Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Kατ’ αρχήν πρέπει να δηλώσω ότι δεν είμαι εναντίον του διαλόγου με τους Ρωμαιοκαθολικούς και τους άλλους ετεροδόξους, είμαι υπέρ του διαλόγου, ο οποίος όμως πρέπει να γίνεται με ορισμένες θεολογικές και εκκλησιολογικές προϋποθέσεις. Τίποτε δεν πρέπει να γίνεται απροϋπόθετα.
Συμφωνώ απόλυτα με τις παρατηρήσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη, ο οποίος για πολλά χρόνια ήταν εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος σε Διαλόγους με τους ετεροδόξους. Σε παλαιότερο βιβλίο μου κατέγραψα τις απόψεις του για τον Διάλογο με τους ετεροδόξους, όπως τις εξέφρασε σε κείμενό του με τίτλο «Ο θεολόγος στην υπηρεσία της Εκκλησίας κατά τον Οικουμενικό Διάλογο».
Στο κείμενό του αυτό διακρίνονται τέσσερα σημαντικά σημεία. Πρώτον, φαίνονται οι απόψεις του π. Γεωργίου Φλωρόφσκι για το θέμα αυτό, ο οποίος είχε μεγάλη πείρα με τους θεολογικούς Διαλόγους. Δεύτερον, αναλύονται οι προϋποθέσεις, βάσει των οποίων ο ορθόδοξος θεολόγος μπορεί να συμμετάσχη στους θεολογικούς Διαλόγους με τους ετεροδόξους. Τρίτον, παρουσιάζονται τα προβλήματα που αναφύονται στους Διαλόγους σε βάρος της ορθοδόξου Παραδόσεως. Τέταρτον, καταγράφεται και η στρατηγική που πρέπει να εφαρμόζεται από ορθόδοξου πλευράς κατά την πορεία των Διαλόγων.
Στην συνέχεια θα τονίσω μερικά σημεία που θεωρώ ότι είναι σημαντικά για να κατανοήσουμε το θέμα του διαλόγου με τους Ρωμαιοκαθολικούς.
1. Η ιστορία του Διαλόγου
Από το 1965, με την λήξη της Β’ Βατικανής Συνόδου, της συναντήσεως του Πάπα με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και της άρσεως των αναθεμάτων ή της ακοινωνησίας, άρχισε ο «Διάλογος της αγάπης» με πολλούς τρόπους, κυρίως με την επιστροφή λειψάνων, αρχής γενομένης από την επιστροφή της κάρας του Αγίου Ανδρέου στην Πάτρα.
Από το έτος 1980 άρχισε ο «θεολογικός διάλογος» μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών.
Το έτος 1979, πριν αρχίσει ο θεολογικός διάλογος, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ είπε σε Ρωμαιοκαθολικούς, μεταξύ των άλλων, τα ακόλουθα:
Ο διάλογος θα γίνη «επί ίσοις όροις». Οι δύο Εκκλησίες έχουν αυτοσυνειδησία της ταυτότητάς τους, της εκκλησιολογίας τους και της μυστηριακής δομής τους. Και οι δύο Εκκλησίες διακρίνονται από την αυτοσυνειδησία ότι συνεχίζουν αδιακόπως την ζωή της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.
Επειδή όμως υπάρχει διαίρεση σε ιστορική πραγματικότητα, γι’ αυτό ο διάλογος τοποθετείται μέσα στην προοπτική της αδιαίρετης προσχισματικής Εκκλησίας. Δεν πρόκειται για διάλογο «εις υπεροχήν» του ενός επί του άλλου, αλλά για διάλογο αδελφών Εκκλησιών για αποκατάστασιν της ενότητος.
Γι’ αυτό ο διάλογος θα γίνη από τα σημεία που ενώνουν τους Ορθοδόξους και τους Ρωμαιοκαθολικούς. Μέσα από τα σημεία αυτά θα εξετασθούν και τα σημεία που διαιρούν.
Άρχισε ο θεολογικός διάλογος πάνω στα θέματα τα οποία έχουν προσδιορισθή. Όπως έχει σημειωθή, μετά την έκδοση και του δευτέρου κειμένου (κείμενο Μπάρι) υπήρξε τέτοια ευφορία, ώστε καλλιεργούνταν η πεποίθηση ότι όλα βαίνουν καλώς, ότι επί τέλους αναπνέουμε με τους δύο πνεύμονες της Εκκλησίας.
Τα κείμενα στα οποία έγινε ο θεολογικός διάλογος είναι τα εξής:
α) «Το Μυστήριο της Εκκλησίας και της Ευχαριστίας υπό το φως του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος» (Μόναχον 1982).
β) «Πίστις, μυστήρια, ενότης της Εκκλησίας» (Μπάρι 1987).
