Toυ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέο
Λίγες µέρες πριν την σύγκληση της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας», όπως αυτή έχει χαρακτηρισθή τα τελευταία χρόνια,
έγραψα ένα άρθρο στο οποίο εξέθετα τις απόψεις µου για την Σύνοδο αυτή.
Κατά τον ίδιο τρόπο µετά την σύγκληση της Συνόδου θα καταγράψω τις
πρώτες παρατηρήσεις µου που είναι απόρροια όχι στοχασµων, αλλά ιδίας
αντιλήψεως, χωρίς να εξαντλώ το µεγάλο αυτό θεµα.
1. Η αποτίµηση του έργου των Συνόδων
Η «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» περάτωσε τις εργασίες της και
παρεπέµφθη στην ζωή της Εκκλησίας και την ιστορία της, όπου και θα κριθή.
Η ιστορία θα της δώση και την πραγµατική της ονοµασία, γιατί γνωρίζουµε
ότι µερικές Σύνοδοι, ενώ χαρακτηρίσθηκαν ως Οικουµενικές, απορρίφθηκαν
από άλλες µεταγενέστερες Συνόδους, καθώς επίσης άλλες Σύνοδοι, ενώ
συνεκλήθησαν ως Τοπικές, απέκτησαν οικουµενικό χαρακτήρα. Αυτό
οφείλεται στις αποφάσεις τις οποίες έλαβαν και στην αποδοχή τους ή µη από
το πλήρωµα της Εκκλησίας.
Γενικά, τις Συνόδους τις κρίνουν όσοι έχουν φωτισµένο νού και θεοπτική
εµπειρία, επειδή αυτοί αποτελούν την εγρηγορούσα συνείδηση της
Εκκλησίας, ως έχοντες «νούν Χριστού» (Α΄ Κορ. β΄, 16).
Μπορεί µερικοί να ειρωνεύωνται τα περί φωτισµου και θεώσεως, αλλά
στην πραγµατικότητα αυτή είναι η βάση της ορθοδόξου ζωής, όπως αναλύει
θεόπνευστα ο άγιος ∆ιονύσιος ο Αρεοπαγίτης στο κείµενο «περί εκκλησια-
στικής Ιεραρχίας» και επισηµαίνουν όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας.
Είναι διαπιστωµένο από όλη την ορθόδοξη βιβλικοπατερική παράδοση
ότι οι αυθεντικές προϋποθέσεις µιάς Συνόδου είναι η ησυχαστική-νηπτική
παράδοση των µελών της και η αυθεντική εµπειρική ζωή τους. Στην πρώτη
Αποστολική Σύνοδο στα Ιεροσόλυµα οι Απόστολοι είχαν την βεβαιότητα να
πούν: «έδοξε γαρ τω Αγίω Πνεύµατι και ηµιν» (Πραξ. ιε΄ , 28).
Καταλάβαιναν
την ενέργεια του Αγίου Πνεύµατος όχι στην λογική αλλά στην καρδιά, όπως
εκφράζει την εµπειρία αυτή ο Απόστολος Πέτρος, όταν γράφη: «ο κρυπτός της καρδίας
άνθρωπος εν τω αφθάρτω του πραέος και ησυχίου πνεύµατος, ο
εστιν ενώπιον του Θεού πολυτελές» (Α΄ Πετρ. γ΄ , 4).
Ο Απόστολος Παύλος στις επιστολές του γράφει για τους ανθρώπους
εκείνους που άγονται από το Άγιον Πνεύµα και αισθάνονται στην καρδιά την
κραυγή της υιοθεσίας, τους ψαλµούς και υµνους και τις πνευµατικές ωδές,
την συµµαρτυρία του Αγίου Πνεύµατος (Ρωµ. η΄ , 15-16, Γαλ. δ΄, 6. Εφ. γ΄, 16-
19. Εφ. ε΄ , 18-19. Κολ. γ΄ , 16).
Αυτήν την αποστολική εµπειρία του Αγίου Πνεύµατος είχαν οι άγιοι
Πατέρες, έστω η πλειοψηφία αυτών, που συµµετείχαν στις Οικουµενικές
Συνόδους, όπως καταγράφεται στον 1ο Κανόνα της Πενθέκτης Οικουµενικής
Συνόδου.
