του Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεου
Το νομοσχέδιο με τίτλο «Νομική Αναγνώριση της Ταυτότητας του Φύλου» που συζητήθηκε έντονα τον τελευταίο καιρό και ψηφίσθηκε από την Βουλή των Ελλήνων, και μετά την υπογραφή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως θα είναι νόμος του Κράτους, έχει πολλά σημεία τα οποία δέχονται κριτική από θεολογικής, ανθρωπολογικής και ψυχολογικής πλευράς.
Παρά το ότι έχει γίνει κριτική από πολλούς στο νομοσχέδιο αυτό, εν τούτοις δεν έχει εντοπισθή ένα ενδιαφέρον σημείο, για το οποίο θα υπογραμμισθούν εδώ τα δέοντα με σύντομο τρόπο, εννοώ την «φιλοσοφία» του νομοσχεδίου.
Σε κάθε νομοσχέδιο που εισάγεται προς ψήφιση στην Βουλή για να γίνη νόμος του Κράτους, στα πρώτα άρθρα δίνονται οι απαραίτητοι ορισμοί, οι οποίοι, όπως και όλα τα άλλα άρθρα που ακολουθούν, ερμηνεύονται από την «Αιτιολογική Έκθεση» που το συνοδεύει.
Νομίζω, λίγοι διάβασαν προσεκτικά όλο το νομοσχέδιο με τις υπογραφές των Υπουργών και ίσως ελάχιστοι διάβασαν την «Αιτιολογική Έκθεση». Έτσι, πολλοί ομίλησαν χωρίς ουσιαστική γνώση του νομοσχεδίου, ίσως αρκέσθηκαν σε αναλύσεις άλλων, γι’ αυτό και αστόχησαν στους λόγους τους. Για παράδειγμα στο νομοσχέδιο δεν γινόταν λόγος για «αλλαγή φύλου», αλλά για «διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου».
Εκείνο όμως που με ενδιαφέρει στο κείμενό μου αυτό είναι οι ορισμοί που δίνονται στο νομοσχέδιο για την «ταυτότητα του φύλου» και την «διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου» και την όλη «φιλοσοφία» του. Αυτό είναι για μένα γεγονός ιδιαίτερης σημασίας.
Κατ’ αρχάς, στο νομοσχέδιο αυτό συνεχώς γίνεται λόγος για το «πρόσωπο» και τα «δικαιώματα του προσώπου». Παρατήρησα τις λέξεις και τις φράσεις: «πρόσωπο»∙ «το πρόσωπο έχει δικαίωμα στο σεβασμό της προσωπικότητάς του με βάση τα χαρακτηριστικά φύλου του», το οποίο όμως πρέπει να διορθωθή∙ «η ταυτότητα φύλου» με τα χαρακτηριστικά που «αντιστοιχούν στην βούληση του προσώπου»∙ «το πρόσωπο μπορεί να ζητήσει τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου του, ώστε αυτό να αντιστοιχεί στη βούληση»∙ τα «δικαιώματα, υποχρεώσεις και κάθε είδους ευθύνη του προσώπου». Αυτό σημαίνει ότι όλο το νομοσχέδιο στηρίζεται στο πρόσωπο, την βούληση του προσώπου και τα δικαιώματα του προσώπου.
Επίσης, στην «Αιτιολογική Έκθεση» γίνεται λόγος για τα «διεμφυλικά πρόσωπα (τρανσέξουαλ, τράνς)»∙ για «μια μεγάλη υστέρηση στην απόλαυση των ατομικών δικαιωμάτων των διεμφυλικών προσώπων»∙ για «τον ιδιαίτερα προσβλητικό ακρωτηριασμό του προσώπου», όταν «παρακολουθήται από ψυχίατρο» και όταν «έχει υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση με πλήρη οριστική επικράτηση του αντιθέτου από το βιολογικό του φύλο»∙ για το «ότι το πρόσωπο έχει δικαίωμα στον σεβασμό της προσωπικότητάς του με βάση τα χαρακτηριστικά του φύλου του», το οποίο φύλο πρέπει να «διορθωθή»∙ «ο εσωτερικός και προσωπικός τρόπος με τον οποίο το ίδιο το πρόσωπο βιώνει το φύλο του»∙ «τα βιολογικά χαρακτηριστικά του προσώπου»∙ «για μεσοφυλικό άτομο»∙ για «το πρόσωπο» που αισθάνεται τη «δυσφορία του γένους»∙ για «τη βούληση του προσώπου», «τα δικαιώματα του κάθε προσώπου» και άλλες παρόμοιες εκφράσεις. Επομένως, και στην «Αιτιολογική Έκθεση» τονίζονται οι όροι πρόσωπο, βούληση του προσώπου, δικαιώματα του προσώπου.
