Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
ημοσιεύθηκε το σχέδιο αναθεωρήσεως του Συντάγματος από τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως και η συνοδευτική έκθεση. Ύστερα, όμως, από μερικές ημέρες ανακοινώθηκε η «πρόθεση» για μια «ιστορική συμφωνία» μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας για την εκκλησιαστική περιουσία και την μισθοδοσία των Κληρικών.
Τα δύο αυτά θέματα συνδέονται μεταξύ τους και δεν είναι δυνατόν να εκλαμβάνονται μεμονωμένα, άλλωστε συζητήθηκαν μαζί. Το ένα είναι η θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους, «με ο,τι αυτό συνεπάγεται κανονιστικά και πρακτικά», κατά την αιτιολογική έκθεση, που ενδιαφέρει κυρίως την Κυβέρνηση, και αυτό προτείνεται να γίνη με την αναθεώρηση του Συντάγματος, και το άλλο είναι η αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, με ο,τι αυτό συνεπάγεται, που απασχολούσε πάντοτε τον Αρχιεπίσκοπο.
Δηλαδή, στο όλο θέμα που ανέκυψε υπάρχουν δύο βασικά ερμηνευτικά κλειδιά, το ένα είναι η «θρησκευτική ουδετερότητα», και το άλλο είναι η αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Αν μερικοί περιορίζουν την συζήτηση στην αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας για την μισθοδοσία των Κληρικών, και παραθεωρούν την προτεινόμενη μεταρρύθμιση στο άρθρο 3 του Συντάγματος με το κυριότερο την εισαγωγή της θρησκευτικής ουδετερότητας της Πολιτείας, τότε αυτό λειτουργεί αποπροσανατολιστικά.
Θεωρώ ότι εμείς οι Κληρικοί δεν πρέπει να πέσουμε στην «παγίδα», εν ονόματι της μισθοδοσίας των Κληρικών, που και αυτό είναι σημαντικό θέμα, να αμνηστεύσουμε στην εισαγόμενη θρησκευτική ουδετερότητα της Πολιτείας και κυρίως την αλλοίωση του 3ου άρθρου του Συντάγματος.
Στην συνέχεια θα τονίσω μερικά σημεία σε αυτά τα δύο θέματα με απλό και ευσύνοπτο τρόπο.
1. Η προτεινόμενη τροποποίηση του 3ου άρθρου
Για πολλά χρόνια σε δεκάδες άρθρα μου και σε πολλές συνεντεύξεις μου, υποστήριζα ότι η φράση «χωρισμός Εκκλησίας Πολιτείας» δεν μπορεί να ευσταθήση σε μια ευνομούμενη Πολιτεία, γιατί κανένας στην δημοκρατική Πολιτεία δεν μπορεί να είναι χωρισμένος από αυτήν. Γι’ αυτό, όπως υποστήριζα, η καλύτερη φράση είναι οριοθέτηση των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας ή ορθότερα οριοθέτηση των σχέσεων εκκλησιαστικής και κρατικής διοικήσεως. Κυρίως θα έπρεπε η Πολιτεία με ένα νόμο να καθορίση την νομική προσωπικότητα της Εκκλησίας και να δίνη εξουσιοδοτήσεις για να ρυθμίζη μόνη της τα του οίκου της βάσει των ιερών Κανόνων.
Τελικά, επελέγη η φράση «εξορθολογισμός των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους», «σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας» και «ΔΙΑΚΡΙΤΟΤΗΤΑ ΚΡΑΤΟΥΣ-ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ». Πρόκειται για θετικό βήμα, αφού κατανοήθηκε η βάση των σκέψεών μου που ανταποκρίνονται στην αλήθεια.
Επίσης, είναι σημαντικό το ότι παρέμεινε το προοίμιο του Συντάγματος, το οποίο δείχνει ότι η ανεξαρτησία του Κράτους οφειλόταν στην Επανάσταση των Ελλήνων, στην οποία σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι Κληρικοί και δεν έγινε με την παρέμβαση των ξένων Δυνάμεων. Αν προτεινόταν η διαγραφή του προοιμίου του Συντάγματος, τότε θα φαινόταν ότι η ανεξαρτησία του Ελληνικού Κράτους ήταν αποτέλεσμα αποφάσεων των ξένων Δυνάμεων και άρα συνομολογείται ότι ήταν ένα προτεκτοράτο.