γ) «Το μυστήριο της Ιερωσύνης εν τη μυστηριακή δομή της Εκκλησίας και ιδία η σπουδαιότης της αποστολικής διαδοχής διά τον αγιασμόν και την ενότητα του Λαού του Θεού» (Νέο Βάλαμο 1988).
δ) «Εκκλησιολογικαί και κανονικαί συνέπειαι της μυστηριακής φύσεως της Εκκλησίας. Εκκλησιαστική κοινωνία, συνοδικότης και αυθεντία» (Ραβέννα 2007).
ε) Βρίσκεται σε εξέλιξη ο διάλογος για την «Συνοδικότητα και το Πρωτείο κατά την πρώτη χιλιετία» με το κείμενο του Κιέτι (2016) και επιδιώκεται η αντιμετώπιση των θεμάτων που αφορούν την οδό προς την ενότητα εν τη πίστει.
2. Παρατηρήσεις επί του διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών
Μελέτησα όλα τα κείμενα τα οποία μέχρι τώρα έχουν υπογραφή από τους εκπροσώπους των Εκκλησιών, και με πολλή συντομία θα καταγράψω μερικές από τις παρατηρήσεις μου.
Τον διάλογο αυτόν τον χειριζόταν μια μικρή ομάδα Αρχιερέων και θεολόγων καθηγητών, η οποία ενημέρωνε την Διαρκή Ιερά Σύνοδο. Η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν λάμβανε γνώση του διαλόγου. Στα 22 χρόνια της αρχιερατείας μου, μόνον δύο φορές ήρθε το θέμα στην Ιεραρχία, τον Οκτώβριο του 2004, που έγινε ενημέρωση επί των θεολογικών διαλόγων σήμερα από τον τότε Μητροπολίτη Αττικής Παντελεήμονα, και τον Οκτώβριο του 2009.
Νομίζω ότι δεν μπορεί να έχουμε ήσυχη την συνείδησή μας ότι ασχοληθήκαμε ως Ιεραρχία με το σοβαρό αυτό θέμα. Ασχοληθήκαμε με πολλά άλλα προβλήματα πρακτικής φύσεως, αλλά όχι με το σοβαρό αυτό θεολογικό και εκκλησιαστικό θέμα.
β) Ο διάλογος άρχισε στα «ενούντα» θέματα και διατυπώθηκε η άποψη ότι κατά την πορεία θα εξετασθούν και τα «διαιρούντα».
Είναι χαρακτηριστικό το κείμενο του Μονάχου το 1982 με θέμα «το Μυστήριο της Εκκλησίας και της Ευχαριστίας υπό το φως του Μυστηρίου της Αγίας Τριάδος». Το κείμενο αυτό έχει λανθασμένη θεολογική αρχή, γιατί η Εκκλησία έχει Χριστολογικό και όχι Τριαδολογική βάση, και διά του Χριστού μετέχουμε της ενεργείας του Τριαδικού Θεού. Άλλωστε, δεν μπορεί να καταργηθή η αποφατικότητα του Μυστηρίου της Αγίας Τριάδος και να τεθή η εσωτερική ζωή της Αγίας Τριάδος ως βάση για να ερμηνευθή η Εκκλησία και οι θεσμοί της.
Πέρα από αυτό, στο κείμενο γράφονται και πολλά λανθασμένα σημεία. Γράφεται σε ένα σημείο:
«Η παρούσα έκθεσις προσεγγίζει το μυστήριον της Εκκλησίας από μίαν μόνον πλευράν του, μίαν πλευράν όμως ιδιαιτέρως σημαντικήν εις τα πλαίσια της μυστηριακής προοπτικής των Εκκλησιών μας, ήτοι∙ το μυστήριον της Εκκλησίας και της Ευχαριστίας υπό το φως του Μυστηρίου της Αγίας Τριάδος. Μας είχε ζητηθή να εκκινήσωμεν από τα σημεία, τα οποία μας ενώνουν και, αναπτύσσοντας αυτά, να πλησιάσωμεν εκ των ένδον και προοδευτικώς όλα τα σημεία επί των οποίων δεν συμφωνούμεν.
Συντάσσοντες το κείμενον τούτο, επιθυμούμεν να δείξωμεν ότι διά της τοιαύτης ενεργείας μας εκφράζομεν από κοινού μίαν πίστιν, η οποία είναι η συνέχισις της πίστεως των Αποστόλων».
Έχω υπογραμμίσει δύο βασικά σημεία του κειμένου αυτού, ότι ο διάλογος γίνεται στα πλαίσια της μυστηριακής προοπτικής των Εκκλησιών μας, ότι ξεκινά ο διάλογος από τα σημεία που ενώνουν για να φθάσουν στα σημεία που μας χωρίζουν, αλλά συγχρόνως λέγεται ότι εκφράζουν και τα δύο μέρη, Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί, μία πίστη, η οποία είναι συνέχεια της πίστεως των αγίων Αποστόλων!
