«Ως τω Κυρίω έδοξε, ούτω και εγένετο. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον από του νυν και έως του αιώνος» (Ιώβ 1:21).
ΣΕΛΕΥΚΕΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ – Χριστούγεννα και πάλιν εις το ταπεινόν και εν ταυτώ κλεινόν σπήλαιον του Φαναρίου!
Υμνολογική φωνή αγγέλων ακαταπαύστως εκ των ένδον του θυσιαστηρίου του Πανσέπτου Πατριαρχικού Ναού του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου δοξολογούντων και καλούντων την θορυβουμένην και κλυδωνιζομένην ανθρωπότητα εις προσκύνησιν του τεχθέντος Σωτήρος διά του προσκλητηρίου περί της επιφανείας του Κυρίου του κόσμου και της ιστορίας Οίκου της Μητροπόλεως των εορτών· «Την Εδέμ Βηθλεέμ ήνοιξε, δεύτε ίδωμεν· την τρυφήν εν κρυφή εύρομεν, δεύτε λάβωμεν· τα του Παραδείσου ένδον του Σπηλαίου.
Εκεί εφάνη ρίζα απότιστος, βλαστάνουσα άφεσιν· εκεί ευρέθη φρέαρ ανώρυκτον, ου πιείν Δαυίδ πριν επεθύμησεν· εκεί Παρθένος τεκούσα βρέφος, την δίψαν έπαυσεν ευθύς, την του Αδάμ και του Δαυίδ· διά τούτο προς τούτο επειχθώμεν, ου ετέχθη, Παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός». Χριστούγεννα ολόλαμπρα, ιδία εν τη Μητρί Εκκλησία, τη αρχούση και πασχούση Εκκλησία της Κωνσταντίνου Πόλεως, καθώς ο αεί νηπιάζων διά της κενωτικής και θυσιαστικής διακονίας Του σεπτός Προκαθήμενός Της, μιμούμενος από της προ εξήκοντα και πλέον ετών εισόδου Του εις τον του κλήρου στίβον το κενωτικόν και ζωηφόρον παράδειγμα του Αρχηγού και τελειωτού της πίστεως ημών, Κυρίου Ιησού Χριστού, συνεπλήρωσε σήμερον, χάριτι Θεού, το χρυσούν πεντηκονταετές αρχιερατικόν Αυτού ιωβηλαίον, φέρων, μάλιστα, επί κεφαλής επί τριάκοντα και δύο και πλέον έτη τον ακάνθινον στέφανον και αίρων αγογγύστως τον σταυρόν της πατριαρχικής ευθύνης και της διακονίας πασών των αγίων του Θεού Εκκλησιών «διά δόξης και ατιμίας, διά δυσφημίας και ευφημίας» (Β’ Κορ 6:8).
Εντός του αθεωρήτου τούτου γνόφου της διττής ταύτης θεοφανείας, τολμώ ο τάλας εγώ, μετά δέους και τρόμου και εν απείρω δοξολογία του πανευλογήτου ονόματος της Τρισηλίου Θεότητος, δοξάζων του Πατρός και του Υιού την δύναμιν και Πνεύματος Αγίου υμνών την εξουσίαν, δι’ όσα θαυμαστά και εξαίσια ηξίωσέ με
να βιώσω κατ’ αυτάς, τολμώ, ομού μετά του ιερού υμνωδού, να ψελλίσω: «Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον».
-Μυστήριον ξένον, διά της υψίστης και ανεπαναλήπτου τιμής να συγκαταλεχθώ κατά το σημαντικόν δι’ Υμάς, Παναγιώτατε, ορόσημον της σήμερον εις την τιμίαν χορείαν των αγίων αρχιερέων του Αποστολικού, Πατριαρχικού και Οικουμενικού της του Κωνσταντίνου Πόλεως Θρόνου διά της εκλογής και χειροτονίας της αναξιότητός μου εις Μητροπολίτην της ευήχου Μητροπόλεως Σελευκείας, ην, μεταξύ άλλων, ετίμησαν διά της αρχιερατικής των επιστασίας Άνθιμος ο Μαζαράκης, ο και λογιώτατος Διευθυντής της Εμπορικής Σχολής Χάλκης, και Γερμανός Στρηνόπουλος, Καθηγητής και Σχολάρχης της περιφήμου και παρά πάσαν έννοιαν δικαίου σιωπώσης εκείσε Θεολογικής Σχολής, εκ των πλέον διακεκριμένων και συνετών θεολόγων και εμβριθών επιστημόνων Ιεραρχών του Θρόνου, το όνομα του οποίου συνεδέθη, ή μάλλον, εταυτίσθη, εν πολλοίς, με την ιστορίαν της Οικουμενικής Κινήσεως, συγκαταλεχθείς μεταξύ των πρωτοπόρων εις το διαχριστιανικόν άθλημα του επί το αυτό διαλέγεσθαι, ως και ο νυν Σεβ. Μητροπολίτης Μοσχονησίων κ. Κύριλλος, του οποίου την ευχήν εξαιτούμαι.
