ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΒΕΡΟΙΑΣ: Τo βράδυ της Τρίτης, 25ης Μαρτίου, η Χριστιανική Ένωση Βεροίας διοργάνωσε εκδήλωση για τον εορτασμό της εθνικοθρησκευτικής εορτής και παρουσίασε το θεατρικό έργο «Ο Γέρος του Μωριά», αφιερωμένο στη ζωή και τη δράση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Την εκδήλωση τίμησε με την παρουσία του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων, ο οποίος στον χαιρετισμό του συνεχάρη τους διοργανωτές και ανέφερε:
Εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου σήμερα για όλους τους Ορθοδόξους, αλλά για μας τους Έλληνες η εορτή είναι διπλή. Γιατί μαζί με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου εορτάζουμε και τον ευαγγελισμό του Έθνους μας, την έναρξη της επαναστάσεως των πατέρων μας εναντίον των Τούρκων που καταδυνάστευαν την πατρίδα μας για πέντε σχεδόν αιώνες και δεν μας άφηναν να λατρεύουμε ελεύθερα τον Χριστό και την Παναγία Μητέρα του αλλά και να μαθαίνουμε την ελληνική γλώσσα και την ιστορία του Γένους μας.
Στον αγώνα που ξεκίνησαν οι πρόγονοί μας από το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας με την ευλογία του ηρωικού επισκόπου των Παλαιών Πατρών Γερμανού, αγωνίσθηκαν πολλοί, όλοι οι Έλληνες, θα μπορούσαμε να πούμε, ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Υπήρξαν όμως και κάποιοι, αρκετοί, που πρωταγωνίστησαν και διακρίθηκαν στον μεγάλο και δύσκολο αγώνα «γιά του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία».
Ένας από αυτούς ήταν και ο σπουδαίος και χαρισματικός αγωνιστής και στρατηγός της Ελληνικής Επαναστάσεως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο «Γέρος του Μωριά», που τόσο ωραία μας παρουσιάσατε απόψε στη θεατρική σας παράσταση, που συνοδεύσατε με επίκαιρα εορταστικά τραγούδια.
Γι᾽ αυτό και θα ήθελα να συγχαρώ ιδιαιτέρως όλους τους συντελεστές της εορταστικής αυτής εκδηλώσεως και για την πρωτοβουλία και για τον κόπο και για τα σημαντικά μηνύματα που μας μεταφέρατε από τη ζωή του μεγάλου αυτού ήρωα της Ελληνικής Επαναστάσεως, ο οποίος δεν διέθετε μόνο για γενναία και ηρωική ψυχή αλλά και μία ψυχή γεμάτη από πίστη στον Χριστό, πίστη στην Υπεραγία Θεοτόκο, την Υπέρμαχο Στρατηγό του Γένους μας.
Γιατί δεν θα πρέπει να το ξεχνάμε, όσο και εάν πολλοί θέλουν να μας κάνουν να το ξεχάσουμε, θέλουν, αν δεν το έχουν κάνει ήδη, να το διαγράψουν από τα βιβλία της ιστορίας μας· θέλουν να ξεχάσουμε τη σημασία που είχε η πίστη και η Εκκλησία στη διατήρηση της ελληνικής συνειδήσεως και του πόθου για την ελευθερία, αλλά και για την ελληνική επανάσταση.
Ό,τι και εάν λέγουν κάποιοι σχετικά με τον τόπο και τον χρόνο της ενάρξεως της Επαναστάσεως του 1821, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η ευλογία που έλαβαν οι οπλαρχηγοί από τον Παλαιών Πατρών Γερμανών ανήμερα της εορτής του Ευαγγελισμού είχε και πρακτικό και συμβολικό χαρακτήρα και έστελνε το μήνυμα της ενότητος, υπό την ευλογία του Θεού και της Υπεραγίας Θεοτόκου, στον δίκαιο αγώνα των Ελλήνων, ο οποίος θα ήταν με τη χάρη της Υπερμάχου Στρατηγού νικηφόρος.