Στον Κανόνα αυτόν, αφού αναφέρονται «οι άγιοι και µακάριοι
Πατέρες», των έως τότε Οικουµενικών Συνόδων, στην συνέχεια γράφεται:
«πάντων των εν τη εκκλησία του Θεού διαπρεψάντων ανδρών, οι γεγόνασι
φωστήρες εν κοσµω λόγον ζωής επέχοντες, την πίστιν κρατείν βεβαίαν».
Όταν γράφεται ότι οι άγιοι Πατέρες ήταν «φωστήρες εν κοσµω», που είχαν
«λόγον ζωής», εννοείται ότι είχαν την φωτιστική και θεοπτική εµπειρία, και
αυτή είναι η βεβαία πίστη την οποία πρέπει να διαφυλάσσουµε και να
εφαρµόζουµε.
Αυτό είχε υπ’ όψη του ο π. Ιωάννης Ρωµανίδης και έγραφε:
«Η βασική προϋπόθεση όχι µόνον Οικουµενικών Συνόδων, αλλά και
Τοπικών Συνόδων είναι ότι, εκείνοι που συνεδριάζουν σε Τοπική Σύνοδο ή σε
Οικουµενική Σύνοδο, είναι άνθρωποι οι οποίοι τουλάχιστον βρίσκονται στην
κατάσταση του φωτισµου. Αλλά η κατάσταση του φωτισµου δεν αρχίζει όταν
πούν την εναρκτήριο προσευχή µιάς Οικουµενικής Συνόδου. ∆εν αρχίζει τότε
ο φωτισµος. Οπότε ορισµένοι φονταµελίστ Ορθόδοξοι, δεν ξέρω πως να το
περιγράψω, φαντάζονται τους ιστορικούς Επισκόπους σαν τους σηµερινούς
Επισκόπους, οι οποίοι ιδέα δεν έχουν από δογµατα, αλλά έχουν δογµατικούς
δίπλα τους, δηλαδή συµβούλους οι οποίοι αυτοί τους συµβουλεύουν επάνω
στα δογµατα».
Με αυτήν την έννοια κάθε Σύνοδος δεν υπέρκειται της Εκκλησίας, αλλά
εκφράζει την ζωή και το φρόνηµα της Εκκλησίας, δηλαδή την εµπειρία και
την θεολογία των Αγίων και κρίνεται από αυτούς. Άλλωστε, είναι γνωστός ο
λόγος του Αποστόλου Παύλου: «ουκ οίδατε ότι οι άγιοι τον κοσµον κρινούσι;»
(Α΄ Κορ. στ΄ 2). ∆ιαβάζοντας τα Πρακτικά των Οικουµενικών Συνόδων παρατηρούµε
παντού ότι χρησιµοποιείται η φράση «επόµενοι τοις αγίοις Πατράσι».
Οι Πατριάρχες της Ανατολής το 1848 τόνισαν ότι «ο υπερασπιστής της
θρησκείας εστιν αυτό το σωµα της Εκκλησίας, ήτοι αυτός ο λαός». Και,
φυσικά, µε την λέξη «λαός» δεν εννοείται ο κάθε άνθρωπος που προσπαθεί να
κρίνη τα πραγµατα µε την λογική και µε την δική του ιδεολογική προοπτική,
αλλά εκείνοι που διαθέτουν νού Χριστού, διότι κατ΄α τον άγιο ∆ιονύσιο τον
Αρεοπαγίτη ο ορθόδοξος λαός είναι «η θεωρητική τάξις» µέσα στην
Εκκλησία, δηλαδή οι θεούµενοι, οι άγιοι.
Εποµένως, όπως γράφεται στο «Συνοδικό της Ορθοδοξίας», πορευό-
µαστε «κατά τας των αγίων θεοπνεύστους διδασκαλίας και το της Εκκλησίας
ευσεβές φρόνηµα», δηλαδή συνδέονται στενά οι θεόπνευστες διδασκαλίες
των αγίων µε το φρόνηµα της Εκκλησίας.
