Ναυπάκτου Ιερόθεος: Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος, την Πέμπτη, 12 Μαίου 2022, μίλησε προσκεκλημένος από τον ομότιμο καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών π. Δημήτριο Λινό στις διαδικτυακές συναντήσεις του, που έχουν γενικό τίτλο: «Υγεία και Θρησκεία».
Οι συναντήσεις αυτές είναι υπό την αιγίδα της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο τίτλος της ομιλίας του Μητροπολίτου κ. Ιεροθέου ήταν: «Η Ορθόδοξη Εκκλησία για την υγεία του ανθρώπου». Ακολουθεί το κείμενο της παρουσίασης.
***
Ευχαριστώ τον Καθηγητή κ. Δημήτριο Λινό για την πρόσκληση να συμμετάσχω στο διαδικτυακό αυτό μάθημα με το γενικό θέμα «Υγεία και Θρησκεία».
Θεώρησα αυτήν την πρόσκληση ως πρόκληση γι’ αυτό δίστασα στην αρχή να την αποδεχθώ. Έχω μιλήσει σε διάφορα ακροατήρια εντός και εκτός Ελλάδος για την Ορθόδοξη ψυχοθεραπεία και γενικά για την υγεία του ανθρώπου πολλές φορές, από διάφορες οπτικές πλευρές και δεν ήθελα να επαναλάβω τα ίδια. Ακριβώς, γι’ αυτόν τον λόγο αναζητούσα ένα θέμα που να έχη κάτι καινούργιο να προσφέρη στα όσα έχω γράψει μέχρι τώρα.
Έτσι επέλεξα τον τίτλο «Η Ορθόδοξη ‘Εκκλησία για την υγεία του ανθρώπου» που είναι γενικό, αλλά κρύβει μέσα του κάποιες ιδιαίτερες αναλύσεις. Δηλαδή θα τονίσω τρία ιδιαίτερα σημεία. Πρώτον, «Η σύγχρονη δυτική επιστήμη», δεύτερον, «Το “όλον” του ανθρώπου» και τρίτον «Ψυχοθεραπεία και Ορθόδοξη θεολογία».
1. Η σύγχρονη δυτική επιστήμη
Μετά την σχολαστική θεολογία (11ος -13ος αιώνας μ.Χ.) αναπτύχθηκαν διάφορα ρεύματα στην δυτική Ευρώπη, όπως η Αναγέννηση, η Μεταρρύθμιση, ο Διαφωτισμός, τα οποία προσπάθησαν να αποδεσμευθούν από την ταύτιση των φυσικών και των μεταφυσικών, όπως δίδασκε ο Σχολαστικισμός. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αναπτυχθούν οι επιστήμες ανεξάρτητα από την πίστη στον Θεό, όπως το εκήρυττε η σχολαστική μεταφυσική θεολογία.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να εξετάσουμε και την ιατρική επιστήμη. Μέχρι τον Διαφωτισμό του 17ου-18ου αιώνος η ιατρική έβλεπε τις ασθένειες των ανθρώπων μέσα από την σχέση τους με τον Θεό, τις δαιμονικές ενέργειες και το περιβάλλον, γι’ αυτό η θεραπεία γινόταν ψυχοσωματικά, μέσα από τις διάφορες κατά τόπους θρησκευτικές αντιλήψεις της κοινωνίας και των ανθρώπων. Όμως από τον Διαφωτισμό και εντεύθεν και η ιατρική επιστήμη, όπως και οι άλλες επιστήμες είδε το σώμα του ανθρώπου ως μια μηχανή.
Ενδεικτικά να αναφέρω τον Ρενέ Ντεκάρτ (1596-1650), Γάλλο φιλόσοφο και μαθηματικό που θεωρείται «ως ο πατέρας της νεώτερης φιλοσοφίας», τον Καρτέσιο, όπως «είναι εκλατινισμένο το όνομά του». Ο Ντεκάρτ «υπεστήριξε ότι το σύμπαν είναι μια τεράστια μηχανή, ότι όλα όσα υπάρχουν στον κόσμο της φύσης είναι μηχανές -ακόμη και τα ζώα- τα οποία απεκάλεσε αυτόματα, είναι μηχανές». Για τον άνθρωπο υποστήριζε ότι έχει σώμα που λειτουργεί ως μηχανή και έχει και ψυχή που είναι «το ουσιαστικό τμήμα της ύπαρξής του». Όμως, το βασικό γνώρισμα της ψυχής του ανθρώπου είναι η λογική, ενώ το βασικό της ύλης-σώματος είναι η “έκταση” που αποτελεί την ουσία της ύλης στον χώρο. Ισχυριζόταν δε ότι το σώμα επειδή έχει έκταση μπορούμε να το παρατηρήσουμε με τις αισθήσεις, ενώ την ψυχή, που είναι άυλη δεν μπορούμε να την συλλάβουμε με τις αισθήσεις, αλλά μόνο να την σκεφθούμε.
Μέσα από αυτές τις προϋποθέσεις είναι γνωστό το «καρτεσιανό κόγκιτο», το γνωστό cogito ergo sum, δηλαδή σκέπτομαι άρα υπάρχω, που προέρχεται από το «αμφιβάλλω άρα υπάρχω», που σημαίνει ότι η βεβαιότητα της ύπαρξης του εγώ προέρχεται μέσω της καθολικής αμφιβολίας. Κατά τον Ντεκάρτ το γεγονός ότι αμφιβάλλω σημαίνει ότι υπάρχω, γιατί δεν θα μπορούσα να αμφιβάλλω, αν δεν υπήρχα. Επομένως, το «αμφιβάλλω άρα υπάρχω» συνδέεται με το «σκέπτομαι άρα υπάρχω».