Ο Αριστοτέλης γράφει ότι το θεμέλιο των ανθρωπίνων γνώσεων είναι τα κατηγορήματα της ομοιότητος και της διαφοράς, αλλά και ο νόμος των αντιθέσεων, κατατάσσοντας τα πράγματα σε γένη και είδη. Τα κοινά σημεία μεταξύ των ανθρώπων και των ζώων είναι περίπου στο 85% . Όταν λοιπόν εξετάζουμε τους ανθρώπους και τα ζώα θα παραμείνουμε στα κοινά σημεία μεταξύ τους και δεν θα δούμε την διαφορά; Έπειτα τα κοινά σημεία μεταξύ όλων των ανθρώπων ανέρχονται στο ποσοστό 99,9%. Και όταν συγκρίνουμε τους ανθρώπους, θα δούμε μόνον τα κοινά σημεία, δεν θα δούμε την διαφορά τους στο 0,1%;
Θεωρώ ότι στον διάλογο αυτό δεν μελετήθηκαν καθόλοι οι θεολογικές διαφορές, όπως η αίρεση του filioque, πράγμα το οποίο θεωρείτο ως βασική διαφορά από τον 9ο μέχρι τον 19ο αιώνα, και η αίρεση του actus purus όπως φάνηκε στον διάλογο μεταξύ του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και των αντιησυχαστών και καταγράφεται στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας. Όχι μόνον δεν έγινε διάλογος για τις διαφορές, αντίθετα μάλιστα έγινε λόγος για «μυστηριακή προοπτική των Εκκλησιών μας» και ότι «εκφράζομεν από κοινού μίαν πίστιν, η οποία είναι η συνέχισις της πίστεως των Αποστόλων».
Ακόμη, στο κείμενο του Μονάχου του 1982 παρακάμφθηκε η συζήτηση πάνω στην αίρεση του filioque. Στο κείμενο αυτό γράφεται:
«Χωρίς να θέλωμεν να επιλύσωμεν ακόμη τας δυσκολίας, αι οποίαι υφίστανται μεταξύ Ανατολής και Δύσεως όσον αφορά εις την σχέσιν μεταξύ του Υιού και του Πνεύματος, δυνάμεθα ήδη να είπωμεν από κοινού ότι το Πνεύμα το οποίον εκπορεύεται εκ του Πατρός (Ιω. 15, 26), ως της μόνης πηγής εν τη Τριάδι, και το οποίον κατέστη το Πνεύμα της υιοθεσίας μας (Ρωμ. 8, 15) και διότι είναι επίσης και το Πνεύμα του Υιού (Γαλ. 4, 6), παρέχεται εις ημάς, ιδιαιτέρως εις την Ευχαριστίαν, διά του Υιού, εν τω οποίω αναπαύεται, τόσον εν χρόνω όσον και τη αιωνιότητι».
Είναι χαρακτηριστική η δήλωση την οποία έκανε ο τότε καρδινάλιος Ratzinger, μετέπειτα Πάπας σε συνέντευξή του, κρίνοντας το κείμενο του Μονάχου. Είπε ότι για το αν το Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα είτε από τον Πατέρα και τον Υιό «αυτό το πρόβλημα έχει αφεθεί στο περιθώριο, εφόσον αυτό το θέμα ήταν συνδεδεμένο με ένα ευρύ πεδίο βασικών προβλημάτων, στα οποία η Καθολική και η Ορθόδοξη Εκκλησία θα πρέπει να αντιμετωπίση η μία την άλλη».
Φαίνεται λοιπόν ότι η αντιμετώπιση του filioque παρακάμφθηκε και δεν συζητήθηκε.
γ) Από το 1982 στο Μόναχο της Γερμανίας επελέγη ως θέμα του Διαλόγου με τους Ρωμαιοκαθολικούς «το Μυστήριο της Εκκλησίας και της Ευχαριστίας υπό το φως του Μυστηρίου της Αγίας Τριάδος». Και ο διάλογος συνεχίσθηκε πάνω σε άλλες πτυχές του θέματος αυτού.
Αυτό το θεωρώ μεγάλο θεολογικό λάθος. Η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού και όχι εικόνα της Αγίας Τριάδος. Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ τόνιζε πάντοτε το Χριστολογικό στοιχείο της Εκκλησίας και της θείας Ευχαριστίας. Γνωρίζουμε τον Πατέρα διά του Χριστού εν Πνεύματι Αγίω, σύμφωνα με τον λόγο του Χριστού «ο εωρακώς εμέ, εώρακε τον Πατέρα» (Ιω. ιδ’, 9).
