Με αφορμή τις εξελίξεις στην Ουκρανία για την αυτοκεφαλία και τις σχέσεις Οικουμενικού Πατριαρχείου και Πατριαρχείου Μόσχας ακολουθεί άρθρο του Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεου στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ της Κυριακής 3 Αυγούστου 2008, λίγες ημέρες από την ιστορική επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου στο Κίεβο στα τέλη Ιουλίου 2008.
Το άρθρο αναφέρει:
Με αφορμή την επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου στην Ουκρανία δημιουργήθηκαν διάφορες αντιδράσεις και δημοσιεύθηκαν αναλύσεις και καταγράφηκαν εκτιμήσεις οι οποίες όταν εξετάζονται από πλευράς πολιτικής έχουν στοιχεία αληθείας, αλλά όταν κρίνονται από πλευράς εκκλησιαστικής και θεολογικής είναι ανεπαρκείς. Με συντομία θα αναφερθώ σε αυτές τις αναλύσεις.
1. Ιστορία, πολιτική και Εκκλησία
Κατά εκτιμήσεις πολιτικών αναλυτών η δυτική πολιτική (Αμερική – Ευρώπη) επηρέασε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το παρεκίνησε να παρέμβη στις εξελίξεις στην Ουκρανία και ότι δήθεν ο Οικουμενικός Πατριάρχης είναι όργανο της εξωτερικής πολιτικής των δυτικών κρατών.
Τα πράγματα δεν είναι έτσι, γιατί άλλος είναι ο σκοπός της πολιτικής των κρατών και άλλος ο σκοπός της Εκκλησίας, καίτοι σε μερικά σημεία μπορεί να κινούνται παράλληλα. Στην προκειμένη περίπτωση νομίζω ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης κινήθηκε εκκλησιαστικά και όχι πολιτικά. Γι’ αυτό οι πολιτικοί αναλυτές, όταν κρίνουν τις κινήσεις του Οικουμενικού Πατριάρχου, πρέπει να αποτοξινωθούν λίγο από την πολιτική σκέψη και να δουν την εσωτερική εκκλησιαστική διάσταση του θέματος.
Η Εκκλησία ζη και εργάζεται μέσα στην ιστορία, αλλά δεν ταυτίζεται απόλυτα με τα εξωτερικά ιστορικά γεγονότα. Δεν αποξενώνεται από το ιστορικό γίγνεσθαι, αλλά το ερμηνεύει μέσα από τις δικές της προϋποθέσεις που είναι ότι ο Θεός διευθύνει τον κόσμο προς έναν σκοπό και αυτό λέγεται ιερά ιστορία. Οι Πατέρες της Εκκλησίας έβλεπαν μέσα στην ιστορία «πως ο Θεός περιπατεί ανάμεσα από τις γραμμές των ανθρώπων» (Φλωρόφσκυ).
Το ίδιο συμβαίνει και με την πολιτική σε σχέση με τη θεολογία. Πολιτική και θεολογία πολλές φορές πορεύονται παράλληλα, αλλά πάντοτε διαχωρίζονται σημαντικά. Οι μάρτυρες και οι Πατέρες της Εκκλησίας ενεργούσαν πάντοτε με εκκλησιαστικά και θεολογικά κριτήρια, που δεν ταυτίζονται με τα πολιτικά κίνητρα.
2. Το έργο του Οικουμενικού Πατριαρχείου
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι φύλαξ της εκκλησιαστικής ενότητος, την οποία κατοχυρώνουν και περιφρουρούν οι ιεροί Κανόνες που θεσπίσθηκαν από τις Οικουμενικές Συνόδους. Οι ιεροί Κανόνες δεν είναι πολιτικά κείμενα, αλλά κατ’ εξοχήν εκκλησιαστικά, που αποβλέπουν στην ενότητα της Εκκλησίας. Μπορεί να έχουν νομοτεχνική διατύπωση, μπορεί να χρησιμοποιήθηκαν σε κάποια ιστορική φάση από τους πολιτικούς της χώρας, αλλά δεν παύουν να είναι κατ’ εξοχήν εκκλησιαστικά έργα, καρπός της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία.
Μέσα σε αυτήν την προοπτική ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχει διπλή ιδιότητα. Η πρώτη ιδιότητά του, ότι είναι Αρχιεπίσκοπος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως – Νέας Ρώμης και της ευρύτερης περιοχής, ανεξάρτητα από την εθνοφυλετική προέλευση των μελών της, και σε Επισκοπές σε όλη την Οικουμένη και ασκεί ποιμαντική και διοικητική εξουσία σε αυτήν. Η δεύτερη ιδιότητά του, ότι είναι ο πρώτος μεταξύ ίσων των Πατριαρχών και Αρχιεπισκόπων όλων των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, προεδρεύει και συντονίζει διακονικά όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, οσάκις αναφύονται εκκλησιαστικά προβλήματα, χωρίς βεβαίως να ενεργή διάφορες διοικητικές πράξεις σε αυτές, δηλαδή χωρίς να παρεμβαίνη στην εσωτερική διοικητική ζωή κάθε Αυτοκεφάλου Εκκλησίας.