Από την καρτεσιανή φιλοσοφία ξεκίνησε το μεγάλο ρεύμα που από τον 17ο αιώνα επηρέασε την επιστήμη που αναπτύχθηκε στην Δύση, τόσο στην ιατρική όσο και στις φυσικές επιστήμες. Η επιστήμη θεώρησε τον άνθρωπο ως μία μηχανή, ανεξάρτητο από τις ψυχικές καταστάσεις, οπότε η βιολογία πέρασε στην μοριακή βιολογία, στα κύτταρα, στο γονιδίωμα, και οι επιστήμονες προσπάθησαν να εντοπίσουν τις ασθένειες, να κάνουν διάγνωση και να περάσουν στην θεραπεία, σχεδόν όμοια με τον τρόπο διαγνώσεως και θεραπείας στα ζώα. Έτσι, αναπτύχθηκαν διάφορες επιστήμες, όπως η Γενετική, η Γονιδιωματική, η ‘Επιγενετική, η Πρωτεομική, η Μεταβολική, η Συγκριτική Γονιδιωματική, η Μεταγονιδιωματική, η Βιοπληροφορική, η Φαρμακογενετική, η Φαρμακογονιδιωματική κλπ.
Έχει παρατηρηθεί ότι η σύγχρονη δυτική επιστήμη της Ιατρικής διαφοροποιείται σε πέντε χώρους οι οποίοι προσέδωσαν και την ιδιαίτερη ονομασία, όπως: πρώτον, την «ιατρική της κλινικής του ασθενούς» κατά την Ιπποκρατική μέθοδο που ερμηνεύει την υγεία και την νόσο με χυμούς και ιδιοσυγκρασίες και γίνεται με την παρατήρηση τοποθετώντας την πρόγνωση πάνω από την διάγνωση και οι ιατροί θεωρούν τους εαυτούς τους ως υπηρέτες της φύσης• δεύτερον, την «ιατρική της βιβλιοθήκης του Μεσαίωνα» που έγινε θεωρητική με την μελέτη διαφόρων έργων που τους ώθησαν στην «ανατομή του ανθρωπίνου σώματος»• τρίτον, την «ιατρική του νοσοκομείου» που αναπτύχθηκε με την γαλλική νοσοκομειακή ιατρική την δεκαετία του 1790 με διάγνωση της νόσου, και συνδέεται με την «συστηματική μεταθανάτια εξέταση», στην «πλήρη περιγραφή της νόσου» και «στην γενικώς επιφυλακτική στάση απέναντι στην θεραπευτική»• τέταρτον, «την ιατρική της κοινότητας» που παρατηρήθηκε κατά την βιομηχανική περίοδο με την αστυφιλία, οπότε πρόσεξαν «τον επιπολασμό της νόσου στις πόλεις» και ενδιαφέρθηκαν για την δημόσια υγεία• πέμπτον, την «ιατρική του εργαστηρίου», δηλαδή την «συστηματική πειραματική ιατρική» με κέντρο το εργαστήριο, οπότε δημιουργήθηκαν διάφοροι κλάδοι, όπως η βακτηριολογία, η φαρμακολογία, η ανοσολογία.
Γίνεται φανερόν ότι η Ντεκαρτική φιλοσοφία επηρέασε και την νεώτερη ιατρική επιστήμη, που θεωρεί τον άνθρωπο ως σωματικά άρρωστο, ως μια ζωντανή μηχανή, που χάλασε και χρειάζεται θεραπεία-επισκευή, ο οποίος άνθρωπος αποτελείται από γονίδια, DΝΑ, κύτταρα, ιστούς, όργανα, χημικές ενώσεις, και στην καλύτερη περίπτωση είναι ένα σκεπτόμενο ον, και γι’ αυτό υπάρχει.
Αυτή η «μονοδιάστατη» αντίληψη για τον άνθρωπο δημιούργησε την ανάγκη να ευρεθεί και το εσωτερικό βάθος του ανθρώπου, αφού ο άνθρωπος δεν εξαντλείται με το σώμα του. Έτσι, αναπτύχθηκε ο Γερμανικός ιδεαλισμός με την ελευθερία ως υπέρβαση της αναγκαιότητος της φύσης, ο υπαρξισμός ως απάντηση στα υπαρξιακά ερωτήματα του ανθρώπου, οι διάφορες Ψυχολογικές Σχολές, η ψυχανάλυση και ψυχοθεραπεία κλπ. Αυτό έγινε γιατί διαπιστώθηκε ότι πέρα από την λογική και τις σωματικές αισθήσεις με τα όργανα, υπάρχει και ένας άλλος κόσμος που παίζει σημαντικό ρόλο στην ασθένεια και την υγεία του ανθρώπου.
Έτσι, τώρα έχουμε την δυνατότητα να εξετάζουμε τον άνθρωπο από πολλές πλευρές, να δούμε ότι ο άνθρωπος είναι ένα αλληλοεξαρτώμενο και αλληλοπεριχωρούμενο ον, ότι εκτός της λογικής και των αισθήσεων υπάρχει και η ψυχή. Σε αυτήν την προοπτική παίζει μεγάλο ρόλο η Ορθόδοξη Εκκλησία με την θεραπευτική αγωγή που διαθέτει, την οποία εδώ και πολλά χρόνια έχω αποκαλέσει «ορθόδοξη ψυχοθεραπεία».
