Παναγιώτη Ι. Σκαλτσή
ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ: Μεταξύ τών τριών Καππαδοκών Πατέρων εξέχουσα θέση κατέχει ο Μέγας Βασίλειος, η λαμπρή αυτή μορφή τής Μικρασιατικής Ορθοδοξίας καί ένας από τούς οικουμενικούς διδασκάλους τής Εκκλησίας1.
Στό πρόσωπό του συγκεντρώθηκε πράγματι όλη η σοφία, αλλά καί όλη η αγιότητα. Κατά τόν ιερό υμνογράφο έγινε σοφίας εραστής καί παιδείας έμπλεως «ου μόνον τής κάτω καί πατουμένης, πολλώ μάλλον δέ τής κρείττονος»2 .
Μέ όπλα, λοιπόν, τήν κοσμική αλλά καί τήν πνευματική γνώση καί εμπειρία κήρυξε σ όλο τόν κόσμο φρόνημα ένθεον, προέκρινε τήν πρός τόν Θεόν συμβίωση καί τή μελέτη τού θανάτου, κατεκόσμησε τά ήθη τών ανθρώπων, εμβάθυνε στή γνώση καί τή φύση τών όντων διακηρύσσοντας τή μεγάλη αλήθεια περί τού Θεού ως Δημιουργού καί προνοητού τού σύμπαντος κόσμου.
Ο Μέγας Βασίλειος επίσης στηλίτευσε τήν πλάνη τών ειδώλων μέσα από τή δογματική του διδασκαλία καί μάς εξεπαίδευσε στό νά σεβόμαστε καί νά τιμάμε τήν Αγία Τριάδα «ηνωμένην μέν τή ουσία, διαιρετήν δέ ταίς υποστάσεσι»3. Σέ ποιμαντικό μάλιστα καί κοινωνικό επίπεδο ήταν καί είναι γιά όλους τύπος καί υπογραμμός, υπόδειγμα οργάνωσης τού φιλανθρωπικού έργου, πρότυπο ποιμένα καί πνευματικού ηγέτη.
Μία πολύ σημαντική πτυχή τού έργου καί τής προσωπικότητός τού θείου αυτού διδασκάλου καί φωτοφόρου φωστήρος είναι ότι μεταξύ τού τεράστιου συγγραφικού του έργου, δογματικού, ασκητικού, ερμηνευτικού κ.λπ. ανήκει καί η θεία Λειτουργία, πού φέρει τό όνομά του καί τελείται, ως γνωστόν, δέκα φορές τό χρόνο. Μύστης τών αρρήτων ο ίδιος εικονίζεται συνήθως στήν κόγχη τού ιερού βήματος μεταξύ άλλων Ιεραρχών, πού λειτουργούν κρατώντας στό χέρι του ειλητάριο μέ κάποια από τίς ευχές τής θείας Λειτουργίας. Στό μουσείο μάλιστα τής Ιεράς Μητροπόλεως Σερρών καί Νιγρίτης υπάρχει φορητή εικόνα, στήν οποίαν φαίνεται νά τελεί τή θεία Λειτουργία ο ίδιος ο Κύριος καί ο Μέγας Βασίλειος εικονίζεται νά συγγράφει τό κείμενο τής Λειτουργίας του4.
Η ως άνω θαυμάσια μεταβυζαντινή εικόνα απηχεί τό γεγονός, διαβεβαιωμένο από πολλές μαρτυρίες, ότι ο Μέγας Βασίλειος πράγματι συνέγραψε τή Λειτουργία πού μάς είναι γνωστή μέ τό όνομά του καί κυρίως τήν Αναφορά «Ο ών δέσποτα, Κύριε Θεέ, Πάτερ παντοκράτορ, προσκυνητέ, άξιον ως αληθώς καί δίκαιον»5. Υπάρχουν βεβαίως καί άλλες ευχές, οκτώ τόν αριθμό, πού σύμφωνα μέ τήν επιστημονική έρευνα ανάγονται στόν Δ αιώνα καί είναι πολύ πιθανόν νά συντάχθηκαν από τόν Καππαδόκη Πατέρα. Μεταξύ αυτών είναι η ευχή υπέρ τών κατηχουμένων, οι δύο ευχές τών πιστών καί η ευχή πρό τού «Πάτερ ημών». Αντιθέτως υπάρχουν ευχές, όπως αυτές τών αντιφώνων -κοινές μέ τή θεία Λειτουργία τού αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου- οι οποίες είναι σαφώς μεταγενέστερες καί ως εκ τούτου αποκλείεται νά είναι ποίημα τού Μεγάλου Βασιλείου6.