Θα σχολιάσω τους τρεις αυτούς όρους.
Πρώτον. Διαβάζοντας το νομοσχέδιο και την «Αιτιολογική Έκθεση» παρατηρώ ότι αποφεύγεται επιμελώς η λέξη «άνθρωπος» και δίνεται σημασία στην λέξη «πρόσωπο» με τα χαρακτηριστικά βεβαίως του γένους ή του φύλου του, το οποίο όμως πρέπει να «διορθωθή». Αυτό δεν είναι ούτε τυχαίο ούτε αθώο.
Πρόκειται για μια επιμελή προσπάθεια παράκαμψης της λέξης άνθρωπος, με όλη την βιβλική και παραδοσιακή σημασία του όρου, και την αντικατάστασή της με την λέξη πρόσωπο, που μπορεί να αποδοθή και με την λέξη «περσόνα», όπως λέγεται στον προφορικό ή γράφεται στον γραπτό λόγο, και να εξυπηρετούνται άλλοι σκοποί. Αυτό δεν είναι άσχετο με το ότι τα λεγόμενα «διεμφυλικά πρόσωπα» ή «άτομα» χρησιμοποίησαν κατά κόρον την λέξη πρόσωπο με την όλη φιλοσοφική του σημασία και την ιδιαιτερότητα.
Δεύτερον. Αυτό συνδέεται με τον υπερτονισμό της «βούλησης του προσώπου». Όσο ομιλούν για την βούληση και την ελευθερία του προσώπου, υποτιμούν την φύση, την οποία θεωρούν αναγκαστική, αφού δημιουργεί ανελευθερία, «δυσφορία», «βία». Με αυτήν την έννοια θεωρείται, όπως έχει γραφή από ανθρώπους αυτής της νοοτροπίας, ότι και ο γάμος, όπως τον γνωρίζουμε και όπως λειτουργεί με τον τρόπο εκφράσεως των δύο φύλων –αρσενικού και θηλυκού– και την γέννηση των παιδιών, θεωρείται ως μια «αναγκαιότητα του ενστίκτου», πράγμα που δεσμεύει ή καταργεί την «ελευθερία του προσώπου». Οπότε, η «διόρθωση του φύλου» συνδέεται, κατ’ αυτούς, με την «ελευθερία του προσώπου».
[irp posts=”377179″ name=”Μεσσηνίας Χρυσόστομος: Τι σκοπιμότητες κρύβει το νομοσχέδιο για την αλλαγή φύλου”]
Στην προοπτική αυτή υπάγεται η σχολαστική θεωρία περί της «βουλήσεως του προσώπου», ο γερμανικός ιδεαλισμός με την «ελευθερία του προσώπου», αλλά και η όλη φιλοσοφία του βολονταρισμού (βουλησιοκρατίας) και της ελευθερίας του προσώπου.
Να θυμίσω τις φιλοσοφικές απόψεις του Καντ για την απόλυτη αξία του προσώπου και την αυτονομία του, που είναι η βάση της «υπερβατολογικής αρχής» του, η οποία δεν ασχολείται με τα αντικείμενα, αλλά με τον τρόπο γνώσης των αντικειμένων από τον καθένα, καθώς επίσης και για την «υπερβατολογική ελευθερία», η οποία λειτουργεί ανεξάρτητα «από τον μηχανισμό της φύσης», όπως έχουν αναλύσει πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι, μεταξύ των οποίων ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος και ο Γεώργιος Παναγόπουλος.
Τρίτον. Μέσα σε αυτήν την νοοτροπία υπάγεται και η συχνά τονιζόμενη σήμερα άποψη περί των «δικαιωμάτων του προσώπου». Αφού το πρόσωπο είναι ελεύθερο, απαλλαγμένο «από την αναγκαιότητα της φύσης», αλλά και την αναγκαιότητα του φύλου, σημαίνει ότι έχει το δικαίωμα της επιλογής και του φύλου του. Έτσι, γίνεται κατανοητό ότι από την άποψη αυτή το δικαίωμα του προσώπου λειτουργεί ανεξάρτητα από τις συνέπειες και τις ευθύνες των χαρακτηριστικών του ιδιαιτέρου φύλου με την σύλληψη και την γέννηση των παιδιών.
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης έλεγε ότι ένα από τα προβλήματα που θα απασχολήσουν την ορθόδοξη θεολογία και την Εκκλησία στην εποχή μας και την εποχή που έρχεται είναι το θέμα των δικαιωμάτων του προσώπου ή του ανθρώπου. Φυσικά, δεν εννοούμε τα δικαιώματα που έχει ο καθένας στην παιδεία, την υγεία, την κοινωνική ζωή κλπ., αλλά τον τονισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με την παράλληλη καταστρατήγηση «των δικαιωμάτων του Θεού» στην ζωή μας, και την βίωση της απόλυτης «ελευθερίας» ως προς τις ευαγγελικές εντολές.
