του Πρωτοπρ. π. Άγγελου Αγγελακόπουλου, εφημέριου Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
Από τις πολλές μομφές των νεοειδωλολατρών κατά των Χριστιανών, τρείς είναι οι βασικώτερες.
Α) Η πρώτη κατηγορία, που προσάπτουν στον Χριστιανισμό, είναι ότι «οι ρίζες της Πίστεώς μας, και συγκεκριμένα η Παλαιά Διαθήκη, είναι δήθεν απλώς Εβραϊκή Ιστορία, συνεπώς εβραϊκή υπόθεση, που δεν αφορά εμάς τους Έλληνες».
Θεωρούν ότι ο Χριστιανισμός είναι «εβραϊκή αίρεση». Ουσιαστικά απορρίπτουν την Παλαιά Διαθήκη ως δήθεν «εβραϊκή μυθολογία» και επιτίθενται εμπαθώς κατά της Καινής Διαθήκης και των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Ανασκευάζοντας αυτή την πλάνη των νεοειδωλολατρών, αναφέρουμε εν συνόψει τί διδάσκει η Ορθόδοξος Εκκλησία για την σχέση μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης.
Η Παλαιά Διαθήκη είναι η ιερά βίβλος των πρώτων Χριστιανών, ιδίως πριν η Εκκλησία αποφανθεί για τον Κανόνα των βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Οι άγιοι Απόστολοι και οι πρώτοι πιστοί στον Χριστό δεν διανοήθηκαν καν να την θεωρήσουν ‘ιουδαϊκή’ ή απλώς ως μια συλλογή της Εβραϊκής Ιστορίας, αλλά αντιθέτως από πολύ νωρίς την ένιωθαν ως ‘Λόγον Θεού’, την περιέβαλαν με πολύ σεβασμό και κύρος και τα αναγνώσματά της ήταν και είναι ιδιαίτερα προσφιλή και ενισχυτικά στον πνευματικό αγώνα όλων των Χριστιανών. Η Παλαιά Διαθήκη, μέρος ούσα της Αγίας Γραφής, είναι και αυτή θεόπνευστος.
Η Παλαιά Διαθήκη μας μιλά για τους ‘ανθρώπους του Θεού’, τους Προπάτορες του Κυρίου, κατά το ανθρώπινο, φανερώνοντας έτσι την άρρηκτη συνέχειά της με την βίβλο της εποχής της Χάριτος. Η Παλαιά Διαθήκη είναι η βάση για την Καινή Διαθήκη. Είναι η προετοιμασία για την έλευση του Θεανθρώπου Χριστού.
Είναι, επίσης, πασίδηλος ο παγκόσμιος χαρακτήρας και η προοπτική της για την σωτηρία όλων των ανθρώπων. Αυτό φαίνεται εμφανέστατα στους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Οι Προφήτες προετοίμαζαν με τις διδασκαλίες και τις προφητείες τους όλα τα έθνη για την παρουσία του Χριστού, ώστε να αποκτήσουν γνώση και ευσέβεια του αληθινού Θεού, ο Οποίος γνωριζόταν παλαιά μόνο από τους Εβραίους.
Ο άγιος Θεός, «ο ετάζων καρδίας και νεφρούς», δεν είναι προσωπολήπτης. Αγαπά εξ ίσου όλους τους ανθρώπους και όλους τους λαούς. Απευθύνει τα σωτήρια κελεύσματά του σε όλους αδιακρίτως και ευλογεί τους «αγαθούς τη
καρδία». Η Παλαιά Διαθήκη είναι γεμάτη με σχετικά νοήματα, που αναφέρονται στον οικουμενικό και παγκόσμιο αυτόν χαρακτήρα της μελλούσης σωτηρίας όλων των λαών της γης διά της ευσεβείας πρς τον μόνο αληθή Θεό.
Οι Εβραίοι, που καυχώνταν ότι τάχα μόνο αυτούς (ως έθνος και φυλή) από τα υπόλοιπα έθνη προτίμησε ο Θεός και ότι δήθεν μόνο αυτούς αξίωσε των θείων επαγγελιών Του, καταισχύνονται τώρα από τις αποδείξεις του εναντίου, αφού μαρτυρείται (από τους ίδιους μάλιστα τους Προφήτες τους), πως δεν τους δόθηκε τίποτε περισσότερο ή ανώτερο απ’ό,τι σε όλα τα άλλα έθνη. Μάλιστα προβλέποντας τα μέλλοντα, μιλούν οι άγιοι Προφήτες εν Πνεύματι αγίω για την αποστροφή του Θεού προς τους αποστάτες Εβραίους, όπως επίσης και για την εκπλήρωση των επαγγελιών Του σε όλο τον κόσμο, σε όλους τους ανθρώπους, σε όλα τα έθνη, που θα δεχθούν και θα εγκολπωθούν την Αλήθειά Του.
