Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος: Προδημοσίευση ενός κεφαλαίου από το νέο βιβλίο με τίτλο «Ο άγιος Σωφρόνιος, ο αγιορείτης και ησυχαστής», που θα κυκλοφορήση λίαν προσεχώς.
Ο άγιος Σωφρόνιος είναι από τους ανθρώπους εκείνους για τους οποίους μπορεί κανείς να ομιλή για πολλά χρόνια. Από τότε που είχα την μεγάλη ευλογία από τον Θεό να τον γνωρίσω, ομιλούσα και έγραφα γι’ αυτόν, και διάφορα κείμενά μου δημοσιεύθηκαν σε βιβλία μου. Με επηρέασε πολύ στην θεολογική και ιερατική μου ζωή. Αλλά πέρα από τα κατά καιρούς άρθρα έγραψα ένα βιβλίο με τίτλο Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ στο οποίο προσπάθησα να περιγράψω την προσωπικότητά του και τον προφορικό του λόγο. Όμως, η μορφή του είναι ανεξάντλητη και δεν μπορώ να ισχυρισθώ ότι παρουσίασα στην ολότητα τον άγιο Σωφρόνιο, την θεολογία και την ζωή του με κάποια κείμενα που έγραψα έως τώρα.
Ο άγιος Σωφρόνιος ομιλούσε συνεχώς για το πρόσωπο – υπόσταση του Θεού και του ανθρώπου και όλη η θεολογία του υφαινόταν γύρω από αυτό το σπουδαίο θέμα. Και αυτό συνδέεται με το γεγονός ότι ο ίδιος, ύστερα από μια αναζήτηση του απρόσωπου Θεού στην ινδουιστική φιλοσοφία, συνάντησε τον Θεό στο Πρόσωπο του Χριστού, μέσα στο άκτιστο Φως, είδε ότι ο Θεός είναι πρόσωπο και έτσι το θέμα αυτό κατέχει κεντρικό ρόλο στην θεολογία του.
Στην παρούσα συνάντηση θα προσπαθήσω να παρουσιάσω μερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ζωής του, η οποία είχε μεταμορφωθή από την ευπρεπεστάτη αλλοίωση του Θεού.
Θεολόγος και Πατέρας
Κατά την Ορθόδοξη Παράδοση, θεολόγος είναι εκείνος που γνώρισε εμπειρικά τον Θεό, και στην συνέχεια ομιλεί γι’ Αυτόν. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι Προφήτες, οι Απόστολοι, οι Πατέρες της Εκκλησίας, όλοι οι Θεόπτες, που λέγονται θεούμενοι. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, θεολόγοι είναι όσοι έδωσαν εξετάσεις και πέρασαν στην θεωρία – θέα του Θεού, αφού προηγουμένως καθαρίσθηκαν στην ψυχή και την καρδία, ή το μετριώτατον όσοι καθαίρονται. Οι άλλοι, που γνωρίζουν τον Θεό από την φαντασία τους και τους στοχασμούς τους, είναι «αυτοχειροτόνητοι θεολόγοι».
Επίσης, Πατέρας, κατά τον Απόστολο Παύλο, είναι εκείνος που γεννά πνευματικά παιδιά. Ο ίδιος είπε στους Κορινθίους: «Εάν γαρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χρι στω, αλλ’ ου πολλούς πατέρας∙ εν γαρ Χριστώ Ιησού διά του ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα» (Α΄ Κορ. δ΄ 15).
Η θεολογία συνδέεται στενά με την πνευματική πατρότητα, και δεν νοείται το ένα ανεξάρτητο από το άλλο. Όποιος είναι θεολόγος, με την πατερική έννοια του όρου που ήδη προσδιορίσθηκε, γίνεται πόλος έλξεως πολλών ανθρώπων, οι οποίοι αναγεννώνται από τον θεολογικό του λόγο και έτσι αυτός γίνεται πνευματικός τους πατέρας.
Ο άγιος Σωφρόνιος υπάγεται σε αυτήν την κατηγορία των ανθρώπων. Όπως φαίνεται στα κείμενά του, είδε πολλές φορές στην ζωή του το άκτιστο Φως, που είναι η ενέργεια της Θεότητος του Τριαδικού Θεού, αλλοιώθηκε ολοκληρωτικά από την άκτιστη θεία ενέργεια και έγινε πραγματικός θεολόγος μέσα στην Εκκλησία. Γνώρισε τις αλήθειες της πίστεώς μας όχι απλώς από την μελέτη θεολογικών βιβλίων, ούτε από τις μελέτες πατερικών έργων, αλλά από την ίδια την εμπειρία του.
Έτσι, ο λόγος του ήταν αναγεννητικός. Χιλιάδες άνθρωποι λάμβαναν έναν λόγο του και τρέφονταν πνευματικά σε όλη τους την ζωή και αυτός ο λόγος τους αναγεννούσε στην χριστιανική ζωή. Το σπουδαίο είναι ότι τον λόγο του τον δέχονταν και άνθρωποι που δεν ήταν μόνον μοναχοί, ούτε ακόμη και Ορθόδοξοι, όμως όλοι αυτοί αγάπησαν την Ορθοδοξία, έγιναν τίμια μέλη της. Κάθε φορά που συναντούσε κανείς τον άγιο Σωφρόνιο άκουγε έναν θεολογικό του λόγο και άνοιγε ολόκληρη η ύπαρξή του. Ο θεολογικός του λόγος ήταν στην πραγματικότητα θαυματουργικός και συνδύαζε στενά την θεολογία με την πνευματική πατρότητα.
Ησυχαστής και λειτουργός
Η ορθόδοξη ησυχία είναι μια ολόκληρη επιστήμη, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος ελέγχει τους λογισμούς του και δεν τους επιτρέπει να γίνουν επιθυμία και πράξη, δηλαδή να μην εισέρχωνται μέσα στην καρδιά. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να επηρεάζεται το επιθυμητικό του ανθρώπου από το λογιστικό του, αλλά στο επιθυμητικό και το θυμικό να υπάρχη αδιάλειπτα το όνομα του Χριστού, οπότε αγαπά τον Χριστό καί φροντίζει να τηρή το θέλημά Του, τις εντολές Του, ενώ στο λογιστικό πρέπει να παραμένουν οι λογισμοί, προκειμένου να αντιμετωπίζη ο άνθρωπος διάφορα θέματα στην κοινωνική του ζωή. Η ησυχία λέγεται και νήψη, και την συναντάμε στα κείμενα των Αποστόλων. Οπότε, ολόκληρη η ευαγγελική ζωή είναι νηπτική και ησυχαστική ζωή. Για την νήψη κάνουν λόγο οι Απόστολοι στις επιστολές τους.
Κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής είναι η θεία Λειτουργία, στην οποία ο άνθρωπος προσεύχεται στον σταυρωθέντα και αναστάντα Χριστό και κοινωνεί του Σώματος και του Αίματός Του. Την αναίμακτη Μυσταγωγία ο Χριστός την προσφέρει ως μέγας Αρχιερεύς, αφού ο Ίδιος θυσιάσθηκε για το ανθρώπινο γένος και θυσιάζεται σε κάθε θεία Λειτουργία για να ζήση ο άνθρωπος. Δεν νοείται ορθόδοξος Χριστιανός αν δεν συμμετέχη πραγματικά και ουσιαστικά στην θεία Κοινωνία.