Η θεία Λειτουργία άλλωστε είναι προϊόν μακράς εξελίξεως ως κείμενο. Ο πυρήνας της ιστορικά καί θεολογικά βρίσκεται στό Μυστικό Δείπνο. Ο ίδιος ο Κύριος παρέδωσε στούς Αποστόλους τό Μυστήριο τής θείας Ευχαριστίας μέ τήν εντολή «τούτο ποιείτε εις τήν εμήν ανάμνησιν»7. Στή συνέχεια καί στά πλαίσια τών διαφόρων λειτουργικών τύπων, σέ Ανατολή καί Δύση, διεμορφώθησαν συγκεκριμένα κείμενα Λειτουργιών μέ βάση τά καινοδιαθηκικά πρότυπα, τίς παραδόσεις κάθε περιοχής, αλλά καί τή θεολογία τού κάθε συγγραφέα. Έτσι, λοιπόν, στό Βυζαντινό λειτουργικό τύπο διεμορφώθησαν οι Λειτουργίες τού Μεγάλου Βασιλείου, τού αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου καί τών Προηγιασμένων Δώρων.
Από τίς ως άνω τρείς Λειτουργίες η αρχαιότερη είναι αυτή τού Μεγάλου Βασιλείου. Έτσι φαίνεται στό παλαιότερο λειτουργικό χειρόγραφο πού ανάγεται στό τέλος τού Η μ.Χ. αιώνα8. Τό ότι δέ τό κείμενο αυτό είναι πράγματι τού μεγάλου αυτού Πατρός τής Εκκλησίας φαίνεται τόσο από τή θεολογική ενότητα πού έχει μέ τό ευρύτερο συγγραφικό του έργο, όσο καί από άλλες μαρτυρίες Πατέρων, Συνόδων καί εκκλησιαστικών συγγραφέων. Από τίς πλέον χαρακτηριστικές μαρτυρίες είναι αυτή τού Λεοντίου τού Βυζαντίου (540 μ.Χ.) ο οποίος θεωρεί τή Λειτουργία τού Μεγάλου Βασιλείου θεόπνευστο κείμενο9. Στήν εν Τρούλλω Συνόδω (692) σημειώνεται ότι ο «Βασίλειος ο τής Καισαρέων αρχιεπίσκοπος, ού τό κλέος κατά πάσαν οικουμένη διέδραμεν», μάς παρέδωσε τήν μυστικήν ιερουργίαν «εγγράφως»10. Τό ίδιο ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (750) καί η Ζ Οικουμενική Σύνοδος (787) χαρακτηρίζουν, όπως καί ο Μ. Βασίλειος, τά τίμια δώρα πρό τού καθαγιασμού τών ως «αντίτυπα»11.
Στή συνείδηση, λοιπόν, τής Εκκλησίας ο Μέγας Βασίλειος είναι ο συντάκτης τής Λειτουργίας του. Μιάς Λειτουργίας πού είναι εκτενέστερη αυτής τού ιερού Χρυσοστόμου καί διακρίνεται γιά τήν ανυπέρβλητη ομορφιά της καί τήν ασύγκριτη θεολογική της δύναμη12. Ενδεικτικά μόνο αναφέρομε κάποια χαρακτηριστικά θεολογικά γνωρίσματα τής Αναφοράς τού Μεγάλου Βασιλείου. Πρώτα-πρώτα απευθύνεται στόν Θεό Πατέρα καί όχι στήν Αγία Τριάδα, όπως αυτή τού ιερού Χρυσοστόμου. Αυτό είναι δείγμα τής παλαιότητος τής θείας Λειτουργίας, χωρίς νά μειώνεται σέ καμία περίπτωση ο Τριαδολογικός της χαρακτήρας. Άλλωστε στή συνέχεια σημειώνεται ότι ο παντοκράτωρ Θεός είναι «ο Πατήρ τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τού μεγάλου Θεού καί Σωτήρος, τής ελπίδος ημών παρ ού τό Πνεύμα τό άγιον εξεφάνη»13.
