του Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεου
Σε προηγούμενο άρθρο μου με τίτλο «Ο θεσμός της Αυτοκεφαλίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία» έδωσα τα βασικά στοιχεία τι είναι Αυτοκέφαλο και πως αυτό λειτουργεί μέσα στο συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας, ώστε να μη καταλήξη ούτε στο παπικό πρωτείο ούτε στις προτεσταντικές συνομοσπονδίες.
Η συζήτηση για την ανακήρυξη Αυτοκεφαλίας σε μια ΕκκλησίαΜέ το παρόν άρθρο μου, που είναι συνέχεια του προηγουμένου, θα επισημάνω την συζήτηση που έγινε τα τελευταία χρόνια για το πως χορηγείται το Αυτοκέφαλο, με ποιες προϋποθέσεις δίνεται και βεβαίως θα παρουσιάσω το ατελέσφορο αυτών των συζητήσεων και πως έτσι φθάσαμε στα σύγχρονα γεγονότα στην Ουκρανία, με τα οποία η Εκκλησία της Ρωσίας διέκοψε την εκκλησιαστική κοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
1. Το κείμενο για το «Αυτοκέφαλον και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού»
Ένα από τα θέματα τα οποία καθορίσθηκαν να συζητηθούν και να εγκριθούν από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, από την Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στην Γενεύη τον Νοέμβριο του 1976, ήταν και το θέμα: «Το Αυτοκέφαλον και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού», και μάλιστα ήταν το δεύτερο θέμα κατά σειρά μετά το θέμα της «Ορθοδόξου Διασποράς».
Στην Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου που έγινε μεταξύ 7ης και 13ης Νοεμβρίου 1993 εγκρίθηκε ένα κείμενο για το σοβαρό αυτό θέμα. Όπως γράφεται στο κείμενο αυτό, η Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή «εξήτασε τας εκκλησιολογικάς, κανονικάς, ποιμαντικάς και πρακτικάς διαστάσεις του θέματος του Αυτοκεφάλου εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία» και κατέληξε σε συμπεράσματα.
Το κείμενο αυτό αποτελείται από 4 άρθρα και τα παραθέτω:
«1. Ο θεσμός της Αυτοκεφαλίας εκφράζει κατ’ αυθεντικόν τρόπον μίαν εκ των ουσιαστικών όψεων της ορθοδόξου εκκλησιολογικής παραδόσεως περί της σχέσεως της τοπικής προς την ανά την Οικουμένην Εκκλησίαν του Θεού. Η βαθεία αύτη σχέσις του κανονικού θεσμού της εκκλησιαστικής αυτοκεφαλίας προς την ορθόδοξον εκκλησιολογικήν διδασκαλίαν περί της τοπικής Εκκλησίας εξηγεί τόσον την ευαισθησίαν των κατά τόπους αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών διά την αντιμετώπισιν των υφισταμένων προβλημάτων περί την εύρυθμον λειτουργίαν του θεσμού, όσον και την προθυμίαν αυτών όπως συμβάλουν δι’ εκτενών εισηγήσεων εις την αξιοποίησίν του υπέρ της ενότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
2. Η συνεπής προς την ορθόδοξον εκκλησιολογίαν αλληλοπεριχώρησις τοπικότητος και οικουμενικότητος προσδιορίζει την λειτουργικήν σχέσιν μεταξύ της διοικητικής οργανώσεως και της ενότητος της Εκκλησίας, διό και διεπιστώθη πλήρης συμφωνία ως προς την θέσιν του θεσμού της Αυτοκεφαλίας εις την ζωήν της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
3. Διεπιστώθη πλήρης συμφωνία ως προς τους αναγκαίους κανονικούς όρους διά την ανακήρυξιν του Αυτοκεφάλου τοπικής τινος Εκκλησίας, ήτοι ως προς την συγκατάθεσιν και τας ενεργείας της Εκκλησίας-μητρός, ως προς την εξασφάλισιν πανορθοδόξου συναινέσεως και ως προς τον ρόλον του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των λοιπών αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών κατά την ανακήρυξιν του αυτοκεφάλου. Συμφώνως προς την συμφωνίαν ταύτην:
α) Η Εκκλησία-μήτηρ, δεχομένη το αίτημα υπαγομένης εις αυτήν εκκλησιαστικής περιοχής, αξιολογεί τας υφισταμένας εκκλησιολογικάς, κανονικάς και ποιμαντικάς προϋποθέσεις, προς παροχήν του αυτοκεφάλου. Εις περίπτωσιν καθ’ ην η τοπική Σύνοδος, ως ανώτατον εκκλησιαστικόν όργανον, παράσχει την συγκατάθεσιν αυτής, υποβάλλει σχετικήν πρότασιν προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον διά την αναζήτησιν της πανορθοδόξου συναινέσεως, ενημερώνει δε σχετικώς τας λοιπάς κατά τόπους αυτοκεφάλους Εκκλησίας.
β) Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, κατά τα πανορθοδόξως καθιερωμένα, ανακοινοί διά Πατριαρχικού Γράμματος πάντα τα σχετικά προς το συγκεκριμένον αίτημα και αναζητεί την έκφρασιν της πανορθοδόξου συναινέσεως. Η πανορθόδοξος συναίνεσις εκφράζεται διά της ομοφωνίας των Συνόδων των αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
γ) Εκφράζων την συγκατάθεσιν της Εκκλησίας-μητρός και την πανορθόδοξον συναίνεσιν ο Οικουμενικός Πατριάρχης ανακηρύσσει επισήμως το αυτοκέφαλον της αιτησαμένης Εκκλησίας διά της εκδόσεως Πατριαρχικού Τόμου. Ο Τόμος ούτος υπογράφεται υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου. Είναι επιθυμητόν να προσυπογράφεται και υπό των Προκαθημένων των αυτοκεφάλων Εκκλησιών, οπωσδήποτε όμως υπό του Προκαθημένου της Εκκλησίας-μητρός.
4. Η ανακηρυχθείσα Αυτοκέφαλος τοπική Εκκλησία εντάσσεται ως ισότιμος εις την κοινωνίαν των αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών και απολαύει πάντων των πανορθοδόξως καθιερωμένων κανονικών προνομίων (Δίπτυχα, Μνημόσυνον, Διορθόδοξοι σχέσεις κ.λπ.)».
