ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΜΟΥ ΕΥΣΕΒΙΟΣ: Αγαπητοί μου Αδελφοί, ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Του Μητροπολίτη Σάμου και Ικαρίας κ. Ευσεβίου
Κέντρο της ζωής της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας είναι η θεία Λειτουργία.
Ευθύς εξ αρχής οι Άγιοι Απόστολοι συγκεντρώνονταν μαζί με τα μέλη της πρώτης Εκκλησίας, κατά το πρότυπο του Μυστικού Δείπνου και αφού κήρυτταν τον λόγο του Θεού τελούσαν την Θεία Ευχαριστία. Συνδυάζοντας δε την φιλοξενία, ως χαρακτηριστικό γνώρισμα των Χριστιανών, ή συνέτρωγαν όλοι μαζί ή διαμοίραζαν τρόφιμα και άλλα αναγκαία στους έχοντες ανάγκη, με πρώτους τις χήρες και τα ορφανά, για την μέριμνα των οποίων γίνεται λόγος και στις Πράξεις των Αποστόλων (βλ. θ΄ 39), στην Α΄προς Τιμόθεον επιστολή του Αποστόλου Παύλου (ε΄3), αλλά και την Καθολική (προς όλους) επιστολή του Ιακώβου (α΄29).
Επειδή όμως τα προβλήματα από τις ανθρώπινες μικρότητες ποτέ δεν έλλειψαν, ούτε από τους Χριστιανούς, μάλλον δε σε αυτούς ξεσηκώνονται πιο πολύ από τον διάβολο, δημιουργώντας συχνά ταραχές και ακαταστασίες, οι Άγιοι Απόστολοι αποφάσισαν από κοινού να προτείνουν στους Χριστιανούς, να εκλέξουν επτά άνδρες τους οποίους τους χειροτόνησαν Διακόνους, ώστε να επιστατούν στην διακονία των τραπεζών, δηλαδή τα κοινά δείπνα των χριστιανικών αγαπών και να φροντίζουν για την δίκαιη διανομή των υλικών αγαθών, με σκοπό την αποφυγή ερίδων και σκανδαλισμού, με τα οποία χαίρεται μόνο ο εχθρός της Εκκλησίας και οι ακόλουθοί του.
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ο οποίος είναι ο συγγραφέας του βιβλίου των Πράξεων των Αποστόλων επισημαίνει με έμφαση, ότι οι Άγιοι Απόστολοι επέλεξαν να χειροτονήσουν τους επτά Διακόνους για την διακονία των κοινών δείπνων, διότι, όπως είπαν στα μέλη της Εκκλησίας: «δεν αρέσει ούτε στον Θεό, ούτε και σ’ εμάς να εγκαταλείψουμε τον λόγο του Θεού και να υπηρετούμε τα τραπέζια των φαγητών…εμείς θα επιμείνουμε καρτερικά στην προσευχή και στη διακονία του Λόγου» (βλ. Πραξ. στ΄ 2-3), δηλαδή στην τέλεση της θείας Λειτουργίας και τη διακονία του κηρύγματος του λόγου του Θεού.
Η προτεραιότητα, την οποία έδωσαν οι Άγιοι Απόστολοι, στην λειτουργική προσευχή και στο κήρυγμα, δεν σημαίνει ασφαλώς την υποτίμηση του έργου της διακονίας των υλικών αναγκών των ανθρώπων. Καταδεικνύει όμως την ιεράρχηση δύο, θα μπορούσαμε να ‘πούμε, ιερών διακονιών, οι οποίες αποτελούσαν εντολή του Ίδιου του Κυρίου. Μπροστά στη διακονία των τραπεζών των δείπνων της αγάπης, ασυγκρίτως ανώτερη και αναντίρρητα υψηλότερη και ιερώτερη είναι η τέλεση τη θείας Λειτουργίας και το κήρυγμα του θείου Λόγου. Και τούτο διότι τα κοινά δείπνα αφορούν στον χορτασμό και την αύξηση του σώματος, ενώ η θεία Λειτουργία και το θείο κήρυγμα αφορούν στην πνευματική τροφοδοσία και την κατά Χριστόν αύξηση του ανθρώπου, διά του άρτου της θείας Ευχαριστίας, ο Οποίος κατέβηκε από τον ουρανό, όπως ο Ίδιος ο Χριστός ονομάζει τον Εαυτό Του στο 6ο κεφάλαιο του Ιωάννου και διά του λόγου της ζωής, όπως και πάλι ο Ιωάννης αναφέρει στην Α΄ Καθολική Επιστολή του (βλ. α΄2).
Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού και γι’ αυτό πρωτίστως είναι θεσμός πνευματικής τάξεως. Συγκροτεί δε τα μέλη Της μέσα από την λατρευτική ζωή, με κέντρο την θεία Ευχαριστία και το κήρυγμα του θείου Λόγου, τα οποία ευθύς εξ αρχής είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Η διδασκαλία του λόγου του Θεού, ως απαραίτητο συστατικό της θείας Λειτουργίας, είναι αναγκαία για την κατήχηση του πληρώματος της Εκκλησίας. Γι αυτό δεν πρέπει να παραθεωρείται ως κάτι περιττό. Φέρουν μέγιστον της ευθύνης βάρος, όσοι αδιαφορούν, για το θείο κήρυγμα, το οποίο αποτελεί το κύριο έργο του Επισκόπου και την πρώτη ευθύνη, την οποία αναλαμβάνει ο Πρεσβύτερος με την χειροτονία του.