Είναι επόμενο ότι συνδυάζεται στενά η ορθόδοξη ησυχία με την θεία Λειτουργία, αφού η ησυχία έχει αναφορά στην θεία Ευχαριστία, όπως άλλωστε και όλη η εκκλησιαστική ζωή και τα Μυστήρια, αλλά και η θεία Λειτουργία μετέχεται πραγματικά από εκείνον που έχει τις ορθόδοξες ησυχαστικές προϋποθέσεις. Πρέπει κανείς να ζη ασκητικά καθ’ όλη την εβδομάδα, για να μπορέση να ζήση λειτουργικά την ημέρα της Κυριακής.
Στον άγιο Σωφρόνιο συνδυάζονταν και τα δύο αυτά γνωρίσματα πολύ στενά. Ήταν μεγάλος ησυχαστής, αφού μέσα στην καρδιά του υπήρχε απόλυτη ηρεμία. Γνώριζε πολύ καλά την μάχη με τους λογισμούς, τις εικόνες και τις φαντασίες. Γνώρισε τον Χριστό και, θα μπορούσα να πω, «πληγώθηκε» βαθειά από την θέα του δοξασμένου Χριστού. Είναι αδύνατον κανείς να γνωρίση τον Θεό, μέσα στο Φως και στην συνέχεια να στρέψη την προσοχή του σε άλλες αγάπες και σε άλλα ενδιαφέροντα. Μέσα στην προοπτική αυτή πρέπει να δούμε την αδιάλειπτη μετάνοια του αγίου Σωφρονίου, που ξεκινούσε από την όραση της αγιότητος του Χριστού. Ζούσε διαρκώς στον φωτισμό του νού, που είναι η βάση της ησυχαστικής και νηπτικής ζωής, και γι’ αυτό ήταν ένας αληθινός ησυχαστής.
Αυτό, όμως, ήταν η πραγματική προϋπόθεση συμμετοχής στην θεία Λειτουργία. Εφ’ όσον συνεχώς ζούσε «το αληθινό ιερατείο», που είναι η αέναη λειτουργία μέσα στην καρδιά, ήταν εύκολο να ζη την ουσία και το περιεχόμενο της θείας Λειτουργίας. Βλέποντας κανείς τον άγιο Σωφρόνιο διέκρινε ότι ως ησυχαστής βρισκόταν συνεχώς μέσα στο πνεύμα της θείας Λειτουργίας και ως λειτουργός ήταν μυσταγωγικός, αφού ήταν μέγας ησυχαστής.
Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο ομιλούσε στους συνομιλητές του για την νοερά προσευχή, ως βασική προϋπόθεση της εσωτερικής ζωής, αλλά και για την θεία Λειτουργία, ως άνοιγμα στον πόνο όλης της ανθρωπότητας, ως βίωση της Γεθσημανή. Άλλωστε, ο Χριστός στην Γεθσημανή προσευχήθηκε για όλο τον κόσμο, και, συγχρόνως, βίωνε τον πόνο των ανθρώπων, με το ποτήριο, και αυτή η πνευματική κατάσταση ήταν συνέχεια του Μυστικού Δείπνου.
Γι’ αυτό ο άγιος Σωφρόνιος έλεγε ότι με την νοερά προσευχή η θεία ενέργεια του ονόματος του Χριστού εισέρχεται μέσα στα βάθη της υπάρξεώς μας και με την θεία Λειτουργία εισερχόμαστε μέσα στον πόνο και την οδύνη του όλου Αδάμ. Συμβαίνει κατ’ αναλογία ο,τι με τον Χριστό, ο Οποίος ανέβηκε στον Σταυρό, έπειτα το σώμα Του μαζί με την Θεότητα βρισκόταν στο μνημείο και η ψυχή Του μαζί με την Θεότητα κατέβηκε στον Άδη. Αν δεν κενωθούμε πνευματικά και εάν δεν ελκύσουμε όλους τους ανθρώπους μέσα στην καρδιά μας με αγάπη και προσευχή, δεν μπορούμε να βιώσουμε την θεία Λειτουργία ως ένα παγκόσμιο γεγονός, ως μια λυτρωτική προσφορά για όλο το ανθρώπινο γένος.
Ερημίτης και κοινωνικός
Έρημος είναι ένας άγονος τόπος στον οποίο δεν υπάρχει ζωή, δεν αναπτύσσεται κοινωνία με τους ανθρώπους, δεν υπάρχουν τα βασικά στοιχεία της ζωής, όπως το νερό, το φαγητό. Έρημος στην μοναχική ζωή είναι ένας τόπος απομακρυσμένος από τους ανθρώπους, ακόμη και από τους άλλους μοναχούς, όπου ο ασκητής ασκείται στην κατά Χριστόν πολιτεία, δηλαδή αναζητά τον Θεό μέσα από την ξηρασία του σώματος και της φύσεως, μέσα στην νέκρωση των αισθήσεων και των παθών. Έρημος στο Άγιον Όρος είναι ο χώρος εκείνος που βρίσκεται στο άκρο της Χερσονήσου του Άθω, κυρίως τα Καρούλια, τα Κατουνάκια και η περιοχή γύρω από τον Άθωνα. Στην έρημο ζούν οι μοναχοί που χαρακτηρίζονται ερημίτες και προσεύχονται στον Θεό μέσα στο αδιάλειπτο πνεύμα της μετάνοιας, του κλάματος και της αναζητήσεώς Του.
Κοινωνία είναι ο χώρος στον οποίο ζούν πολλοί άνθρωποι και ασκούνται με άλλο τρόπο στην προσωπική και πνευματική τους ζωή, ασκούν και καλλιεργούν την αγάπη και την φιλαδελφία. Κοινωνία είναι και το κοινόβιο Μοναστήρι, όπου ζούν πολλοί μοναχοί και αγωνίζονται πνευματικά στον δύσκολο αγώνα της τηρήσεως των ευαγγελικών εντολών για την κατά Χάρη θέωσή τους.
Η έρημος και η κοινωνία δεν είναι δύο αντίθετες καταστάσεις, αφού η μία προϋποθέτει την άλλη. Συνήθως ο άνθρωπος, αλλά και ο μοναχός, ξεκινά από την κοινωνία, είναι κοινωνικό ον και στην συνέχεια μπορεί να αναχθή στην έρημο. Στην ζωή του Χριστού βλέπουμε ότι συνδυάζεται η έρημος με την κοινωνία. Ο Χριστός εργαζόταν με τους ανθρώπους, τους δίδασκε, τους ευεργετούσε ποικιλοτρόπως, αλλά πολλές φορές επιδίωκε να ζη και στην έρημο, ανέβαινε στο όρος για να προσευχηθή. Αυτό το έκανε όχι γιατί το είχε ανάγκη, αλλά για να μας διδάξη ότι και εμείς πρέπει να ανατρέχουμε πολλές φορές στην έρημο για να αποκτούμε ορθό προσανατολισμό στην ζωή μας, να καθαρίζουμε το παθητικό της ψυχής, να προσευχόμαστε ολοκληρωτικά στον Θεό.
