάσει στα αυτιά και να μπει στις καρδιές των νέων, επειδή πίστευε ότι η παράδοση της Ορθοδοξίας είναι το πιο σταθερό βάθρο επί του οποίου μπορεί να στηριχθεί ο νέος, μέσα σε ένα κόσμο παγκοσμιοποιημένο και μια κοινωνία πολυπολιτισμική.
Ο μακαριστός ιεράρχης διέθετε μια πλούσια και βαθιά θεολογική παιδεία και αγαπούσε πολύ το ησυχαστικό πνεύμα. Ωστόσο, αυτό δεν τον απέκοπτε από τα προβλήματα του σήμερα, τα οποία αντιμετώπιζε με καθαρή θεολογική σκέψη και με γνήσιο ορθόδοξο φρόνημα και ήθος. Αγαπούσε, όπως ο απόστολος Παύλος, με πάθος το Χριστό και την Εκκλησία Του, για την οποία αγωνιζόταν με όλες του τις δυνάμεις. Από την αγάπη του αυτή ξεκινούσε και η αγάπη και το ενδιαφέρον του προς τον πάσχοντα άνθρωπο, για του οποίου την πνευματική αναγέννηση εργαζόταν αδιάκοπα. Γράφει σε μια από τις εμπνευσμένες εγκυκλίους του: «Ο άνθρωπος που πιστεύει και αποδέχεται την πνευματική του αναγέννηση, μπολιάζεται με την Αλήθεια, που είναι ο Ιησούς Χριστός. Αμέσως ζει μέσα στον ίδιο χώρο και με όλους μαζί σε κάθε γιορτή της Εκκλησίας μας το παρελθόν και το μέλλον ως ένα διαρκές και συνεχόμενο παρόν.(…) Έτσι στις γιορτές έχουμε συλλογικότητα, αμιγή πολλαπλότητα προσώπων και πράξεων, που συνυπάρχουν με τον συμβολισμό, ο οποίος τελικά καταλήγει στο όντως «είναι», στον ιερό δεσμό της αγάπης, της αλληλοπεριχώρησης Θεού και ανθρώπου, γιατί ο δεσμός γίνεται πλέον θεσμός και μάλιστα ιερός. Αυτούς τους θεσμούς και τις αξίες οφείλουμε όλοι να επανεύρουμε στην προσωπική μας σχέση πρώτα με τον ουράνιο Θεό και Πατέρα και ύστερα με τον συνάνθρωπο, τον πάσχοντα, τον πλησίον, τον συγγενή, τον φίλο.» (περιοδ. Άγκυρα ελπίδος της Ι.Μ. Ιεραπύτνης και Σητείας, περίοδος Β΄, τεύχος 66, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2012, σ.3-4).
Ο Ευγένιος ήταν ιεράρχης βαθιά αφοσιωμένος στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Πίστευε στην αξία του πατριαρχικού θεσμού και υπερασπιζόταν τη σχέση της Εκκλησίας Κρήτης με το Πατριαρχείο, την οποία θεωρούσε μεγάλη ευλογία. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλες οι εγκύκλιοι του Οικουμενικού Πατριάρχη καθώς και όλα τα γεγονότα τα αφορώντα το Οικουμενικό Πατριαρχείο δημοσιεύονταν στη περιοδικό «ΑΓΚΥΡΑ ΕΛΠΙΔΟΣ» της Μητροπόλεώς του. Υπήρξεν ακόμη εξαίρετος λειτουργός, αρχιερέας που αγαπούσε την εκκλησιαστική ευταξία και την ευπρέπεια των ναών, ενώ εργάστηκε για τη θεολογική και ποιμαντική κατάρτιση των ιερέων της επαρχίας του, οργανώνοντας ιερατικές συνάξεις στις οποίες μιλούσε ο ίδιος ή άλλοι εκλεκτοί ομιλητές.