Η σημερινή ημέρα όμως εκτός από αυτές τις επισημάνσεις, προβάλλει ενώπιόν μας τα ιερά πρόσωπα των κηδευτών του Κυρίου, Ιωσήφ του από Αριμαθαίας και Νικοδήμου, του νυκτερινού μαθητή, μαζί με την χορεία των αγίων ενδόξων Μυροφόρων, οι οποίες περιστοίχιζαν και συντρόφευαν την Υπεραγία Θεοτόκο, ιδίως κατά τις στιγμές του φρικτού εκουσίου Πάθους του Κυρίου μας, με πρώτη, την αγία Μαρία την Μαγδαληνή.
Όλοι τους, άνδρες και γυναίκες, αψήφησαν τον κίνδυνο, που διέτρεχαν ακόμη και για την ζωή τους, και εξέφρασαν την έμπρακτη αγάπη τους στον Χριστό, διακονώντάς Τον, καθ’ ην στιγμήν οι Μαθητές Του κρύφτηκαν φοβούμενοι τον θυμό των Ιουδαίων. Η τόλμη και η γενναιότητά τους τονίζεται με έμφαση άμεσα και έμμεσα από τους ιερούς Ευαγγελιστές.
Όμως στην Ιστορία δεν έμειναν μόνο για την αδιαμφισβήτιτη ανδρεία τους, αλλά κυρίως για το γνήσιο χριστιανικό τους ήθος και το απαράμιλλο εκκλησιαστικό τους φρόνημα, εξαιτίας των οποίων πρόλαβαν, ας επιτραπεί η έκφραση, την απόφαση των Αγίων Αποστόλων, να επιμείνουν στην προσευχή και το κήρυγμα και να μην ασχοληθούν με τη διακονία των τραπεζών.
Δεν ήταν μόνο το ότι τόλμησαν να αποκαθηλώσουν και να ενταφιάσουν το Σώμα του Χριστού. Δεν ήταν μόνο το ότι έσπευσαν να αγοράσουν αρώματα για να επιτελέσουν τα νεκρικά τους έθιμα. Δεν ήταν μόνο το ότι υποτίμησαν κάθε κίνδυνο και απειλή.
Ήταν κυρίως το γεγονός, ότι αυτά τα προέκριναν εις βάρος της προετοιμασίας του πασχαλινού τους Τραπεζιού. Διότι τότε και ενώ οι Ιουδαίοι προετοιμάζονταν να εορτάσουν το Πάσχα τους, την μεγαλύτερη εορτή του εβραικού εορτολογίου, που τους θύμιζε την ελευθερία από την σκλαβιά της Αιγύπτου, ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος μαζί με τις Μυροφόρες γυναίκες, δεν ασχολήθηκαν με καμμία πασχαλινή προετοιμασία. Ούτε το πασχαλινό τραπέζι τους ετοίμασαν, ούτε για τις οικογένειές τους φρόντισαν να μαγειρέψουν, ούτε να είναι μαζί τους και να περάσουν οικογενειακά προτίμησαν, αλλά προέκριναν να διακονήσουν τον Χριστό κάι μάλιστα διακινδυνεύοντας την ζωή τους. Αφιέρωσαν τον χρόνο τους στην φροντίδα εκείνου του αχράντου Σώματος, το οποίο κόπηκε πάνω στον τίμιο Σταυρό για τις αμαρτίες μας και εκείνου του τιμίου Αίματος, το οποίο εκχύθηκε για να μας λυτρώσει από τον διάβολο και να μεταγγίζεται σε εμάς για να έχουμε ζωή και σωτηρία.
Αντί του εβραικού τους Πάσχα, διακόνησαν το Πάσχα της σωτηρίας μας και έτσι έγιναν διαπρύσιοι κήρυκες της Ανάστασης του Χριστού και χωρίς να το καταλάβουν ενδεχομένως, διά της ιεράς διηγήσεως των Ευαγγελίων έμειναν στην ιστορία, ως εκείνοι, οι οποίοι έκαναν πράξη λίγα χρόνια νωρίτερα, αυτό που διακήρυξαν οι Άγιοι Απόστολοι: «δεν αρέσει ούτε στον Θεό, ούτε και σ’ εμάς να εγκαταλείψουμε τον λόγο του Θεού και να υπηρετούμε τα τραπέζια των φαγητών…εμείς θα επιμείνουμε καρτερικά στην προσευχή και στη διακονία του Λόγου».
Αγαπητοί μου Αδελφοί,
Τόσο μέσα από το αποστολικό ανάγνωσμα, όσο και μέσα από την διήγηση του ιερού Ευαγγελίου έρχεται αβίαστα το συμπέρασμα, πως είναι αδήριτη ανάγκη να αναπτύξουμε μια ζωντανή σχέση με τον Χριστό, η οποία θα έρχεται σε συνέχεια του ήθους τόσο των Αγίων Αποστόλων, όσο και αυτών των αγίων ανθρώπων, των Κηδευτών του Κυρίου και των Μυροφόρων Γυναικών. Μια ζωή στην οποία θα προκρίνεται η διακονία του Χριστού, όχι μόνο μέσα από τα έργα αγάπης, αλλά κυρίως μέσα από την συμμετοχή μας στη θεία Λατρεία, μέσα από την συχνή θεία Κοινωνία, μέσα από την ακρόαση του θείου κηρύγματος και εν γένει της Ορθόδοξης Κατήχησης, ώστε να προαγόμαστε πνευματικά και να μην ενδιαφερόμαστε μονοδιάστατα για τις υλικές μας ανάγκες, προκρίνοντας εν τέλει τις υλικές απολαύσεις, εις βάρος της πνευματικής μας συγκρότησης.
Εάν βέβαια θέλουμε να ζούμε εν Χριστώ και σε αυτήν την πρόσκαιρη ζωή, αλλά και αιωνίως! Αμήν.