Ο άγιος Σωφρόνιος ένωνε στην ζωή του πολύ στενά την έρημο με την κοινωνία. Αυτό γινόταν με δύο τρόπους:
Ο ένας, επειδή έζησε και στο κοινόβιο της Ιεράς Μονής του Αγίου Παντελεήμονος του Αγίου Όρους, και στην συνέχεια στην έρημο του Αγίου Όρους, στα Καρούλια και το σπήλαιο της Αγίας Τριάδος, πλησίον της Ιεράς Μονής του Αγίου Παύλου. Στην Ιερά Μονή ζούσε ως ερημίτης, γιατί είχε έντονη προσευχή, ακόρεστο κλάμα, και εμπειρία του ακτίστου Φωτός. Και στην έρημο αύξησε αυτήν την μετάνοια και το πένθος, είχε ακόρεστη προσευχή και μεγάλες εμπειρίες του Θεού. Όμως, εκεί στην έρημο, κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, προσευχόταν για το δράμα των ανθρώπων που σκοτώνονταν στα πεδία των μαχών και υπέφεραν ποικιλοτρόπως, δηλαδή ζούσε την αγωνία του Χριστού στην Γεθσημανή, την παγμόσμια αγωνία των ανθρώπων.
Ο άλλος τρόπος είναι ότι ο άγιος Σωφρόνιος, αφού έζησε σε όλο το βάθος της την έρημο, στην συνέχεια την μετέφερε διαρκώς όπου πήγαινε, στην Γαλλία κατ’ αρχάς και στην Αγγλία, στην συνέχεια.
Μέσα στο Μοναστήρι του ζούσε και ως ερημίτης και ως κοινωνικός. Αποσυρόταν ολόκληρες ώρες και ημέρες στο ευλογημένο σπιτάκι του, και, όταν κυκλοφορούσε μεταξύ των μοναχών και των προσκυνητών, μετέφερε και ανέδυε αυτόν τον αέρα της ερήμου. Κάθε λόγος του ήταν απόρροια της προσευχής και ελευθερωτικός, ήταν ξηροί και εύχυμοι, ευλογημένοι καρποί της ερήμου. Οι προσκυνητές τον έβλεπαν να συμπεριφέρεται φυσιολογικά μαζί τους, πολύ απλά, δέχονταν την αγάπη του, εξομολογούνταν τα αμαρτήματά τους, συνομιλούσαν μαζί του, και ανέπνεαν το αεράκι της ερήμου, άκουγαν μια φωνή μέσα από τα Καρούλια του Αγίου Όρους. Και αυτό συνέβαινε, γιατί ο άγιος Σωφρόνιος ήταν απελεύθερος Κυρίου.
Σύννους και ευχάριστος
Η λέξη σύννοια χρησιμοποιείται στα μοναχικά κείμενα και σημαίνει την συγκέντρωση του νού. Σύννους είναι ο άνθρωπος εκείνος που είναι προσεκτικός στην ζωή του, ο νούς του είναι συγκεντρωμένος στον Θεό και τις εντολές Του, δεν διαχέεται στο περιβάλλον, δεν σκορπίζεται σε κοσμικά θέματα, δεν πλανάται. Όταν γίνεται λόγος για απλανή νού, εννοείται ότι ο νούς δεν περιφέρεται δεξιά και αριστερά, αλλά είναι πάντοτε συγκεντρωμένος στο όνομα του Χριστού και στην ενέργεια που μεταδίδεται από το ευλογημένο αυτό Όνομα, αναπαύεται μέσα στην καρδιά, με την ασκητική έννοια του όρου. Ο σύννους άνθρωπος δεν είναι απλώς ο σοβαρός, αφού υπάρχει διαφορά μεταξύ σύννοιας και σοβαρότητας.
Ο σύννους έχει συγκεντρωμένο τον νού του αδιάλειπτα στον Θεό, ενώ ο σοβαρός το κάνει αυτό επιτηδευμένα, εξωτερικά ίσως και υποκριτικά και γι’ αυτό με την λέξη σοβαρότητα αποδίδεται, συνήθως, ο εγωιστής, ο υπερήφανος, που επιτηδεύεται αυτό που κάνει.
Ευχάριστος άνθρωπος είναι εκείνος που δημιουργεί ευχάριστο κλίμα στους γύρω του, που δεν δημιουργεί προβλήματα στους άλλους, δεν γκρινιάζει, δεν παραπονείται, δεν ελέγχει διαρκώς τους άλλους. Ο Απόστολος Παύλος συνιστά στους Χριστιανούς: «Ευχάριστοι γίνεσθε» (Κολασ. γ΄, 16). Και αυτό, βέβαια, δεν πρέπει να γίνεται επιτηδευμένα, αλλά να είναι απόρροια της εσωτερικής απλότητας.
Υπάρχει μεγάλη σχέση μεταξύ του σύννου και του ευχάριστου. Ο άνθρωπος, που έχει ελεύθερο νού από κοσμικά πράγματα, από ποικίλες διασπάσεις, που ο νούς του είναι καθαρός, είναι συγχρόνως και ευχάριστος στους συνομιλητές του, αφού διακρίνεται για την απλότητα του νού του.
Στον άγιο Σωφρόνιο βλέπαμε συνδυασμένα και τα δύο αυτά γνωρίσματα, της σύννοιας και του ευχάριστου. Επειδή ο ίδιος είχε φθάσει στην θέα του ακτίστου Φωτός και γνώρισε τον Θεό, ολόκληρη η ύπαρξή του ήταν ενοποιημένη και δεν υπήρχαν διασπάσεις στην εσωτερική του ζωή. Το λογιστικό, το επιθυμητικό και το θυμικό άναφέρονταν στον Θεό και μεταξύ τους ήταν ενοποιημένα. Δεν μπορούσε να γίνη διάσπαση στον εσωτερικό του κόσμο. Αυτό στα νηπτικά και ησυχαστικά κείμενα χαρακτηρίζεται ως απλότητα. Επειδή ο άγιος Σωφρόνιος διακρινόταν για την ενοποίηση και την απλότητα του ψυχικού του κόσμου, γι’ αυτό και συνδύαζε πολύ στενά την σύννοια με το ευχάριστο. Μερικές ώρες ήταν σύννους –όχι σοβαρός– και, όταν τον πλησίαζες ή όταν εκείνος σε πλησίαζε, ήταν ευχάριστος.
Παρατηρούσα στον άγιο Σωφρόνιο ότι είχε έντονο χιούμορ, έλεγε διάφορα διδακτικά ανέκδοτα, αλλά αντί με αυτά να διαχέη τον νού του συνομιλητού του, εν τούτοις τον συγκέντρωνε, του άνοιγε τον νού του προς τον Θεό και την Εκκλησία, του μετέδιδε ελπίδα και ενέργεια. Δηλαδή, με έναν ευχάριστο λόγο που έβγαινε από τα χείλη του μετέδιδε και μια θαυμαστή ενέργεια και συγκέντρωνε τον νού του συνομιλητού του. Αλλά και, όταν συζητούσε για σοβαρά θεολογικά θέματα, και πάλι έβλεπε κανείς την απλότητα της σκέψεώς του, αλλά και το ευχάριστο του χαρακτήρος του.