Μετά τα βασικά αυτά σημεία, θα παρατεθούν μερικές σκέψεις μου για την προτεινόμενη μεταρρύθμιση στο άρθρο 3.
Το εν ισχύι Σύνταγμα έχει μια λογική θεσμική διάρθρωση. Διαιρείται σε τέσσερα μεγάλα μέρη, ήτοι: Μέρος Πρώτο: Βασικές διατάξεις (αρθ. 1-3). Μέρος Δεύτερο: Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα (αρθ. 4-25). Μέρος Τρίτο: Οργάνωση και λειτουργίες της Πολιτείας (αρθ. 26-105). Μέρος Τέταρτο: Ειδικές τελικές και μεταβατικές διατάξεις (αρθ. 106-120).
Αυτό σημαίνει ότι καλώς η διάταξη που αναφέρεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία παρέμεινε στο πρώτο μέρος, γιατί βρίσκεται στις «βασικές διατάξεις», όπως την «μορφή του Πολιτεύματος» και τις «σχέσεις Εκκλησίας Πολιτείας». Άλλωστε, η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι «θεσμός» που προϋπήρχε της συγκροτήσεως του Κράτους, και μάλιστα συνετέλεσε στην ελευθερία των Ελλήνων και την ανεξαρτησία τους, όπως έχει επισημανθεί και στην Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας (1822).
Επί πλέον στο άρθρο 3, το οποίο περιλαμβάνεται στις βασικές διατάξεις του Συντάγματος συγκαταλέγονται και οι σχέσεις του Ελληνικού Κράτους με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως διαλαμβάνονται στον Πατριαρχικό Τόμο του 1850 και την Πατριαρχική Πράξη του 1928. Είναι σημαντικό να υπογραμμισθή ότι οι λεγόμενες «Νέες Χώρες» που ρυθμίζονται από την Πατριαρχική Πράξη του 1928, είναι Μητροπόλεις του Οικουμενικού Θρόνου εν Ελλάδι, είναι, δηλαδή, «κανονικό έδαφος» του Οικουμενικού Πατριαρχείου το οποίο βρίσκεται εκτός Ελλάδος, και παραχωρήθηκαν «επιτροπικώς» να διοικηθούν «υπό τύπον προσωρινότητος» από την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος.
Επομένως, το άρθρο 3 δεν θα μπορούσε να συμπεριληφθή στα άλλα τρία μέρη του Συντάγματος, δηλαδή ούτε στα «ατομικά και κανονικά δικαιώματα», ούτε στις «Οργανωτικές λειτουργίες του Πολιτεύματος», ούτε, φυσικά, στις «ειδικές τελικές και μεταβατικές διατάξεις». Άλλωστε, ούτε η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, ούτε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που έχει κατά διαφόρους τρόπους και τμήματα στην Ελληνική Επικράτεια (Μητροπόλεις Δωδεκαννήσου και ημιαυτόνομη Αρχιεπισκοπή Κρήτης), μπορούν να θεωρηθούν ως λειτουργίες της Πολιτείας.
Στην συνέχεια θα παρατεθή το 3ο άρθρο του ισχύοντος Συντάγματος και πως προτείνεται για αναθεώρηση.
*
Ισχύουσα διάταξη: «1. Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού∙ τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Είναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο που προέρχεται από αυτή και συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της κθ΄ (29) Ιουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928.
2. Το εκκλησιαστικό καθεστώς που υπάρχει σε ορισμένες περιοχές του Κράτους δεν αντίκειται στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.
3. Το κείμενο της Αγίας Γραφής τηρείται αναλλοίωτο. Η επίσημη μετάφρασή του σε άλλο γλωσσικό τύπο απαγορεύεται χωρίς την έγκριση της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδας και της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη».