Γιατί, όμως, ξεκίνησε ο Διάλογος από το Μυστήριο της Εκκλησίας υπό το φως του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος;
Θεωρώ ότι αυτό το έκαναν για να φθάσουν στο Πρωτείο, ενώ δεν λύθηκαν τα άλλα σοβαρά θεολογικά λάθη, όπως το filioque και το actus purus. Αλλά και το Πρωτείο το βλέπουν οι δύο πλευρές διαφορετικά. Οι μεν Ρωμαιοκαθολικοί το βλέπουν μέσα από την ενότητα της ουσίας, οι δε Ορθόδοξοι μέσα από το πρόσωπο του Πατρός. Άλλωστε, αυτή ήταν μια από τις αποφάσεις της Β’ Βατικανής Συνόδου, ότι μεταξύ των βαπτιζομένων υπάρχει μια θεμελιώδης ενότητα, η κοινωνία communio, «η communio εκκλησιολογία, ή ευχαριστιακή κοινωνία», «εις τύπον της εικόνας της Τριάδος, εις τύπον της τριαδικής communio».
Πρόκειται για σοβαρά θεολογικά προβλήματα, γιατί έτσι καταργείται η αποφατικότητα του Τριαδικού Θεού. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς το έλεγε καθαρά: «Υπεράγνωστα και υπεράρρητά εστι και τα της ουσιώδους ενώσεως και τα της υποστατικής διακρίσεως και τα της αμιγούς παντάπασι και αφύρτου συμφυίας. Τοιαύτά δε εστίν, επεί και τελέως εστιν αμέθεκτα. Διό ουδ’ υπόδειγμα επί τούτων επί της κτίσεως ευρείν»
δ) Μελετώντας όλα τα κείμενα τα οποία έχουν συνταχθή, παρατηρούμε ότι υπάρχει μια συνεχής ροή μεταξύ τους, το ένα ακολουθεί το άλλο, είναι αλληλοκυλιόμενα, και το επόμενο προϋποθέτει το προηγούμενο.
Για παράδειγμα, στο Μόναχο το 1982 συζητήθηκε το μυστήριο της Εκκλησίας και της θείας Ευχαριστίας υπό το φως του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος. Στο Μπάρι το 1987 αναλύθηκε το θέμα πίστις, μυστήρια και ενότητα της Εκκλησίας. Στο Νέο Βάλαμο το 1988 προχώρησαν στο μυστήριο της Ιερωσύνης στην μυστηριακή δομή της Εκκλησίας και ιδιαιτέρως την σπουδαιότητα της αποστολικής διαδοχής. Στην Ραβέννα το 2007 υπέγραψαν κείμενο για τις εκκλησιολογικές και κανονικές συνέπειες της μυστηριακής φύσεως της Εκκλησίας, και συγκεκριμένα για την εκκλησιαστική κοινωνία και την συνοδικότητα και αυθεντία. Στην συνέχεια συζητείται το Πρωτείο του Πάπα στην πρώτη χιλιετία. Παρατηρεί κανείς με πολλή ευκολία ότι υπάρχει μία συνεχής πορεία των εκκλησιολογικών ζητημάτων σαν να υπάρχη ταυτότητα εκκλησιολογική και θεολογική μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων.
Μπορεί να σημειωθή ότι όταν τα κείμενα αυτά τα εξετάζη κανείς ως κείμενα που υπεγράφησαν μόνον από Ορθόδοξες Εκκλησίες, έχουν μια γενική σωστή κατεύθυνση. Όταν όμως υπογράφονται από Ορθοδόξους και Ρωμαιοκαθολικούς, στους οποίους υπάρχει μεγάλη διαφορά στην θεολογία και την εκκλησιολογία, τότε υπάρχει σοβαρότατο πρόβλημα. Και δεν μπορεί να ισχυρισθή κανείς ότι υπεχώρησαν οι Ρωμαιοκαθολικοί και προσχώρησαν στις ορθόδοξες απόψεις, γιατί τα κοινά κείμενα εύκολα αναιρούνται από τον Πάπα. Άλλωστε, όλα τα υπογραφέντα ακυρώνονται, όταν δεν υποχωρήση ο Πάπας στο πρωτείο.
Θα παραθέσω μερικές φράσεις από τα υπογραφέντα από κοινού κείμενα και στις οποίες φράσεις φαίνεται ότι δυστυχώς οι υπογράψαντες έχουν συνείδηση της ταυτότητας θεολογίας και εκκλησιολογίας, ενώ τόσο στην θεολογία, όσο και στην εκκλησιολογία υπάρχει μεγάλη διαφορά.
–«Το Σώμα Χριστού είναι εν» (κείμενο Μονάχου).
–«Η Τοπική Εκκλησία, η οποία τελεί την Ευχαριστίαν περί τον Επίσκοπον δεν είναι μέρος του Σώματος του Χριστού» (κείμενο Μονάχου).