Αγιορείτης και οικουμενικός
Αγιορείτης λέγεται ο μοναχός εκείνος που ασκείται στο Άγιον Όρος με τον ποικιλότροπο τρόπο, είτε ως κοινοβιάτης, είτε ως σκητιώτης είτε ως κελλιώτης είτε ως ερημίτης. Ο τίτλος αγιορείτης έχει βάρος και βάθος και είναι ευλογημένος, γιατί διακρίνεται από μια εξαγιασμένη ζωή, που βιώνει κανείς σε έναν χώρο, που είναι κάτω από την προστασία της Παναγίας, γι’ αυτό και το Άγιον Όρος λέγεται «Το περιβόλι της Παναγίας».
Ενώ, όμως, ο αγιορείτης μοναχός ζη στον άβατο χώρο του Αγίου Όρους, εν τούτοις είναι οικουμενικός, από την άποψη ότι μέσα στην ύπαρξή του ζη το δράμα όλου του κόσμου, με τα πάθη του, τις στενοχώριες, τις θλίψεις, τις αγωνίες και όλα τα λεγόμενα εσωτερικά προβλήματα. Πέρα από αυτήν την έννοια ο γνήσιος αγιορείτης μοναχός είναι οικουμενικός, επειδή ξεπερνά την διαίρεση του εθνικού κόσμου, αφ’ ενός μεν γιατί στο Άγιον Όρος ζούν άνθρωποι από όλα τα κράτη και τα έθνη, αφ’ ετέρου δε γιατί, όταν ζη κανείς σωστά μέσα στην Εκκλησία, υπερβαίνει τον εθνοφυλετισμό, τον οποίο η Εκκλησία χαρακτηρίζει ως αίρεση.
Ο άγιος Σωφρόνιος είχε και τα δύο αυτά γνωρίσματα ενωμένα και συνδυασμένα, δηλαδή ήταν και αγιορείτης και οικουμενικός. Έζησε πάνω από είκοσι χρόνια στο Άγιον Όρος, εκεί εκάρη μοναχός, αλλά το κυριότερο βίωσε στο βάθος όλο το πνεύμα του ορθοδόξου αθωνικού μοναχισμού, που συνδέεται με την μετάνοια, το κατά Θεόν πένθος, την αδιάλειπτη νοερά καρδιακή προσευχή, την θέα του ακτίστου Φωτός, την αγάπη για όλο το ανθρώπινο γένος. Σε όλη του την ζωή, και τότε που εξαναγκάσθηκε να μετακινηθή από το Άγιον Όρος, μετέφερε εκεί το πνεύμα του Αγίου Όρους, ιδιαιτέρως στην Μονή του Τιμίου Προδρόμου, στο Έσσεξ της Αγγλίας όπου και κοιμήθηκε. Αυτό το βλέπει κανείς με την κοινοβιακή ζωή, την θεία Λειτουργία, την φιλοξενία, την αγάπη προς τους προσκυνητές, την νοερά καρδιακή προσευχή, την βαθυτάτη του ταπείνωση.
Συγχρόνως, όμως, ήταν και οικουμενικός, καθολικός, από την άποψη ότι, επειδή η Ιερά Μονή του στο Έσσεξ ήταν κάτω από την κανονική δικαιοδοσία και προστασία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δραστηριοποιήθηκε, με τον ιδιαίτερο τρόπο, σε όλον τον κόσμο. Αυτό γίνεται με τα κείμενα του αγίου Σωφρονίου, που μεταφράσθηκαν σε πολλές γλώσσες και αναγεννούν πολλούς ανθρώπους. Πολλοί που διάβαζαν για τον άγιο Σωφρόνιο και την θεολογία που μετέφερε, πήγαιναν στο Μοναστήρι του από τα πέρατα του κόσμου για να μυηθούν σε αυτήν την ευαγγελική, ασκητική και πατερική ζωή, δηλαδή την εκκλησιαστική ζωή και να αποκτήσουν την πραγματική γνώση του Θεού.
Έτσι, ο άγιος Σωφρόνιος είναι συγχρόνως και αγιορείτης και οικουμενικός, δηλαδή είναι αληθινά ορθόδοξος, στην ομολογία της πίστεως και στην ποιμαντική διακονία σε όλο τον κόσμο, αλλά, κυρίως, στην προσευχή. Άλλωστε, η Εκκλησία του Χριστού λέγεται Καθολική, ακριβώς επειδή είναι Μία, Αγία και Αποστολική. Και ο άγιος Σωφρόνιος είναι αληθινά ορθόδοξος, είναι αγιορείτης και οικουμενικός.
[irp posts=”534388″ name=”Και επίσημα ΑΓΙΟΣ, ο γέροντας Σωφρόνιος του Εσσεξ”]
Αγιογράφος και εμπειρικός
Η ορθόδοξη αγιογραφία δεν είναι μια κοσμική τέχνη, αλλά εκκλησιαστική, γιατί δεν αποβλέπει στην απεικόνιση του κτιστού κόσμου, αλλά στην φανέρωση της ακτίστου δόξης και του δοξασμένου κόσμου, δηλαδή παρουσιάζει τον κτιστό κόσμο που έχει εμποτισθή από το άκτιστο Φως.
Αυτό σημαίνει ότι η ορθόδοξη αγιογραφία διακρίνεται από τρία βασικά γνωρίσματα. Πρώτον, παρουσιάζει την εσωτερική ζωή του ανθρώπου, ο οποίος φωτίζεται από την Χάρη του Θεού, η οποία Χάρη ενεργεί μέσα στην καρδιά του, γι᾽ αυτό το φως δεν δημιουργεί σκιές. Δεύτερον, η όλη παράσταση έχει μία μόνον διάσταση, δηλαδή δεν έχει βάθος και τονίζονται τα βασικά πρόσωπα της παράστασης, ανεξάρτητα αν είναι μεγαλύτερα από άλλα δευτερεύοντα πρόσωπα, που σημαίνει ότι υπερβαίνεται ο χώρος. Τρίτον, γίνεται υπέρβαση του χρόνου, γι᾽ αυτό και γεγονότα που έγιναν σε διάφορες χρονικές στιγμές παρουσιάζονται σε μια ενότητα, όπως για παράδειγμα η εικόνα της Γεννήσεως του Χριστού.
Έτσι, ο ορθόδοξος αγιογράφος δεν παρουσιάζει την πραγματικότητα που γίνεται αντιληπτή στις αισθήσεις, δεν παίζει με τις φωτοσκιάσεις, που σημαίνει ότι το φως δεν προέρχεται από έξω και δεν είναι κτιστό για να αφήνη σκιές, αλλ’ είναι άκτιστο Φως, το οποίο εισέρχεται μέσα στον θεούμενο άνθρωπο και διά αυτού διαχέεται και σε όλη την κτίση.