Προτεινόμενη διάταξη: «Η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη. Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία βρίσκεται αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και με κάθε άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία και τηρεί απαρασάλευτα τους Κανόνες των Αποστόλων και των Οικουμενικών Συνόδων και την εκκλησιαστική παράδοση. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας είναι αυτοκέφαλη και διοικείται σύμφωνα με όσα ορίζουν ο Καταστατικός Χάρτης της, ο Πατριαρχικός Τόμος του 1850 και η Συνοδική Πράξη του 1928. Το εκκλησιαστικό καθεστώς της Κρήτης και των Δωδεκανήσων δεν αντίκειται στις παραπάνω διατάξεις.
Ερμηνευτική δήλωση: Ο όρος επικρατούσα θρησκεία δεν αποτελεί αναγνώριση επίσημης κρατικής θρησκείας και δεν επιφέρει καμιά δυσμενή συνέπεια σε βάρος άλλων θρησκευμάτων και γενικότερα στην απόλαυση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας».
Από την εξέταση των δύο αυτών κειμένων, του ισχύοντος και του προτεινομένου, φαίνεται ότι στην προτεινόμενη αναθεώρηση διαγράφονται οι εξής φράσεις: «η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού», «της Ελλάδας», «που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό», «υπάρχει», «Μεγάλη Εκκλησία», «ομόδοξη», «και τις ιερές παραδόσεις». Επίσης, διαγράφεται τελείως η παράγραφος 3 και γίνονται μερικές εσωτερικές αλλαγές.
Θα γίνουν μερικές επισημάνσεις, για την προτεινόμενη αλλαγή.
α) Το άρθρο 3 του Συντάγματος αναφέρεται πρωτίστως στις σχέσεις της Ελληνικής Πολιτείας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και δευτερευόντως με την Εκκλησία της Ελλάδος. Και αυτό, γιατί αναφέρεται στην ενότητα της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τις άλλες Ομόδοξες Εκκλησίες, μνημονεύονται τα Καταστατικά κείμενα, ήτοι ο Συνοδικός Τόμος του 1850 και η Πατριαρχική Πράξη του 1928, όπως μνημονεύονται και τα εκκλησιαστικά καθεστώτα που υπάρχουν σε ορισμένες περιοχές του Κράτους, εννοώντας το Άγιον Όρος, τα Δωδεκάννησα, η Κρήτη.
Επί πλέον το άρθρο 3 δεν αντιστρατεύεται στα «ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα» ούτε στην ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης κάθε άλλης γνωστής θρησκείας. Έτσι, το άρθρο 13 είναι ευρύτερο και καθολικότερο του άρθρου 3, γιατί αναφέρεται στους πολίτες της Ελληνικής Πολιτείας, οι οποίοι θέλουν να ανήκουν σε οποιαδήποτε γνωστή θρησκεία. Οπότε, όπως έχει υποστηριχθή, το άρθρο 3 στην πραγματικότητα είναι υποκείμενο του άρθρου 13, ή καλύτερα το άρθρο 13 είναι καθολικότερο και γενικότερο 3.
Επομένως, η επανειλημμένη και με έμμονη διάθεση εκφρασθείσα άποψη ότι πρέπει να «πειραχθή» το περιεχόμενο του άρθρου 3 είναι αλυσιτελής, αφού η Πολιτεία με βάση το άρθρο 13 περί ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως θα μπορούσε να ρυθμίση νομοθετικά θέματα που αφορούν τα κοινωνικά και ατομικά δικαιώματα των πολιτών της, και την ελευθερία τους. Επίσης οι λειτουργοί όλων των γνωστών θρησκειών και της «επικρατούσας θρησκείας» υπόκεινται στην ίδια εποπτεία της Πολιτείας και στις υποχρεώσεις τους απέναντί της.
Αυτό σημαίνει, εκτός των άλλων, ότι ισχύει αυτό που υποστηρίχθηκε προηγουμένως, ότι δεν μπορεί να υπάρξη χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας, αλλά να καθορισθούν καλύτερα οι σχέσεις μεταξύ τους, αφού η Πολιτεία εποπτεύει τους λειτουργούς όλων των γνωστών θρησκειών.
