Στίς ημέρες μας γίνεται ευρύτατος λόγος γιά τήν λεγόμενη «μεταπατερική θεολογία». Οποιονδήποτε ορισμό καί άν δώση κανείς σέ αυτό τό φαινόμενο, ένα είναι βέβαιο, ότι πρόκειται γιά μιά «θεολογία» πού αλλοιώνει τήν εκκλησιαστική ορθόδοξη θεολογία καί τήν συνδέει μέ τήν λεγομένη «επιστημονική» θεολογία, η οποία σέ πολλά σημεία αποδομεί όλες τίς βασικές αρχές τής θεολογίας τής Εκκλησίας.
Πολλοί θεολόγοι, χρησιμοποιώντας τήν λογικοκρατία, τόν στοχασμό καί τήν βιβλική μέθοδο ερεύνης πού αναπτύχθηκε στόν προτεσταντικό χώρο, προσπαθούν νά ερμηνεύσουν τά προφητικά, αποστολικά καί πατερικά κείμενα σέ μιά άλλη κατεύθυνση από αυτήν πού έχει δώσει η ορθόδοξη θεολογία. Στό μικρό αυτό σχόλιο θά περιορίσω τόν λόγο σέ μιά πτυχή αυτής τής ερμηνείας.
Ο γνωστός σέ όλους τούς συγχρόνους θεολόγους καθηγητής Σάββας Αγουρίδης, τόν οποίο είχα καθηγητή στήν ερμηνεία τής Καινής Διαθήκης, στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, κάνει λόγο γιά στίς «απόπειρες εντός τού βιβλικού επιστημονικού χώρου πρός τήν κατεύθυνση τής διασπάσεως τής συνέχειας τής ενότητας τού βιβλικού μηνύματος πρός τήν Εκκλησιαστική Παράδοση».
Τί σημαίνει αυτό στήν πραγματικότητα;
Οι Προτεστάντες βιβλικοί επιστήμονες, τούς οποίους μερικοί βιβλικοί ορθόδοξοι θεολόγοι θαυμάζουν καί τούς αντιπαραθέτουν πρός τούς Πατέρες τής Εκκλησίας, τούς οποίους δέν θεωρούν επιστήμονες, υποστηρίζουν τήν άποψη ότι υπάρχει διάσπαση στήν διδασκαλία μεταξύ τών Προφητών, τών Αποστόλων καί τών Πατέρων.
Μέσα σέ αυτήν τήν προοπτική ομιλούν γιά τό ότι οι Προφήτες τής Παλαιάς Διαθήκης άκουγαν γιά τόν Θεό, ενώ οι Απόστολοι είδαν τόν Θεό διακρίνουν μεταξύ τών Προφητών πρό τής βαβυλωνιακής αιχμαλωσίας καί Προφητών μετά τήν βαβυλωνιακή αιχμαλωσία γράφουν γιά πρωτοκανονικά καί δευτεροκανονικά βιβλία στήν Παλαιά Διαθήκη, γιά Πρωτο-Ησαΐα, Δευτερο-Ησαΐα καί Τριτο-Ησαΐα, γιά διαφορά μεταξύ Χριστού τής ιστορίας καί Χριστού τής πίστεως, γιά ιδιαίτερες «σχολές» μεταξύ Ευαγγελιστού Ματθαίου, Ευαγγελιστού Ιωάννου καί Αποστόλου Παύλου, γιά αλλοίωση τής αρχικής εκκλησιολογίας τής Πρώτης Εκκλησίας από τούς μεταγενέστερους Πατέρες καί πολλά άλλα.
Αυτά διδάσκονται οι φοιτητές τών Θεολογικών Σχολών από μερικούς μοντέρνους επιστήμονες καθηγητές καί στήν συνέχεια οι θεολόγοι αυτά τά μεταφέρουν στό πλήρωμα τής Εκκλησίας ανεπιγνώστως, είτε στό μάθημα τών θρησκευτικών στά Σχολεία, είτε στό κήρυγμα καί στά Συνοδικά όργανα.
Η διδασκαλία τής Εκκλησίας βρίσκεται στόν αντίποδα αυτής τής νοοτροπίας, γιατί, σύμφωνα μέ τήν θεολογία τής Εκκλησίας, δέν υπάρχει διάσταση καί διάσπαση μεταξύ τής θεολογίας τών Προφητών, τών Αποστόλων καί τών Πατέρων, αφού όλοι αυτοί είχαν τήν ίδια εμπειρία τού Θεού. Η διαφορά είναι ότι στήν Παλαιά Διαθήκη οι Προφήτες καί οι Δίκαιοι είχαν εμπειρία τού Ασάρκου Λόγου καί στήν Καινή Διαθήκη οι Απόστολοι καί οι Πατέρες είχαν καί έχουν εμπειρία τού Σεσαρκωμένου Λόγου.
Έτσι, υπάρχει ταυτότητα εμπειριών, όπως ομολογούμε στό Συνοδικό τής Ορθοδοξίας: «Οι Προφήται ως είδον, οι Απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν…». Όμως, οι άγιοι διά μέσου τών αιώνων εξέφρασαν τήν αποκαλυπτική εμπειρία πού είχαν μέ όρους τής εποχής τους. Τίποτε άλλο, καμμιά άλλη διαφορά δέν υπάρχει.
Οι «μεταπατερικοί θεολόγοι», οι οποίοι βαυκαλίζονται ότι κάνουν επιστήμη, μεταφέρουν στόν ορθόδοξο χώρο τήν προβληματική τών Προτεσταντών, οι οποίοι, επειδή απέρριψαν τήν Παράδοση καί τούς Πατέρες τής Εκκλησίας, εξετάζουν καί ερμηνεύουν τά βιβλικά κείμενα μέ τίς λογικοκρατικές απόψεις τους, ερευνούν τό γράμμα, αλλά τούς διαφεύγει τό πνεύμα τών Γραφών καί τών Πατερικών κειμένων.
Τίθεται τό ερώτημα: Γιατί οι μεταπατερικοί θεολόγοι ενσυνειδήτως ή ασυνειδήτως αποδεσμεύονται από τήν ορθόδοξη διδασκαλία, όπως τήν διατυπώνουν οι Πατέρες; Γιατί υπονομεύουν τήν ορθόδοξη διδασκαλία, όπως συναντάται στά λειτουργικά κείμενα καί τήν λατρευτική παράδοση τής Εκκλησίας, χάριν μιάς επιστημονικής θεολογίας; Γιατί διασπούν τήν ενότητα τών Προφητών, τών Αποστόλων καί τών Πατέρων;
Ν.Ι. – Εκκλησιαστική Παρέμβαση – Αύγουστος 2012