2. Το «όλον» του ανθρώπου
Ο άνθρωπος, κατά την ορθόδοξη θεολογία δημιουργήθηκε από τον Θεό με ψυχή και σώμα ως έμψυχη ζώσα οντότητα να ζη και να συμπεριφέρεται ως «όλον» προς τον Θεό, τον άνθρωπο και το περιβάλλον στο οποίο ζει. Πρόκειται για έναν θεολογικό «ολισμό», χωρίς, όμως, να καταργή το «επί μέρους». Αυτό φαίνεται στην δημιουργία του.
Ο προπτωτικός άνθρωπος είχε όλα τα στοιχεία που ανέφερα προηγουμένως, πράγμα που συνιστούσε την πνευματική και σωματική υγεία του, αλλά αυτό διασπάστηκε από την επιλογή που έκανε, αντίθετη με την εντολή που του έδωσε ο Θεός. Έτσι, διέσπασε το «όλον», διερράγησαν οι σχέσεις του με τον Θεό, τον εαυτό του, τον συνάνθρωπό του και την κτίση και ζει το «επί μέρους».
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία γίνεται η ερμηνεία της πτώσεως του ανθρώπου μέσα από την προοπτική των «δερματίνων χιτώνων». Το ότι ο Θεός μετά την απογύμνωση του ανθρώπου από την θεία Χάρη, τον ενέδυσε με τους «δερματίνους χιτώνας» σημαίνει ότι ενδύθηκε την θνητότητα, την φθαρτότητα, την παθητότητα που διασπούν το «όλον» του ανθρώπου.
Η είσοδος του θανάτου στον άνθρωπο είναι είσοδος ενός «θηρίου» που κατατρώγει την ύπαρξή του, που δημιουργεί πολλά σωματικά και πνευματικά προβλήματα. Τα γονίδια της γηράνσεως, δηλαδή του θανάτου, και των ασθενειών βρίσκονται μέσα στα κύτταρα από την πρώτη γονιμοποίηση του ωαρίου, και από εκεί αρχίζει η διάσπαση του «όλου». Τα κύτταρα μέσα στο σώμα πεθαίνουν, αφού ο θάνατος των κυττάρων διακρίνεται στον προγραμματισμένο θάνατο που είναι μια φυσιολογική διαδικασία, και στον μη φυσιολογικό θάνατο που λέγεται «νέκρωση».
Η θνητότητα την οποία κληρονομούμε συνδέεται με την φθαρτότητα. Ο θάνατος και η φθορά αντιπαλαίουν την ζωή μας, που συγκροτεί το όλο, γι’ αυτό ο άνθρωπος συνεχώς διασπάται. Μαζί με την θνητότητα και την φθαρτότητα αναπτύσσεται και η παθητότητα ως παρά φύση κίνηση των δυνάμεων της ψυχής και του σώματος, δηλαδή αντί οι δυνάμεις αυτές να κινούνται προς τον Θεό, κινούνται στην αντίθετη πορεία και διασπώνται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να καταργήται το «όλον» του ανθρώπου και να βιώνεται το «επί μέρους», το αποσπασματικό.
Έτσι, ο άνθρωπος από την βίωση της θνητότητας, της φθαρτότητας και της παθητότητας διέρχεται σε όλη την ζωή του συνεχώς «διαδοχικές κρίσεις θανάτου». Από την παιδική ηλικία των 7-8 ετών που διαπιστώνει ότι ο θάνατος είναι μη αναστρέψιμο γεγονός, όπως απέδειξε ο Πιαζέ, περνά στην εφηβική ηλικία που τον απασχολεί το νόημα της ζωής και του θανάτου με συνέπειες τις εκρήξεις, τις επαναστάσεις, και από εκεί φθάνει στην μέση ηλικία με την αίσθηση των ασθενειών, της πτώσης των σωματικών δυνάμεων, την απογοήτευση από τις σχέσεις του με τους ανθρώπους, και τέλος καταλήγει στην τρίτη ηλικία, που είναι η περίοδος της σύνταξης, και βλέπει τον θάνατο να έρχεται επάνω του. Σε όλες αυτές τις φάσεις της ζωής του κυριαρχεί ο θάνατος που δημιουργεί διαρκείς υπαρξιακές κρίσεις.
Με την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού επανέρχεται ο άνθρωπος σε αυτό το «όλον» της συγκροτήσεώς του. Ο Χριστός προσέλαβε όλη την ανθρώπινη φύση, μαζί με θνητό και παθητό σώμα, διότι «το απρόσληπτον και αθεράπευτον», για να νικήσει επάνω του τον θάνατο και να προξενήσει στον άνθρωπο την αθανασία και αφθαρσία, δηλαδή επέφερε την νίκη επί του θανάτου και της φθοράς. Έτσι, βλέπουμε το έργο που γίνεται στην ‘Εκκλησία. Από την διάσπαση φθάνουμε στην ενότητα, από την απομόνωση ερχόμαστε στην κοινωνία, από το «επί μέρους» καταλήγουμε στο «όλο», το καθολικό.