Όταν ο αγιογράφος εικονίζη τον Χριστό, εκφράζει, όσο είναι δυνατόν, την Θεότητά Του, που είναι θεία, αλλά και το Φως είναι θείο και άκτιστο. Το Φως αυτό προχέεται και από το Σώμα του Χριστού, αφού και το Σώμα γίνεται πηγή του ακτίστου Φωτός, λόγω της ενώσεως θείας και ανθρωπίνης φύσεως στην υπόσταση του Λόγου. Ο,τι συνδέεται με τον Χριστό είναι Φως και ο,τι δεν μετέχει του Φωτός, όπως ο διάβολος, παρουσιάζεται ως σκοτεινό. Συγχρόνως, οι αγιογραφίες των αγίων παρουσιάζονται σε κανονικές διαστάσεις και μέσα στο άπλετο άκτιστο Φως, ενώ η μορφή του διαβόλου παρουσιάζεται σμικρυσμένη – συρρικνωμένη, γιατί κάθε ύπαρξη που δεν συνδέεται με τον Χριστό είναι σκοτεινή και συρρικνωμένη.
Έτσι, ο ορθόδοξος αγιογράφος εικονογραφεί τον Χριστό, ο Οποίος ως Λόγος είναι η εικόνα του Πατρός και έχει την ίδια ουσία και ενέργεια με τον Πατέρα, αλλά βεβαίως εικονογραφεί τον ενανθρωπήσαντα Χριστό. Συγχρόνως, εικονογραφεί και τους αγίους που είναι εικονικά όντα, αφού ως άνθρωποι δημιουργήθηκαν κατ’ εικόνα του Λόγου, και με την κοινωνία τους με τον Χριστό έφθασαν από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωση, στην θέωση. Αυτό δηλώνει ότι πράγματι ο άνθρωπος είναι εικονικό ον. Εάν ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι εικών του Θεού του αοράτου (Κολ. α΄, 15), ο άνθρωπος είναι εικόνα της εικόνος του Θεού, δηλαδή εικόνα του Λόγου του Θεού.
Εδώ πρέπει να σημειωθή κάτι σημαντικό. Όταν ο Θεόπτης φθάση στην θέα του Θεού, τότε βλέπει αοράτως την άκτιστη πραγματικότητα και ακούει ανηκούστως άρρητα ρήματα, κατά την ομολογία του Αποστόλου Παύλου (Β΄ Κορ. ιβ΄, 4). Στην συνέχεια όμως, προκειμένου να καθοδηγήση τους ανθρώπους μεταφέρει και μεταφράζει αυτά τα άκτιστα ρήματα με κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα. Έτσι, ο Μωϋσής, βλέποντας την άκτιστη Σκηνή του Λόγου, την μεταφέρει σε κτιστή σκηνή, κτιστό ναό, και μετέχοντας του ακτίστου νόμου, της κοινωνίας με τον άσαρκο Λόγο, μεταφέρει αυτήν την εμπειρία με κτιστό νόμο.
Επομένως, τα άκτιστα ρήματα μεταφέρονται με κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα, ώστε στην συνέχεια με αυτά τα κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα να ανέλθη ο άνθρωπος στην άκτιστη πραγματικότητα, οπότε καταργούνται όλα τα κτιστά.
Μέσα σε αυτήν την προοπτική πρέπει να δούμε και την ορθόδοξη αγιογραφία. Δεν είναι μια ζωγραφική, κοσμική τέχνη, αλλά εκκλησιαστική, που είναι δημιούργημα αγίων ανθρώπων και οδηγεί προς την θέωση. Δεν είναι μια παρουσίαση του φανταστικού, του ιδεατού, το οποίο είναι ανύπαρκτο, αλλά απεικόνιση, κατά το δυνατόν, του πραγματικού κόσμου, τον οποίο ο θεούμενος βλέπει μέσα από την μέθεξη της ακτίστου θεοποιού ενεργείας.
Ο άγιος Σωφρόνιος σπούδασε την ζωγραφική στην Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας και εξήσκησε την τέχνη του αυτή με έμπνευση στην προσπάθειά του να συναντήση το αιώνιο. Όμως, την εγκατέλειψε και επιδόθηκε στην αναζήτηση και στην συνάντηση με τον Θεό και την μέθεξη μαζί Του. Αξιώθηκε να δη πολλές φορές στην ζωή του το άκτιστο Φως, το οποίο, κατά την περιγραφή του, είναι ιλαρό, πράο και σκορπά ειρήνη στον άνθρωπο. Αυτό σημαίνει ότι και ο ίδιος ζούσε μέσα στο Φως και γι’ αυτό αξιώθηκε να το δη, σύμφωνα με το ψαλμικό «εν τω φωτί σου οψόμεθα φως». Όταν καθαρίζεται η καρδιά του ανθρώπου από τα πάθη, όταν φωτίζεται ο νούς του, τότε ο άνθρωπος φθάνει, εάν και ο Θεός το επιτρέψη, στην θεωρία του ακτίστου Φωτός και ζη την κατά Χάρη θέωση. Οπότε, όταν χρειάσθηκε ο άγιος Σωφρόνιος να αγιογραφήση, τότε, κατά τρόπο φυσικό, πέρασε στην αγιογραφία αυτήν την ζωή που βίωσε, γι’ αυτό ήταν αγιογράφος και εικονικός, με την έννοια ότι παρουσίαζε την εικόνα της Βασιλείας του Θεού, που είναι η θέα του ακτίστου Φωτός, το οποίο μεταμορφώνει τα πάντα.
Βέβαια, αυτό πρέπει να εξετασθή από την άποψη ότι, πέρα από την πνευματική εμπειρία που αξιώθηκε να έχη, δηλαδή να δη το άκτιστο Φως, που είναι η δόξα της θεότητος του Χριστού και το κάλλος της ακτίστου Βασιλείας Του, συγχρόνως διέθετε ιδιαίτερο φυσικό χάρισμα για να εκφράση αυτήν την εμπειρίαμέ τις αγιογραφίες. Πάντοτε υπάρχει ο συνδυασμός πνευματικών και φυσικών χαρισμάτων. Το ίδιο γίνεται και στην θεολογία. Ο Θεός δίνει το χάρισμα της θεολογίας, ως διδασκαλία, στον άνθρωπο εκείνο που έχει χωρητικότητα δι ανοίας και το ιδιαίτερο χάρισμα για να την εκφράση. Πολλοί αξιώνονται της θεωρίας του ακτίστου Φωτός, ολίγοι όμως μπορούν να διατυπώσουν αυτήν την εμπειρία και να αντιμετωπίσουν τους φιλοσοφούντες θεολόγους. Αυτή η διατύπωση- έκφραση χρειάζεται θεοπτική εμπειρία, χωρητικότητα διανοίας, ιδιαίτερα χαρίσματα και γνώση των φιλοσοφικών ρευμάτων της κάθε εποχής. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τον αγιογράφο άγιο Σωφρόνιο. Είχε μεν την θεοπτική εμπειρία, αλλά διέθετε και το καλλιτεχνικό χάρισμα για να την εκφράση.
Όταν επισκεπτόμουν το Μοναστήρι, πολλές φορές καθόμουν για πολλή ώρα να βλέπω και να παρατηρώ τις τοιχογραφίες που έκανε ο άγιος Σωφρόνιος, με την βοήθεια των μοναχών της Ιεράς Μονής, στην τραπεζαρία. Δεν έχω εξειδικευμένες γνώσεις για τα θέματα αυτά, εκτός από τις γενικές σπουδές μου, αλλά καταλάβαινα ότι αυτές οι συγκεκριμένες αγιογραφίες είναι μοναδικές στο είδος τους, πρωτότυπες, χωρίς να αλλοιώνουν την βυζαντινή τεχνοτροπία. Ήταν μια σύνθεση μεταξύ της Κρητικής και της Μακεδονικής Σχολής ή ακόμη μια σύνθεση μεταξύ της αυστηρής βυζαντινής τεχνοτροπίας και της ρωσικής τέχνης. Ο άγιος Σωφρόνιος με τις αγιογραφίες αυτές δημιούργησε μια ιδιαίτερη παράδοση.