–«Έκαστος οφείλει να αναγνωρίση εις τους άλλους, διά μέσου των τοπικών ιδιομορφιών, την ταυτότητα του Μυστηρίου της Εκκλησίας» (κείμενο Μονάχου).
–«Τα μυστήρια της Εκκλησίας είναι «μυστήρια πίστεως»» (κείμενο Μπάρι).
–«Παν μυστήριον της Εκκλησίας χορηγεί την Χάριν του Αγίου Πνεύματος» (κείμενο Μπάρι).
–«Τούτο (για την διατύπωση της πίστεως) απαιτεί όπως η θεολογία των «θεολογουμένων» τύχη σοβαράς εξετάσεως. Είναι επίσης αναγκαίον να διασαφηνισθή ποία συγκεκριμένη εξέλιξις επελθούσα εντός ενός τμήματος της χριστιανωσύνης θα ηδύνατο να θεωρηθή υπό του άλλου τμήματος ως θεμιτή εξέλιξις. Επί πλέον πρέπει να αναγνωρίσωμεν ότι συχνάκις η έννοια των λέξεων ήλλαξε κατά την ροήν του χρόνου» (κείμενο Μπάρι).
Επισημαίνω και πάλι ότι οι φράσεις αυτές όταν περιέχονται σε κείμενα που υπογράφωνται μόνον από Ορθόδοξες Εκκλησίες, μπορεί να γίνουν αποδεκτά, αλλά είναι απαράδεκτο να υπογράφωνται από ορθοδόξους και ετεροδόξους τέτοια κείμενα στα οποία λέγεται ότι ένα είναι το Σώμα του Χριστού, εννοώντας ότι και οι Ρωμαιοκαθολικοί ανήκουν στην μία Εκκλησία∙ ότι κάθε τοπική Εκκλησία (Ορθόδοξη και Ρωμαιοκαθολική) είναι η όλη Εκκλησία∙ ότι καθένας οφείλει να αναγνωρίζη στους άλλους την ταυτότητα του μυστηρίου της Εκκλησίας, έστω και αν υπάρχουν απλώς τοπικές ιδιομορφίες και όχι διαφορές στα δόγματα∙ ότι τα μυστήρια της Εκκλησίας είναι «μυστήρια πίστεως»∙ ότι κάθε μυστήριο της Εκκλησίας, ορθοδόξου και ετεροδόξου, ολοκληρωμένης ή ελλιπούς, χορηγούν την Χάρη του Αγίου Πνεύματος, και ότι υπάρχουν «θεολογούμενα» ζητήματα μεταξύ των τμημάτων της Χριστιανωσύνης που πρέπει να συζητηθούν μέσα στο πλέγμα της θεμιτής εξέλιξης και της αλλαγής των λέξεων στην πορεία του χρόνου!!!
[irp posts=”385913″ name=”Ορθόδοξη παράδοση ή πολυθρησκειακή σύγχυση; (ΒΙΝΤΕΟ)”]
Όλα αυτά είναι το λιγότερο απαράδεκτα.
ε) Ενώ κατά την πορεία την θεολογική του διαλόγου παρακάμφθηκαν οι σοβαρές θεολογικές διαφορές, εν τούτοις η μόνη διαφορά που ανέκυψε κατά την πορεία του διαλόγου είναι η Ουνία και αυτό το θέμα δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, μάλλον εξανάγκασε τους Ορθοδόξους να αποδεχθούν την συμμετοχή των Ουνιτών στον διάλογο.
Όταν διαβάση κανείς την ιστορία του ζητήματος, αυτό διαπιστώνει, ότι ναί μεν καταδικάσθηκε η Ουνία στο Freising το 1990 ως μέθοδος ενότητας που αντιβαίνει στην κοινή παράδοση των «δύο Εκκλησιών», αλλά η απόφαση αυτή δεν αναγνωρίσθηκε από το Βατικανό και μάλιστα στον Μπαλαμάντ το 1993 κατάφερε το Βατικανό, εκμεταλλευόμενο την απουσία εννέα Ορθοδόξων Εκκλησιών, μεταξύ των οποίων και της Εκκλησίας της Ελλάδος, να ανατρέψη τις αποφάσεις του Freising και να καταξιώση την ύπαρξη της Ουνίας.
Βέβαια, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν συμμετείχε στο Μπαλαμάντ και αντέδρασε για την Ουνία. Μάλιστα ο Πρόεδρος της Επιτροπής του διαλόγου μεταξύ ορθοδόξων και καθολικών, ο Αρχιεπίκοπος Αυστραλίας Στυλιανός έθεσε υπό αμφισβήτηση, κρίση και ψήφο την επίσημη απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Η Εκκλησία της Ελλάδος συνεδρίασε για την απόφαση του Μπαλαμάντ και εξέδωσε ένα σπουδαίο Συνοδικό Γράμμα που κρίνει την απόφαση του Μπαλαμάντ, όχι μόνον στο θέμα της Ουνίας, αλλά και στην απόφαση πλήρους κοινωνίας μεταξύ Ορθοδόξων και «Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας» με την αμοιβαία αναγνώριση της Ιερωσύνης και των υπ’ αυτών τελουμένων μυστηρίων.