Αυτή είναι η έννοια του αληθινού έρωτα και του πραγματικού εραστή. Κατά τον άγιο Διονύσιο που μεταφέρει την διδασκαλία του αγίου Ιεροθέου «τον έρωτα, είτε θείον είτε αγγελικόν είτε νοερόν είτε ψυχικόν είτε φυσικόν είποιμεν, ενωτικήν τινα και συγκρατικήν εννοήσωμεν δύναμιν», δηλαδή τον έρωτα είτε θείο είτε αγγελικό, είτε νοερό είτε ψυχικό είτε φυσικό τον πούμε, θα τον εννοήσουμε ως ενωτική και συναπτική δύναμη, η οποία, όπως λέγει πιο κάτω, κινεί τα μεν υπέρτερα προς την πρόνοια για τα υποδεέστερα, τα ομόστοιχα πάλι σε κοινωνική αλληλουχία και τέλος τα κατώτερα σε επιστροφή προς τα ανώτερα και υπερκείμενα. Αλλού γράφει ότι το όνομα της αγάπης και του έρωτος ειναι «δηλωτικά της ενοποιού και συνδετικής και έξοχης συναπτικής δυνάμεως στο καλό και αγαθό».
Ο Χριστός, κατά τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη «αυτός πάντων αίτιος δι᾽ αγαθότητος υπερβολήν πάντων ερά, πάντα ποιεί, πάντα τελειοί, πάντα συνέχει, πάντα επιστρέφει και έστι και θείος έρως αγαθός αγαθού διά το αγαθόν». Αντίθετα, ο μη αληθινός έρωτας που είναι «μεριστώς», «σωματοπρεπής» και «διηρημένος», είναι «είδωλον ή μάλλον έκπτωσις του όντος έρωτος».
Αυτό το ζει κανείς μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία με τα Μυστήρια και την ασκητική ζωή. Τα Μυστήρια, όπως το Βάπτισμα, το Χρίσμα και η θεία Κοινωνία, ενώνουν τον άνθρωπο με τον Χριστό, και η ασκητική ζωή συνιστά τις προϋποθέσεις για την πνευματική ολοκλήρωση του ανθρώπου, ψυχικά και σωματικά, οικογειακά και κοινωνικά.
Έτσι, μέσα στην Εκκλησία, βιώνονται κατά τρόπο αρμονικό η γνωσιακή ψυχοθεραπεία με την θεραπεία των λογισμών με την νοηματοδότηση του ανθρωπίνου βίου, και η συμπεριφορική ψυχοθεραπεία με την ένταξη του ανθρώπου στην Εκκλησία ως μιάς κοινωνίας Θεού και ανθρώπου.
Ακριβώς, επειδή ο άνθρωπος έχει περιβληθεί τους δερματίνους χιτώνες, της φθοράς και της θνητότητας, γι’ αυτό, εκτός από την όλη προσφορά της Ορθόδοξης θεολογίας, χρησιμοποιούμε και τα αποτελέσματα των επιστημονικών ερευνών. Το ένα δεν αναιρεί το άλλο, αφού η πνευματική ενοποίηση του ανθρώπου επιδρά στις καταστάσεις του σώματος, αλλά και η ευεξία του σώματος επιδρά και στην ευεξία της ψυχής.
Έτσι, ο Χριστός χαρακτηρίζεται ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, η Εκκλησία ονομάζεται Πνευματικό Νοσοκομείο, η Θεολογία είναι πνευματική θεραπευτική επιστήμη, οι εντολές του Θεού χαρακτηρίζονται φάρμακα, οι Ιερείς θεωρούνται πνευματικοί ιατροί, η αμαρτία λέγεται ασθένεια, νόσος, η αγιότητα είναι θεραπεία.
Αυτοί οι όροι είναι διάχυτοι μέσα στην Αγία Γραφή, τα λειτουργικά κείμενα και τα πατερικά έργα. Χρειάζεται, όμως, προσοχή για να μη θεωρηθεί ότι αυτή η ορολογία και η αποστολή και το έργο της Εκκλησίας αντικαθιστά την επιστήμη του σώματος.
Δεχόμαστε την ιατρική του σώματος η οποία βοηθά το σώμα για να ανταποκρίνεται στο έργο του και την διακονία του, μέσα, όμως, από βιοηθικούς κανόνες, που καθορίζει η ίδια η ιατρική επιστήμη. Ούτε θεοποιούμε την επιστήμη ούτε την δαιμονοποιούμε. Επειδή ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματική ολότητα, γι’ αυτό πρέπει να συνεργάζεται η θεολογία με την επιστήμη.
3. «Η Ψυχοθεραπεία και Ορθόδοξη θεολογία»
Η Αμερικανική Ψυχολογική Ένωση εξέδωσε έναν ογκώδη τόμο με τίτλο «Εγχειρίδιο Ψυχοθεραπείας και θρησκευτικής ποικιλομορφίας» με σκοπό, όπως γράφεται στον πρόλογο «να βοηθήσει τους επαγγελματίες της ψυχικής υγείας να εργασθούν πιο αποτελεσματικά με τα μέλη των συγκεκριμένων πνευματικών παραδόσεων». Με τον τόμο αυτό προσφέρεται μια «βαθύτερη κατανόηση των θρησκευτικών πεποιθήσεων της κουλτούρας, των πρακτικών και των κλινικών θεμάτων που έχουν τα μέλη των συγκεκριμένων θρησκευτικών ομολογιών».
Αυτό προήλθε από την ανάγκη να καταλάβουν «οι επαγγελματίες της ψυχικής υγείας», «την θρησκευτική ποικιλομορφία που υπάρχει στον κόσμο», ώστε «να αυξήσουν την ικανότητά τους να εργάζονται με τέτοιους πελάτες από διαφορετικές παραδόσεις». Και αυτό είναι απαραίτητο γιατί, όπως διαπιστώθηκε «η πλειοψηφία των ανθρώπων που προσέρχονται για ψυχοθεραπεία είναι θρησκευόμενοι».
