Γράφει ο π. Ηλίας Μάκος, Θεολόγος- Νομικός
Μια σπουδαία φυσιογνωμία της Ορθόδοξης Θεολογίας, με πλούσιο συγγραφικό έργο και πολυεπίπεδη προσφορά, ο ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ευάγγελος Θεοδώρου, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 97 ετών.
Επιστήμονας και Άνθρωπος, Σηματωρός και Κήρυκας, με τη σημαίνουσα έννοια των λέξεων, διακρίθηκε τόσο για τη διαύγεια, την οξυδέρκεια και την επιστημονική του εμβρίθεια, που απέρρεαν από τη βαθιά γνώση της χριστιανικής και γενικότερης γραμματείας, αλλά και από βαθιά πνευματικότητα, αφού τον κοσμούσαν πολλές αρετές. Έτσι δεν αναδείχθηκε μόνο άριστος εκπαιδευτής θεολόγων, αλλά και αποδοτικός καθοδηγητής καλοπροαίρετων ψυχών. Κατόρθωσε να δείξει ότι η θεολογία στην Εκκλησία δεν είναι μέγεθος αυτόνομο και αυθυπόστατο, αλλά μέσο και όργανο, που μεταπλάσσεται μέσα στο αγιοπνευματικό φως.
Έτσι αποφορτίζεται από το κοσμικό ένδυμα και αναφορτίζεται σε εκκλησιαστικό λόγο. Καταρτισμένος και γνωσιολάτρης, προσηνής και μειλίχιος, προσεκτικός και νηφάλιος, απλός και ταπεινός, σεβάσμιος και σεβαστός, είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη όλων, με αποτέλεσμα να διατελέσει πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά και κοσμήτορας στις Θεολογικές Σχολές Θεσσαλονίκης και Αθηνών. Ως πανεπιστημιακός δάσκαλος (καθηγητής Λειτουργικής, Ομιλητικής και Κατηχητικής στη Θεολογική Σχολή Αθηνών, αλλά και προηγουμένως για μερικά χρόνια στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης) τον χαρακτήριζε η συμμετρία, η αναλογία, η ισορροπία και η σοφία. Ο όρος σοφία γι’ αυτόν δε δηλώνει κάποια θεωρητική σκέψη, αλλά συσσωρευμένη εμπειρία, που την προσάρμοσε στη δική του ιδιοσυγκρασία και αντίληψη και τη μετασχημάτισε σε εμπειρία ζωής με το Θεό. Διαρκής επιδίωξή του υπήρξε τους μαθητές του να τους υψώσει σε υπηκόους του ουρανού, μέσω της βιωματικής διδασκαλίας.
Ήταν ελκυστικός και αξιαγάπητος στους φοιτητές και τους επηρέαζε με δημιουργική κατάφαση. Και αυτό δεν γινόταν με μια μαγική διαδικασία και μετάγγιση, αλλά επειδή ο αείμνηστος Ευάγγελος Θεοδώρου είχε ανακαλύψει το ” κλειδί”, που άνοιγε συνειδήσεις, αυτό της εσωτερικής ελευθερίας, την οποία δεν παρέκαμπτε, γι’ αυτό και αποδείχθηκε μεταμορφωτικός και όχι παραμορφωτικός. Δεν παραμέλησε τη συγγραφή, αλλά ήταν πολυγραφώτατος. Μέσα από το πολυσχιδές έργο του (θεολογικό, φιλοσοφικό, κοινωνιολογικό), τμήμα του οποίου έχει μεταφρασθεί σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες, προέβαλε τον Χριστό ως αρχετυπικό τρόπο ύπαρξης, εστιάζοντας έτσι στην ουσία της ζωής. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι υπήρξε εισηγητής της αναβίωσης του θεσμού της χειροτονίας των διακονισσών και οι σχετικές μελέτες του κυκλοφόρησαν διεθνώς.
Σε συνέντευξή του είχε πει εύστοχα για το θέμα αυτό: “Δεν υπάρχει κανένα ουσιαστικό δογµατικό κώλυµα για τη χειροτονία των γυναικών στη διακονική ιεροσύνη. Τα επιχειρήµατα που χρησιµοποιούνται, κυρίως τα βιολογικά ή τα ιστορικοκανονικά, εναντίον της χειροτονίας αυτής, δηµιουργήθηκαν εκ των υστέρων. Εγώ πιστεύω ότι ποιοτικά η χειροτονία της διακονίσσης είναι κατά πάντα όµοια προς τη χειροτονία του διακόνου”. Και πρόσθεσε: “Ο θεσµός των διακονισσών δεν καταργήθηκε ποτέ. ∆υνάµει υφίσταται ο θεσµός. Άλλο ξεχάστηκε σιγά-σιγά και υπάρχουν σήµερα µόνο ίχνη σε µερικά µοναστήρια, όπως για παράδειγµα στην Αίγινα, όπου ο άγιος Νεκτάριος χειροτόνησε διακόνισσες”.
Ορθοτόμησε τον ” λόγον της αληθείας” και υπερασπίσθηκε σθεναρά την πραγματική Ορθοδοξία ως Ορθοπραξία, γιατί ένιωθε ότι αποτελεί το θεμέλιο της σωτηρίας του ανθρώπου, καθώς και την καρδιά του μυστηρίου της θείας Οικονομίας. Οι ωραίες, με το νόημα και το περιεχόμενο της ψυχικής ομορφιάς, ιδέες του, αρχές και αξίες του δεν θα αφανιστούν μετά την εκδημία του. Έχουν υπεραισθητό χαρακτήρα και θα είναι προσιτές με τη νόηση.