Το κείμενο αυτό δείχνει τι είναι το αυτοκέφαλο, πως στην Ορθόδοξη εκκλησιολογία υπάρχει αλληλοπεριχώρηση μεταξύ τοπικότητος και οικουμενικότητος και ποια είναι η σχέση μεταξύ διοικητικής οργανώσεως κάθε Τοπικής Εκκλησίας και της ενότητος της όλης της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Επίσης, φαίνεται ότι η παράγραφος γ’ του άρθρου 3 ήταν η πλέον βασική, γιατί δείχνει τον τρόπο ανακηρύξεως του Αυτοκεφάλου σε μια Τοπική Εκκλησία. Δηλαδή η Τοπική Εκκλησία κάνει αίτηση να λάβη το Αυτοκέφαλο, η Εκκλησία-μητέρα στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της οποίας ανήκει εκφράζει την συγκατάθεσή της, όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες δίδουν την συναίνεση και μετά ο Οικουμενικός Πατριάρχης ανακηρύσσει επισήμως το Αυτοκέφαλο στην Εκκλησία που το ζήτησε. Αυτό σημαίνει ότι αφού προηγηθούν τα προηγούμενα στάδια ο Οικουμενικός Πατριάρχης εκδίδει τον Συνοδικό Τόμο.
Επί πλέον εκφράσθηκε η επιθυμία να προσυπογράφεται από τους Προκαθημένους όλων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, οπωσδήποτε από τον Προκαθήμενο της Εκκλησίας στην οποία ανήκε έως τότε η Εκκλησία στην οποία θα χορηγηθή το Αυτοκέφαλο, η οποία χαρακτηρίζεται ως Εκκλησία Μητέρα.
Πρόκειται για μια ισορροπημένη εκκλησιαστική απόφαση που δείχνει πως λειτουργεί το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ώστε το αυτοκέφαλο να μη γίνη «κακοκέφαλο».
Στο τέλος όμως του κειμένου καταγράφεται μια σημείωση: «Το περιεχόμενον της παραγράφου 3. γ) παρεπέμφθη προς πληρεστέραν επεξεργασίαν εις την επομένην Διορθόδοξον Προπαρασκευαστικήν Επιτροπήν, ήτις και θα αναζητήση την επ’ αυτής ενιαίαν θέσιν των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, ολοκληρούσα ούτω το έργον αυτής επί του θέματος τούτου».
Το κείμενο αυτό ήταν έργο των Εκπροσώπων όλων των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών και θα έπρεπε να εγκριθή από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, όποτε αυτή θα συνερχόταν.
2. Η Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή του Δεκεμβρίου 2009
Την Συνοδική περίοδο 2009-2010 ήμουν μέλος της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και με την ιδιότητα αυτή παρακολούθησα την πορεία του θέματος αυτού.
Συγκεκριμένα, την περίοδο από 9ης έως 17ης Δεκεμβρίου 2009 συνήλθε στο Πατριαρχικό Κέντρο στο Σαμπεζύ της Γενεύης η Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή για να μελετήση τα θέματα που επρόκειτο να συζητηθούν στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, ήτοι το «Αυτοκέφαλο», το «Αυτόνομο» και τα «Δίπτυχα». Πρόκειται για σοβαρά εκκλησιολογικά ζητήματα που αναφέρονται στην ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Ο αείμνηστος Πρωτ. Στέφανος Αβραμίδης, Γραμματεύς της Συνοδικής Επιτροπής Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος, που συμμετείχε εκ μέρους της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Επιτροπή αυτή ως σύμβουλος, ενώ μέλος ήταν ο Μητροπολίτης Νικοπόλεως και Πρεβέζης Μελέτιος, υπέβαλε Έκθεση των Πεπραγμένων της Διορθόδοξης αυτής Προσυνοδικής Επιτροπής στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο. Η έκθεση αυτή είναι αρκετά ενδιαφέρουσα, γιατί δείχνει τα προβλήματα που υπάρχουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Θα δούμε δύο σημεία από την Έκθεση αυτή, που φανερώνουν το πρόβλημα που ανέκυψε με την Ουκρανία.
α) Συζήτηση για το θέμα
Ήδη, όπως έχω σημειώσει πιο πάνω, η παράγραφος 3γ’ παραπέμφθηκε από την Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Διάσκεψη του 1993 να συζητηθή σε μια επόμενη Προπαρασκευαστική Διάσκεψη.
Για το θέμα αυτό διεξήχθη ενδιαφέρουσα και αποκαλυπτική συζήτηση στην Προπαρασκευαστική Διάσκεψη του Δεκεμβρίου 2009. Δεν διαθέτω τα Πρακτικά της Συνεδριάσεως αυτής, αλλά έχω την Έκθεση του Γραμματέως π. Στεφάνου Αβραμίδη, που κατέθεσε σε επίσημο κείμενό του στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο, και νομίζω ότι θα αποδίδη την αλήθεια των πραγμάτων.
Ο Σεβασμιώτατος Πρόεδρος (Περγάμου Ιωάννης) Εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου «ανέπτυξε την θέσιν του Οικ. Πατριαρχείου: ότι δηλαδή εφ’ όσον ο Οικουμενικός Πατριάρχης εξασφαλίζει την συναίνεσιν των κατά Τόπους Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, διά της λήψεως εγγράφου συναινέσεώς τους, δύναται να υπογράψη μόνος του τον Πατριαρχικόν Τόμον».
Δηλαδή, ο Τόμος της Αυτοκεφαλίας θα υπογραφόταν από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, αφού θα προηγήτο η συναίνεση όλων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
Στην συνέχεια ακολούθησε συζήτηση μεταξύ των εκπροσώπων όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Πρώτος, ο Σεβασμιώτατος Βολοκολάμσκ Ιλαρίων (Εκκλησία Ρωσίας) «ανέπτυξε διά μακρών την θέσιν του Πατριαρχείου Μόσχας: ότι όλοι οι Προκαθήμενοι πρέπει να υπογράφουν τον Τόμον του Αυτοκεφάλου ή τουλάχιστον “και” η Εκκλησία-Μήτηρ».
Αυτό δείχνει ότι αμέσως ετέθη η δεύτερη πρόταση, αντίθετη από την πρόταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Στην ουσία ετέθη το θέμα της μειώσεως των προνομίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπως προβλέπεται από τους Κανόνας της Εκκλησίας, ιδίως της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, όσες ακολούθησαν και της όλης Εκκλησιαστικής παραδόσεως.