Στον πρόλογο γράφεται ότι οι επιμελητές του έργου αυτού χαίρονται «που η Αμερικανική Ψυχολογική Ένωση, η Αμερικανική Ψυχιατρική Ένωση, η Αμερικανική Ένωση Συμβουλευτικής και άλλες επαγγελματικές οργανώσεις περιλαμβάνουν τώρα τη θρησκεία ως μια πτυχή της ποικιλομορφίας την οποία υποχρεούνται να σέβονται τα μέλη τους και να επιζητούν να αποκτήσουν δεξιότητα σε αυτήν».
Μεταξύ των άλλων κεφαλαίων στο βιβλίο περιλαμβάνεται και ένα κεφάλαιο με τίτλο «Ψυχοθεραπεία με ανατολικούς ορθόδοξους Χριστιανούς», του οποίου συγγραφεύς είναι ο Tony R. Young PhD, που τότε ήταν απόφοιτος του Fuller theological Seminary Graduate School of Psychology, βοηθός καθηγητής στο Louisiana Tech University, και ασκούσε ιδιωτικά την Κλινική Ψυχολογία.
Από το άρθρο αυτό θα τονισθούν μερικά ενδιαφέροντα σημεία που δείχνουν ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει έντονο ψυχοθεραπευτικό περιεχόμενο.
α) Γνωριμία με την Ορθόδοξη Εκκλησία
Στην αρχή του άρθρου γίνεται μια σύντομη ιστορία του Χριστιανισμού μέχρι το σχίσμα του 1054, ώστε οι αναγνώστες να οριοθετήσουν την Ορθόδοξη Εκκλησία και να την διαφοροποιήσουν από τον Ρωμαιοκαθολικισμό και, βεβαίως, τον Προτεσταντισμό. Έπειτα, γίνεται μια αναφορά στις Ορθόδοξες Εκκλησίες που δραστηριοποιούνται στην Αμερική, ώστε οι Ψυχοθεραπευτές να προσδιορίσουν τον χώρο στον οποίο δραστηριοποιούνται οι Ανατολικοί Χριστιανοί στην Αμερικανική κοινωνία.
Είναι σημαντική η παρατήρηση ότι «οι Χριστιανοί της Ανατολής έχουν διαφορετικό παρελθόν από τους Χριστιανούς της Δύσης, Ρωμαιοκαθολικούς και Προτεστάντες. Το ανατολικοχριστιανικό υπόβαθρο δεν έχει Μεσαίωνα, δεν έχει Μεταρρύθμιση και Αντιμεταρρύθμιση, δεν έχει Ιερά Εξέταση ούτε Αναγέννηση. Οι Χριστιανοί της Ανατολής και της Δύσης ξεκινούν με διαφορετικές ερωτήσεις».
Στην συνέχεια εκτίθενται μερικά στοιχεία της Ορθόδοξης διδασκαλίας για τον Τριαδικό Θεό, για την δημιουργία του ανθρώπου και την πτώση του, διά της οποίας εισήλθε στην ζωή του ο θάνατος, ότι «οι Ορθόδοξοι αντιλαμβάνονται την πτώση της ανθρωπότητος ως την απώλεια του καθ’ ομοίωσιν Θεού», ενώ η εικόνα του Θεού «δεν χάνεται ποτέ σε κανέναν άνθρωπο». Όλη η διδασκαλία της Εκκλησίας καταγράφεται στην Αγία Γραφή, στα λειτουργικά κείμενα, τους θεοπνεύστους Πατέρες της Εκκλησίας και στην ερμηνεία τους στην Γραφή και την Παράδοση. Η βάση όλων αυτών είναι η ίδια η Εκκλησία, που είναι Ορθόδοξη που σημαίνει «σωστή λατρεία» και «σωστή πίστη».
«Η λατρεία αποτελεί ένα διαφοροποιητικό στοιχείο για τους Ορθοδόξους και είναι κεντρική στο Χριστιανικό ήθος». Ο Ορθόδοξος Χριστιανός στην Εκκλησία έχει ως βάση τα Μυστήρια, όπως το βάπτισμα, το χρίσμα, την μετάνοια, την εξομολόγηση, τον γάμο, την θεία Ευχαριστία.
Συγχρόνως με τα Μυστήρια στην Ορθόδοξη Εκκλησία δίνεται μεγάλη σημασία στην νηστεία «που αποτελεί μέρος της Ορθόδοξης άσκησης ή πνευματικής προπόνησης», στην προσευχή το πρωί, το βράδυ και στα γεύματα, στον πνευματικό πατέρα ή τον στάρετζ, όπως λέγεται στην Ρωσική παράδοση, και «ο Ορθόδοξος δεν ξεκινά τον πνευματικό δρόμο του σοβαρά χωρίς πνευματικό πατέρα».
Μεταξύ των προσευχών σημαντική θέση κατέχει «η Ευχή του Ιησού» «που μερικές φορές ονομάζεται Ευχή της καρδιάς». Μάλιστα, «κατά πολλούς τρόπους, η Φιλοκαλία, μια συλλογή κειμένων των Πατέρων, είναι ένα εγχειρίδιο για όσους ακολουθούν αυτόν τον δρόμο».
Γενικά, όπως γράφεται, «ο σκοπός της ζωής στην Εκκλησία και της ίδιας της ζωής για τους Ορθοδόξους είναι το να πετύχουν την θέωση, δηλαδή να γίνουν κατά χάρη αυτό που ο Θεός είναι στην φύση Του». Αυτό είναι το νόημα της σωτηρίας του Χριστιανού. «Η Ορθόδοξη σωτηριολογία προσανατολίζεται προς την ενσάρκωση και την ανάσταση του Ιησού Χριστού».
