Σύγκλιση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για το θέμα της Μακεδονίας προτείνει στα πολιτικά κόμματα ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος. Σε κείμενό του για το μείζον αυτό εθνικό θέμα, ο Ιεράρχης επιχειρεί μια ανάλυση της κατάστασης των τελευταίων ετών με αποκορύφωμα τα όσα συμβαίνουν στις ημέρες μας.
Το κείμενο του Σεβασμιωτάτου αναφέρει:
Το θέμα της ονομασίας του Κράτους των Σκοπίων και η προσπάθεια να του δοθή ταυτότητα, μου θυμίζει έντονα την ίδια προσπάθεια, που γινόταν μετά την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, με τις Εθνικές Συνελεύσεις, για τον καθορισμό της ταυτότητας του δικού μας τότε Κρατιδίου. Πρόκειται για την ίδια διαδικασία.
Αυτό γίνεται επειδή στον χώρο αυτό, των Βαλκανίων, υπήρχε η Χριστιανική Ρωμαική Αυτοκρατορία με τον Ελληνικό πολιτισμό, την Ορθόδοξη Εκκλησία και τις διάφορες λαότητες με τις γλώσσες τους. Έτσι, η δημιουργία Κρατών με την «δική» τους πολιτιστική ταυτότητα, στην πραγματικότητα η δημιουργία διαφόρων προτεκτοράτων, καθορίζεται με την ίδια διαδικασία. Έπρεπε να δοθή νέα ταυτότητα.
Στην συνέχεια θα τονισθούν μερικά σημεία που με απασχολούν έντονα τον τελευταίο καιρό.
Οι εξελίξεις την περίοδο 1990-1992
Δεν θα ασχοληθώ με την προιστορία του θέματος της λεγομένης «Ψευδομακεδονίας» των Σκοπίων από τον Τίτο, αλλά με αυτά που έγιναν το 1990-1992 και τις ενέργειες των δικών μας πολιτικών Αρχηγών.
Το θέμα ξεκίνησε από τον Ιανουάριο 1991, κατά τον οποίο η Βουλή της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» στα Σκόπια, που προήλθε από τις εκλογές της 11ης Νοεμβρίου 1990, ψήφισε την διακήρυξη της ανεξαρτησίας της από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας.
Έπειτα, στις 7 Ιουνίου του 1991, η Βουλή της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» σε συνταγματική τροποποίηση που έκανε απάλειψε την λέξη «Σοσιαλιστική» από την ονομασία της και αποφάσισε στο εξής να ονομάζεται «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Στις 4 Δεκεμβρίου του 1991 στην Ελλάδα το Υπουργικό Συμβούλιο με Πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη ασχολήθηκε με το θέμα αυτό και κατέληξε στο να αναγνωρισθή το Κράτος αυτό με τους εξής όρους: Το νέον αυτό Κράτος, πρώτον, να αλλάξη την ονομασία Μακεδονία, δεύτερον να δεχθή και να ομολογήση ότι δεν έχει εδαφικές βλέψεις κατά της Ελλάδος και τρίτον να αναγνωρίση ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει «μακεδονική μειονότητα».
Στις 16 Δεκεμβρίου του 1991, το Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών της Ευρωπαικής Ένωσης, με πρωτοβουλία της Γερμανίας, αποδέχθηκε την διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας και ανεγνώρισε την κρατική οντότητα της Κροατίας, της Σλοβενίας και της αυτοαποκαλούμενης «Δημοκρατίας της Μακεδονίας». Συγχρόνως κάλεσε τα Σκόπια να προσφέρουν συνταγματικές και πολιτικές εγγυήσεις στους γείτονές της, ότι δεν έχουν εδαφικές διεκδικήσεις, δεν ασκούν εχθρική προπαγάνδα και δεν χρησιμοποιούν ονομασία που υπονοεί εδαφικές διεκδικήσεις.
Στις 9 Ιανουαρίου του 1992, η π.Γ.Δ.Μ. υπέβαλε αίτημα ένταξης στον ΟΗΕ με την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Κατόπιν τούτου, στις 18 Φεβρουαρίου 1992, συνήλθε το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή, στο οποίο συμμετείχαν ο Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης Ανδρέας Παπανδρέου και οι πολιτικοί αρχηγοί Μαρία Δαμανάκη και Αλέκα Παπαρήγα. Στο Συμβούλιο αυτό συμφώνησαν να έχουν κοινή γραμμή πλεύσεως σε μια ονομασία που δεν θα περιέχη την λέξη «Μακεδονία» ή παράγωγά της.