2. Παρούσες και απούσες Εκκλησίες
Στην «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο» παρευρέθηκαν Επίσκοποι, Κληρικοί,
µοναχοί και λαικοί σχεδόν απ’ όλο τον ορθόδοξο κοσµο που ζούν στην
οικουµένη. Έβλεπε κανείς Κληρικούς και λαικούς που εργάζονται στον
ιεραποστολικό τοµεα και στην ζωή της Εκκλησίας µε τις ποικιλόµορφες
συνθήκες ζωής (Αµερική, Ευρώπη, Αφρική, Κορέα, Άπω Ανατολή, κλπ.), οι
οποίοι κατέθεταν την εµπειρία τους από την εκκλησιαστική διακονία τους. Η
Σύνοδος αυτή ήταν ένα παράθυρο που έδειχνε πως λειτουργεί η Ορθόδοξη
Εκκλησία στην οικουµένη.
Έχουµε την δυνατότητα να δούµε τον Συνοδικό τρόπο ζωής της
Εκκλησίας σε Μητροπολιτικό επίπεδο, µε τις Κληρικολαικές Συνάξεις, και σε
ευρύτερο εκκλησιαστικό επίπεδο, όπως στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της
Ελλάδος, αλλά πρώτη φορά είχαµε την δυνατότητα να δούµε τον συνοδικό
τρόπο ζωής της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο ανώτατο δυνατό επίπεδο, στην
Σύναξη των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, µε τους Προκαθηµένους
τους και µέρος των Ιεραρχιών τους.
Βεβαίως, έλειπαν τέσσερεις ζωντανές Εκκλησίες, ήτοι τα Πατριαρχεία
Αντιοχείας, Ρωσίας, Γεωργίας και Βουλγαρίας. Είχα µεγάλη επιθυµια να
έβλεπα στην Σύνοδο αυτή τους εκπροσώπους του µαρτυρικού Πατριαρχείου
της Αντιοχείας, το οποίο είναι βουτηγµένο στα άγια αιµατα του µαρτυρίου, να
δίνουν την δική τους µαρτυρική εµπειρία, γι’ αυτό στενοχωριόµουν κάθε φορά
που γινόταν αρνητική αναφορά στο Πατριαρχείο αυτό, µε αφορµη τις
εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες (Κατάρ). Ήθελα ακόµη να είχα µπροστά µου
τους εκπροσ΄ωπους του Πατριαρχείου της Ρωσίας, που εξήλθαν από µεγάλο
διωγµο εβδοµήντα περίπου ετών, να δίνουν την µαρτυρία της πίστεώς τους.
Είναι µια πολυπληθής Εκκλησία, την οποία δεν µπορεί κανείς εύκολα να
παραβλέψη, παρά τα προβλήµατα που υπάρχουν. Ακόµη, ήθελα να είχα
µπροστά µου εκπροσώπους των Πατριαρχείων Γεωργίας και Βουλγαρίας να
εκφράζουν την εµπειρία του ζωντανού ποιµνίου τους.
Λόγω των µεταφράσεων των βιβλίων µου και στις γλώσσες αυτές
επισκέφθηκα µεταξύ άλλων τα τέσσερα αυτά Πατριαρχεία, είδα την ζωντανή
εκκλησιαστική ζωή τους, η οποία επιθυµούσα να εκφρασθή στην Σύνοδο µε
ζωντανό τρόπο, ώστε να αποκτήσουµε καθολικότερη προοπτική της Ορθοδό-
ξου Εκκλησίας.
∆εν γνωρίζω ακόµη εάν και κατά πόσον θα «αντιδράσουν» τα ζωντανά
αυτά Πατριαρχεία στις αποφάσεις της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου». Θα
ήταν πραγµατι µια δύσκολη εξέλιξη εάν οι Εκκλησίες αυτές συναντηθούν σε
µια άλλη Σύνοδο για να κρίνουν τα αποτελέσµατα της «Αγίας και Μεγάλης
Συνόδου» και έτσι να προκληθούν και άλλα εκκλησιαστικά προβλήµατα.
Σε κείµενα που έγραψα σε ανύποπτο χρόνο, έχω εντοπίσει το γεγονός
ότι στον δυτικό χώρο, κυρίως στην Αµερική, η Ορθόδοξη Εκκλησία
εκφράζεται κυρίως από τους ελληνοφώνους, σλαυοφώνους και αραβοφώνους
Χριστιανούς, υπάρχουν δε και άλλες γλωσσικές οµάδες.