Αναφερόμενος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στα Απομνημονεύματά του στις προετοιμασίες που γινόταν στην Καλαμάτα και στις γύρω περιοχές λίγο πρίν από την έναρξη της Επαναστάσεως, γράφει: «τούς έλεγα να είναι έτοιμοι την ημέρα του Ευαγγελισμού».
Αυτή η φράση είναι η απάντηση σε εκείνους που αμφισβητούν ότι οι αγωνιστές του 1821 είχαν καθορίσει ως ημέρα ενάρξεως της επαναστάσεως την ημέρα του Ευαγγελισμού, τη μεγάλη αυτή εορτή της χριστιανοσύνης.
Η πίστη στον Θεό αλλά και στην επιτυχία της επαναστάσεως που ξεκινούσαν οι Έλληνες, χωρίς να έχουν τα απαραίτητα μέσα απέναντι στον πάνοπλο στρατό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ήταν από τα χαρακτηριστικά του Γέρου του Μωριά.
Έτσι σκεφτόταν και έτσι αντιμετώπιζε την Επανάσταση ο γενναίος αυτός αρχιστράτηγος του αγώνα, που δεν στήριζε την επιτυχία του στα όπλα και στα χρήματα, αλλά στη δύναμη της ψυχής και στην πίστη στον Θεό.
Η πίστη του είναι διάχυτη και στα Απομνημονεύματά του. Συχνά χρονολογεί τα γεγονότα αναφέροντας το όνομα του αγίου που εόρταζε, και ακόμη δεν είναι λίγες οι φορές που μνημονεύει επισκέψεις του σε μοναστήρια και προσκυνήματα και εκφράζει την πίστη του στα θαύματα.
Όταν ήρθε στην Πελοπόννησο από τη Ζάκυνθο, τον Ιανουάριο του 1821, για να ξεκινήσει την επανάσταση, άρχισε το έργο του με προσευχή. Διηγείται ο ίδιος:
«Ήταν μια εκκλησία εις τον δρόμον, η Παναγία στο Χρυσοβίτσι … Σίμωσα, έδεσα το άλογό μου σ’ ένα δένδρο, μπήκα μέσα και γονάτισα. Παναγιά μου, είπα απ’ τα βάθη της καρδιάς μου, και τα μάτια μου δάκρυσαν. Παναγιά μου, βοήθησε και τούτη τη φορά τους Έλληνες να ψυχωθούν. Έκανα τον Σταυρό μου, ασπάσθηκα την εικόνα της, βγήκα από το εκκλησάκι, πήδηξα στο άλογό μου κι έφυγα. Σε λίγο μπροστά μου ξεπετάγονταν οκτώ αρματωμένοι, ο εξάδελφός μου ο Αντώνης Κολοκοτρώνης, και επτά ανήψια του. «Κανείς δεν είναι στην Πιάνα», μού είπε ο Αντώνης. «Ούτε στην Αλωνίσταινα. Είναι φευγάτοι». «Άς μην είναι κανείς» αποκρίθηκα. «Ο τόπος σε λίγο θα γεμίσει παλλικάρια», όπως και έγινε.
Η πίστη του στον Θεό τον έκανε και ανεξίκακο, όπως παρατηρεί ο Παναγιώτης Σούτσος, σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε όχι μόνο συγχώρησε αλλά και φιλοξένησε, δειπνώντας στο ίδιο τραπέζι μαζί του, αυτόν που είχε σκοτώσει τον αδελφό του κατ᾽ εντολή των Τούρκων. Μάλιστα όταν η μητέρα του, κατάλαβε από το ρούχο του δολοφονημένου παιδιού της ποιος ήταν αυτός, με τον οποίο συνέτρωγε, ξέσπασε σε κλάματα, ο Γέρος του Μωριά της είπε: «Σώπασε, μάνα, εγώ τον συγχώρεσα και αυτό είναι το καλύτερο μνημόσυνο για τον αδελφό μου».