Ο Θεοφιλέστατος Καμπινεάνουλ Κυπριανός (Εκκλησία Ρουμανίας) «εξέφρασε την αυτήν με τον Σεβ. Βολοκολάμσκ θέσιν, τονίσας ότι ούτως εξασφαλίζεται η ομοφωνία και η Συνοδικότης. Και επρότεινε, να προστεθή ειδική παράγραφος προβλέπουσα την δυνατότητα μιάς Εκκλησίας να προσφύγη εις πανορθόδοξον όργανον εις περίπτωσιν “αδικαιολογήτου αρνήσεως” της Εκκλησίας-Μητρός να συγκατατεθή να χορηγηθή Αυτοκέφαλον. Όπισθεν της προτάσεως αυτής ίσως υποκρύπτετο η Ρουμανική διεκδίκησις δικαιοδοσίας επί της Εκκλησίας της Μολδαβίας».
Ακολούθως ο Σεβασμιώτατος Πρόεδρος Μητροπολίτης Περγάμου αντέτεινε, «ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι εκφράσεως της συνοδικότητος, της ομοφωνίας και της ενότητος και εξέφρασε τον φόβον που διατυπώνουν πολλοί, περί συνειδητών ενεργειών Εκκλησιών τινων διά μείωσιν των προνομίων της Πρωτοθρόνου Εκκλησίας. Και ετόνισεν, ότι αν υπογράψη μόνον ο Οικουμενικός Πατριάρχης τον Τόμον του Αυτοκεφάλου ουδόλως υποβαθμίζεται η πανορθόδοξος συναίνεσις, αφού κατά τα ήδη αποφασισθέντα θα πρέπει εκ των προτέρων να έχη δοθή η συναίνεσις πάντων των προκαθημένων‧ και φυσικά και του προκαθημένου της Εκκλησίας-Μητρός».
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος (Εκκλησία της Ελλάδος) «αφού ανεφέρθη εις την παγεράν ατμόσφαιραν που επεκράτει εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων, διά πολλών επιχειρημάτων απέδειξε ότι την ομοφωνίαν δεν μπορούν να διασαλεύσουν “ωρισμένοι φιλονεικούντες” (κατά την φράσιν της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, καν. ΣΤ΄). Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι εκήρυττον ότι τα πάντα απεφασίζοντο ομοφώνως, παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν υπήρξεν απόλυτος ομοφωνία‧ και πάντοτε εκράτει η ψήφος των πλειόνων. Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος δεν δεσμεύεται από καμμίαν προπαρασκευαστικήν διαδικασίαν, απαιτούσαν λήψιν ομοφώνων προτάσεων προς αυτήν, και μπορεί να φέρη τα πάνω κάτω».
Ο Σεβασμιώτατος Βολοκολάμσκ «υπέμνησε ότι τον Τόμον του Αυτοκεφάλου το Πατριαρχείον Μόσχας έλαβε κατόπιν αποφάσεως της ενδημούσης εν Κ/πόλει Συνόδου! Με το επιχείρημα αυτό ήθελε να ενισχύση την θέσιν του Πατριαρχείου Μόσχας ότι το Αυτοκέφαλον πρέπει να χορηγήται υπό πανορθοδόξου σώματος».
Τότε ο Καθηγητής Φειδάς, που ήταν σύμβουλος στην Γραμματεία «επί της Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας», «παρεμβαίνων εις το σημείον αυτό ετόνισεν ότι το Πατριαρχικόν Αξίωμα εδόθη εις τον Μόσχας υπό μόνου του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμία. Αυτοκέφαλος είχε ανακηρυχθή τότε ο Μητροπολίτης Μόσχας. Στον Μητροπολίτη Ιώβ πρώτα εδόθη το Πατριαρχικό Αξίωμα και μετά το Αυτοκέφαλον. Δηλαδή αποσαφηνίσθη η θέσις του Πατριάρχου Μόσχας εν σχέσει προς τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως και η θέσις του εις το σύστημα των Ορθοδόξων Εκκλησιών».
Πράγματι, όπως ο ίδιος ο Καθηγητής υποστηρίζει σε βιβλίο του, η πατριαρχική τιμή και αξία στον Μητροπολίτη Μόσχας Ιώβ έγινε υπό του Πατριάρχη Ιερεμία Β΄ την 26 Ιανουαρίου 1589, κατά την θεία Λειτουργία στον Ιερό Ναό της Θεοτόκου, ο οποίος ονομάσθηκε «Πατριαρχείον». Ο Πατριάρχης Ιερεμίας μετά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη συνεκάλεσε ενδημούσα Σύνοδο (1590), στην οποία συμμετείχαν και ο Πατριάρχης Αντιοχείας Ιωακείμ Ε΄ και ο Ιεροσολύμων Σωφρόνιος Δ΄, για την έκφραση της συναινέσεώς τους στην ανακήρυξη της πατριαρχικής τιμής και αξίας της Εκκλησίας της Ρωσίας. Επειδή όμως τότε ο θρόνος της Αλεξανδρείας τελούσε εν χηρεία συνεκλήθη μετά τρία χρόνια μεγάλη ενδημούσα Σύνοδος (1593) για να εκφρασθή και η συναίνεση και του ήδη εκλεγέντος και χειροτονηθέντος Πατριάρχου Αλεξανδρείας Μελετίου Α΄ Πηγά. Έτσι, με την Ενδημούσα αυτήν Σύνοδο έγινε αποδοχή της Εκκλησίας της Ρωσίας ως Πατριαρχείου που είχε χορηγηθή από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία Β΄ με επίδοση Πατριαρχικού Χρυσόβουλου ή Τόμου το 1589 στην Μόσχα (Βλασίου Φειδά, Ο θεσμός της Πενταρχίας των Πατριαρχών, Αθήναι 2012, σελ. 343 και εξής).
Ο Σεβασμιώτατος Βολοκολάμσκ «ωσάν να απαντούσε εις τον κ. Φειδάν είπε: Ο Πατριάρχης μας ποτέ δεν θα εξουσιοδοτήση τον Οικουμενικόν Πατριάρχην να μιλήση εκ προσώπου του!».
Εκδηλώθηκε σαφέστατα η αμφισβήτηση του Οικουμενικού Πατριάρχου ως πρώτου στο σύστημα των Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Άμεση απάντηση έδωσε ο Σεβασμιώτατος Πρόεδρος:
«Εδώ, διαπιστώνεται, ότι τίθεται θέμα εκκλησιολογικό. Αυτά που λέγατε ενισχύουν τας υποψίας μας, ότι υπάρχει προσπάθεια υποβαθμίσεως του Οικουμενικού Πατριάρχου. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχει συντονιστικόν έργον και δύναται να εκφράζη την γνώμην όλης της Ορθοδοξίας. Και το κάνει αφού συνεννοηθή με τους άλλους Προκαθημένους. Αυτό δεν έχει καμμία σχέση με παπικά πρωτεία. Ο Πάπας εκφράζει την γνώμην του, δεν ερωτάει τους άλλους. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης ζητεί να εξασφαλίση την γνώμην των άλλων και αυτήν εκφράζει».