Θα καταγράψω πως ερμηνεύω την αγιογραφική τεχνοτροπία και, κυρίως, την θεολογία του αγιογράφου αγίου Σωφρονίου.
Το πρώτο είναι ότι όλες οι εικόνες που αγιογραφούσε ο άγιος Σωφρόνιος, κυρίως στους τοίχους της Ιεράς Μονής, έχουν απαλότητα και πραότητα, είναι αγιογραφημένες με ήρεμα και απαλά χρώματα. Είχε σπουδάσει ζωγραφική και φυσικά γνώριζε από καλλιτεχνικής πλευράς την σημασία και την χρήση των χρωμάτων, αλλά, όταν αγιογραφούσε τον Χριστό και τους αγίους, ενεργούσε περισσότερο ως Θεόπτης παρά ως καλλιτέχνης. Νομίζω ότι είναι επηρεασμένος περισσότερο από την ασκητική και την θεοπτική εμπειρία, παρά από την αισθητική καλλιτεχνία. Άλλωστε ο ίδιος ομιλεί για το άκτιστο Φως που είδε και το οποίο είναι «ήρεμο, ακέραιο, ομοιογενές».
Νομίζω ότι η απαλότητα και πραότητα των χρωμάτων είναι έκφραση του ηρέμου και πράου Φωτός, που ο ίδιος ο άγιος Σωφρόνιος έβλεπε κατά τις θεοπτικές του εμπειρίες. Όπως γράφει στα κείμενά του, το Φως του Θεού είναι άκτιστο, καθαρό, φωτεινό, ιλαρό και πράο. Ως Θεόπτης που ήταν, αυτό πέρασε, κατά τρόπο φυσικό, και στις αγιογραφίες του. Μετέφραζε αγιογραφώντας τον μεταμορφωμένο κόσμο της Βασιλείας του Θεού. Όταν βλέπη κανείς το άκτιστο Φως, τότε καταλαβαίνει ότι τίποτε δεν είναι έντονο, αλλ’ όλα λειτουργούν απαλά, ειρηνικά, αφού και αυτό το έντονο κτιστό φως του ηλίου αποκτά μια ιλαρότητα. Ο Απόστολος Παύλος, όταν είδε τον Χριστό μέσα στο Φως, προ της Δαμασκού, είπε ότι το θείο Φως υπερέβαινε την λαμπρότητα του φωτός του κτιστού ηλίου (Πραξ. κστ΄, 13). Ο Θεόπτης βλέπει το άκτιστο Φως να υπερβαίνη την λαμπρότητα του κτιστού φωτός, και αφού το άκτιστο Φως, «για την υπερέχουσαν λαμπρότητα» – λάμψη, είναι γνόφος και ιλαρό, αυτό σημαίνει ότι όλα τα έντονα κτιστά πράγματα ταπεινώνονται μπροστά του, αποκτούν και αυτά μια ιλαρότητα. Βέβαια, σε έντονη φωτοχυσία ο κόσμος ολόκληρος παρέρχεται και λησμονείται. Πάντως, ολόκληρη η κτίση, όταν διαποτίζεται από το Φως του Θεού, φανερώνει την Βασιλεία του Θεού.
Έτσι, τα χρώματα που χρησιμοποιούσε ο άγιος Σωφρόνιος στις αγιογραφίες του είναι τα απαλά που δημιουργούν ειρήνη και πραότητα και δεν προκαλούν σύγχυση και ταραχή. Εμπνέουν και δεν καθηλώνουν, προβάλλουν τον μεταμορφωμένο κόσμο από την Χάρη του Θεού και δεν προκαλούν θαυμασμό, καθησυχάζουν τις αισθήσεις και δεν τις εξάπτουν. Ο καθένας που εισέρχεται στον Ναό μπορεί να αισθανθή την διαφορά μεταξύ του κόσμου της συγχύσεως, της ταραχής, της απογνώσεως και της οδύνης, και του θαυμαστού κόσμου της Εκκλησίας που είναι απαύγασμα του ειρηναίου πνεύματος.
Πέραν αυτού, ο άγιος Σωφρόνιος σε σχετική μου παρατήρηση ότι τα χρώματα που χρησιμοποιεί είναι γλυκά, μου απάντησε ότι δεν φροντίζει να είναι γλυκά, αλλά απαλά. Μου εξήγησε ότι άλλο είναι τα γλυκά χρώματα και άλλο τα απαλά. Προφανώς, ως ασκητής που ήταν, δεν ήθελε να προκαλέση τον αισθησιασμό και να εγείρη το συναίσθημα, όπως το κάνουν τα γλυκά χρώματα. Και στην θεολογία του και στην αγιογραφία του επεδίωκε να ανυψώση τον άνθρωπο από το ψυχολογικό στο πνευματικό επίπεδο. Ο άγιος Σωφρόνιος ομιλούσε και έγραφε για ασκητική και όχι για αισθητική.
Όμως, τα χρώματα που χρησιμοποιούσε ο άγιος Σωφρόνιος δείχνουν και κάτι άλλο πολύ σημαντικό, δηλαδή την κίνηση του ανθρώπου προς τον Θεό, την αναφορά του και την ορμή του προς Αυτόν. Γι’ αυτήν την ορμή του πνεύματος κάνει πολλές φορές λόγο στα κείμενά του και θυμίζει το σχετικό χωρίο του Προφήτου Ιεζεκιήλ: «Και το πνεύμα εξήρέν με και ανέλαβέν με, και επορεύθην εν ορμή του πνεύματός μου, και χείρ κυρίου εγένετο επ’ εμέ κραταιά. και εισήλθον εις την αιχμαλωσίαν μετέωρος» (Ιεζ. γ΄, 14-15).
Ο άγιος Σωφρόνιος, όταν αγιογραφούσε, δεν χρησιμοποιούσε τα στατικά- σκληρά χρώματα που είναι πολύ πηκτά, αλλά τα απαλά χρώματα, τα διάφανα, διότι μόνον αυτά δείχνουν αυτήν την κίνηση και την ορμή. Δεν ήθελε να υπάρχη στατικότητα στα χρώματα, αλλά να φαίνεται η κίνηση, η αναφορά, η ορμή. Όποιος γνώριζε τον άγιο Σωφρόνιο και συζητούσε μαζί του, καταλάβαινε από τις λέξεις που χρησιμοποιούσε πως ερμήνευε την πνευματική πραγματικότητα. Όταν ομιλούσε για την πνευματική ζωή, δεν χρησιμοποιούσε τον όρο «πνευματική κατάσταση», γιατί αυτός ο όρος δείχνει στατικότητα και αδράνεια, αλλά έκανε λόγο για «ορμή», για «θανατηφόρα δίψα». Νομίζω ότι αυτό εκφράζεται κατά τον καλύτερο τρόπο με τα απαλά, διάφανα χρώματα τα οποία χρησιμοποιούσε.