Αυτό, φαίνεται πολύ επίκαιρο γιατί είναι δυνατόν µετά την «Αγία και
Μεγάλη Σύνοδο» να φανή µια διάσπαση και διαίρεση της Ορθοδόξου
Εκκλησίας, ανάλογα µε τις γλωσσικές και εθνικές εκφράσεις. Πρέπει να
καταβληθούν σύντονες προσπάθειες για να παραµείνη ενωµένη η Ορθόδοξη
Εκκλησία και να προσφέρη στους ανθρώπους τον µεγάλο θησαυρό της
Πατερικής και λατρευτικής Παραδόσεώς της.3. Τα θεµατα της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου»
Όσοι παρακολούθησαν είτε µέσα από την Σύνοδο είτε από τα Μέσα
Μαζικής Ενηµέρωσης –τα οποία έκαναν το έργο τους επιλεκτικά– τις
εργασίες της Συνόδου αυτής, διεπίστωσαν ότι συζητήθηκαν έξι κείµενα, τα
οποία είχαν καταρτισθή από την δεκατία του ’70 και ’80 και είχαν
επικαιροποιηθή από Πανορθόδοξη Επιτροπή µετά την Σύνοδο των
Προκαθηµένων που έγινε στην Κωνσταντινούπολη τον Μάρτιο του 2014.
Πρόκειται για έξι θεµατα τα οποία αναφέρονταν στα βασικά επίπεδα της
σύγχρονης εκκλησιαστικής ζωής. Θα µπορούσα συγκεφαλαιώνοντας τα έξι αυτά θεµατα να αναφερθώ στα
τέσσερα επίπεδα της θεµατολογίας της Συνόδου.
Το πρώτο επίπεδο αναφερόταν στην εσωτερική ενότητα της Ορθοδόξου
Εκκλησίας και την διοικητική της οργάνωση, όπως είναι το θεµα της
χορηγήσεως «αυτονοµίας» από Αυτοκέφαλες Εκκλησίες και η Ορθόδοξη
«∆ιασπορά» µε τις Επισκοπικές Συνελεύσεις. Το δεύτερο επίπεδο αναφε-
ρόταν στην ποιµαντική των Ορθοδόξων Χριστιανών και σε αυτό υπάγονται τα
θεµατα της νηστείας και του γαµου. Το τρίτο επίπεδο αναφερόταν στις
σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας µε τον λοιπό Χριστιανικό κοσµο που
βρίσκεται στην ∆ύση και την Ανατολή. Και το τέταρτο επίπεδο αναφερόταν
στα ευρύτερα κοινωνικά, ανθρωπολογικά, οικολογικά προβλήµατα, τα οποία
αντιµετωπίζει ο σύγχρονος άνθρωπος. Αυτά τα θεµατα αντιµετωπίσθηκαν
κατά βάση µε την αρχή της οικονοµίας και της φιλανθρωπίας.
Το ίδιο έγινε και στις οµιλίες του Οικουµενικού Πατριάρχου κατά την
έναρξη, την λήξη και κατά τις δύο Πατριαρχικές θείες Λειτουργίες, στις
προσφωνήσεις των Προκαθηµένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Αυτό έγινε
και στα δύο βασικά κείµενα της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου», ήτοι την
Εγκύκλιο που θα σταλή σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες και το Μήνυµα που
διαβάσθηκε κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας την Κυριακή των Αγίων
Πάντων στον Μητροπολιτικό Ναό των Αγίων Πέτρου και Παύλου Χανίων.
4. Η ιστορική εκκλησιαστική συνέχεια
Κατά την γνωµη µου ένα από τα µεγαλύτερα και σηµαντικότερα σηµεία
της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» είναι ότι εξαφάνισε κυριολεκτικά το
«παραµύθι», που λεγόταν τόσο καιρό πριν την σύγκληση της Συνόδου, ότι
δήθεν αυτή η Σύνοδος συνέρχεται µετά από 1000 – 1200 χρόνια, και µε αυτόν
τον τρόπο παρουσιαζόταν ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία βρισκόταν σε µια νάρκη
επί µια χιλιετία και δεν ησχολείτο µε ποιµαντικά και θεολογικά ζητήµατα.