Λίγο μετά, δηλαδή την 1η Απριλίου 1992, η Πορτογαλική προεδρία της Ευρωπαικής Ένωσης, διά του Υπουργού Εξωτερικών Ζοζέ Πινέιρο προτείνει έναν συμβιβασμό με το να αποδεχθή η Ελλάδα μια σύνθετη ονομασία για το Κράτος των Σκοπίων με επικρατέστερο όνομα το «Νοβοματσεντόνια»(Νέα Μακεδονία).
Με αφορμή αυτήν την εξέλιξη στις 13 Απριλίου 1992 συγκαλείται για δεύτερη φορά υπό την Προεδρία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών, χωρίς την παρουσία της Γενικής Γραμματέως του Κουμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος Αλέκας Παπαρήγα. Στο Συμβούλιο αυτό αποφασίσθηκε να απορριφθή το «πακέτο Πινέιρο», καθώς επίσης αποφασίσθηκε η αναγνώριση του Κράτους των Σκοπίων ως ανεξάρτητου μόνον αν τηρηθούν οι όροι της ΕΟΚ που έθεσε στις 16 Δεκεμβρίου 1991, και αν η ονομασία δεν περιλαμβάνει την λέξη Μακεδονία ή παράγωγά της.
Αυτό σημαίνει ότι σε διάστημα δύο μηνών από τον Φεβρουάριο 1992 έως τον Απρίλιο 1992 έγιναν δύο συμβούλια Πολιτικών Αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για το σοβαρό αυτό εθνικό θέμα.
Από τα προηγούμενα φαίνεται ότι οι τότε Πολιτικοί Αρχηγοί υπερέβησαν τα κομματικά και προσωπικά τους ζητήματα, και συζήτησαν το θέμα υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και απεφάσισαν να ακολουθήσουν ενιαία γραμμή.
Η συζήτηση στο Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών την 13η Απριλίου 1992
Από όσο γνωρίζω, δεν δημοσιεύθηκαν τα πρακτικά από την συζήτηση στο σημαντικό αυτό Συμβούλιο. Κατά καιρούς, όμως, εγράφησαν διάφορα κείμενα στα οποία φαίνονταν οι απόψεις που διατυπώθηκαν κατά την Σύσκεψη αυτή.
Διάβασα πολλές αναλύσεις για τα όσα ελέχθησαν στο Συμβούλιο αυτό, αλλά εδώ χρησιμοποιώ ένα κείμενο του Βασίλη Νέδου που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα «Καθημερινή» της 4ης Φεβρουαρίου 2018, στο οποίο παρουσιάζονται οι απόψεις των πολιτικών Αρχηγών που διατυπώθηκαν στο Συμβούλιο αυτό, καθώς επίσης και η στάση του Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Το κείμενο αυτό, όπως γράφει ο συντάκτης του, είναι βασισμένο «σε μακρόχρονη έρευνα και συνομιλίες με πρωταγωνιστές και πηγές οι οποίες έχουν βαθύτατη γνώση όλων όσων συνέβησαν τότε. Φαίνεται ότι οι προβληματισμοί των ηγετών ήταν παρόμοιοι με τους σημερινούς».
Θα παρατεθούν στην συνέχεια μερικές απόψεις που διατυπώθηκαν στο Συμβούλιο αυτό, όχι κατά την σειρά που ελέχθησαν, αλλά με συνθετικό τρόπο.
Ο Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης «προκειμένου να επισημάνει τους μεγαλύτερους κινδύνους που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, φέρεται να είπε ότι προς το παρόν η Τουρκία φαίνεται ότι συγκρατείται λόγω του Κουρδικού. Αν όμως κάποια στιγμή έστρεφε την προσοχή της προς την Ελλάδα, τότε τα προβλήματα της χώρας μας θα ξεπερνούσαν κατά πολύ το ονοματολογικό. Όντας, βέβαια, πολιτικός ο Μητσοτάκης δεν ήθελε να διχάσει τον ελληνικό λαό, γι’ αυτό και ζητούσε επιμόνως ομόφωνη απόφαση».
Εδώ φαίνεται ότι ο Πρωθυπουργός γνώριζε τους εθνικούς κινδύνους, τόσο από τα Σκόπια όσο και από την Τουρκία και γι’ αυτό ζητούσε να ληφθή ομόφωνη απόφαση. Θεωρούσε άλλα προβλήματα μεγαλύτερα από το ονοματολογικό των Σκοπίων. Ήταν πράγματι μία σοβαρή εθνική τοποθέτηση, που δείχνει και τους σημερινούς κινδύνους.