Το δεύτερο, που έχω εντοπίσει, είναι ο τρόπος με τον οποίο αγιογράφησε τον ένθρονο Χριστό, τον Οποίο συναντάμε και στο εξώφυλλο του βιβλίου His life is mine. Χρειάζεται μεγάλη ανάλυση αυτής της εικόνος, γιατί νομίζω ότι είναι το χαρακτηριστικότερο δείγμα της αγιογραφίας του αγίου Σωφρονίου που είναι απαύγασμα της θεοπτίας του.
Κατ’ αρχάς η τεχνοτροπία της εικόνας αυτής δεν θυμίζει ούτε την βυζαντινή ούτε την ρωσική τέχνη, αλλά είναι κάτι ιδιαίτερο και πρωτότυπο, που συνδέεται αφ’ ενός μεν με την θεολογία του, αφ’ ετέρου δε με την προσωπικότητά του. Περισσότερο δείχνει την οικουμενικότητα του αγίου Σωφρονίου και την υπέρβαση των εθνικιστικών διαιρέσεων.
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθή στην έκφραση του προσώπου του Χριστού. Υπάρχουν εικόνες διαφόρων αγιογράφων που δείχνουν άλλοτε την ιλαρότητα, άλλοτε το έλεος, άλλοτε την δικαιοσύνη, άλλοτε την παντοδυναμία του Χριστού. Η εικόνα που αγιογράφησε ο άγιος Σωφρόνιος φανερώνει, κατά έναν θαυμαστό τρόπο, όλες αυτές τις ιδιότητες του Χριστού, ήτοι την ιλαρότητα, την ελεημοσύνη, την αγάπη, την δικαιοσύνη, την παντοδυναμία, την κρίση κλπ. Πρόκειται για έκφραση ενός υπερτάτου όντος των πάντων. Αυτή η έκφραση του προσώπου συνδέται αναπόσπαστα με τις φράσεις «ο Ων» (ο Υπάρχων) και «Εγώ ειμι», που δείχνουν το συναίδιο του σεσαρκωμένου Λόγου με τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα και ασφαλώς είναι απεικόνιση, κατά το δυνατόν, της εμπειρίας που είχε ο άγιος Σιλουανός και ο ίδιος, κατά την οποία η όραση του Θεού είναι ακοή και η ακοή του Θεού είναι όραση, αφού κατά την θεοπτία οι αισθήσεις του Θεόπτου ενοποιούνται.
Το πρόσωπον του Χριστού είναι φωτεινό, αφού και το Σώμα του Χριστού είναι πηγή της ακτίστου ενεργείας του Θεού, γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται «ομόθεον». Παρατηρούμε ότι ο άγιος Σωφρόνιος για να εικονογραφήση το πρόσωπο του Χριστού, δεν ακολουθεί την μέθοδο να θέτη τα φωτίσματα και τις ψιμιθιές πάνω στο πρόπλασμα, αλλά διατηρεί το σώμα- πρόπλασμα και το καλύπτει εξ ολοκλήρου με φώτισμα. Αυτό νομίζω ότι το κάνει για να δείξη ότι όλο το πρόσωπο φωτίζεται από τον έσωθεν φωτισμό, την δόξα της Θεότητος, χωρίς να αφήνη φωτοσκιάσεις. Έτσι εκφράζεται κατά τον καλύτερο τρόπο ο λόγος του Ευαγγελιστού Ιωάννου «ότι ο Θεός φως εστι και σκοτία εν αυτώ ουκ έστιν ουδεμία» (Α΄ Ιω. α΄, 5). Πρόκειται για μεταφορά με εικονίσματα της ακτίστου φωτεινής πραγματικότητος.
Ενδιαφέρον έχει και ο τρόπος αγιογραφήσεως των ιματίων του Χριστού που είναι λευκά. Στον χιτώνα του Χριστού δεν τίθενται διάφοροι χρωματισμοί. Πρόκειται για τα λευκά ιμάτια του Χριστού κατά την Μεταμόρφωση, αφού και αυτά έγιναν «λευκά ως το φως» (Ματθ. ιζ΄, 2) και τα ιμάτιά Του μετά την Ανάσταση. Βέβαια, πρωτοτυπία αποτελεί το να αγιογραφήται ο Χριστός ένθρονος με λευκά ιμάτια, διότι προφανώς πρόκειται για αποκάλυψη του Θεού στον άγιο Σωφρόνιο και συνδυάζεται, όπως είπαμε πιο πάνω, ο ένθρονος Χριστός με τον Μεταμορφωθέντα και Αναστάντα Χριστό.
Η όλη αγιογράφηση του ενθρόνου Χριστού, που είναι φωτεινός με φόντο το κυανούν χρώμα, πρέπει να τεθή στην προοπτική της διδασκαλίας του αγίου Σωφρονίου περί της θεωρίας του ακτίστου Φωτός. Σε ένα σημείο του βιβλίου του γράφει το πως ενατένιζε επίμονα τον καθαρό και κυανούν ουρανό, προσήλωνε το βλέμμα του σε μια κατεύθυνση και πολλές φορές διέτρεχε τον ουρανό απ’ άκρου εις άκρου. Όταν έφθανε στον ορίζοντα, μετέβαινε νοερώς και πέραν αυτού και τότε έβλεπε τον κυανούν ουρανόν να περιβάλλη τον πλανήτη της γης. Συγχρόνως, προσπαθούσε να εισχωρήση στα βάθη του και να ανιχνεύση τα όριά του. Αυτή η ενατένιση της ουράνιας σφαίρας, γεμάτης από το φως, τον έθελγε διά του μυστηρίου της. Στην συνέχεια γράφει: «Όταν όμως αξιώθηκα με Άνωθεν δωρεά να δω το άκτιστο Φως της Θεότητος, τότε στον κυανό ουρανό του «κυανού πλανήτου» μας αναγνώρισα με χαρά το σύμβολο της ακτινοβολίας της υπερκόσμιας δόξης». Και συμπληρώνει ότι «το κυανό είναι το χρώμα του επέκεινα, της υπερβατικότητας».
Έτσι, ο ένθρονος Χριστός είναι πλήρης φωτός, τα ιμάτιά Του φωτεινά, όπως εμφανίσθηκε κατά την Μεταμόρφωση, και στο βάθος της εικόνας (φόντο) είναι το κυανούν φως και του κτιστού κόσμου, αλλά και του επέκεινα. Άλλωστε, κατά την θεοπτική εμπειρία ο Θεόπτης βλέπει δύο φώτα, το κτιστό και το άκτιστο και αντιλαμβάνεται σαφέστατα την διαφορά και την ποιότητά τους. Κατά την μαρτυρία του αγίου Σωφρονίου «Το άκτιστο Φως είναι διαφορετικό κατά τη φύση του, και η θεωρία του δεν είναι όμοια με τη φυσική όραση».
Πάντως, κυριαρχούσα μορφή στην εικόνα αυτή είναι ο αποκαλυφθείς Χριστός μέσα στο άκτιστο Φως, όπως ο ίδιος τον είδε και γράφει σε κείμενά του ότι με την θέα του ακτίστου Φωτός «Γεννήθηκαν μέσα μου νέες δυνάμεις, άλλη όραση, άλλη ακοή. Μπόρεσα να γνωρίσω απερίγραπτη ωραιότητα». Το άκτιστον Φως είναι «Φως καταυγάζον».