-Μυστήριον παράδοξον, διά της κλήσεώς μου, όπως, κατερχόμενος πάραυτα εκ του θαβωρίου φωτός της ανεσπέρου αρχιερατικής δόξης του Κυρίου, νηπιάζω πλέον εντόνως ταπεινούμενος και συσταυρούμενος ως ο έσχατος συγκυρηναίος της Υμετέρας Σεπτής Κορυφής, κατά την δυσκατόρθωτον άρσιν του σταυρού του Αποστόλου Ανδρέου, προσβλέπων μεν εις το ανέσπερον φως της Θείας Αναστάσεως και καθιστάμενος εν ταυτώ διάκονος του πάσχοντος συνανθρώπου, έχων δε κατά νούν ως οδοδείκτην την Υμετέραν προς τον αοίδιμον Πατριάρχην της αγάπης Δημήτριον υπόσχεσιν, ην Υμείς, Παναγιώτατε, εδώκατε κατά την προ πεντηκονταετίας, και δη κατά την εύσημον εκείνην ημέραν των Χριστουγέννων του 1973, Υμετέραν αντιφώνησιν επί τη επακολουθησάση την χειροτονίαν Υμών εις Μητροπολίτην Φιλαδελφείας δεξιώσει: «Τούτον [ενν. τον άνθρωπον], υπόσχομαι ενώπιον Υμών, Παναγιώτατε, να αγαπώ και να τιμώ και να σέβωμαι ως εικόνα του Θεού και να διακονώ μετά χαράς και προθυμίας και εν ανάγκη να θυσιάζωμαι υπέρ αυτού».
Επιτραπήτω μοι, επαναλαμβάνων όλως καταχρηστικώς τα ανωτέρω, να προσθέσω οφειλετικώς ότι Υμάς, Παναγιώτατε, τον Πατριάρχην τον ειρηνοποιόν, τον Πατριάρχην της διορθοδόξου ενότητος και της διαχριστιανικής καταλλαγής, τον Πατριάρχην της συμφιλιώσεως των πολιτισμών και των θρησκειών, τον πράσινον Πατριάρχην, τον Βαρθολομαίον τον Μέγαν, τον Πάνυ, τον Ιμβριολάτρην, αλλά και τον πρώτον της Ορθοδοξίας Θρόνον και τα απαράγραπτα ιεροκανονικά του προνόμια υπόσχομαι να διακονώ ολοθύμως τε και προθύμως και εν ανάγκη να θυσιάζωμαι υπέρ αυτών, ανακαλών εις την μνήμην τα υπό του Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων περί του ρόλου του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως εκφραστού της κανονικής τάξεως και εγγυητού της ενότητος μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών λεχθέντα και διαχρονικώς, εις πείσμα, μάλιστα, πολλών, ισχύοντα: «Εκείνος ο θρόνος υπάρχει το θεοστήρικτον κέντρον, εις ο συνέρχονται και συγκροτούνται αι εν διαφόροις βασιλείοις συνεστώσαι ορθόδοξοι Εκκλησίαι, κακεί συναρμολογούμεναι συγκροτούσι το αδιαίρετον σώμα της μιάς, της αγίας, της Ανατολικής και της Αποστολικής Εκκλησίας, ης κεφαλή ο Χριστός, σεβάσμιος παρά πάσι τοις χριστιανοίς βασιλεύσι, τίμιος δε και παρ’ αυτώ τω κρατούντι κατ’ εκείνων την βασιλεύουσαν, ανέχει την έξοχον μέριμναν πασών των Εκκλησιών, διοικεί τας αμέσως υπ’ αυτόν διατελούσας, επικυροί και διακηρύττει την αυτονομίαν και αυτών των κατά τόπους και κράτη περί την κανονικήν των εκκλησιαστικών πραγμάτων οικονομίαν αυτενέργων και αυτοκεφάλων» (Κ. Οικονόμου, Επίκρισις εις την περί νεοελληνικής Εκκλησίας σύντομον απάντησιν του σοφολογιωτάτου διδασκάλου κυρίου Νεοφύτου Βάμβα, εκδ. Κ. Ράλλη, Αθήνα 1829, 328).