Και όταν, μετά το τέλος της επαναστάσεως, ο Κολοκοτρώνης κατηγορήθηκε άδικα και καταδικάσθηκε σε θάνατο, δεν διαμαρτυρήθηκε. Μάλιστα τη στιγμή που ακούσθηκε η απόφαση ο εξάδελφός του, που ήταν παρών, δάκρυσε, αλλά ο Κολοκοτρώνης, που ήξερε ότι ό,τι είχε κάνει το είχε κάνει για το καλό του Έθνους, γύρισε προς τον εξάδελφό του και του είπε: «ξάδελφε, ντροπή!».
Αυτός ο γενναίος στρατηγός ομολογούσε παντού και πάντοτε την πίστη του στον Θεό και τόνιζε τη σημασία της πίστεως στον αγώνα για την ελευθερία του Γένους από τον τουρκικό ζυγό. Την τόνισε μάλιστα ιδιαιτέρως και στους μαθητές Γυμνασίου, στους οποίους τον κάλεσαν να ομιλήσει στις 7 Οκτωβρίου του 1838, λέγοντας ότι, όπως ο Χριστός δεν επέλεξε σοφούς ως μαθητές του αλλά απλούς και ταπεινούς χωρικούς και ψαράδες και αυτοί με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος κατόρθωσαν όχι μόνο να διδάξουν την πίστη αλλά και να την στερεώσουν, ώστε να παραμένει μέχρι σήμερα, έτσι και οι Έλληνες, όταν αποφάσισαν να επαναστατήσουν εναντίον του κατακτητού.
«… Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση», λέγει ο Κολοκοτρώνης, «δέν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχουμε άρματα … αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτόν τον σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.
… Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες Τούρκους εμπρός, και ένα καράβι μιάν αρμάδα».
Παράλληλα όμως ο Κολοκοτρώνης τόνιζε και την αναγκαιότητα της ενότητος των Ελλήνων και της μεταξύ τους ομονοίας. Γι᾽ αυτό και κλείνοντας τον λόγο του συστήνει στους μαθητές: «Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· καί, διά να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, τη θρησκεία … και την φρόνιμον ελευθερία».
Στις ημέρες μας ακούμε πολλά. Ακούμε διάφορες συστάσεις και παροτρύνσεις για το τι πρέπει να κάνουμε και για το πως πρέπει να συμβάλουμε στην εξέλιξη και την πρόοδο της πατρίδας μας. Και μπορεί πολλές από αυτές να είναι και χρήσιμες και ωφέλιμες και σκόπιμες. Αλλά θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και να εξετάζουμε σε τι ακριβώς μας οδηγούν όλα αυτά. Μάς οδηγούν σε αληθινή πρόοδο η μήπως μας οδηγούν, με το επιχείρημα μιάς δήθεν σύγχρονης κοινωνίας, στην απομάκρυνση από την εθνική μας ταυτότητα, από την πίστη μας, από τις παραδόσεις του Γένους μας, από τις αρχές και τις αξίες, με βάση τις οποίες επέζησε ο Ελληνισμός μέσα σε τόσες δυσκολίες.
Άς έχουμε πάντοτε κατά νούν τα λόγια του μεγάλου ήρωος της Ελληνικής Επαναστάσεως που τιμήσαμε απόψε, γιατί ισχύουν και σήμερα και στην εποχή μας που είναι τόσο κρίσιμη και τόσο ταραγμένη. Άς επιδιώκουμε πάντοτε να έχουμε ομόνοια μεταξύ μας, η οποία αποτελεί και το θεμέλιο της προόδου και της επιτυχίας των στόχων μας ως Έθνους. Και άς διατηρούμε μέσα μας ακλόνητη την πίστη στον Θεό, γιατί χάρη σ᾽ αυτή και χάρη στη βοήθεια της Υπεραγίας Θεοτόκου είμαστε σήμερα ελεύθεροι και μπορούμε να τιμούμε και την Παναγία μας και όσους αγωνίσθηκαν και θυσιάσθηκαν για την ελευθερία μας.