Στο σημείο αυτό λύθηκε η Συνεδρία της ημέρας εκείνης.
Ο π. Στέφανος Αβραμίδης συνεχίζει στην Έκθεσή του:
«Καθ’ όλην την επομένην ημέραν, παρά την έκκλησιν του Σεβ. Προέδρου να μη μειωθή η μεταξύ των εκπροσώπων συνέδρων αγάπη, αι συζητήσεις επί του θέματος του ποιος υπογράφει τον Τόμον του Αυτοκεφάλου διεξήγοντο μέσα σε ένα κλίμα εντάσεων».
Ο Σεβασμιώτατος Πρόεδρος «ετόνισε ότι το θέμα της υπογραφής του Τόμου του Αυτοκεφάλου υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου είναι βασικόν εκκλησιολογικόν θέμα επί του οποίου δεν δύναται να γίνη καμμία υποχώρησις εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου».
Επομένως, ετέθησαν δύο προτάσεις. Η πρώτη πρόταση ήταν του Οικουμενικού Πατριαρχείου ότι ο Τόμος Αυτοκεφαλίας υπογράφεται από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, αφού προηγηθή αίτηση από την Εκκλησία που θέλει την Αυτοκεφαλία, συγκατάθεση της Μητρός Εκκλησίας, στην οποία ανήκε προηγουμένως και συναίνεση όλων των Εκκλησιών. Η δεύτερη πρόταση ήταν της Εκκλησίας της Ρωσίας ότι με τα όσα προηγούνται της ανακήρυξης Αυτοκεφάλου, ο Τόμος υπογράφεται από όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Στην έκθεση γράφεται:
«Με την θέσιν αυτήν (δηλαδή του Οικουμενικού Πατριαρχείου) συνετάγησαν τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και αι Εκκλησίαι Ελλάδος και Αλβανίας», δηλαδή 6 Εκκλησίες με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
«Με την θέσιν της Εκκλησίας της Ρωσσίας συνετάγησαν αι Εκκλησίαι Σερβίας, Ρουμανίας (διά τους δικούς της λόγους), καθώς και αι Εκκλησίαι Βουλγαρίας, Γεωργίας, Πολωνίας, και Τσεχίας και Σλοβακίας», δηλαδή 7 Εκκλησίες με το Πατριαρχείο Ρωσίας.
«Υπέρ της υπογραφής του Τόμου από όλες τις Εκκλησίες ετάχθη και η Εκκλησία της Κύπρου».
Τελικά 6 Εκκλησίες συνετάγησαν με την πρόταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και 8 Εκκλησίες συνετάγησαν με την πρόταση του Πατριαρχείου Ρωσίας.
Στην συνέχεια ο Σεβ. Βολοκολάμσκ «επρότεινε μίαν συμβιβαστικήν λύσιν: ο τόμος να υπογράφεται υπό του Οικ. Πατριάρχου με μεγαλύτερα γράμματα και η Εκκλησία-Μήτηρ να υπογράφη ως συναποφαινομένη ή συμμαρτυρούσα.
Όμως η πρότασις αυτή δεν έγινε δεκτή, αι Εκκλησίαι, αι οποίαι εστήριζον την θέσιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου επέμενον, όπως ο Πατριαρχικός Τόμος υπογράφεται υπό μόνου του Οικουμενικού Πατριάρχου, ενώ αι άλλαι Εκκλησίαι επέμεναν ο Τόμος να υπογράφεται από όλους τους Προκαθημένους των κατά Τόπους Εκκλησιών και όχι μόνον υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου και του Προκαθημένου της Εκκλησίας-Μητρός».
Στο σημείο αυτό παρενέβη ο Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος (Εκκλησία της Ελλάδος), ο οποίος τόνισε «ότι η επιμονή και εμμονή εκείνων, οι οποίοι θέλουν να συνυπογράφουν όλοι οι προκαθήμενοι ή έστω ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας-Μητρός δεν δείχνει ταπείνωσιν. Ανεφέρθη εις τα προνόμια του πάπα Παλαιάς Ρώμης, καθώς και στα ίσα προνόμια και πρεσβεία του Πατριάρχου της Νέας Ρώμης. Υπενθύμισε δε, ότι εις τον Τόμον του Αυτοκεφάλου της Μόσχας ρητώς αναφέρεται, ότι ο Πατριάρχης Μόσχας οφείλει να αναγνωρίζη τον Οικουμενικόν Πατριάρχην ως Πρώτον. Και άρα ο Μόσχας αθετεί βασικόν όρον επί τη βάσει του οποίου του εχορηγήθη το αυτοκέφαλον και η Πατριαρχική αξία».
Ο Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος είχε δίκαιο, γιατί στο πατριαρχικό Χρυσόβουλο που δόθηκε από τον Πατριάρχη Ιερεμία Β΄ στον Μόσχας, με το οποίο αναγνωρίζεται Πατριάρχης, όσο και στο Συνοδικό Γράμμα του 1590, με την συναίνεση των Πατριαρχών Αντιοχείας και Ιεροσολύμων τονιζόταν «ίνα ως κεφαλήν και αρχήν έχη αυτόν τον αποστολικόν θρόνον της του Κωνσταντίνου πόλεως, ως και οι άλλοι Πατριάρχαι» (Βλασίου Φειδά ενθ. ανωτ. σελ. 363).
Σε απάντηση αυτών που είπε ο Σεβασμιώτατος Νικοπόλεως, ο Σεβ. Βολοκολάμσκ επέμενε:
«Η υπογραφή υπό της Εκκλησίας-Μητρός του Τόμου του Αυτοκεφάλου είναι conditio sine qua non (προϋπόθεσις εκ των ων ουκ άνευ) διά το Πατριαρχείον Μόσχας. Ημείς εδέχθημεν να αλλάξωμεν την απόφασιν διά το Αυτοκέφαλον της εν Αμερική Ορθοδόξου Εκκλησίας (O.C.A.) και εις ουδεμία περίπτωσιν δεχόμεθα να λείπη από τον Τόμον του Αυτοκεφάλου η υπογραφή της Εκκλησίας-Μητρός».