Το τρίτο που διέκρινα βλέποντας τις αγιογραφίες του αγίου Σωφρονίου είναι ότι η καρδιά είναι το κέντρο στα σώματα των αγιογραφημένων Αποστόλων και των αγίων. Ο νούς τους δεν βρίσκεται συγκεντρωμένος στην λογική και τον εγκέφαλο, αλλά έχει κατεβή στην καρδιά. Σε ένα σημείο των γραπτών του ο άγιος Σωφρόνιος ομιλώντας για την θέα του ακτίστου Φωτός γράφει: «Το βλέπουμε, αλλά η προσοχή στρέφεται στα ενδότερα του έσω ανθρώπου, στην καρδιά που φλέγεται από την αγάπη, αγάπη άλλοτε της ευσπλαχνίας και άλλοτε της ευγνωμοσύνης». Αυτή η θεολογία του αγιογραφείται κατά τον καλύτερο τρόπο στις ει κόνες των Αποστόλων κατά τον Μυστικό Δείπνο.
Τα αγιογραφημένα πρόσωπα των Αποστόλων δείχνουν ότι ο εγκέφαλος έχει αδειάσει, αφού δεν υπάρχουν μέσα οι λογισμοί, και ο νούς, ευρισκόμενος στην καρδιά, προσεύχεται. Οι ελαφρές, εξωτερικές κινήσεις του προσώπου δείχνουν την έκσταση από αυτήν την όραση της καρδιάς που προσεύχεται. Αυτήν την διαδικασία την συναντάμε στην διδασκαλία των Πατέρων, σύμφωνα με την οποία, όταν ο νούς ευρίσκεται στην καρδιά και προσεύχεται αυτοκινήτως, ως προς την δική του ενέργεια, ετεροκινήτως δε ως προς την ενέργεια του Θεού, τότε η λογική παρακολουθεί εκστατική την εργασία του νού, διότι η ψυχή του ανθρώπου είναι λογική και νοερά, και οι δύο αυτές ενέργειες κινούνται παραλλήλως.
Έτσι, οι άγιοι Απόστολοι στην αγιογραφία του Μυστικού Δείπνου βρίσκονται κοντά στον Χριστό, βλέπουν τον Χριστό, προσέχουν τον λόγο Του, μετέχουν της Χάριτος η οποία προχέεται από τον Χριστό, όμως αυτό γίνεται όχι με την λογική, αλλά με την καρδιά. Διαφέρει, βέβαια, η στάση του Ιούδα, ο οποίος δεν έχει ούτε κοινωνία με τον Χριστό, αλλά ούτε και ο νούς του βρίσκεται μέσα στην καρδιά. Άλλωστε, η ένωση νού και καρδιάς γίνεται εν Αγίω Πνεύματι και εν κοινωνία με τον Χριστό.
Με την απεικόνιση του κέντρου του προσώπου να βρίσκεται στην καρδιά, εκτός του ότι δείχνει ότι το πρόσωπο είναι ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος (Α΄ Πετρ. γ΄, 4), συγχρόνως, φαίνεται καθαρά η διαφορά μεταξύ της ησυχαστικής θεολογίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της σχολαστικής θεολογίας ακόμη και της ηθικολογίας που αναπτύχθηκε στην Δύση. Κατά την ορθόδοξη ησυχαστική θεολογία της Εκκλησίας ο νούς του ανθρώπου είναι εκείνος που αποκτά εμπειρία του Θεού και ορά τον Θεό, ενώ κατά τον σχολαστικισμό η λογική αναζητά, ερευνά και επεξεργάζεται τον Θεό, και κατά τον ηθικισμό η χριστιανική ζωή εξαντλείται μόνον εξωτερικά. Ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης κάνει λόγο για την κυκλική κίνηση του νού προς τον Θεό, όταν ο νούς αποσπάται από τον αι σθητό κόσμο, επιστρέφει στην καρδιά και από εκεί ανέρχεται στον Θεό. Αυτό φαίνεται ευδιάκριτα στις αγιογραφίες του αγίου Σωφρονίου που παρουσιάζουν όλην την ησυχαστική μέθοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Το τέταρτο σημείο είναι ότι ο άγιος Σωφρόνιος αγιογραφώντας τα πρόσωπα των αγίων Αποστόλων, ίσως χωρίς να το συνειδητοποιή, αγιογραφούσε τον εαυτό του, και ως προς τον εξωτερικό και τον εσωτερικό κόσμο του. Αυτό σημαίνει ότι η μορφή των αγιογραφημένων Αποστόλων ομοιάζει με την μορφή του αγίου Σωφρονίου, αλλά και στα πρόσωπά τους αποτυπώνεται η σύννοια του αγίου Σωφρονίου. Βεβαίως, αυτό είναι το πρόβλημα κάθε ζωγράφου, αφού δεν μπορεί να αποδεσμευθή από την κατάσταση του εαυτού του, αλλά εδώ γίνεται κατά έναν φυσικό τρόπο, από την άποψη ότι ο άγιος Σωφρόνιος ζούσε έντονα το μυστήριο της πνευματικής μεταμορφώσεώς του και αυτό περνούσε, χωρίς να το συνειδητοποιή, και στις αγιογραφίες.
Έτσι, όταν εξετάζη κανείς προσεκτικά τις αγιογραφίες του αγίου Σωφρονίου, θα διασπιστώση ότι τα πρόσωπα των περισσοτέρων Αποστόλων, ι διαιτέρως στον Μυστικό Δείπνο, είναι προσωπογραφίες του ι δίου του αγίου Σωφρονίου, σε διάφορες ηλικίες του, αλλά και σε διάφορες πνευματικές του καταστάσεις. Άλλωστε, το ίδιο συμβαίνει και με τα κείμενα των αγίων Πατέρων. Όταν τα διαβάζη κανείς προσεκτικά, διαπιστώνει κάθε φορά την πνευματική κατάστασή τους.
Γενικά, η αγιογραφία του αγίου Σωφρονίου είναι απαύγασμα όλης της θεολογίας του. Βλέποντας τις αγιογραφίες αυτές καταλαβαίνει κανείς την θεολογία του, και διαβάζοντας την θεολογία του την βλέπει αγιογραφημένη στους τοίχους της Μονής του. Οι αγιογραφίες του δείχνουν ότι ο Λόγος του Θεού είναι «εικών του Θεού του αοράτου» (Κολ. α΄, 15) και ο άνθρωπος είναι εικών της εικόνος του Θεού, αλλά πρέπει να φθάση και στο καθ’ ομοίωση για να εκπληρώση τον σκοπό της υπάρξεώς του.
Με όσα ανέφερα προηγουμένως, φαίνεται το πως γνώρισα τον άγιο Σωφρόνιο, πως τον είδα, όταν λειτουργούσε, όταν ομιλούσε, όταν συζητούσε, όταν γελούσε, όταν σιωπούσε, όταν προσευχόταν, όταν αγιογραφούσε. Έτσι, προσπάθησα να σας τον μεταφέρω με τον πενιχρό μου λόγο. Ας έχουμε την ευχή του.–