β) Για την αναθεώρηση προτείνονται δύο βασικές αλλαγές.
Η πρώτη αλλαγή είναι να προηγηθή στο άρθρο 3 η φράση «η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη», και αμέσως να ακολουθήσουν τα σχετικά με την «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα».
Στην πρόταση του «ΣΥΡΙΖΑ» γίνεται το εξής ενδιαφέρον. Αρχίζει το άρθρο με την πρόταση «η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη». Επίσης, στην ερμηνευτική δήλωση, που είναι απόλυτα ισότιμη διάταξη του Συντάγματος –γενικότερα οι ερμηνευτικές δηλώσεις, κατά τον Ευάγγελο Βενιζέλο, «για λόγους νομοτεχνικούς και συστηματικούς εκφράζονται με τη μορφή αυτή και όχι ως παράγραφοι ή ως εδάφια του συνταγματικού κειμένου»– γράφεται: «Ο όρος επικρατούσα θρησκεία δεν αποτελεί αναγνώριση επίσημης κρατικής θρησκείας και δεν επιφέρει καμιά δυσμενή συνέπεια σε βάρος άλλων θρησκευμάτων και γενικώτερα στην απόλαυση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας».
Φαίνεται, λοιπόν, ότι στο άρθρο 3 εισάγεται η φράση «η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη», και το ίδιο με άλλη φρασεολογία επαναλαμβάνεται στην «ερμηνευτική δήλωση» ότι δηλαδή η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι «επίσημη κρατική θρησκεία». Το όλο δε περιεχόμενο της «ερμηνευτικής δήλωσης» καλύπτεται από το άρθρο 13 ή θα μπορούσε να τεθή στο άρθρο 13. Άλλωστε ο όρος «επικρατούσα θρησκεία», κατά πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, δηλώνει την πλειοψηφία των Ελλήνων Πολιτών.
Η χρησιμοποίηση ταυτόσημης φράσεως στο άρθρο 3 και η «ερμηνευτική δήλωση» στο ίδιο άρθρο δείχνει μια προσπάθεια που έχει την ιδιαίτερη σκοπιμότητά της.
γ) Η απάλειψη δήθεν «θεολογικών όρων» δημιουργεί έντονο προβληματισμό. Και αυτός ο προβληματισμός στηρίζεται σε δύο βασικούς λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι το Σύνταγμα δεν είναι νομικό κείμενο για να δικαιολογήται απάλειψη θεολογικών όρων, αλλά είναι θεμελιώδες κείμενο της Πολιτείας, που αναφέρεται σε θέματα όχι μόνον της Κρατικής διοικήσεως, αλλά και σε θέματα θρησκευτικά.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι όταν γίνεται αναφορά στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί να την ετεροπροσδιορίζη, αλλά να αναγράφη αυτό με το οποίο η ίδια αυτοπροσδιορίζεται. Έτσι, δικαιολογούνται απόλυτα οι όροι «Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού» που έχει «Κεφαλή τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό» και όχι θρησκεία, γιατί υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ θρησκείας και Εκκλησίας και έτσι δεν δημιουργούνται θεολογικές συγχύσεις, όπως επίσης δικαιολογείται ότι η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως είναι η «Μεγάλη Εκκλησία», ότι υπάρχουν «ομόδοξες» Εκκλησίες, ότι η Εκκλησία διαφυλάσσει τις «ιερές παραδόσεις».
Η αφαίρεση, λοιπόν, των βασικών στοιχείων που αναφέρονται στην οντολογία της Εκκλησίας δείχνει ότι υπάρχει ιδεολογικό πρόβλημα και αμφισβήτηση του χαρακτηρισμού της Εκκλησίας και ενδεχόμενη προσπάθεια κατευνάσεως αντιδράσεων από ανθρώπους με αριστερές ιδέες. Νομίζω, όμως, ότι στο θέμα του Συντάγματος δεν μπορεί να υφίστανται ιδεολογικοί ανταγωνισμοί και κομματικές σκοπιμότητες.