Αμέριστο ήταν το ενδιαφέρον του και για την καλή βυζαντινή μουσική, για τη διάδοση της οποίας εργάστηκε στηρίζοντας τη Σχολή Βυζαντινής Μουσικής «Άγιος Ανδρέας ο Κρήτης». Αναφέρθηκε ήδη το περιοδικό «ΑΓΚΥΡΑ ΕΛΠΙΔΟΣ» του οποίου υπεύθυνος, εκδότης και διευθυντής ήταν ο μακαριστός Ευγένιος. Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα εκκλησιαστικά περιοδικά, με πολλές και πρωτότυπες θεολογικές, κοινωνικές, ιστορικές, αισθητικές κ.ά. μελέτες και εργασίες από εκλεκτούς συγγραφείς. Ως άνθρωπος ο Ευγένιος ήταν αυτό που έλεγε το όνομά του: μια ευγενική και ήρεμη παρουσία, που ήξερε να κινείται με διάκριση: με την αγάπη αλλά και με την αυστηρή δικαιοσύνη, όπου αυτό ήταν απαιτητό. Προσωπικά τον γνώρισα, όταν ήταν ηγούμενος στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Γοργολαΐνι, δίπλα στον τόπο καταγωγής μου, τις Κάτω Ασίτες, και έκτοτε συνδεθήκαμε με δεσμούς φιλίας και αμοιβαίου σεβασμού. Ήταν ο άνθρωπος που εργάστηκε και πέτυχε όχι μόνο την ανακαίνιση του μοναστηριού, αλλά προπάντων την παρουσία εκεί πολλών νέων ανθρώπων όχι μόνο από τις Ασίτες αλλά και από άλλα κοντινά χωριά και από το Ηράκλειο.
Όποιος επισκεπτόταν το μοναστήρι τα απογεύματα έβλεπε πάντοτε στο αναλόγιο νέους να διαβάζουν ή να ψάλλουν στις ακολουθίες. Ο Ευγένιος όμως ενδιαφερόταν και για την πρόοδο των νέων αυτών και για το λόγο αυτό επισκεπτόταν το Γυμνάσιο Αγίου Μύρωνος, όπου φοιτούσαν, και με πατρικό ενδιαφέρον ρωτούσε τους εκπαιδευτικούς (με τους οποίους μάλιστα είχε και συνεργασία) για την πρόοδό τους. Πολλές φορές μάλιστα βοηθούσε τους αδύνατους μαθητές στα μαθήματά τους. αφιλοκερδώς πάντοτε. Από τη σχέση αυτή προήλθαν και κάποιες ιερατικές κλίσεις, όπως αυτή του πρωτοσυγκέλλου της Ι.Μ. Ιερραπύτνης και Σητείας, αρχιμανδρίτη κ. Κυρίλλου Διαμαντάκη. Επί των ημερών του στην ηγουμενία, το μοναστήρι γνώρισε μέρες αληθινής αναγέννησης, αφού κάθε Κυριακή εκατοντάδες ήταν οι άνθρωποι από τα κοντινά χωριά και από το Ηράκλειο που εκκλησιάζονταν εκεί. Δεν είναι δε παράδοξο που και σήμερα στο μοναστήρι άξιος ηγούμενος είναι ένα από τα πνευματικά του παιδιά, ο αρχιμανδρίτης π. Αρσένιος.
«Τελευτήσαντος ἀνδρός δικαίου οὐκ ὄλλυται ἐλπίς», λέγει η Γραφή (Παροιμ. 11,7). Ο Ευγένιος έφυγε από τον κόσμο αυτό αιφνιδίως, αλλά έφυγε ως δίκαιος και για τούτο ως χριστιανοί έχουμε την ελπίδα της αιωνιότητας. Ο ίδιος πολλές φορές είχε αναγνώσει το ευαγγελικό ανάγνωσμα της εξοδίου ακολουθίας, όπου ο Χριστός διαβεβαιώνει ότι «ἔρχεται ὥρα ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αύτοῦ καὶ ἐκπορεύσονται οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς». Μ’ αυτή την πίστη και τη βεβαιότητα η Εκκλησία της Κρήτης, κλήρος και λαός, θα δώσει τον τελευταίο ασπασμό στο μακαριστό Μητροπολίτη Ιεραπύτνης και Σητείας κυρό Ευγένιο και θα συνοδεύσει το σκήνωμά του στην τελευταία του κατοικία. Ας είναι η μνήμη του αιωνία!