Σε άλλο σημείο της συζήτησης είπε: «Δεν πρόκειται να βγούμε από το αδιέξοδο ούτε σε πέντε ούτε σε δέκα χρόνια» και υποστήριξε «μια ειρηνική διευθέτηση, έναν συμβιβασμό, ο οποίος θα ρυμουλκούσε την π.Γ.Δ.Μ. στην Δυτική Ευρώπη και θα έδινε την δυνατότητα να επεκτείνη τα συμφέροντά της στην γειτονική χώρα».
Σε άλλο σημείο «πρότεινε να παζαρέψη η Κυβέρνηση μέχρι τέλους σκληρά με τα Σκόπια και, αν δεν επιτύχει την διαπραγμάτευση να έχει ετοιμάσει ένα εναλλακτικό όνομα, το οποίο θα είναι βολικό για την Αθήνα, αναφέροντας μάλιστα ότι αυτό θα μπορούσε να είναι το “Βόρεια Μακεδονία”».
Επειδή ο Ανδρέας Παπανδρέου, όπως θα δούμε στην συνέχεια, πρότεινε να τηρηθή στο θέμα αυτό σκληρή γραμμή, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης απάντησε ότι «η Κυβέρνηση διαπραγματεύεται λύση-πακέτο» και με την σκληρή στάση που τηρεί ο Ανδρέας Παπανδρέου «χάνεται η ουσία της συζήτησης και η Ελλάδα κινδυνεύει να έλθει αντιμέτωπη με αναγνώριση της π.Γ.Δ.Μ. από όλες τις χώρες της Γης».
Και όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου τον ρώτησε αν δέχεται το όνομα «Νέα Μακεδονία», ο Μητσοτάκης «απάντησε αρνητικά, αντιπροτείνοντας για ακόμη μια φορά το “Μακεδονία του Βαρδάρη”». Και πρόσθεσε «ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να δημιουργήσει “μακεδονικό” ζήτημα η Βουλγαρία, κάτι που σημαίνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να κάνει επίθεση φιλίας στους Σκοπιανούς».
Ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης Ανδρέας Παπανδρέου κράτησε «σκληρή γραμμή». Κατ’ αρχάς υπερασπίσθηκε το μεγάλο συλλαλητήριο που έγινε τότε στην Θεσσαλονίκη. Και όπως γράφεται στο δημοσίευμα «σύμφωνα με ορισμένες πηγές, συμπέρανε πως η μόνη λύση για την σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών είναι να αποφασίσει πως η Δημοκρατία των Σκοπίων δεν θα πρέπει να περιέχει πουθενά στην ονομασία της τον όρο “Μακεδονία”», ενώ πρότεινε και κλιμάκωση των μέτρων». Επίσης σε άλλο σημείο στην συζήτηση είπε ότι «η επιλογή αυτού του όρου θα οδηγήσει σε εθνικά καταστρεπτική πορεία».
Κατά την συζήτηση υποχώρησε ως προς την χρήση σκληρών μέτρων που θα λάμβανε η Ελλάδα εναντίον της π.Γ.Δ.Μ., «επιμένοντας ότι ο όρος “Μακεδονία” δεν θα πρέπει να περιλαμβάνεται στην ονομασία».
Είναι ενδιαφέρουσες οι πληροφορίες που διέρρευσαν από την στάση του Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Παρεμβαίνοντας σε κάποιο σημείο, που φάνηκε ότι δεν θα έβγαινε συγκεκριμένη απόφαση, «επέμενε ότι θα πρέπει να υπάρξει απόφαση προκειμένου να μη γελοιοποιηθούν οι αρχηγοί ενώπιον των πολιτών». Σε άλλο σημείο είπε: «Να πούμε ότι η Ελλάδα είναι πρόθυμη να αναγνωρίσει την Δημοκρατία των Σκοπίων με την διευκρίνηση ότι δεν θα περιλαμβάνεται ο όρος “Μακεδονία”».
Σε κάποιο σημείο της συζήτησης είπε:
«Όλες οι συμφορές που έζησε η Ελλάδα στο παρελθόν ήταν αποτέλεσμα της αδυναμίας μας, να χαράξουμε κοινή θέση σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Τα θέματα εξωτερικής πολιτικής τα καθιστούμε πάντα αντικείμενο εσωτερικών μας ανταγωνισμών, διότι δεν έχουμε ακόμα καταλάβει ότι τα θέματα αυτά τα ελέγχουμε στην έκταση των εθνικών μας δυνατοτήτων και κατά τα λοιπά κρίνονται από δυνάμεις που δεν ελέγχουμε». Και είπε: «Ένας σοφέρ ο οποίος δεν ξέρει να βάζει όπισθεν δεν είναι καλός σοφέρ. Στα κρίσιμα εθνικά θέματα πρέπει να γίνονται και υποχωρήσεις».