Όσοι αποδεχόμασθε την Παλαιά Διαθήκη του Θεού εν Χριστώ (όπως και εμείς οι Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί) καθιστάμεθα πραγματικοί υιοί των Πατέρων και Δικαίων και των Προφητών της και γινόμαστε κληρονόμοι της και οι υποθέσεις και τα νοήματά της γίνονται κληρονομιά μας προς Θεογνωσία και σωτηρία.
Η Πίστη μας δεν είναι «εκ του κόσμου τούτου». Η ευσέβειά μας δεν είναι υπόθεση των Εβραίων (άλλωστε αυτοί την κατεφρόνησαν). Δεν είναι μόνο γι’αυτό ή το άλλο έθνος. Είναι πανανθρώπινη, αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους, σώζει όλο τον άνθρωπο και κατέχει την πληρότητα και ολότητα της αληθείας.
Έτσι κι εμείς οι πρώην εθνικοί, ειδωλολάτρες, Έλληνες δεχθήκαμε και σεβόμαστε την Παλαιά Διαθήκη, διότι έχει ως σκοπό και προοπτική της την πανανθρώπινη, την παγκόσμιο σωτηρία. Με την αποδοχή, λοιπόν, της Παλαιάς Διαθήκης (έχοντάς την ως στερεά βάση), δεν απορρίψαμε τον Ναζωραίο ή Γαλιλαίο (όπως ειρωνικά ή υποτιμητικά Τον αποκαλούν οι νεοειδωλολάτρες) Ιησού, τον Θεάνθρωπο Κύριο, αλλά Τον πιστέψαμε, Τον αναγνωρίσαμε ως Κύριο και αγαθό Δημιουργό του σύμπαντος.
Β) Η δεύτερη μομφή είναι ότι οι Χριστιανοί, εν ονόματι δήθεν της πίστεως στον Χριστό, κατέστρεψαν τα έξοχα έργα τέχνης του αρχαίου Ελληνικού κόσμου και πολιτισμού.
Ανασκευάζοντας αυτή την κατηγορία και μη έχοντας διάθεση να καλύψουμε κάποιες μεμονωμένες ενέργειες, μέσα στα συγκεκριμένα πάντοτε δεδομένα της τότε εποχής και φυσικά μετά από αιώνες απηνών διωγμών, αναφέρουμε σε αντιδιαστολή ότι υπάρχουν πολλές αναφορές για Χριστιανούς, που με προσωπική τους πρωτοβουλία έσωσαν και διατήρησαν έργα της αρχαιότητος.
Η εχθρική στάση των Χριστιανών προς τα παγανιστικά ιερά ούτε γενικό φαινόμενο υπήρξε, ούτε συστηματική πολιτική.
Η εκτίμηση προς όλα τα ωραία της αρχαιότητος είναι δεδομένη για τους Χριστιανούς. Για παράδειγμα, ο Μέγας Έλληνας και Χριστιανός Ιεράρχης άγιος Βασίλειος ο Μέγας προτρέπει τους νέους να επιλέγουν μεν, σαν τις μέλισσες, ό,τι καλό υπάρχει στα συγγράμματα των αρχαίων Ελλήνων, να αφήνουν και να αποφεύγουν δε ό,τι αισχρό.
Δεν θα πρέπει, επίσης, να παραβλέψουμε ότι τα πλείστα των ελληνικών χειρογράφων διασώθηκαν από την Εκκλησία, από τους Χριστιανούς και πιο συγκεκριμένα σε Μοναστήρια, όπως στο Άγιον Όρος.
Επομένως, αν οι ειδωλολάτρες άδικα μέμφονται τους Χριστιανούς για συστηματικές βιαιότητες στα έργα τέχνης και πολιτισμού και εν ονόματι μάλιστα της εις Χριστόν πίστεως, εμείς, αποκρούοντας και αντιστρέφοντας τις μομφές τους, τους καταγγέλλουμε για ανεπανάληπτες και αμίμητες σ’όλη την Ιστορία ωμότητες και φρικιαστικές εκτελέσεις εκατομμυρίων ανθρωπίνων προσώπων για λόγους και μόνο συνειδήσεως και πίστεως στον Χριστό.