Έντονη είναι επίσης καί η πνευματολογία τής Λειτουργίας τού Μ. Βασιλείου, όπου τό Άγιο Πνεύμα χαρακτηρίζεται ως πηγή αγιασμού, ζωοποιός δύναμις, απαρχή τών αιωνίων αγαθών, αρραβών τής μελλούσης κληρονομίας14. Ξεχωριστή δέ μνεία γίνεται στά έσχατα καί τό μυστήριο τού θανάτου, τόν αοίδιμο θάνατο, όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά. Διατυπώθηκε μάλιστα η άποψη ότι η Λειτουργία αυτή τελείται κατά τίς Κυριακές τής κατανυκτικής καί πενθίμου περιόδου τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, διότι ακριβώς μιλά ιδιαίτερα γιά τό θάνατο. Κάτι τέτοιο βεβαίως δέν ευσταθεί, διότι ακριβώς ο αναστάσιμος χαρακτήρας τόσο τών Κυριακών, όσο καί τής ίδιας τής Λειτουργίας δέν αίρεται ποτέ15.
Έχει γραφεί ότι ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος εκοιμήθη τήν πρώτη Ιανουαρίου τού έτους 379, υπήρξε ένας από τούς πιό μεγάλους θεολόγους τής Εκκλησίας καί άσκησε τεράστια επίδραση στήν μετέπειτα θεολογική κίνηση καί ζωή τής Εκκλησίας16. Συμπληρωματικά νά τονίσουμε ότι ο φωστήρ τής Καισαρείας υπήρξε από τούς πλέον λειτουργικούς αγίους τής Εκκλησίας, διότι εκτός από τή συγγραφή τής θείας Λειτουργίας του συνέταξε καί ένα πλήθος άλλων ευχών, όπως π.χ. αυτή τού αγίου Βαπτίσματος «Μέγας εί Κύριε»17. Ενεθάρρυνε επίσης τό άσμα καί τό μέλος στή λειτουργική πράξη τής Εκκλησίας, αλλά μάς δίδει σημαντικές πληροφορίες γιά τήν τάξη τών Ακολουθιών τού Νυχθημέρου καί τής Αγρυπνίας κατά τήν εποχή εκείνη18.
Τήν σπουδαιότητά του ως λειτουργικού αγίου επιβεβαιώνει καί ο σοφός υμνογράφος, μέ τόν ύμνο τού οποίου περατώνομε καί τό κείμενό μας αυτό γιά τόν Καππαδόκη Μέγα Βασίλειο καί τή θεία Λειτουργία του: «Ένδον επουρανίου Ναού, ως Ιεράρχης ιερός προσεχώρησας, τήν πράξιν καί θεωρίαν, τάς τής σοφίας αρχάς, ως στολήν αγίαν περικείμενος, καί νύν εις τό άνω, θυσιαστήριον όσιε, ιερατεύων, καί Θεώ παριστάμενος, καί τήν άυλον, λειτουργίαν τελούμενος, μέμνησο συμπαθέστατε, παμμάκαρ Βασίλειε, τών εκτελούντων τήν μνήμην, τήν ιεράν σου καί πάντιμον, Χριστόν ικετεύων, τόν παρέχοντα τώ κόσμω, τό μέγα έλεος».
Υποσημειωσεις
1.Π. Κ. Χρήστου, Ο μέγας Βασίλειος. Βίος καί πολιτεία, συγγράμματα, θεολογική σκέψις [Ανάλεκτα Βλατάδων 27], Θεσσαλονίκη 1978. Βλ. καί Σ. Γ. Παπαδοπουλου, Η ζωή ενός μεγάλου. Βασίλειος Καισαρείας, Αθηναι 1988.
2. α τροπάριο γ Ωδής τού Κανόνα τού αγίου.