Παναγιώτατε Δέσποτα,
Αναμιμνησκόμενος την επί εικοσαετίαν περίπου μαθητείαν μου εις το πανδιδακτήριον της Πατριαρχικής Αυλής, καθ’ ην εγεύθην την αδιάπτωτον εμπιστοσύνην και εξαιρετικήν τιμήν της Υμετέρας Παναγιότητος, αποτελών συνεργάτην Αυτής κατά την εν Φαναρίω διακονίαν μου, εκ των ευθυνοφόρων θέσεων του τε Μεγάλου Αρχιδιακόνου και του Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου, τολμώ να είπω ότι ο ιστορικός του μέλλοντος, πλην των προαναφερθέντων και ενδεχομένως πολλών άλλων προσωνυμίων, θα προσδώση εις Υμάς και το προσωνύμιον «ο Πατριάρχης της δικαιοσύνης και της ποιμαντικής ενσυναισθήσεως», καθώς το μείζον παιδαγωγικόν διά τον ομιλούντα, και ουχί μόνον, δίδαγμα, το οποίον αποτελεί και στάσιν προτύπου εκκλησιαστικής ζωής και εμπόνου σταυροαναστασίμου μαρτυρίας, τυγχάνει, Παναγιώτατε, η εκ του
ευλάλου, ει και σιωπηλού, παραδείγματός Σας απαράμιλλος μακροθυμία, η ανεξάντλητος συγχωρητικότης, η αδιάκριτος προς άπαντα ανεξαιρέτως τα τέκνα Σας πατρική αγάπη και πρόνοια, η απερίγραπτος καρδιακή ευρυχωρία, η παραινετική ενίσχυσις εις τας αναποφεύκτους ανθρωπίνους πτώσεις και τας αστοχίας των, η διακριτική ανάπαυσις των λογισμών, η ακαταπόνητος εργατικότης και η ανυποχώρητος υπεράσπισις των καθηγιασμένων δικαίων της Μητρός Εκκλησίας, η δυσεύρετος ποιμαντική ευαισθησία προς πάντα άνθρωπον καλής θελήσεως, άνευ διακρίσεων, η βίωσις της καθ’ ημέραν λειτουργικής ζωής, η λιτότης του βίου και η προς εαυτόν αυστηρότης, η εκστατική μέχρι θυσίας αγάπη και η ολοτελής ανάλωσις υπέρ της προαγωγής των ιερών υποθέσεων του σεπτού Κέντρου, ως και ο ακατάπαυστος οραματισμός διά το μέλλον με ακράδαντον εμπιστοσύνην εις την θείαν πρόνοιαν, την «πάντοτε τα ασθενή θεραπεύουσαν και τα ελλείποντα αναπληρούσαν».
Διά πάντα ταύτα, εξαιρέτως δε διά την προς το ταπεινόν μου πρόσωπον επιδειχθείσαν κατ’ αυτάς Πατριαρχικήν ευμένειαν και πατρικήν πρόνοιαν, υποβάλλω τη Υμετέρα Θειοτάτη και προσκυνητή μοι Παναγιότητι και τη περί Αυτήν Αγία και Ιερά Συνόδω, τη και ψήφοις κανονικαίς επικυρωσάση την σεπτήν
Πατριαρχικήν προβολήν, την βαθυτάτην ευγνωμοσύνην μου και τας θερμοτάτους ευχαριστίας μου.