Μεταξύ των άλλων γράφεται:
«Εις το εν Balamand συνταχθέν νέον κείμενον επιχειρείται κατά πρόληψιν και άνευ άρσεως των παραδεδομένων θεολογικών και εκκλησιολογικών διαφορών η πλήρης κοινωνία μεταξύ της ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας διά της αμοιβαίας αναγνωρίσεως της Ιερωσύνης και των υπ’ αυτών τελουμένων μυστηρίων. Η Μικτή Επιτροπή δηλαδή διά του περί της Ουνίας κειμένου εισηγείται αυθαιρέτως αφ’ ενός μεν την παραίτησιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας εκ της αποκλειστικής αυτοσυνειδησίας αυτής ως της μιάς, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, αφ’ ετέρου δε την αναγνώρισιν των ιδιοτήτων τούτων και εις την Ρωμαιοκαθολικήν Εκκλησίαν πριν ή διά του θεολογικού διαλόγου αποκαταστασθή η ενότης εις την ορθήν πίστιν».
Και το Συνοδικό Γράμμα καταλήγει:
«Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος θεωρεί το περί της Ουνίας κείμενον του Balamand ως απαράδεκτον εξ επόψεως ορθοδόξου, ως παντελώς ξένον προς την μακραίωνα ορθόδοξον παράδοσιν και ως αντίθετον προς πάσας τας επί του Διαλόγου μετά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αποφάσεις των Πανορθοδόξων Διασκέψεων. Τα αποσπασματικώς διατηρηθέντα εις το κείμενον τούτο ορθά στοιχεία περί της Ουνίας εξαφανίζονται εις την εκκλησιολογικώς συνεσκοτισμένην βάσιν αυτού και καθίστανται αδιάφορα διά τον Διάλογον και τας μελλοντικάς προοπτικάς αυτού. Η τοιαύτη αξιολόγησις του κειμένου περί της Ουνίας, κριθείσα αναγκαία διά τον καθησυχασμόν του φρονήματος του ευσεβούς πληρώματος της εν Ελλάδι εκκλησίας, γνωστοποιείται κατά τα παραδεδομένα τη Μητρί Εκκλησία, ίνα μη το κακόν χείρον γένηται».
Ύστερα από αυτά διερωτώμαι: Γιατί αγνοήθηκε αυτή η απόφαση και δεν παρεπέμφθη στην Ιεραρχία προς επικύρωση; Και γιατί εξακολουθούν πολλοί να ομιλούν για μυστήρια των ετεροδόξων, όταν δεν έχουν λυθή τα θεολογικά και εκκλησιολογικά προβλήματα και όταν δεν έχει αποκατασταθή η ενότητα στην ορθή πίστη;
Στον διάλογο που έγινε στην Βαλτιμόρη των ΗΠΑ το 2000 για την Ουνία οι συζητήσεις οδηγήθηκαν σε ουσιαστικό ναυάγιο. Εκεί αποκαλύφθηκε επιστολή του Πάπα Ιωάννου Παύλου Β’ στον Καρδινάλιο Cassidy που μεταξύ των άλλων έλεγε: «Διά την Καθολικήν Εκκλησίαν αι Ανατολικαί Καθολικαί Εκκλησίαι έχουν το αυτό κύρος (dignity) το οποίον έχουν και οι λοιπαί Εκκλησίαι, αι οποίαι ευρίσκονται εις πλήρη κοινωνία με τον Επίσκοπον της Ρώμης».
Οι αποκαλύψεις αυτές συνετέλεσαν στο να σταματήση ο διάλογος μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών και παραιτήθηκε ο Ορθόδοξος Συμπρόεδρος Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός.
Το 2003 νέος πρόεδρος από πλευράς του διαλόγου Ορθοδόξου Εκκλησίας ανέλαβε ο Περγάμου Ιωάννης, ο οποίος περιήλθε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες και αποφασίσθηκε πανορθοδόξως να συνεχισθή ο θεολογικός διάλογος μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών. Την περίοδο εκείνη ήμουν συνοδικός Αρχιερεύς και παρακολουθούσα το θέμα.