Υπονομεύθηκε πλήρως το κείμενο περί της ανακηρύξεως του αυτοκεφάλου, αν και προβλεπόταν να προηγηθή η αίτηση της Εκκλησίας που το επιζητεί, η συγκατάθεση της Μητρός Εκκλησίας και η συναίνεση όλων των αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Η διαφορά που προέκυψε φαίνεται στα ρήματα «προσυπογράφεται», «συνυπογράφεται» και «υπογράφεται». Δεν πρόκειται βέβαια για απλά ρήματα, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για μείωση των προνομίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και στην πράξη ότι δεν υπάρχει πρώτος στην Εκκλησία.
Την επομένη ημέρα, ήτοι την 12η Δεκεμβρίου, μνήμη του αγίου Σπυρίδωνος, μετά την θεία Λειτουργία στον Ναό του Πατριαρχικού Κέντρου, συνεχίσθηκε η συζήτηση για το ποιος υπογράφει τον Πατριαρχικό Τόμο του Αυτοκεφάλου. Γράφεται στην Έκθεση:
«Κατετέθη δε πρότασις, να τροποποιηθή η παράγραφος 3γ και αντί να λέγη: “Είναι επιθυμητόν να προσυπογράφεται (ο Τόμος υπό του Οικ. Πατριάρχου) και υπό των Προκαθημένων των αυτοκεφάλων Εκκλησιών οπωσδήποτε όμως υπό του Προκαθημένου της Εκκλησίας-μητρός”, να λέγη “…μάλιστα δε υπό του Προκαθημένου της Εκκλησίας-Μητρός” ώστε να εκφράζεται το επιθυμητόν και όχι το υποχρεωτικόν διά να εξασφαλίζεται το υπάρχον προνόμιον του Οικουμενικού Πατριάρχου. Επί του θέματος αυτού η Εκκλησία της Ρωσίας επέμεινεν ότι ήτο απαραίτητον ο Τόμος να συνυπογράφεται υπό της Εκκλησίας-Μητρός, (ως εσχάτη υποχώρησις), αι δε Εκκλησίαι Ρουμανίας και Πολωνίας ανέφερον, ότι η πρότασις, ο Τόμος να υπογράφεται από όλους τους Προκαθημένους είναι απόφασις αμετάκλητος δι’ αυτάς».
Αφού δεν έγινε αποδεκτή αυτή η συμβιβαστική πρόταση ο Σεβ. Πρόεδρος «παρετήρησεν ότι εφ’ όσον δεν προβλέπεται από τα μέχρι τώρα, να υπάρξη ομοφωνία επί του θέματος τούτου δεν έχομεν δικαίωμα να δαπανώμεν περισσότερον χρόνον επ’ αυτού. Το θέμα έληξε και παραπέμπεται εις την προσεχή Προπαρασκευαστικήν Επιτροπήν».
Στην συνέχεια έγινε συζήτηση για την πρόταση της Εκκλησίας της Ρουμανίας που είχε ως εξής:
«Ως προς το θέμα του Αυτοκεφάλου και του τρόπου ανακηρύξεως αυτού, με σκοπόν την διατύπωσιν της επισήμου θέσεως της Εκκλησίας μας, επιθυμούμε να ληφθούν υπ’ όψιν αι εξής επισημάνσεις:
1) εις την περίπτωσιν αδικαιολογήτου αρνήσεως εκ μέρους μιάς Αυτοκεφάλου Εκκλησίας-Μητρός, να παράσχη την συγκατάθεσίν της να αποκτήση Αυτοκέφαλον κάποιο τμήμα τοπικής Εκκλησίας, το θέμα αυτό πρέπει να παραπέμπεται προς επίλυσίν του εις μίαν ad hoc Πανορθόδοξον Σύναξιν (προκαθημένων ή εκπροσώπων των),
2) η πράξις διά της οποίας παρέχεται το Αυτοκέφαλον εις μίαν τοπικήν Εκκλησίαν να ονομάζεται απλώς “Τόμος” και να υπογράφεται από τον Οικουμενικόν Πατριάρχην και όλους τους Προκαθημένους των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών».
Η πρόταση αυτή της Εκκλησίας της Ρουμανίας απαιτούσε να γίνη προσθήκη στην παράγραφο 3α του κειμένου που είχε εγκριθή από την Προπαρασκευαστική Επιτροπή του 1993, πράγμα που δεν προβλεπόταν να γίνη στην Προπαρασκευαστική αυτή Επιτροπή, η οποία είχε αρμοδιότητα να συζητήση μόνον την παράγραφο 3γ.
Στην Έκθεσή του ο π. Στέφανος Αβραμίδης γράφει:
«Ακολούθησε συζήτησις περί του: αν και κατά πόσον η Προπαρασκευαστική Επιτροπή μπορούσε να συζητήση ένα τέτοιο θέμα. Και ωρισμένοι μεν -ιδίως οι εκπρόσωποι του Πατριαρχείου Μόσχας- εθεώρησαν ότι το θέμα ήτο εκτός ημερησίας διατάξεως και ότι είχε πλέον κλείσει η συζήτησις επί της παραγρ. 3α του κειμένου του 1993, η διατύπωσις της οποίας είχε γίνη τότε ομοφώνως αποδεκτή. Άλλοι όμως συνεφώνησαν ότι το θέμα δύναται να συζητηθή ως σχετικόν και εκφράζον το Πανορθόδοξον ενδιαφέρον διά μίαν Πανορθόδοξον λύσιν. Αλλά και πάλιν διαπιστώθηκε διαφωνία. Και γενομένης ψηφοφορίας, αν δύναται να συζητηθή το θέμα, εννέα Εκκλησίαι εψήφισαν ναί, πέντε όχι!
Κατά την ακολουθήσασα συζήτησιν η Ρωσσική αντιπροσωπεία ετάχθη κατηγορηματικώς αντίθετη με την πρότασιν της Εκκλησίας της Ρουμανίας, διότι εφαίνετο αναιρούσα το ομοφώνως δεκτόν γενόμενον, ότι το αυτοκέφαλον δεν χορηγείται αν δεν συγκατατεθή η Εκκλησία-Μήτηρ.