Ιδιαιτέραν ευχαριστίαν οφείλω προς τον Μακαριώτατον Πάπαν και Πατριάρχην Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής κ. κ. Θεόδωρον Β’, τον Αγκαραθίτην ιεραπόστολον, τον σεμνόν Πατριάρχην της Ηπείρου του μέλλοντος, τον άξιον διάδοχον περιφανών μορφών της εκκλησιαστικής ιστορίας, τον ανυπόκριτον κατά
πάντα αδελφόν και συγκυρηναίον της Υμετέρας Θειοτάτης Παναγιότητος εις τα διορθόδοξα πράγματα, διά το άοκνον δι’ εμέ ενδιαφέρον και την όλως τιμητικήν αποστολήν ως εκπροσώπου Αυτού εκ του δευτεροθρόνου παλαιφάτου Αλεξανδρινού Θρόνου εις την πρωτόθρονον Εκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως του Σεβ. Μητροπολίτου Γουινέας κ. Γεωργίου.
Έχων ο ομιλών την εξαιρετικήν τιμήν να φέρη το όνομα του γέροντος της Α. Θ. Μακαριότητος, του λογίου, φιλίστορος και εγκρατεστάτου του έλληνος λόγου αειμνήστου Μητροπολίτου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κυρού Θεοδώρου Τζεδάκη, του από Λάμπης και Σφακίων, αναμιμνήσκομαι μετά συγκινήσεως την ευλογημένην εκείνην στιγμήν του Απριλίου του 2003, ότε, άρτι αποφοιτήσας εκ της τροφού Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, συνεδέθην, χάρις εις την πνευματικήν καθοδήγησιν του Σεβ. Μητροπολίτου Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου κ. Ανδρέου, Καθηγητού της ειρημένης Θεολογικής Σχολής, οντολογικώς μετά της σεβασμίας και ιστορικής Μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου Αγκαράθου, τα κράσπεδα της οποίας διέβη προ πεντήκοντα ακριβώς έτη ο Μακαριώτατος άγιος Αλεξανδρείας, αλλά και προ αυτού ανεπανάληπτοι εκκλησιαστικαί μορφαί, ως οι άγιοι Μελέτιος Πηγάς και Κύριλλος Λούκαρις, ο Αλεξανδρείας Σίλβεστρος και πλειάς ιεραρχών. Επικαλούμαι την μεσιτείαν της προστάτιδος της ειρημένης Μονής Παναγίας της Ορφανής, της μόνης ακαταισχύντου ελπίδος και σωτηρίας μου, ευχαριστώ δε θερμώς και ευγνωμόνως τον εκ νεότητός μου πολλαπλώς ευεργετήσαντά με άγιον Αρκαλοχωρίου, τον οδηγήσαντά με εις το ιερόν τούτο σέβασμα, διά την κουράν και την εις διάκονον χειροτονίαν μου, και παρευρισκόμενον εν μέσω ημών κατά την ημέραν ταύτην της προσωπικής μου Πεντηκοστής.
Επιτραπήτω μοι, Παναγιώτατε, όπως, κατά την εύσημον ταύτην ημέραν της ζωής μου, στρέψω το βλέμμα μου προς την γενέτειράν μου, την αποστολοβάδιστον, αγιοτόκον, ηρωοτόκον και εύαδρον Κρήτην, την ναυαρχίδα του Θρόνου Σας, διά να εκζητήσω τας ευχάς και τας προσευχάς της σεβασμίας Ιεραρχίας της Μεγαλονήσου προεξάρχοντος του νυμφαγωγού μου Σεβ. Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Ευγενίου Β’, της αδελφότητος της Ι. Μονής Αγκαράθου, της εκ Σμύρνης και εκ Παλαιάς Φωκαίας ελκούσης την καταγωγήν εμπεριστάτου και εν κλίνη ασθενείας δοκιμαζομένης μητρός μου Ελένης, της αγαπητής αδελφής μου Ουρανίας, της αναδόχου μου Μαρίας, των συγγενών και φίλων, των διδασκάλων και καθηγητών μου, του μουσικοδιδασκάλου μου Άρχοντος Υμνωδού κ. Αντωνίου Πλαίτη, των συναδέλφων μου Καθηγητών της Πατριαρχικής Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης με επί κεφαλής τον Πρόεδρον αυτής Ελλογ. κ. Μιχαήλ Στρουμπάκην και πάντων των εκδηλωσάντων την χαράν των διά τα γενόμενα κατ’ αυτάς.