Γίνεται η επεξήγηση και διασάφηση ότι «άλλες Χριστιανικές ομολογίες έχουν μια νομική και εξευμενιστική άποψη» για την σωτηρία. Αντίθετα, «για τους Ορθοδόξους, με τον ερχομό Του (του Χριστού) σε σάρκα και την νίκη Του επί του θανάτου στην Ανάστασή Του, ο Ιησούς Χριστός έδωσε στους ανθρώπους έναν τρόπο υπερνίκησης του θανάτου. Αυτή η σωτηρία επιτυγχάνεται με την συνέργεια του δώρου της Χάριτος του Θεού και της προσπάθειας του ανθρώπου. Οι Ορθόδοξοι δεν λένε ότι έχουν σωθή, (προφανώς όπως κάνουν οι Προτεστάντες), αλλά ότι βρίσκονται στην διαδικασία της σωτηρίας».
Σημειώνεται στο άρθρο αυτό ότι «υπάρχουν πολλοί αλληλοδιαπλεκόμενοι τρόποι να μιλήσει κάποιος για την πνευματική ανάπτυξη στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο ένας είναι η θέωση. Ο άλλος είναι η μεταμόρφωση ή υπερνίκηση των παθών. Μια άλλη κλασική διατύπωση συσχετίζει την εικόνα του Θεού στον άνθρωπο, η οποία δεν χάνεται ούτε αλλάζει ποτέ, και την ομοίωση του Θεού η οποία για τους περισσότερους από μας είναι πολύ αμυδρή και αδύναμη αν είναι καν φανερή. Οι Ορθόδοξοι καλούνται να γίνουν περισσότερο σαν τον Θεό, να αυξήσουν την ομοίωση προς τον Θεό επί τη βάσει της εικόνας του Θεού μέσα στον καθένα μας». «Ο αληθινός σκοπός της χριστιανικής ζωής μας συνίσταται στην αυξανόμενη απόκτηση του Αγίου Πνεύματος του Θεού».
β) Η Ορθόδοξη Εκκλησία ως πνευματικό Νοσοκομείο
Μέσα στα πλαίσια αυτά φαίνεται ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ομοιάζει με πνευματικό Νοσοκομείο που θεραπεύει τα πνευματικά νοσήματα των Χριστιανών. Γράφεται: «Η Εκκλησία διδάσκει ότι είναι ένα νοσοκομείο για τους αμαρτωλούς που αναζητούν πνευματική υγεία. Προσφέρει την θεραπεία πλήρως σε όλους. Για τους Ορθοδόξους η μετάνοια είναι ο τρόπος να αποτραπεί η μονιμοποίηση της αμαρτίας ως κατάστασης της ύπαρξης και είναι μια αλλαγή του μυαλού, μια μεταβολή του μυαλού και της συμπεριφοράς. Η Εκκλησία θεωρεί τον εαυτό της ως απαρτιζόμενο από πρόσωπα που συνεχώς μετανοούν».
Έτσι, η πορεία του Χριστιανού εκλαμβάνεται ως θεραπεία που γίνεται στο Πνευματικό Νοσοκομείο, που είναι η Εκκλησία, από πνευματικούς ιατρούς που είναι οι πνευματικοί πατέρες, και ο σκοπός είναι η υγεία που χαρακτηρίζεται ως θέωση.
Γράφεται ότι «οι Ορθόδοξοι πιστεύουν ότι απαιτείται μια ζωή αγιότητος για να ευαρεστήσουν στον Θεό. Τα ηθικά πρότυπα είναι υψηλά, ωστόσο στην πράξη βρίσκουμε μεγάλο βάθρο ευελιξίας. Η ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων (rules, όχι canons) μπορεί να είναι αυστηρή ή ελαστική, ανάλογα με την περίσταση. Αναγνωρίζεται η ανθρώπινη αδυναμία».
Στο άρθρο αυτό του Tony Young γίνεται λόγος για τις «ορθόδοξες διαστάσεις της θεραπείας της πνευματικής ανάπτυξης» του Ορθοδόξου Χριστιανού που γίνεται μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Γράφει πολλά από αυτά που προαναφέρθηκαν, όπως ότι «οι πρακτικές και πεποιθήσεις της Ανατολικής Ορθοδοξίας μπορούν να έχουν θετικό συναισθηματικό ή ψυχολογικό αποτέλεσμα», πέρα από την θέωση. «Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι δεν έχουν σχεδιαστή για την ψυχολογική, αλλά για την πνευματική υγεία». Εδώ γίνεται μια διάκριση μεταξύ ψυχολογικής υγείας και πνευματικής υγείας. Αυτό σημαίνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία αποβλέπει στην πνευματική υγεία που εκλαμβάνεται ως θέωση, αλλά επηρεάζει και την ψυχολογική υγεία των Χριστιανών.
Αυτό φαίνεται «στις δύο σπουδαιότερες από αυτές πρακτικές» που είναι το Μυστήριο της Εξομολόγησης και «η Ευχή του Ιησού». Με την εξομολόγηση θεραπεύεται η ψυχή του Χριστιανού και «η Ευχή του Ιησού», «εκτός από το ότι επικεντρώνει το μυαλό και την καρδιά στον Θεό και ωθεί τον άνθρωπο να ζη λεπτό προς λεπτό στην συνειδητοποίηση της παρουσίας Του, έχει και ένα ηρεμιστικό αποτέλεσμα. Οδηγεί τον άνθρωπο στην καλύτερη επίγνωση του εαυτού του και των παθών του και σε αυτογνωσία».