Εις το επιχείρημα τούτο των Ρώσων, η Ρουμανική Εκκλησία αντέτεινε, ότι η πρότασις δεν απέβλεπε να αναιρέση την διαδικασίαν της ανακηρύξεως Αυτοκεφάλου, που οπωσδήποτε θα πρέπει να αρχίζη με πρωτοβουλίαν της Εκκλησίας-Μητρός, αλλά μόνον εις τον τρόπον με τον οποίον μπορούν αι άλλαι Εκκλησίαι να αναπτύξουν ενδιαφέρον διά άλλην Εκκλησίαν, που θα επιθυμεί να λάβη Αυτοκέφαλον. Εντός του πνεύματος τούτου εγένοντο δύο προτάσεις: το θέμα να παραπέμπεται ή εις το Οικ. Πατριαρχείον, ή εις πανορθόδοξον Σώμα, συγκαλούμενον υπό του Οικ. Πατριάρχου. Εις το σημείον αυτό κατατέθη μετ’ εμφάσεως, ότι Εκκλησίαι τινές Εθνικαί, επιζητούσαι Αυτοκέφαλον, και μη ευρίσκουσαι κατανόησιν σκέπτονται να αποχωρήσουν από την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και να γίνουν ουνιτικαί.
Εις την παρατήρησιν αυτήν ο εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Τσεχίας και Σλοβακίας θέλων να υποστηρίξη την θέσιν του Πατριαρχείου Μόσχας είπε: “Εγώ φοβούμαι τον εκβιασμό! Όποιος θέτει την ταυτότητά του υπεράνω της πίστεως, αργά ή γρήγορα θα φύγη! Αν δεν είσαι ευχαριστημένος που είσαι ελεύθερος, να φύγης και να πας όπου θέλεις”!».
Τότε ο Σεβ. Νικοπόλεως είπε:
«Η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν είναι δεκατέσσερα σώματα, αλλ’ εν σώμα. Εδώ οι συνομιλίαι μας ομοιάζουν με εκείνες του Χριστόφια με τον Ταλάτ. Η Εκκλησία είναι μία και υπάρχει διά την σωτηρίαν του κόσμου. Ο Χριστός μας λέγει, ότι ο Καλός Ποιμήν, όταν πλανηθή και φεύγη ένα πρόβατον από τα εκατόν, αφίνει τα εννενήντα εννέα και βγαίνει στα βουνά προς αναζήτησιν του πλανηθέντος. Είμεθα ποιμένες -εκτός αν είμεθα μισθωτοί! Και έχομεν καθήκον να φροντίζωμεν τα πρόβατα του Χριστού. Διαμαρτύρομαι για αυτό που ελέχθη, δηλαδή “αν θέλουν ας φύγουν”! Τα πρόβατα είναι του Χριστού. Ο Χριστός σταυρώθηκε για μας. Και εμείς πρέπει να σταυρώσωμεν τις δικές μας επιθυμίες. Όταν μια Εκκλησία τελεί σαράντα χρόνια σε σχίσμα, έχομεν χρέος να παρέμβωμεν και όχι να ακολουθούμεν την “κατά φιλονεικίαν” γνώμην του ενός. Η Ορθοδοξία δεν είναι Ο.Η.Ε. Δεν έχουν οι Εκκλησίες βέτο. Η Εκκλησία καλεί σύνοδον και αυτή επιβάλλει λύσιν διά την σωτηρίαν των λογικών προβάτων. Ακόμη και επιτίμια. Το θέμα είναι πνευματικόν, όχι νομικίστικον! Είμαστε αδελφοί! Και δεν κάνει να συμπεριφερόμεθα σαν εχθροί».
Ο Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος έθεσε τον δάκτυλο επί των τύπων των ήλων, εκφράζοντας την αλήθεια ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ένα σώμα και όχι δεκατέσσερα ανεξάρτητα σώματα, κατά προτεσταντικό τρόπο!
«Κατόπιν ετέθη εις ψηφοφορίαν η ως άνω πρότασις της Ρουμανίας. Αλλά η Ρωσική Εκκλησία προέβαλε βέτο! Έτσι η πρότασις δεν ετέθη καν εις ψηφοφορίαν!».
Το θέμα έχει και συνέχεια.
Στην Σύναξη των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών (Φανάρι 6-9 Μαρτίου 2014) μεταξύ των αποφάσεων που ελήφθησαν για την μέλλουσα να συγκληθή Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας ήταν και τα ακόλουθα:
Τυγχάνει ευκταίον όπως τα εις προπαρασκευαστικόν στάδιον συζητηθέντα δύο θέματα, ήτοι «Το Αυτοκέφαλον εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού» και «τα Δίπτυχα» συζητηθούν περαιτέρω υπό της Προπαρασκευαστικής Επιτροπής. Εάν επιτευχθή ομοφωνία και επί των δύο τούτων θεμάτων, ταύτα θα παραπεμφθούν εις την Προσυνοδικήν Πανορθόδοξον Διάσκεψιν του 2015 και δι’ αυτής εις την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον».
Όμως δεν επετεύχθη ομοφωνία, γι’ αυτό τα θέματα αυτά δεν παρεπέμφθησαν στην Σύνοδο της Κρήτης. Έτσι, χάθηκε μια ευκαιρία για την επίτευξη της ενότητος των Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Παρατηρώ ότι γίνεται θεολογικός διάλογος με τους ετεροδόξους Χριστιανούς για να ευρεθή τρόπος επαναφοράς τους στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, αλλά δεν μπορεί να υπάρξη ενότητα μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Αυτό κάνει τους Ετεροδόξους να καγχάζουν λέγοντας: «Να βρήτε εσείς την ενότητα μεταξύ σας και τότε να επιχειρήσετε και την ενότητα όλων των άλλων Χριστιανών».
Έτσι, και το παπικό σύστημα διοικήσεως έχει πρόβλημα, λόγω του πρωτείου και αλαθήτου του Πάπα, και το συνοδικό σύστημα έχει πρόβλημα όταν δεν αναγνωρίζεται ένας Πρώτος στην Ορθόδοξη Εκκλησία, που δεν θα ασκή τα καθήκοντά του με παπική νοοτροπία, αλλά ως Πρώτος που θα επικοινωνή με τις άλλες Εκκλησίες και θα εξασφαλίζη την συναίνεσή τους. Σαφέστατα υπάρχει διαφορά μεταξύ του Παπικού Πρωτείου και του Πρώτου στο συνοδικό σύστημα διοικήσεως. Αν δεν υπάρχη ένας Πρώτος, τότε καταλήγουμε στην προτεσταντική συνομοσπονδία.