Επανειληµµένως πριν από την Σύνοδο τόνιζα αυτήν την πραγµατικότητα
και δηµοσίως παρεκάλεσα τον Οικουµενικό Πατριάρχη και τους άλλους
Προκαθηµένους να µας ελευθερώσουν από αυτό το «παραµύθι», το οποίο είχε
κατασκευασθή πιθανόν για επικοινωνιακούς λόγους. Κάποιος παράγοντας
κατά την διάρκεια των εργασιών της Συνόδου αυτής µου είπε ότι «αυτό το
είπαµε για να προκαλέσουµε το δηµοσιογραφικό ενδιαφέρον»! Έτσι,
χρησιµοποιήθηκε ένα επικοινωνιακό επιχείρηµα σε βάρος της θεολογίας της
Εκκλησίας. Οµως, επανειληµµένως ο Οικουµενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολοµαίος
στις οµιλίες του υπεγράµµιζε ότι η Εκκλησία είναι µια διαρκής σύνοδος, όπως
ακριβώς σύνοδος είναι και η θεία Λειτουργία, είναι ένας ζωντανός
οργανισµος και παράγει σωτηριολογικούς καρπούς. Επίσης, υπογραµµίσθηκε
δεόντως η µεγάλη αξία των Συνόδων επί Μεγάλου Φωτίου και επί αγίου
Γρηγορίου του Παλαµα, οι οποίες κατά την συνείδηση της Εκκλησίας, όπως
συναντάται σε κείµενα διαφόρων αγίων, Πατριαρχών και επιστηµόνων,
αποτελούν τις Η΄ και Θ΄ Οικουµενικές Συνόδους.
Στην Εγκύκλιο της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» που απεστάλη στις
Εκκλησίες µετά την λήξη της αναφέρονται και τα εξής: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία εν τη ενότητι και καθολικότητι αυτής, είναι η
Εκκλησία των Συνόδων, από την Αποστολικήν εν Ιεροσολύµοις σύνοδον
(Πραξ. ιε´, 5-29) έως της σηµερον. Η Εκκλησία αυτή καθ’ αυτήν είναι
Σύνοδος υπό του Χριστού συνεστηµένη και υπό του Αγίου Πνεύµατος
καθοδηγουµένη, συµφώνως προς το αποστολικόν «έδοξε τω Αγίω Πνεύµατι
και ηµιν » (Πραξ. ιε’, 28). ∆ια των Οικουµενικών και των Τοπικών συνόδων, η
Εκκλησία ευηγγελίσατο και ευαγγελίζεται το µυστήριον της Αγίας Τριάδος,
το οποίον εφανερώθη διά της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού.
Το συνοδικόν έργον συνεχίζεται εν τη ιστορία αδιακόπως διά των µεταγενε-
στέρων, καθολικού κύρους, συνόδων – ως λ.χ. της επί Μεγάλου Φωτίου,
Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Μεγάλης συνόδου (879-880) και των επί
αγίου Γρηγορίου του Παλαµα συγκληθεισών Μεγάλων συνόδων (1341, 1351,
1368), διά των οποίων εβεβαιώθη η αυτή αλήθεια της πίστεως, εξαιρέτως δε
περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύµατος και περί της µεθέξεως του
ανθρώπου εις τας ακτίστους θείας ενεργείας. Προσέτι δε και διά των εν
Κωσταντινουπόλει Αγίων και Μεγάλων συνόδων των ετών 1484 διά την
αποκήρυξιν της ενωτικής συνόδου της Φλωρεντίας (1438-1439), των ετών
1638, 1642, 1672 και 1691 διά την αποκήρυξιν προτεσταντικών δοξασιών, ως
και του έτους 1872 διά την καταδίκην του εθνοφυλετισµου ως εκκλησιο-
λογικής αιρέσεως».
Φαίνεται καθαρά ότι οι Σύνοδοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως Σύνοδοι
«καθολικού κύρους», που σηµαίνει οικουµενικού κύρους, που έχουν αναγνω-
ρισθή απ’ όλη την Ορθόδοξη Εκκλησία, και οι οποίοι κατεδίκασαν τις
αιρέσεις από τις οποίες διαπνέεται ο δυτικός Χριστιανισµος.