Πάντως, το 2005 η Εκκλησία της Ελλάδος αποφάσισε να συνεχισθή ο θεολογικός διάλογος, αλλά συγχρόνως τόνισε ότι «πρέπει οριστικά και απερίφραστα να καταδικασθή η Ουνία ως μέθοδος», «πρέπει οπωσδήποτε να συνεχισθεί η συζήτηση και επί του θέματος της Ουνίας, το οποίο ουδόλως έχει εξαντληθή». Η συζήτηση αυτή προς διευκόλυνση της πορείας του διαλόγου «μπορεί να διεξαχθεί εντός των πλαισίων της εκκλησιολογίας υπό το πρίσμα του πρωτείου».
Το σημαντικό είναι ότι γίνεται ο Διάλογος μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών και στην αντιπροσωπεία των Ρωμαιοκαθολικών, ενώ προηγουμένως συμπεριλαμβανόταν μόνον ένας Ουνίτης, τώρα συμπεριλαμβάνονται τέσσερεις Ουνίτες!! Έτσι, όχι μόνον το θέμα της Ουνίας δεν συζητήθηκε, αλλά είναι και παρόντες περισσότεροι Ουνίτες από προηγουμένως.
στ) Είναι σημαντικά όσα έγιναν λίγο πριν συγκληθή η θεολογική Επιτροπή Διαλόγου Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών στην Ραβέννα (8-15 Οκτ. 2007).
Ο Πάπας την 29η Ιουνίου 2007 εορτή των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου προσυπέγραψε κείμενο με τίτλο: «Απαντήσεις σε ερωτήσεις που αφορούν ορισμένες όψεις γύρω από την διδασκαλία περί Εκκλησίας». Μέσα στο κείμενο αυτό υπάρχουν απαράδεκτες θέσεις από πλευράς ορθοδόξου θεολογίας και εκκλησιολογίας.
Μεταξύ αυτών γράφεται ότι η «Καθολική Εκκλησία» είναι η μόνη αληθινή Εκκλησία, η οποία διατηρεί τα γνήσια στοιχεία, τα οποία καθόρισε ο Χριστός για την Εκκλησία, είναι η πραγματική και ορατή Εκκλησία εντός της ιστορίας, η οποία ιδρύθηκε από τον Χριστό στην γη∙ η μόνη Εκκλησία είναι αυτή που διοικείται από τον Πάπα, τον διάδοχο του Πέτρου, και τους Επισκόπους που βρίσκονται σε κοινωνία με αυτόν∙ οι άλλες Εκκλησίες έχουν «εκκλησιολογικό έλλειμμα»∙ υπάρχει πλήρης ταύτιση της Εκκλησίας του Χριστού με την «Καθολική Εκκλησία», ενώ οι άλλες Εκκλησίες έχουν μόνον κάποια στοιχεία εκκλησιαστικότητας∙ η κοινωνία των Επισκόπων με τον διάδοχο του Πέτρου είναι η ουσιαστική προϋπόθεση με την οποία οριοθετούνται όλες οι εκκλησιαστικές δομές και περιγράφονται οι εσωτερικές αρχές και οι όροι για κάθε «ιδιαίτερη Εκκλησία» και την «Καθολική Εκκλησία».
Η Συνοδική Επιτροπή Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών σχέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος με απόφασή της την 5-10-2007 εξέφρασε τις επιφυλάξεις της και έκανε κριτική στις απόψεις αυτές.
Επομένως, αυτά που είπε ο Πάπας είναι ανακόλουθα με τα επίσημα κείμενα της Μικτής Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, όπως φαίνεται στα κείμενα, τα οποία έχουν μέχρι τώρα υπογραφή. Αυτό σημαίνει ότι γίνονται θεολογικοί διάλογοι, υπογράφονται τα κείμενα, αλλά ο Πάπας μέσα στην προοπτική ότι αυτός υπέρκειται και των Οικουμενικών Συνόδων, δεν είναι μέλος της Συνόδου, ο Πάπας δεν ελέγχεται από την Σύνοδο, αλλά την ελέγχει και οι αποφάσεις της Συνόδου είναι απλώς εισηγητικά κείμενα.
Μέσα από αυτές τις προϋποθέσεις, πως μπορεί κανείς να είναι σίγουρος για την εξέλιξη του διαλόγου; Και πως μπορεί κανείς να εμπιστευθή τους επισκόπους και τους θεολόγους που συμμετέχουν σε τέτοιο διάλογο, και καταρτίζονται τα κείμενα με την αρχή του ad referendum (προς έγκριση από τις Τοπικές Εκκλησίες) και όμως ούτε έρχονται για την έγκρισή τους στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος αλλά συγχρόνως τίθενται υπό την αμφισβήτηση του Πάπα.
ζ) Το σημαντικό όμως της υποθέσεως είναι ότι στην Γ’ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στο Σαμπεζύ το 1986 ετοιμάσθηκε το κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον». Στο κείμενο αυτό γινόταν λόγος για τους διαλόγους της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους Ρωμαιοκαθολικούς, όπως και με τους άλλους Χριστιανούς.