Γ) Τέλος, η τρίτη μομφή κατά των Χριστιανών είναι ότι τάχα είμασθε μισέλληνες.
Απέναντι σ’αυτή τη μομφή απαντάμε ότι καυχόμαστε, με την Χάριν του Θεού, που είμαστε Ορθόδοξοι Χριστιανοί Έλληνες, με μεγάλη πνευματική ευθύνη για την σύγχρονη παρουσία μας στον κόσμο. Καυχόμαστε με μια ταπεινή καύχηση, πρώτον για την αληθινή και αμώμητο Πίστη στον Θεάνθρωπο Χριστό, και δεύτερον και για την πατρίδα μας, για την ένδοξη καταγωγή μας, για την παγκοσμίως και διαχρονικά αναγνωρισμένη προσφορά των προγόνων μας στον πολιτισμό, τις τέχνες, τις επιστήμες, την παιδεία, την φιλοσοφία. Καυχόμαστε, επίσης, που οι αρχαίοι Έλληνες πρόγονοί μας ήταν πολύ θεοφοβούμενοι. Ενθυμούμασθε όλοι τί είπε ο Απ. Παύλος, όταν πέρασε από την Αθήνα, για να κηρύξει το Ευαγγέλιο : «Άνδρες Αθηναίοι, κατά πάντα ως δεισιδαιμονεστέρους υμάς θεωρώ». Παραλλήλως, είναι παροιμιώδης η έκφραση «από θεού άρχεσθαι» των αρχαίων Ελλήνων. Η ζωή τους δεν ήταν ανθρωποκεντρική, αλλά θεοκεντρική. Καυχόμαστε, που καταγόμαστε από μια τέτοια φυλή, που με το ανήσυχο πνεύμα της, πνεύμα προβληματισμού και ερεύνης, δεν αναπαυόταν σε μια υλιστική ζωή, με αποκλειστικά γήινο και εμπαθές περιεχόμενο, αλλά αναζητούσε το ανώτερο, το πνευματικό, το ουράνιο. Απ’αυτούς, παρά το σκότος της αγνωσίας και της ειδωλολατρείας, αναπτύχθηκε ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός. Τέλος, καυχόμαστε εμείς οι σύγχρονοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί Έλληνες, που στα πρόσωπα μεγάλων αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων αναγνωρίζουμε, κατά κάποιον τρόπο, Έλληνες προ Χριστού Προφήτες και τους εικονίζουμε στους εξωνάρθηκες των Εκκλησιών μας.
Όντως, λοιπόν, ηγέρθη ο Ελληνισμός. Από τα αινίγματα και τους μύθους πέρασε στην εξ ουρανού αποκάλυψη. Από την ασχημάτιστη και αόριστη ελπίδα πέρασε στην προσδοκία των Εθνών. Από τον βωμό του αγνώστου Θεού πέρασε στο ιερό βήμα της Εκκλησίας. Και, τέλος, από την ειδωλολατρεία πέρασε στην Ορθοδοξία.
Είναι εμφανής η αδυναμία των Ελλήνων νεοειδωλολατρών να αντιληφθούν την χριστιανική ιστορική συνέχεια του αρχαίου Ελληνισμού.
Η Εκκλησία προσέλαβε τον Έλληνα άνθρωπο, τον βάπτισε, τον καθάρισε, τον φώτισε και τον έκανε Χριστιανό Έλληνα. Tον μεταμόρφωσε. Εξαιτίας αυτής της μεταμόρφωσης μπορούμε να μιλάμε για ελληνορθοδοξία και για ελληνορθόδοξη παράδοση. Τώρα θέλουν τον φωτισμένο άνθρωπο να τον ξεβαπτίσουν και να τον υποτάξουν και πάλι στο σκοτάδι της ειδωλολατρείας και της αθεΐας.
Οφείλουμε σήμερα να μην αφήσουμε τους νεοπαγανιστές να μας περάσουν τα σχέδιά τους, τα οποία εξυπηρετούν το αντίχριστο κίνημα της «Νέας Εποχής» και της παγκοσμιοποιήσεως και που τελικά γι’αυτό δεν είναι μόνο αντιχριστιανικά, αλλά και ανθελληνικά.