β) Παρατηρήσεις-Συμπεράσματα
Ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Στέφανος Αβραμίδης στο τέλος της Εκθέσεως παραθέτει και τις παρατηρήσεις του και τα συμπεράσματά του. Πρόκειται για έξι συμπεράσματα, τα οποία δείχνουν τα προβλήματα που υπάρχουν στις Ορθόδοξες Εκκλησίες, οι οποίες ταλανίζονται από μία ακατανόητη μορφή αυτονομίας και μια αντορθόδοξη νοοτροπία εθνοφυλετισμού, σύμφωνα με την οποία προτάσσεται το έθνος πάνω από την ενότητα της Εκκλησίας.
Παραθέτω τα συμπεράσματα του π. Στεφάνου που είναι αποκαλυπτικά, γιατί το πλήρωμα της Εκκλησίας πρέπει να γνωρίζη αυτήν την κατάσταση για να κάνη την διάκριση μεταξύ του εσωτερικού πνεύματος της Εκκλησίας, όπως παρουσιάζεται από τους Αποστόλους και Πατέρας, και της εθνικιστικής εμπαθούς νοοτροπίας μερικών μελών της Εκκλησίας.
Γράφεται στην Έκθεση ως Παρατηρήσεις-Συμπεράσματα:
«1. Αν κανείς θελήσει να εκτιμήσει και αξιολογήσει τα εν Γενεύη εις την Προπαρασκευαστικήν Διάσκεψιν από 9 – 17 Δεκεμβρίου 2009 διά την προετοιμασίαν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, θα πρέπει να ομολογήση ότι ξεκίνησε, συνεχίσθηκε και έκλεισε μέσα σε ένα πνεύμα όχι απλώς ψυχρότητος, αλλά κατά κυριολεξία παγερότητος και παγωνιάς. Το 1993, δηλαδή προ 16 ετών είχε διακοπή υπό θλιβεράς συνθήκας η τότε Συνδιάσκεψις χωρίς ελπίδα. Κατά άκρα μακροθυμία η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης εδέχθη να συνεχισθούν κατά το ήδη παρελθόν έτος 2009.
2. Τίποτε στην Συνδιάσκεψη αυτή δεν ενθύμιζε πνεύμα Χριστού, αγάπη, Εκκλησία, Πεντηκοστή. Οι αντιπρόσωποι των Εκκλησιών σεβάσμιοι ιεράρχες αγωνίζονταν, ή παραταξιακά χωρισμένοι σε δύο μπλόκ (των υπερμάχων των προνομίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των πολεμίων του) ή με αγωνία να ξεπερασθή αυτό το ψυχοφθόρον και καταλυτικόν της έννοιας της Εκκλησίας πνεύμα, που έχει εισέλθη εις τα ανώτερα κλιμάκιά της και σιγά-σιγά μεταβάλλεται σε ιδεολογική ταυτότητα των τοπικών Εκκλησιών. Μάτην ηκούσθησαν κραυγαί αγωνίας.
3. Αιτία του κακού υπήρξε η, είτε κατά παγίδευσιν, είτε άλλως πως, εισαχθείσα εις τον τρόπον προετοιμασίας μέθοδος της λήψεως αποφάσεων κατά πλήρη και απόλυτον ομοφωνίαν. Η αρχή φαίνεται απολύτως ορθή. Όμως δεν είναι. Αφού δεν ελήφθη ποτέ, εις καμμίαν Σύνοδον καμμία απόφασις ούτε για διατύπωσιν δόγματος, ούτε για λύσιν κανονικού προβλήματος με απόλυτον ομοφωνίαν. Και ήδη η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος προειδοποιεί και με τον ΣΤ΄ Κανόνα νομοθετεί, ότι η Εκκλησία την ψήφον τινών, δύο ή τριών, που “φιλονεικούντες”, δηλαδή αντίθετα προς τις επιταγές της Ορθοδόξου πίστεως και της Ευαγγελικής αγάπης σκεπτόμενοι και ενεργούντες, προκαλούν ταραχήν και τραύματα εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, όχι μόνον να καταφρονούνται, αλλά και να επιτιμώνται.
Και παρετηρήθη, ότι με προπέτειαν και ελαφράν καρδίαν υποτιμώντο αρχές που επρυτάνευαν εντελώς αδιαμφισβήτητες εις την ζωή της Εκκλησίας περισσότερα από 1500 χρόνια!
4. Όπως αναφέραμε ανωτέρω, διεφάνη ολοκάθαρα ότι υπάρχουν δύο “μπλόκ” μέσα στις Ορθόδοξες Εκκλησίες: Το “μπλόκ” υπέρ των δικαίων προνομιών του Οικουμενικού Πατριαρχείου και το “μπλόκ”, το οποίον θέλει να μειώση, και ει δυνατόν, να καταργήση τα προνόμια του Οικουμενικού Πατριάρχου, παρά το γεγονός ότι ισχυρίζεται το αντίθετον. Εις το πρώτον ανήκουν όλα τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία, η Εκκλησία της Ελλάδος, η Εκκλησία Αλβανίας και η Εκκλησία της Κύπρου, αν και αυτή διαφοροποιήθη, όσον αφορά το θέμα της υπογραφής του Τόμου του Αυτοκεφάλου. Εις το δεύτερον “μπλόκ”, ηγέτις είναι η Εκκλησία της Ρωσίας συνεπικουρουμένη υπό των Εκκλησιών Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, Πολωνίας και Τσεχίας. Η πώλωσις αυτή δυσκολεύει και θα δυσκολεύση όχι μόνον την πορείαν προς την σύγκλησιν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, αλλά και κάθε άλλην πανορθόδοξον συνεργασίαν και προσπάθειαν.
5. Ιδιαιτέρως αισθητή υπήρξεν η αντίθεσις του εκπροσώπου του Πατριαρχείου Μόσχας, Σεβ. Αρχιεπισκόπου Βολοκολάμσκ κ. Ιλαρίωνος προς τα προνόμια του Οικουμενικού Πατριάρχου. Τούτο άλλωστε ήτο αναμενόμενον, αφού ούτος δεν έπαυσε ποτέ ευκαίρως-ακαίρως, τόσον εις το Βελιγράδι, όσον και εις τον διάλογον με τους Ρωμαιοκαθολικούς, να δράττεται πάσης ευκαιρίας να τονίζη ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν είναι “Πάπας της Ανατολής” και ότι ουδεμίαν εξουσίαν κατέχει εντός του σώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Και ότι ουδέποτε ο Πατριάρχης Μόσχας θα τον εξουσιοδοτήση να εκφράση γνώμην του! Παρόμοια ήτο και η στάσις του εκπροσώπου της Εκκλησίας της Ρουμανίας, Θεοφ. Επισκόπου Καμπινεάνολ κ. Κυπριανού αν και όχι τόσο εμφανής.