3. Κάθισμα μετά τήν Α στιχολογία τού όρθρου τής εορτής τού αγίου.
4. Κ. Π. Χαραλαμπιδη, «Φορητή εικόνα της θείας μυσταγωγίας στό εκκλησιαστικό μουσείο Σερρών», εν Σερραίων Διάσωσμα. Πνευματικοί καί Καλλιτεχνικοί Θησαυροί τής Εκκλησίας τών Σερρών, Σέρρες 2008, σσ. 245-250.
5. Γιά τή θεολογία τής Αναφοράς τού Μεγ. Βασιλείου βλ. Ι. Μ. Φουντουλη, «Η θεία Λειτουργία τού Μεγάλου Βασιλείου», εν Λειτουργικά Θέματα Δ, Θεσσαλονίκη 1979, σσ. 25-52.
6.Γ. Φίλια, «Η Ευχαριστιακή Αναφορά», εν Τό Μυστήριο τής θείας Ευχαριστίας, Πρακτικά Γ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων, Αθήνα 2004, σσ. 109-113.
7.π. Β. Ι. Καλλιακμανη, «Η Αναφορά τής Λειτουργίας τού Μεγάλου Βασιλείου», εν Χριστόδουλος. Αφιερωματικός Τόμος, Αθηναι 2010, σσ. 521528. . S. Parenti E. Velkovska, LEucologio Barberini 336, Roma 22000, oo. 57-70.
8. Κατά Νεστοριανών καί Ευτυχιανων, Λόγος Γ, 19, PG 871, 1368C. . S. Parenti E. Velkovska, LEucologio Barberini 336, Roma 22000, σσ. 57-70.
9.1032ος Κανόνας, Mansi 11, 156. Βλ. καί Γ. Α. Ραλλη Μ. Ποτλη, Σύνταγμα τών θείων καί ιερών Κανόνων, τόμ. Β, Αθήνησιν 1852 (= φωτ. ανατ. έκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1992), σ. 374.
10. Ι. Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως 4, 13, PG 94, 1153B. Βλ. καί Πρακτικά τής Εβδόμης Οικουμενικής Συνόδου, Πράξις στ, Mansi 13, 261 έξ.
11. Ι. Μ. Φούντουλη, «Η θεία Λειτουργία τού Μεγάλου Βασιλείου», ο.π., σ. 47.
12. Γιά τήν περί Αγίας Τριάδος θεολογία κατά τό Μ. Βασίλειο βλ. Γ. Δ. Μαρτζελού, Ουσια καί ενέργειαι του Θεού κατά τόν Μέγαν Βασίλειον. Συμβολή εις τήν ιστορικοδογματικην διερεύνησιν τής περί ουσιας καί ενεργειών τού Θεού διδασκαλίας τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, έκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 21993.
13 Π. Χρηστού, «Η περί τού Αγίου Πνεύματος διδασκαλία τού Μεγάλου Βασιλείου», εν Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 10 (1955) 227-240.
14 Γιά τόν προβληματισμό αυτο βλ. Π. Ι. Σκαλτση, «Ημέρες καί χρόνος τελέσεως τής θείας Λειτουργίας τού Μεγάλου Βασιλείου», στό Λειτουργικές Μελέτες ΙΙ, έκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009, σσ. 220-221.
15. . Π. Κ. Χρηστού, Εκκλησιαστική Γραμματολογία. Πατέρες καί Θεολόγοι τού Χριστιανισμού, τόμ. Ά, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 184.
16. Ι. Μ. Φούντουλη, «Η συμβολή τών τριών Ιεραρχών στή διαμόρφωση τής θείας Λατρείας», εν Λειτουργικά Θέματα Η, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 44.
17. Επιστολή 207, 2, PG 32, 761-765. Βλ. καί Π. Ι. Σκαλτση, Η παράδοση τής κοινής καί τής κατ ιδίαν προσευχής, μέ ειδικη αναφορά στό Ωρολόγιο τού Θηκαρά, έκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 140-141. R. Taft, La liturgia delle ore in oriente e in occidente, Milano 1988, σσ. 65-66.
18.Στιχηρό προσόμοιο τών Αίνων τής 1ης Ιανουαρίου.