δ) Η πρότασή μου θα ήταν το άρθρο 3 να μην αρχίζη με την φράση «η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη», αλλά να παραμείνη το άρθρο ως έχει με την αλλαγή αντί «θρησκεία» «Εκκλησία» και να τεθή ως ερμηνευτική δήλωση, ότι ο όρος «Επικρατούσα θρησκεία» στην Ελλάδα είναι η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, στην οποία ανήκει η πλειονότητα των Ελλήνων Πολιτών. Αυτό δε που λέγεται ως «θρησκευτική ουδετερότητα» να τεθή περιφραστικά στο άρθρο 13, στο οποίο γίνεται λόγος για την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσως την οποία εγγυάται το Κράτος.
Άλλωστε, δεν μπορώ να αποδεχθώ την φράση ότι η Ελληνική Πολιτεία είναι «θρησκευτικά ουδέτερη» όταν είναι υποχρεωμένη να εγγυηθή και να προστατεύση την μουσουλμανική μειονότητα, βάσει της Συνθήκης της Λωζάνης.
2. Η πρόθεση για συμφωνία για την αξιοποίηση της Εκκλησιαστικής περιουσίας
Ενώ ανακοινώθηκε η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για την αναθεώρηση του Συντάγματος, μετά λίγες ημέρες σε κοινή δημόσια συνάντηση μεταξύ του Αρχιεπισκόπου και του Πρωθυπουργού ανακοινώθηκε η «πρόθεση» για συμφωνία που εκφράσθηκε με το «κοινό ανακοινωθέν Πολιτείας-Εκκλησίας» της 6-11-2018 (ρεπορτάζ που δημοσιεύθηκε στην επίσημη σελίδα της Εκκλησίας της Ελλάδος, την 6-11-2018) «για να καταλήξουμε σε μια ιστορική Συμφωνία μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας που θα πάρη τη μορφή της νομοθετικής ρύθμισης».
Πρόκειται για 15 άρθρα, και στο τελευταίο άρθρο γράφεται: «Οι παραπάνω δεσμεύσεις των μερών θα ισχύουν υπό την προϋπόθεση τήρησης της Συμφωνίας στο σύνολό της», που σημαίνει ότι η προτεινόμενη συμφωνία προσφέρεται ως «πακέτο» και δεν χωρούν επιμέρους βελτιώσεις.
Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά τα σημεία αυτά, μπορεί να διακρίνη μια προσπάθεια επιλύσεως εκκρεμούντων ζητημάτων, για την εκκλησιαστική περιουσία και την μισθοδοσία των Κληρικών. Άλλωστε ήταν πάγια άποψη πολλών από μας ότι η μισθοδοσία των Κληρικών δεν υπάγεται στον λεγόμενο χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας, αλλά είναι αποτέλεσμα των συμβάσεων που έγιναν με την δέσμευση εκ μέρους της Πολιτείας της Εκκλησιαστικής περιουσίας. Έτσι, πολλοί ισχυρίζονταν να επιστρέψη η Πολιτεία την περιουσία στην Εκκλησία και να αναλάβη μόνη της την πληρωμή των Κληρικών.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι στο θέμα αυτό έγινε μια συμφωνία, με την οποία το Κράτος αναγνωρίζει αυτό το αίτημα της Εκκλησίας και επειδή δεν μπορεί να επιστρέψη την περιουσία, που δέσμευσε, αποζημιώνει την Εκκλησία και δίδει την δυνατότητα της αξιοποίησης της υπάρχουσας Εκκλησιαστικής περιουσίας για να αναλάβη εκείνη την μισθοδοσία των Κληρικών της.
Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι το κείμενο της «πρόθεσης» για μια «ιστορική συμφωνία», απ’ ο,τι γνωρίζω, δεν ήταν αποτέλεσμα επεξεργασίας ούτε των θεσμικών οργάνων κάθε μέρους, ούτε ομάδων και επιτροπών εκατέρωθεν. Αυτό το αιφνίδιο και η έλλειψη συνοδικότητας ήταν αυτά που προκάλεσαν περισσότερο από κάθε τι άλλο.
