του μητροπολίτη Σύρου κ. Δωρόθεου
(από το Σαββατιάτικο ένθετο της εφημερίδας «Δημοκρατία» για την Ορθοδοξία)
Οταν κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα άρχισαν να αναπηδούν εθνοφυλετικοί διαχωρισμοί στα Βαλκάνια και, ως εκ τούτων, να δημιουργούνται Σχίσματα στους κόλπους της, η Εκκλησία προέβη σε μια πράξη ελευθερίας και προοδευτισμού, που θα ζήλευαν και οι μεγαλύτερες κοσμικές επαναστάσεις της Ιστορίας.. Συγκεκριμένα, με τον κβ’ Ορο τής εν Κωνσταντινουπόλει Τοπικής Συνόδου του 1872 καταδίκασε τον εθνοφυλετισμό ως αίρεση, σε μια εποχή, μάλιστα, κατά την οποία η «αρχή των εθνοτήτων» οδηγούσε τους λαούς σε πολέμους και σπαραγμούς! Η συνοδική αυτή απόφαση έθεσε ως κριτήριο και προϋπόθεση της αληθινής και γνήσιας χριστιανικότητας την αγάπη, τονίζοντας ότι «είσαστε φίλοι μου, αν αγαπάτε αλλήλους»!
Αποτελεί ιστορική αλήθεια ότι σε κάθε κοινωνία που διέρχεται οικονομική, κοινωνική, πνευματική, ηθική και πολιτική κρίση αναζητούνται εξιλαστήρια θύματα ως άλλοθι της κακοδαιμονίας της και αμνήστευση των λαθών της, με αποτέλεσμα να βυθίζεται στο σκοτάδι της μισαλλοδοξίας και να πνίγεται στο πέλαγος της βίας, του διχασμού και της τρομοκρατίας, όπως συνέβη στη Γερμανία τη δεκαετία του ’30 με τα γνωστά απεχθή και φρικαλέα αποτελέσματα.
Καθώς η πατρίδα μας διέρχεται μια ανάλογη, τηρουμένων των αναλογιών, κατάσταση, παράλληλα με τα άλλα προβλήματα κοινωνικής παθογένειας που δημιουργούνται, παρατηρείται και μια έξαρση φαινομένων ρατσισμού και μισαλλοδοξίας που ναρκοθετούν την κοινωνική ειρήνη και συνοχή και απειλούν την ομαλή πορεία της προς την πρόοδο και τη δημιουργία.
Κατά ταύτα, η συνετή και προσεκτική αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων από τη συντεταγμένη Πολιτεία, με πλήρη σεβασμό στην ελευθερία και τη δημοκρατία, αποτελεί ουσιαστικά πράξη αυτοσυντήρησης και επιβίωσης.
Φυσικά, μόνο η υπέρβαση της κρίσης και η έξοδος από τα σημερινά αδιέξοδα μπορούν να εγγυηθούν τη μακροπρόθεσμη και ασφαλή εξάλειψη ή, έστω, περιθωριοποίηση του αντιχριστιανικού και αντιανθρώπινου φαινομένου του ρατσισμού.
Προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται ότι κινείται η σημερινή κυβέρνηση, η οποία, παράλληλα με την αντιμετώπιση των φλεγόντων οικονομικών προβλημάτων, φέρεται να συζητά και να ετοιμάζεται να φέρει στη Βουλή προς συζήτηση και ψήφιση τον λεγόμενο νόμο «Περί εχθροπάθειας», τον γνωστό με τον όρο «αντιρατσιστικός νόμος».
Προτού όμως καταστούν επακριβώς γνωστά τα άρθρα και οι προβλέψεις του, προκαλούνται αντιδράσεις, δικαιολογημένες ίσως, από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της κρίσης και της καχυποψίας.
Ισως όμως θα πρέπει να είμαστε περισσότερο συγκρατημένοι και λιγότερο βιαστικοί στις κρίσεις και τις ενέργειές μας, αναμένοντας τις ακριβείς προβλέψεις του σχετικού νόμου, χωρίς εκ των προτέρων να υποπτευόμεθα ή να φοβούμεθα ότι η κυβέρνηση και η Βουλή των Ελλήνων, πολλά μέλη των οποίων έχουν αναγνωρίσει και δημοσίως το μεγάλο κοινωνικό έργο της Εκκλησίας, απεργάζονται σχέδια ελέγχου, περιορισμού και ποινικοποίησης της γνήσιας ορθόδοξης χριστιανικής παραδόσεως, σκέψεως και εκφράσεως!
Καθώς η ομόνοια, η ομοψυχία και η εθνική ενότητα είναι τα μόνα στοιχεία που μπορούν να θωρακίσουν τον λαό μας και να του δώσουν τη δύναμη και την αγωνιστικότητα να ξεπεράσει και τις σημερινές δυσμενενέστατες, όντως, συγκυρίες, οφείλουμε όλοι, και η Εκκλησία, να κάνουμε το παν ώστε να τα διαφυλάξουμε.
Αλλά, και αν ακόμα επαληθευθούν οι διατυπούμενοι φόβοι, «στώμεν καλώς»!
Η Εκκλησία, συντεταγμένη, θα αναλάβει και πάλι τον σωστικό της ρόλο και θα αρθρώσει τον προφητικό της λόγο ενώπιον παντός επιβουλευομένου την αλήθεια και την ελευθερία της.