Συνεπώς, ο υπερβολικός τονισμός της έννοιας του προσώπου με την βούληση του προσώπου και τα δικαιώματά του και στο θέμα των «διεμφυλικών προσώπων», στο οποίο εκμηδενίζονται οι διαφορές των φύλων, που είναι η βάση του νομοσχεδίου αυτού, δεν είναι τόσο αθώος από θεολογικής και ανθρωπολογικής πλευράς, αλλά κρύβει κάποιες σκοπιμότητες, πολιτικές και θεολογικές.
Μου έκανε δε ιδιαίτερη εντύπωση ότι κατά την συζήτηση που έγινε τις ημέρες αυτές που ψηφιζόταν το νομοσχέδιο αυτό στην Βουλή, οι εκκλησιαστικοί παράγοντες που ασχολήθηκαν με την κριτική του νομοσχεδίου δεν υποψιάσθηκαν καθόλου αυτήν την βάση στην οποία στηρίζεται το νομοσχέδιο, μάλιστα δε μερικοί που άσκησαν κριτική στο νομοσχέδιο, το έκαναν με βάση την «θεολογία του ανθρωπίνου προσώπου», χωρίς να καταλάβουν ότι με τον τρόπο αυτόν εκφράζουν την ίδια νοοτροπία και εμπλέκονται στην ίδια φιλοσοφική και θεολογική προοπτική.
Θέλω να διευκρινίσω ότι γράφοντας τα ανωτέρω για την λεγόμενη «διόρθωση του φύλου», δεν εννοώ τις περιπτώσεις εκείνες που υπάρχουν προβλήματα από βιολογικής πλευράς, τα οποία προέρχονται από τις ορμόνες, για τις οποίες ήδη υπάρχει η σχετική νομοθεσία, ούτε εννοώ τις ψυχολογικές και κοινωνικές καταστάσεις που δημιουργούν την λεγόμενη «ταυτότητα του φύλου» και την «διαταραχή του φύλου», που περνούν πολλοί στην μικρή τους ηλικία και αντιμετωπίζονται με μια καλή αγωγή και παιδεία. Κυρίως εννοώ τις περιπτώσεις εκείνες που τέτοιες συμπεριφορές οφείλονται σε διάφορες φιλοσοφικές και ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, οι οποίες συνδέονται με τον υπερβολικό τονισμό της ελευθερίας και των δικαιωμάτων του προσώπου.
Νομίζω ότι από πλευράς ορθοδόξου θεολογίας πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί ως προς την καθιέρωση τέτοιων νέων εκφράσεων, όπως «ελευθερία και δικαιώματα του προσώπου», «βούληση του προσώπου», «κοινωνία των προσώπων», «ελευθερία από την αναγκαιότητα του ενστίκτου» κλπ., οι οποίες εφράσεις κρύβουν διάφορες επικίνδυνες σκοπιμότητες, φιλοσοφικές, θεολογικές και πολιτικές.
Είναι βασική θεολογική αρχή ότι η ελευθερία βιώνεται μέσα από την έκφραση της αγάπης ως κενωτικής προσφοράς, και μέσα από την κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεάνθρωπο Χριστό, όπως εκφράζεται μέσα στην ζωή της Εκκλησίας, με την μυστηριακή και ευαγγελική ζωή, που είναι πρόγευση της εσχατολογικής ζωής, όπου οι άνθρωποι θα ζούν ως άγγελοι του Θεού.
Τέλος, οφείλω να σημειώσω την σημαντική διδασκαλία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού για την υπέρβαση των πέντε «διαιρέσεων». Συγκεκριμένα, ο άγιος Μάξιμος γράφει ότι ο Αδάμ απέτυχε να υπερβή τις «πέντε διαιρέσεις» ή αντιθέσεις ήτοι μεταξύ ακτίστου και κτιστής φύσεως, νοητών και αισθητών, ουρανού και γης, παραδείσου και οικουμένης, άρρενος και θήλεος. Αυτή η υπέρβαση των διαιρέσεων-αντιθέσεων έγινε με τον Νέο και Έσχατο Αδάμ, δηλαδή τον Χριστό, με την ενανθρώπησή Του, και έτσι ο άνθρωπος που συνδέεται με τον Χριστό στην Εκκλησία, το Σώμα Του, με την ευαγγελική και μυστηριακή ζωή, υπερβαίνει αυτές τις διακρίσεις που υπάρχουν στον κόσμο και ζη την πραγματική ελευθερία. Όλα τα άλλα είναι καταστάσεις του πεπτωκότος ανθρώπου.