Και όταν η Μαρία Δαμανάκη κάποια στιγμή πρότεινε «να δοθεί η δυνατότητα συνέχισης των διαπραγματεύσεων» και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είπε ότι «ίσως ήταν πιο αποτελεσματικό να μη βγεί ανακοινωθέν, να πούν όλοι οι αρχηγοί ότι συνεχίζει η κυβέρνηση τις διαπραγματεύσεις και εν τω μεταξύ να πρετοιμάζονται όλοι για αλλαγή του ονόματος», τότε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έκλεισε την συζήτηση λέγοντας:
«Τα κόμματα δεν μπορούν να αγνοούν το λαικό αίσθημα. Οφείλουν να καθοδηγούν το λαικό αίσθημα αντί να πυροδοτούν και να το καθιστούν ανεξέλεγκτο. Διαφορετικά, τα κόμματα αιχμαλωτίζονται στο κλίμα που τα ίδια δημιουργούν».
Είναι λόγοι που δείχνουν πείρα στην διαχείριση εθνικών θεμάτων.
Και ο αρθρογράφος καταλήγει το κείμενό του γράφοντας: «Στη συνέχεια (ο Κωνσταντίνος Καραμανλής) ενημέρωσε ότι το ανακοινωθέν θα είναι της Προεδρίας της Δημοκρατίας. Και κάλεσε μέσα στην αίθουσα τον γ.γ. της Προεδρίας, πρέσβη Πέτρο Μολυβιάτη, ο οποίος ανέγνωσε ενώπιον των πολιτικών αρχηγών το περίφημο πιά, ανακοινωθέν της σύσκεψης της 13ης Απριλίου 1992».
Το ανακοινωθέν αυτού του Συμβουλίου ήταν το ακόλουθο:
«Η πολιτική ηγεσία της χώρας, με εξαίρεση το Κ.Κ.Ε., συμφώνησε ότι η Ελλάδα θα αναγνωρίσει το ανεξάρτητο Κράτος των Σκοπίων μόνο εάν τηρηθούν και οι τρεις όροι που έθεσε η ΕΟΚ στις 16 Δεκεμβρίου του 1991, με την αυτονόητη διευκρίνηση ότι στο όνομα του Κράτους αυτού δεν υπάρχει η λέξη Μακεδονία».
Σαφέστατα φαίνεται ότι ο τότε Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης υπεχώρησε για το κοινό καλό από τις αρχικές προθέσεις του, όπως το ίδιο έκανε και για κάποιες σκληρές προτάσεις του ο Ανδρέας Παπανδρέου, η δε παρουσία του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Καραμανλή ήταν καταλυτική.
Αυτό ήταν το τελευταίο Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για το θέμα αυτό και η τελευταία απόφαση. Δεν ακολούθησε καμμιά άλλη.
Αργότερα το 2008, όταν Πρωθυπουργός της χώρας ήταν ο Κώστας Καραμανλής, ανηψιός του τότε Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, υπήρξε μια διαφοροποίηση της απόφασης αυτής και φαίνεται αυτό έγινε με συγκατάθεση του τότε Αρχηγού της Αντιπολίτευσης Γεωργίου Παπανδρέου, χωρίς βέβαια να γίνη Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών. Δηλαδή, αποφασίσθηκε ως τελευταία κόκκινη γραμμή να αναγνωρισθή το Κράτος αυτό με σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό έναντι όλων των χρήσεων, και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Αυτή είναι η ιστορία του θέματος της ονομασίας του Κράτους των Σκοπίων από το έτος 1992-2008.
Η σημερινή κατάσταση
Από το 1992 έως το 2008 και από τότε έως σήμερα έχουν αλλάξει πολλά. Η χώρα μας εισήλθε σε μια οικονομική κρίση, δέχθηκε ποικίλες πιέσεις από εξωτερικούς παράγοντες, δημιουργήθηκαν άλλες συνθήκες στην γύρω μας περιοχή και φυσικά οι πιέσεις αυτές επεκτάθηκαν και στο θέμα της αναγνώρισης του Κράτους των Σκοπίων.