Με αυτήν την δεύτερη ιδιότητά του ο Οικουμενικός Πατριάρχης με σύνεση, διάκριση και σοφία προβαίνει, κατά καιρούς, σε ενέργειες για την καλή λειτουργία τής ανά τον κόσμον Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κανείς δεν μπορεί να του στερήση αυτήν την ιδιότητα, καθώς επίσης κανείς Οικουμενικός Πατριάρχης δεν μπορεί να την απεμπολήση, επειδή προσκρούει σε πολιτικές σκοπιμότητες η κινείται παράλληλα με αυτές.
3. Η εκκλησιαστική κατάσταση στην Ουκρανία
Στην Εκκλησία της Ουκρανίας υφίσταται μία διάσπαση, ένα εκκλησιαστικό σχίσμα που προκαλεί την εκκλησιαστική συνείδηση. Δεν είναι δυνατόν το Οικουμενικό Πατριαρχείο να παραμένη αδρανές και να κωφεύη, χωρίς να προδίδη την εκκλησιαστική του αποστολή, επειδή παίζονται διάφορα πολιτικά παιχνίδια. Ποιος πρόεδρος ενός σωματείου, μιας οργανώσεως, ποιος υπεύθυνος ενός οργανισμού για τον συντονισμό των μελών του θα αρνηθή να εκτελέση το αυτονόητο έργο του, επειδή ενδεχομένως προσκρούει σε άλλες σκοπιμότητες, ακόμη και πολιτικές;
Και επειδή γίνεται λόγος για την αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ουκρανίας, πρέπει να υπογραμμισθή ότι αυτό είναι έργο του Οικουμενικού Πατριάρχου και της Πανορθοδόξου Συνόδου, που δίδεται με σοφία, διάκριση και με εκκλησιαστικές προϋποθέσεις. Αλλωστε, δεν πρέπει να παροραθή ότι η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου έδωσε την Αυτοκεφαλία στις Ορθόδοξες Σλαυικές Εκκλησίες με την προοπτική να επικυρωθή αυτή η απόφαση από την μέλλουσα να συγκληθή Πανορθόδοξη και Οικουμενική Σύνοδο. Οταν μια Ορθόδοξη Εκκλησία αρνείται αυτήν την αρμοδιότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τότε υπονομεύει την ίδια την ταυτότητά της. Ακόμη επειδή το κρίσιμο θέμα είναι ότι η Αυτοκεφαλία δίδεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την συγκατάθεση της Μητρός Εκκλησίας από την οποία αποσπάται αυτή η Τοπική Εκκλησία, γι’ αυτό δεν πρέπει να παραθεωρηθή ότι μητέρα της Εκκλησίας της Ουκρανίας είναι το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Βεβαίως στην Ουκρανία γίνονται πολυποίκιλες πολιτικές διεργασίες και ζυμώσεις, ασκούνται διάφορες επιρροές και πιέσεις, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα μείνη απαθές στο εκκλησιαστικό δράμα του σχίσματος που ταλαιπωρεί την Εκκλησία αυτή. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει δικά του πνευματικά και εκκλησιαστικά κριτήρια, έχει αυτοφυείς σκοπούς, ενεργεί αυτοβούλως και θεολογικώς και αποβλέπει στην αποκατάσταση της εκκλησιαστικής ενότητος. Αν σε μερικά σημεία συμπίπτουν τα κίνητρα και τα αποτελέσματα τόσο της Εκκλησίας όσο και της πολιτικής, δεν σημαίνει ότι είναι ταυτόσημα, ούτε ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει λάβει εντολές από διάφορα πολιτικά κέντρα. Η πρόσφατη ιστορία έχει επιβεβαιώσει αυτήν την πραγματικότητα. Μερικές φορές οι «πολιτικές δράσεις» εξυπηρετούν τα σχέδια της θείας Πρόνοιας, όμως η Εκκλησία που έχει τον δικό της ρυθμό δεν ταυτίζεται με τις δυνάμεις που κινούνται έξω από αυτήν.
Οι θεολόγοι όταν μελετούν την ιστορία έχουν δικά τους ερμηνευτικά κριτήρια που δεν ταυτίζονται με τα κριτήρια των θύραθεν ιστορικών και των πολιτικών. Αντίθετα οι πολιτικοί αναλυτές που κρίνουν εκκλησιαστικά γεγονότα συνήθως έχουν άλλα κριτήρια, που πολλές φορές είναι σωστά κατά το εξωτερικό σχήμα, αλλά τελείως σφαλερά κατά την εσωτερική δομή της Εκκλησίας. Η Ιστορία και η Πολιτική έχουν τον δικό τους βηματισμό, αλλά και η Εκκλησία έχει τον δικό της ρυθμό, που δεν ταυτίζεται με την ζωή του κόσμου, μάλιστα δε την υπερβαίνει.