γ) Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία
Για να δείξει ο αρθρογράφος τις «ορθόδοξες διαστάσεις της θεραπείας και της πνευματικής ανάπτυξης» των Ορθοδόξων Χριστιανών στην Ορθόδοξη Εκκλησία αναφέρεται σε δύο συγγραφείς που με τις ενέργειές τους ανέδειξαν αυτό το γεγονός που συνδέεται «είτε με την ψυχολογία της πνευματικής ανάπτυξης στην Ορθοδοξία είτε με την Ορθόδοξη πρακτική ως θεραπεία».
Τον πρώτο συγγραφέα που αναφέρει είναι «ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος της Αίτνα» στην Καλιφόρνια του παλαιού εορτολογίου. Ο συγγραφεύς λαμβάνοντας στοιχεία από το βιβλίο Ευεργετινός συνέλεξε αποφθέγματα Πατέρων, σε τέσσερα θέματα που «αγγίζουν την κάθε πλευρά της διαδικασίας της μεταμόρφωσης που είναι γνωστή ως θέωση» και απετέλεσαν τέσσερα βιβλία με τίτλους «Ταπείνωση», «Υπακοή», «Μετάνοια», «Αγάπη». «Η ταπείνωση και η υπακοή οδηγούν στην μετάνοια, την αλλαγή του νού» και έτσι γίνεται «η επιστροφή στην αληθινή μας φύση, την αυθεντική καθαρότητα της εικόνας του Θεού μέσα μας» που είναι αγάπη, προς τον Θεό και τους συνανθρώπους μας, η οποία «αποτελεί το αποκορύφωμα της ανάπτυξης».
Τον δεύτερο συγγραφέα που αναφέρει είναι ο ομιλών από την εποχή που ήμουν Ιερεύς και είχα γράψει το βιβλίο Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία. Γράφει ότι στο βιβλίο αυτό που διάβασε κατάλαβε ότι ο συγγραφεύς του «έχει συστηματοποιήσει τις ιδέες των Πατέρων της Εκκλησίας πάνω στις θεραπευτικές πλευρές, τους στόχους και τις πρακτικές τις οποίες εκπροσωπεί η Ορθόδοξη πνευματική παράδοση».
Από το βιβλίο αυτό σημειώνεται ότι «ο πρωταρχικός σκοπός της Ορθοδοξίας είναι η θεραπεία του νού», με τον οποίο γνωρίζει κανείς τον Θεό. «Ο νούς διακρίνεται από την λογική, το συναίσθημα και την διανοητική γνώση». Ο νούς είναι «ο οφθαλμός της ψυχής» που όταν καθαρθή «έχει την δυνατότητα της άμεσης εμπειρίας του Θεού σε αντίθεση με την εμπειρία απλών ιδεών ή εννοιών περί του Θεού. Άλλοι τρόποι για να εκφρασθή αυτή η κατάσταση είναι το να γίνουμε Χριστομιμητές και καθαροί στην καρδιά».
Από το βιβλίο Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία σημειώνεται ότι η Εκκλησία ομοιάζει με το νοσοκομείο που ασχολείται με την «παθολογία», δηλαδή την θεραπεία των παθών. Τα πάθη σκοτίζουν τον νού, διαστρέφουν το φυσικό που έχει ο άνθρωπος. Μερικά βασικά πάθη όπως η φιλαυτία, η φιλοδοξία, η άγνοια και η λήθη του Θεού, η οκνηρία και η φιλοκτημοσύνη «θεωρούνται ότι οδηγούν σε μια μακρά λίστα ασθενειών και αμαρτημάτων της ψυχής». «Η θεραπεία των παθών και η μεταμόρφωσή τους» οδηγεί στον «απώτερο στόχο» που «είναι η κοινωνία με τον Θεό και η θεωρία του Θεού».
δ) Ορθόδοξοι Ψυχοθεραπευτές
Ο Tony Young, αφού κάνει μια σύντομη αναφορά και περιγραφή των ψυχοθεραπευτικών στοιχείων της Ορθόδοξης παράδοσης, σημειώνει τους λόγους για τους οποίους μερικοί Ορθόδοξοι, παρά το ότι έχουν την δυνατότητα να δεχθούν τέτοιες θεραπευτικές μεθόδους, εν τούτοις καταφεύγουν και στους Ψυχοθεραπευτές. Γράφει ότι αυτό εξαρτάται πρώτον από «την συχνότητα με την οποία συμμετέχουν (οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί) στην λειτουργική ζωή της Εκκλησίας», στις ακολουθίες και την θεία Κοινωνία• δεύτερον από τον βαθμό που προσεύχονται• τρίτον από το πόσο ωφελούνται από το Μυστήριο της Εξομολόγησης• τέταρτον από το αν εξασκούν την Ευχή του Ιησού• και τέλος «αν έχουν σχέση με έναν πνευματικό πατέρα ή οδηγό».