Για μένα το σημαντικότερο είναι ότι το κείμενο αυτό της σύμβασης ή τέλος πάντων της «προθέσεως» για μια «ιστορική συμφωνία», για σύμβαση ήλθε σχεδόν ταυτόχρονα ή λίγο μετά την δημοσίευση της προτάσεως του ΣΥΡΙΖΑ για την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Θεωρώ, και μακάρι να κάνω λάθος, ότι αυτό χρησιμοποιήθηκε για δύο λόγους: Ή για να λειτουργήση ερμηνευτικά για την προτεινόμενη φράση που εισήχθη στο 3ο άρθρο του Συντάγματος ότι «η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη», με την επεξήγηση της εισηγητικής έκθεσης «με ο,τι αυτό συνεπάγεται κανονιστικά και πρακτικά», και στην πραγματικότητα να δώση το μήνυμα του χωρισμού σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας και να ικανοποιηθή μια μερίδα ψηφοφόρωνˑ ή χρησιμοποιήθηκε αποπροσανατολιστικά, ώστε να μη γίνουν αντιδράσεις για τις προτεινόμενες προτάσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος, αφού στραφή το ενδιαφέρον των Κληρικών στην μισθοδοσία.
Τα δύο αυτά διαζευκτικά «ή» απευθύνονται και στους οπαδούς του κόμματος και στους Κληρικούς, και λειτουργούν αφ’ ενός μεν κατευναστικά αφ’ ετέρου δε αποπροσανατολιστικά.
Το επίσης ενδιαφέρον είναι ότι όταν ανακοινώθηκε ότι 10.000 Κληρικοί θα αποδεσμευθούν από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών, αμέσως την επομένη ημέρα ανακοινώθηκε υπεύθυνα από τον Κυβερνητικό Εκπρόσωπο ότι θα προσληφθούν 10.000 δημόσιοι υπάλληλοι. Αυτό είναι άμεση ή έμμεση προσβολή στους Κληρικούς και γενικά στην Εκκλησία με πολλά κρυφά μηνύματα!
Πρέπει να διευκρινισθή προσεκτικά τι σημαίνει ότι «η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη», σε συνδυασμό με την εισηγητική έκθεση «με ο,τι αυτό συνεπάγεται κανονιστικά και πρακτικά». Θεωρώ ότι αυτή η φράση είναι επικίνδυνη, γιατί σε αυτή θα στηριχθή μια ολόκληρη σειρά νόμων και πρακτικών, που τώρα δεν μπορούμε να το προσδιορίσουμε.
Το ακόμη πιο ενδιαφέρον σημείο είναι ότι τα δημοσιεύματα έμπειρων στο ρεπορτάζ δημοσιογράφων, οι οποίοι συνήθως αποκαλύπτουν διάφορα θέματα πριν ανακοινωθούν, κάνουν λόγο για το ότι η συζήτηση μεταξύ Αρχιεπισκόπου και Πρωθυπουργού κατορθώθηκε να διαφυλαχθή μυστική για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να αποκλείση στους ηγέτες της Πολιτείας και της Εκκλησίας να ανταλλάσσουν απόψεις για τον χειρισμό διαφόρων θεμάτων που τους αφορούν, τα οποία όμως επεξεργάζονται διάφορα θεσμικά όργανα.
Το ερώτημα όμως για μένα είναι: Ποιοί εξωθεσμικοί παράγοντες (εκτός Ιεραρχίας) ή ποιοί Ιεράρχες συμμετείχαν σε αυτές τις μυστικές συζητήσεις;
Επίσης το μεγαλύτερο ερώτημα είναι: Γιατί αυτή η συζήτηση κρατήθηκε μυστική από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που έχει «έννομο πνευματικό συμφέρον» για το σοβαρό αυτό ζήτημα. Αυτό πρέπει κανείς να το δη σε δύο σημαντικά σημεία.