Σήμερα όλοι ομιλούν για το ότι οι διάφορες προτάσεις που διατυπώνονται, ακόμη και με αντίθετο περιεχόμενο, είναι αποτέλεσμα εθνικής ανάγκης. Δηλαδή, όλοι επικαλούνται τα εθνικά συμφέροντα. Δεν έχω όμως πληροφορίες για το τι εννοεί ο καθένας από αυτούς ως εθνική ανάγκη και εθνικό συμφέρον. Όμως, υπάρχουν διάφορα ερωτήματα:
Είναι εθνική ανάγκη να αναγνωρισθή το Κράτος αυτό με το όνομα «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» μέσα από την συγκεκριμένη συμφωνία των Πρεσπών, επειδή αυτοί που το λένε γνωρίζουν ότι αν δεν γίνη αυτό, θα έχουμε άλλα εθνικά προβλήματα, που «θα ξεπερνούσαν κατά πολύ το ονοματολογικό»;
Είναι εθνική ανάγκη να μην ψηφισθή αυτή η συμφωνία των Πρεσπών από την Βουλή των Ελλήνων, διότι θα δοθή η δυνατότητα υποχωρητικότητας της Ελλάδος και θα ανοιχθή η όρεξη για υποχώρηση και σε άλλα εθνικά θέματα;
Είναι εθνική ανάγκη να μη ψηφισθή η συμφωνία των Πρεσπών, γιατί θα δυναμώση ο επεκτατισμός των Σκοπίων;
Δεν γνωρίζω τίποτε από όλα αυτά, δεν έχω πληροφορίες που διαθέτει ασφαλώς η Ελληνική Διπλωματία, ούτε ξέρω αυτά που γνωρίζουν οι υπεύθυνοι ηγέτες που χειρίσθηκαν κατά καιρούς αυτήν την υπόθεση και την χειρίζονται και σήμερα.
Εγώ εκείνο που γνωρίζω είναι ότι οι υπεύθυνοι ηγέτες μας θα έπρεπε να θέλουν να κάνουν ένα Συμβούλιο υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με απόρρητο ίσως περιεχόμενο, και μέσα εκεί να αναλυθούν όλες αυτές οι παράμετροι και φυσικά να καταλήξουν σε ομόφωνη απόφαση, υπερβαίνοντας στο θέμα αυτό τις κομματικές διαφορές τους, οι οποίες σε άλλα κοινωνικά και οικονομικά θέματα είναι επιτρεπτές στον τρόπο που λειτουργεί το Δημοκρατικό Πολίτευμα. Με τον τρόπο αυτό θα χάρασαν μια εθνική γραμμή και δεν θα εξαπτόταν ο λαός με όσα υποστηρίζουν.
Το ερώτημα είναι σαφέστατο: Γιατί δεν σκέφθηκαν ή δεν θέλησαν να συζητηθή το θέμα αυτό σε ένα Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας; Γιατί το έκαναν δύο φορές το 1992 και δεν το έκαναν οι τωρινοί ηγέτες; Γιατί δεν θέλησαν το εθνικό συμφέρον, που επικαλείται ο καθένας τους, να το συζητήση σε ένα Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και να αξιολογηθούν όλα κατά τρόπο υπεύθυνο;
Επίσης, το λυπηρό είναι ότι τα κόμματα όχι μόνον δεν χαράζουν από κοινού μια εθνική εξωτερική πολιτική, αλλά χρησιμοποιούν το εθνικό αυτό θέμα άλλοτε για να αναδιατάξουν τον πολιτικό χώρο με διαχωριστικές γραμμές προοδευτισμού και συντηρητισμού, αναμασώντας τα περί δεξιάς και αριστεράς∙ άλλοτε για να ενώσουν τα κόμματά τους και να συσπειρώσουν τους οπαδούς τους∙ και άλλοτε για να ανοίξη ένας μεγάλος χώρος κεντροαριστεράς για την χρησιμοποίησή του. Αλλά, κατά την γνώμη μου, είναι επικίνδυνο να χρησιμοποιείται ένα τέτοιο εθνικό θέμα για κομματικές σκοπιμότητες.
Ήδη το είχε τονίσει ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής στο Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ότι: «Όλες οι συμφορές που έζησε η Ελλάδα στο παρελθόν ήταν αποτέλεσμα της αδυναμίας μας, να χαράξουμε κοινή θέση σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Τα θέματα εξωτερικής πολιτικής τα καθιστούμε πάντα αντικείμενο εσωτερικών μας ανταγωνισμών, διότι δεν έχουμε ακόμα καταλάβει ότι τα θέματα αυτά τα ελέγχουμε στην έκταση των εθνικών μας δυνατοτήτων και κατά τα λοιπά κρίνονται από δυνάμεις που δεν ελέγχουμε».
Τελικά, οι επί μέρους συζητήσεις, οι κομματικοί ανταγωνισμοί, τα ανεύθυνα συνθήματα, μπορεί να προξενήσουν κακό στα εθνικά μας συμφέροντα.