Φυσικά, πρέπει να συμπληρώσω ότι αυτό εξαρτάται και από την νευρολογική κατάσταση του οργανισμού κάθε ανθρώπου, που χρειάζεται την βοήθεια της επιστήμης. Άλλωστε, ο ίδιος ο Tony Young παρατηρεί ότι «η Ορθόδοξη Εκκλησία καταβάλλει μικρή ή καθόλου προσπάθεια να συμβιβάση την πίστη με την λογική. Η Ορθοδοξία δέχεται στήριξη από τις επιστήμες, αλλά δεν αισθάνεται την ανάγκη να δικαιολογηθή απέναντι στα ευρήματα της επιστήμης». Αυτό γίνεται γιατί, όπως γνωρίζουμε εμείς οι Ορθόδοξοι θεολόγοι, άλλο είναι ο νούς που πρέπει να καθαρισθή για να φθάση στην εμπειρία του Θεού, και άλλο είναι η λογική με την οποία ο άνθρωπος έρχεται σε επικοινωνία με το περιβάλλον και ασχολείται με τις επιστήμες.
Και αφού αναπτύσσει με σύντομο, αλλά και ορθό τρόπο τα θεραπευτικά στοιχεία της Ορθοδόξου παραδόσεως, στην συνέχεια εφιστά την προσοχή στους Ψυχοθεραπευτές στο πως να συμπεριφέρωνται προς τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, οι οποίοι κατά διαφόρους λόγους, προστρέχουν σε αυτούς και ζητούν βοήθεια.
Με τίτλο «ψυχολογικές παρεμβάσεις κατάλληλες για την Ορθοδοξία» γράφει ότι «οι περισσότεροι ορθόδοξοι δεν θα ανταποκριθούν καλά σε πνευματικές παρεμβάσεις κατά την ψυχοθεραπεία ή την συμβουλευτική», γιατί θα έχουν «την τάση να θεωρούν τον χώρο της πνευματικής καθοδήγησης ή ανάπτυξης ως αποκλειστικό πεδίο του ιερέα τους».
Έτσι, ο Ψυχοθεραπευτής πρέπει να αποφεύγει την σύγκρουση με αυτούς και πρέπει «να σκεφθεί προσεκτικά τις παρεμβάσεις που αποσκοπούν στον επηρεασμό των θρησκευτικών πεποιθήσεων του ασθενούς, όπως άλλωστε θα έκανε και με ασθενείς οποιασδήποτε παράδοσης».
Ο Ψυχοθεραπευτής πριν ασχοληθεί με τον άνθρωπο που κατέφυγε σε αυτόν, «μια συζήτηση με τον Εφημέριο της Ενορίας του ασθενούς, εννοείται με την άδεια του ασθενούς, θα βοηθούσε κάθε Ψυχοθεραπευτή να σχεδιάση καλύτερες και πιο αποτελεσματικές παρεμβάσεις». Και αυτό είναι απαραίτητο γιατί «πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι, Ορθόδοξοι ασθενείς, θα έχουν συζητήσει με τον ιερέα τους για τα ψυχολογικά τους προβλήματα πριν κλείσουν ραντεβού με έναν Ψυχοθεραπευτή. Στις περισσότερες περιπτώσεις ο ιερέας θα έχει ήδη δώσει τις συμβουλές στον πελάτη. Οι συμβουλές θα έχουν καλύψει τόσο τις ψυχολογικές όσο και τις πνευματικές πλευρές της κατάστασης».
Συμπέρασμα
Η Ψυχολογία, η Ψυχανάλυση, η Ψυχοθεραπεία αναπτύχθηκαν στον δυτικό χώρο, κυρίως στον αγγλοσαξωνικό, όπου οι μεν Ρωμαιοκαθολικοί και Προτεστάντες Χριστιανοί διακρίνονται από την λογικοκρατία και τον ηθικισμό αντίστοιχα, οπότε χρειάσθηκε κάτι καινούργιο για να καλύψη τις εσωτερικές ανάγκες του ανθρώπου, οι δε αγνωστικιστές, ουμανιστές, άθεοι χρειάζονταν στήριγμα στις υπαρξιακές και ψυχικές ανάγκες τους.
Όμως, τα πορίσματα των ψυχολογικών, ψυχαναλυτικών και ψυχοθεραπευτικών ερευνών, που συντονίζονται και στην νευροψυχιατρική, επεκτάθηκαν και σε θρησκευτικούς χώρους, ακόμη και σε Ορθοδόξους Χριστιανούς, οι οποίοι είτε αγνοούσαν την δική τους ψυχοθεραπευτική παράδοση είτε είχαν νευρολογικά προβλήματα από τις βιοχημικές λειτουργίες του οργανισμού τους.
Στην Ορθόδοξη θεολογία δεν επικρατεί η πολεμική μεταξύ πίστεως και επιστήμης, γι’ αυτό, όπως γράφει ο Tony Young στο τέλος της μελέτης του «οι Ορθόδοξοι Κληρικοί είναι ανοικτοί και πρόθυμοι να συνεργαστούν με τους Ψυχοθεραπευτές. Αρκετοί Κληρικοί έχουν εξασκηθή στην Ψυχοθεραπεία και πολλοί είναι Κλινικοί Ψυχολόγοι».
Πάντως, οι Ορθόδοξοι Κληρικοί «μπορεί να αισθάνονται μεγαλύτερη ευθύνη για τα μέλη του ποιμνίου τους από ότι άλλοι πάστορες». Γι’ αυτό χρειάζεται συνεργασία για το καλό του ανθρώπου, ώστε και τα πορίσματα των επιστημών αυτών να χρησιμοποιηθούν, αν και αναπτύχθηκαν στην Δύση, αλλά αφού προϋποθέτουν τον αγγλοσαξωνικό τύπο ανθρώπου, πρέπει να ενισχυθούν με την «αυτόχθονη ψυχοθεραπεία», όπως υποστήριζε ο Kenneth Gergen, που είναι η Ορθόδοξη παράδοση.