Στο κείμενο αυτό γράφονταν τα θεολογικά θέματα που δυσχέραιναν τον διάλογο, όχι μόνον τα ενούντα αλλά και τα διαιρούντα στον χώρο της εκκλησιολογίας, θέματα μεθοδολογικά, όπως επίσης ότι και η Ουνία πρέπει να εξετασθή ως εκκλησιολογική προτεραιότητα. Μεταξύ των άλλων γραφόταν στο κείμενο αυτό: «Η Διάσκεψις εισηγείται την επιλογήν των εφεξής θεμάτων διά τον Διάλογον ουχί απλώς και μόνον εκ των «ενούντων» τας δύο Εκκλησίας, αλλά και εκ των «χωριζόντων» αυτάς, ιδίως εκ του χώρου της Εκκλησιολογίας».
Όμως, μετά την αναθεώρηση και επικαιροποίηση των κειμένων που έγιναν από την Ε’ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στο Σαμπεζύ το 2015 διεγράφησαν όλα αυτά τα θετικά σημεία και σχηματίσθηκε ένα νέο κείμενο που δεν αναφέρεται καν που βρίσκεται σήμερα ο διάλογος μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και Ρωμαιοκαθολικών και πως θα συνεχισθή.
Στην «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο» της Κρήτης δινόταν η ευκαιρία να ενημερωθούμε που ακριβώς βρίκεται αυτός ο διάλογος, να εγκριθούν ή μη τα έως την εποχή εκείνη υπογραφέντα από τους αντιπροσώπους των Εκκλησιών κείμενα και να αποφασισθή η περαιτέρω πορεία.
Όμως δεν έγινε τίποτε πάνω στα ζητήματα αυτά, μάλιστα δε αποφασίσθηκε να γραφή «ετερόδοξες Εκκλησίες», οπότε τίθενται πάρα πολλά ερωτήματα: Ισχύουν τα έως τώρα υπογραφέντα κείμενα; Με ποια εξουσιοδότηση θα συνεχισθή ο διάλογος και από ποιο σημείο; Ποια είναι τα θέματα που μας χωρίζουν από τους Ρωμαιοκαθολικούς; Και πολλά παρόμοια ερωτήματα.
3. Συμπεράσματα
Ύστερα από τα ανωτέρω που παρουσιάσθηκαν με μεγάλη συντομία, θεωρώ ότι ο διάλογος μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών πάσχει στην βάση του.
Κατ’ αρχάς δεν υπάρχει ενότητα μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών και ανέκυψαν και ανακύπτουν ενδορθόδοξα σοβαρά προβλήματα.
Έπειτα, γίνεται διάλογος από τους εκπροσώπους της Εκκλησίας μας, χωρίς τα αποτελέσματα των διαλόγων να τίθενται στην Ιεραρχία της Εκκλησίας για έγκριση ή μη.
Επί πλέον, παραγνωρίσθηκε η αναγκαία εκκλησιολογική βάση ότι η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού, και αντίθετα την θέτει «υπό το φως της Αγίας Τριάδος», που εξυπηρετεί οικουμενιστικούς σκοπούς.
Ακόμη τα κείμενα τα οποία έχουν υπογραφή είναι απαράδεκτα από πλευράς θεολογίας και εκκλησιολογίας, όταν υπογράφωνται ταυτοχρόνως από Ορθοδόξους και Ρωμαιοκαθολικούς, ενώ μεταξύ των δύο υπάρχει διαφορετική εκκλησιολογία και δεν δεσμεύεται ο Πάπας, ο οποίος είναι υπεράνω των Οικουμενικών Συνόδων και τις αποφάσεις τους τις θεωρεί ως εισηγητικά κείμενα. Καθώς επίσης υφίστανται σοβαρές αιρέσεις, όπως το filioque και το actus purus, τα οποία δεν μπορεί να παραθεωρηθούν.
Τέλος, ο διάλογος αυτός είναι ατελέσφορος και φυσικά επικίνδυνος, γιατί στο τέλος θα γίνη ο,τι θέλει ο Πάπας με την δύναμη που κατέχει, την θέση την οποία έχει, ότι είναι διάδοχος κατευθείαν του Αποστόλου Πέτρου και όχι του προκατόχου του και υπέρκειται όλων των Επισκόπων και αυτών των Οικουμενικών Συνόδων, αλλά και την αδυναμία των εκπροσώπων των Ορθοδόξων Εκκλησιών να εκφρασθούν κατά τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και την διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, ιδιαιτέρως του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Νομίζω ότι χωρίς γνώση της θεολογίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, κορυφαίου Πατρός της Εκκλησίας, δεν μπορεί να γίνη κανένας θεολογικός διάλογος. Και αυτό συνιστά το έλλειμμα του θεολογικού διαλόγου της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους ετεροδόξους Χριστιανούς.