Εντύπωσιν προεκάλεσεν η στάσις του Εκπροσώπου της Εκκλησίας της Σερβίας, Σεβ. Μητροπολίτου Μαυροβουνίου κ. Αμφιλοχίου, η οποία, παρά τον προβαλλόμενον τάχα “φιλελληνισμόν” της Σερβικής Εκκλησίας, εις όλα σχεδόν, ήτο ευθυγραμμισμένη με τας θέσεις της Μόσχας.
6. Τέλος το γεγονός, ότι μεταξύ των εκπροσώπων των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών υπήρξαν αρκετοί πρώην υπότροφοι της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως ο Σεβ. Μητροπολίτης Μαυροβουνίου κ. Αμφιλόχιος, ο Σεβ. Αχρίδος κ. Ιωάννης, ο Θεοφ. Επίσκοπος Καμπινεάνολ κ. Κυπριανός, ο Θεοφ. Γεωργιανός Επίσκοπος κ. Μελχισεδέκ, ο Θεοφ. Πολωνός Επίσκοπος Σιεματίτσε κ. Γεώργιος, εις ουδέν ωφέλησε τας διεκδικήσεις του Οικ. Πατριαρχείου. Ούτοι ουδεμίαν φιλελληνικήν στάσιν ετήρησαν. Το μόνον που κατάφεραν, ήτο να ομιλήσουν εναντίον των θέσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος εις άπταιστα ελληνικά».
Οι παρατηρήσεις αυτές του π. Στεφάνου Αβραμίδη είναι ενδεικτικές της ατμόσφαιρας που επικρατούσε στην Προπαρασκευαστική αυτή διάσκεψη, αλλά και το κλίμα που επικρατεί στις σχέσεις μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Όταν διαβάση κανείς προσεκτικά τις πιο πάνω παρατηρήσεις, λέξη προς λέξη, τότε θα καταλάβη όλο το σύγχρονο πρόβλημα που ανέκυψε με την διαδικασία ανακηρύξεως του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας στην Ουκρανία. Όταν αμφισβητήται ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που καθιερώθηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους και σεβάσθηκε η παράδοση όλων των αιώνων, τότε δεν μπορεί να λυθή κανένα πρόβλημα στην Εκκλησία.
Αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίον στην σύνταξη των κειμένων επικρατεί η διπλωματική γλώσσα, προκειμένου να επέλθη ομοφωνία. Αλλά με διπλωματικές λέξεις και κρυφά νοήματα δεν μπορεί να επικρατήση εκκλησιαστική ενότητα.
Πρέπει δε να σημειωθή ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν ενεργεί ως «Πάπας της Ανατολής». Άλλωστε ο ίδιος πολλές φορές έχει διακηρύξει ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχουμε Πάπα. Αλλά το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας λειτουργεί βάσει των ιερών Κανόνων, που σημαίνει ότι υπάρχει μια Πρωτόθρονη Εκκλησία, που έχει συντονιστικό και καθοριστικό ρόλο.
3. Τελικό συμπέρασμα
Ύστερα από όσα αναφέρθησαν φαίνεται ότι τελικά δεν συμφωνήθηκε να παραπεμφθή το κείμενο περί του Αυτοκεφάλου και του τρόπου ανακηρύξεώς του στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης και όλες οι Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες είχαν δεχθή να ανακηρύσσεται μία Εκκλησία Αυτοκέφαλη μετά από αίτησή της, συγκατάθεση της Μητρός Εκκλησίας από την οποία αποσπάται και την συναίνεση όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, όπως το δέχθηκαν όλες οι Εκκλησίες. Επίσης, μερικές Εκκλησίες αρνήθηκαν και συμβιβαστικές προτάσεις χωρίς να προσβάλλονται τα προνόμια του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Σαφώς φαίνεται ότι με τις τακτικές αυτές υπονομεύονται τα κανονικά προνόμια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπως καθορίσθηκαν από τις Οικουμενικές Συνόδους, επειδή εμφιλοχώρησε η θεωρία περί «Τρίτης Ρώμης».
Αν συμφωνούσαν όλες οι Εκκλησίες να παραπεμφθή το κείμενο της ανακηρύξεως του Αυτοκεφάλου στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο για έγκριση, όπως είχε εγκριθή από το 1993, σήμερα δεν θα βρισκόμασταν στην κατάσταση αυτήν. Προφανώς, αφού δεν εγκρίθηκε το κείμενο περί ανακηρύξεως του Αυτοκεφάλου, ο Οικουμενικός Πατριάρχης εφήρμοσε την πρακτική με την οποία οι Εκκλησίες τα νεώτερα χρόνια απέκτησαν την Πατριαρχική αξία και τιμή, δηλαδή με Πατριαρχικούς Τόμους, με την προϋπόθεση να ολοκληρωθή αυτή η διαδικασία στην Μέλλουσα Πανορθόδοξη Σύνοδο.
Τελειώνοντας πρέπει να υπογραμμισθή, ότι παρά τα προβλήματα που υπάρχουν στον εξωτερικό χώρο, η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού και κοινωνία θεώσεως, όπως καταγράφεται στις Αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, με τους όρους και τους κανόνας. Αν τηρούμε τα δόγματα και τους κανόνες τότε θα επικρατή η ενότητα στην Εκκλησία.
Πάντως, στις συζητήσεις που έγιναν στην Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή τον Δεκέμβριο του 2009 στο Σαμπεζύ της Γενεύης φαίνεται καθαρά γιατί φθάσαμε στις σύγχρονες διενέξεις και ποιος ευθύνεται γι’ αυτό.
Αιωνία να είναι η μνήμη του Μητροπολίτη Νικοπόλεως Μελετίου, ο οποίος με τις γνώσεις του και το εκκλησιαστικό του φρόνημα εκπροσώπησε κατά τον καλύτερο τρόπο την Εκκλησία της Ελλάδος στην Προπαρασκευαστική αυτή Πανορθόδοξη Διάσκεψη, που δείχνει ότι η Εκκλησία της Ελλάδος σέβεται τα κανονικά θέσμια.
Επίσης, αιωνία η μνήμη και του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Αβραμίδη, ο οποίος κατέγραψε με εύστοχο τρόπο τα όσα συνέβησαν στην Διάσκεψη αυτή, και το κείμενό του αποτελεί ιστορικό ντοκουμέντο, που ερμηνεύει το θέμα που ανέκυψε στις ημέρες μας.
Οκτώβριος 2018