Το πρώτον στο ότι το ίδιο το Σύνταγμα στο άρθρο 3, αναφέρεται στον Πατριαρχικό Τόμο του 1850 και την Συνοδική Πράξη του 1928. Πρόκειται για κείμενα που συμφωνήθηκαν από τρεις παράγοντες, ήτοι το Οικουμενικό Πατριαρχείο, την Εκκλησία της Ελλάδος και την Ελληνική Πολιτεία. Φυσικά ο Τόμος και η Πράξη υπεγράφησαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά υπήρξαν οι κατάλληλες συμφωνίες, της Εκκλησίας της Ελλάδος «προφρόνως αποδεξαμένης, συναινούσης και κυρούσης και της Εντίμου Ελληνικής Πολιτείας» (Πατριαρχική Πράξη 1928).
Έτσι, λοιπόν, στον Συνοδικό και Πατριαρχικό Τόμο του 1850, μεταξύ άλλων γράφεται: «εν τοις συμπίπτουσιν εκκλησιαστικοίς πράγμασι, τοις δεομένοις συσκέψεως και συμπράξεως προς κρείττονα οικονομίαν και στηριγμόν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ήρεσεν, ίνα η μεν εν Ελλάδι Ιερά Σύνοδος αναφέρηται προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην και την περί αυτόν Ιεράν Σύνοδον· ο δε Οικουμενικός Πατριάρχης μετά της περί αυτόν Αγίας και Ιεράς Συνόδου παρέχει προθύμως την εαυτού σύμπραξιν, ανακοινών τα δέοντα προς την Ιεράν Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος».
Δεν νομίζω ότι μπορεί να υποστηρίξη κανείς με λογικά επιχειρήματα ότι τα θέματα που θίγονται στην αναθεώρηση του Συντάγματος και στην πρόθεση για μια «ιστορική συμφωνία» μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας δεν υπάγονται στα συμπίπτοντα εκκλησιαστικά πράγματα.
Το δεύτερον είναι ότι μεταξύ των 10.000 Κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος συγκαταλέγονται και Κληρικοί που αποσπώνται σε Ενορίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου εκτός Ελλάδος και άλλων Πατριαρχείων, για τις ποιμαντικές ανάγκες του. Οπότε θα δημιουργηθούν πολλές δυσχέρειες στην καλή λειτουργία των Ελλήνων Χριστιανών εκτός Ελλάδος.
Συνεπώς, η σύνδεση αυτών των δύο θεμάτων, ήτοι η εισαγωγή της θρησκευτικής ουδετερότητας της Πολιτείας στο Σύνταγμα και η αξιοποίηση της Εκκκλησιασικής περουσίας για την μισθοδοσία των Κληρικών θεωρήθηκε ένας «ιστορικός συμβιβασμός».
Αυτό σημαίνει ότι το Κράτος θα διατηρήση το άρθρο 3 στο Σύνταγμα με την προσθήκη της «θρησκευτικής ουδετερότητας» και την κατάθεση αποζημίωσης στην Εκκλησία για την εκκλησιαστική περιουσία, όπως και η αξιοποίηση της υπάρχουσας Εκκλησιαστικής περιουσίας, και η Εκκλησία εμμέσως αποδέχεται την «θρησκευτική ουδετερότητα», εν ονόματι της αξιοποιήσεως της Εκκλησιαστικής περιουσίας για την μισθοδοσία των Κληρικών της.
Το πρόβλημα λοιπόν έγκειται στο ότι γίνεται τροποποίηση του άρθρου 3 του Συντάγματος ύστερα από 200 χρόνια, χωρίς επεξεργασία από τα Συνοδικά όργανα και προτείνεται μια «ιστορική συμφωνία», που αναφέρεται και στην μισθοδοσία των Κληρικών, χωρίς να ενημερωθούν οι ίδιοι οι Κληρικοί, τους οποίους αφορά ιδιαίτερα το θέμα αυτό.
Τελικά θεωρώ ότι η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, που θα συγκληθή σε μερικές ημέρες, πρέπει να δώση απαντήσεις σε όλα αυτά τα σοβαρά ζητήματα.–