Ιδιαιτέρως ευχαριστώ διά την τιμητικήν του παρουσίαν τον εορτάζοντα Ελλογ. κ. Εμμανουήλ Καραγεωργούδην, Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, εν τω προσώπω του οποίου υποβάλλω ευγνώμονας ευχαριστίας προς άπαντας ανεξαιρέτως τους καθηγητάς μου εν τε τη Ανωτέρα Εκκλησιαστική Σχολή Κρήτης, τη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, τω Οικουμενικώ Ινστιτούτω του Bossey και τη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γενεύης. Ευχαριστίας εκφράζω προς τον εκπροσωπούντα την Αδελφότητα των Οφικκιαλίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου «Παναγία η Παμμακάριστος» Εντιμολ. Άρχοντα Διδάσκαλον του Γένους κ. Κωνσταντίνον Δεληκωσταντήν, Διευθυντήν του Α’ Πατριαρχικού Γραφείου και Ομότιμον Καθηγητήν του Πανεπιστημίου Αθηνών, ως και προς τον Αιδεσιμολ. Μέγαν Πρωτοπρεσβύτεροντου Οικουμενικού Θρόνου κ. Γεώργιον Τσέτσην διά την παντοειδή προς εμέ στήριξίν του.
Ευχαριστηρίους προσρήσεις, ωσαύτως, υποβάλλω προς την ενταύθα Ιεραρχίαν του Θρόνου και τους Σεβ. Προέδρους και μέλη των Συνοδικών Επιτροπών, μεθ’ ων συνεργάσθην, και προς πάντας τους διατελέσαντας προισταμένους μου εις τας σημαινούσας θέσεις της Μ. Πρωτοσυγκελλίας, της Αρχιγραμματείας και της Μ. Αρχιδιακονίας διά την πολύτιμον εμπειρίαν της μαθητείας εις τα της εκκλησιαστικής διοικήσεως και εις το μυστηριακόν ήθος του Φαναρίου, ως και προς τους αγαπητούς μου αδελφούς, εξαίρετα μέλη της Πατριαρχικής Αυλής, και προς τους υπαλλήλους των Πατριαρχείων αλλά και τους ευλαβείς λευίτας της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως, τους δραστηρίους κοινοτικούς παράγοντας και τους συντελεστάς εν τω εκπαιδευτικώ αμπελώνι της Ομογενείας, διά την αγαστήν συνεργασίαν και την συναντίληψίν των, ευχόμενος εν τω προσώπω του Πανοσιολ. Πρωτοσυγκελλεύοντος κ. Γρηγορίου προς πάντας τους επαξίως προαχθέντας τα βέλτιστα παρά του εν σπηλαίω γεννηθέντος και εν φάτνη ανακλιθέντος διά την ημών σωτηρίαν Κυρίου.
Τέλος, στρέφω το όμμα μου εις την θριαμβέβουσαν Εκκλησίαν, επικαλούμενος τας ευχάς του εκ Κίρκαγατς της Μαγνησίας της Επαρχίας Εφέσου καταγομένου πατρός μου Αριστείδου, των αειμνήστων Αρχιερέων Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Θεοδώρου, Ηρακλείας Φωτίου, του στηρίξαντός με πατρικώς διά πολυτίμων νουθεσιών κατά τας απαρχάς της εν Φαναρίω διακονίας μου, και Σασίμων Γενναδίου, του καλού καγαθού, του εισοδεύσαντος και μυήσαντός με εις τον πολυδαίδαλον και λίαν απαιτητικόν κόσμον των διορθοδόξων και των διαχριστιανικών σχέσεων, ως και των Ιερομονάχων Κυρίλλου και Τίτου. Είη η μνήμη αυτών αιωνία και άληστος.
Ευχηθήτε, Παναγιώτατε, όπως, διά πρεσβειών της Παναγίας της Παμμακαρίστου, των αγίων ενδόξων Αποστόλων Ανδρέου του Πρωτοκλήτου και Τίτου, πρώτου Επισκόπου Κρήτης, των αγίων ενδόξων Μεγαλομαρτύρων Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, Θεοδώρου του Τήρωνος και Μηνά του θαυματουργού, των εν Αγίοις Πατέρων ημών Αρτέμονος και Κυντίονος, Επισκόπων Σελευκείας, και πάντων των Αγίων, καταστώ πιστός φύλαξ και φρόνιμος οικονόμος της ζειδώρου παρακαταθήκης της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, τελών εν πλήρει αφοσιώσει προς τον Πρώτον Αυτής.
Εις πολλά έτη, Παναγιώτατε Πάτερ και Δέσποτα.