Θεωρώ ότι αυτή η διαβεβαίωση είναι το µεγαλύτερο θετικό έργο της
«Αγίας και Μεγάλης Συνόδου». 5. Εκκλησιολογικοί προβληµατισµοι
Ο ίδιος ο Οικουµενικός Πατριάρχης κατά την λήξη της «Αγίας και
Μεγάλης Συνόδου» αναφέρθηκε στις δυσκολίες που παρουσιάσθηκαν στην
Σύνοδο, και όπως χαρακτηριστικά είπε «δεν ήσαν όλα εύκολα, δεν ήσαν
πάντοτε ρόδινα». Έκανε λόγο για στιγµες «οξύτητος, εντάσεως, δυσκολίας,
απαισιοδοξίας διά το αποτέλεσµα», όπως επίσης αναφέρθηκε και στην
προσευχή των Συνέδρων και πολλών άλλων.
Προηγουµένως κατέγραψα µερικά θετικά σηµεία που παρατήρησα στην
Σύνοδο αυτή. Οµως, στην συνέχεια θα πρέπει να σηµειώσω µερικούς εκκλη-
σιολογικούς προβληµατισµούς µου που προήλθαν όχι µόνον από τα κείµενα
που ετέθησαν προς συζήτηση, αλλά και από τις παρεµβάσεις των συνέδρων
και τις απόψεις που διατυπώθηκαν από τους Αρχιερείς – Μέλη της Συνόδου.
α) Οι Προκαθήµενοι
Σε κείµενό µου που γράφηκε πριν από την σύγκληση της Συνόδου είχα
σηµειώσει ότι αυτή η Σύνοδος µπορεί να χαρακτηρισθή ως Σύνοδος των
Προκαθηµένων. Πρόκειται για έναν νεώτερο θεσµο που είναι συνέχεια των
συναντήσεων των Πατριαρχών της Ανατολής που παρατηρήθηκε κατά την
διάρκεια της Τουρκοκρατίας.
Στην Σύνοδο διεπίστωσα ότι επικρατούσε αυτή η εντύπωση, αν και στην
πραγµατικότητα ήταν µια διευρυµένη Σύνοδος των Προκαθηµένων. ∆ηλαδή,
παρέστησαν οι Προκαθήµενοι µε έναν αριθµο Συνοδικών Αρχιερέων των
Εκκλησιών τους. Τον πρώτο λόγο είχαν οι Προκαθήµενοι, οι οποίοι
µπορούσαν να αναπτύξουν τις θέσεις τους µε µεγαλύτερη ελευθερία και
άνεση χρόνου, αλλά στην συνέχεια είχαν την δυνατότητα να οµιλήσουν και οι
Αρχιερείς, οι οποίοι µερικές φορές διαφοροποιούνταν και από τους
Προκαθηµένους τους, ενίοτε ασκούσαν και µια εµµεση κριτική. Οπότε, δεν
ίσχυε αυτό που ισχυρίζονταν µερικοί ότι οι Αρχιερείς στην Σύνοδο αυτή δεν
θα είχαν λόγο και φωνή.
Επειδή οι Προκαθήµενοι εξέθεταν τις απόψεις τους µε τον ιδιαίτερο
τρόπο ο καθένας, γι’ αυτό κρίνονταν από τα παρόντα µέλη. Έτσι, µου δόθηκε
η δυνατότητα να κρίνω και να συγκρίνω την όλη παρουσία των Προκαθη-
µένων. Χωρίς να το επιδιώκη κανείς αποτιµούσε τον λόγο, την σιωπή, την
συµπεριφορά, τις απόψεις και πολλά άλλα των Προκαθηµένων. ∆εν ήταν µια
Σύνοδος αφώνων ανθρώπων. Κατά λόγο αντικειµενικότητος θα πρέπει να αναφερθή το όνοµα του
Οικουµενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολοµαίου, ο οποίος είχε σηµαντικό ρόλο
αφ’ ενός µεν στην σύγκληση της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου», αφ’ ετέρου
δε στην λειτουργία της.
Ως προς το πρώτο σηµείο ο Οικουµενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολοµαίος
ήταν αυτός που έδωσε ιδιαίτερη επιτάχυνση στην τελική σύγκληση της
«Αγίας και Μεγάλης Συνόδου». Είναι γνωστόν ότι αποφασίσθηκε η σύγκλησή
της από την Α΄ Πανορθόδοξη ∆ιάσκεψη στην Ρόδο το 1961 και η θεµατολογία
της Συνόδου καθορίσθηκε από την Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη ∆ιάσκεψη
στο Σαµπεζύ της Γενεύης το 1976. Έκτοτε γίνονταν συνεχείς προσυνοδικές
διασκέψεις, συνάξεις Προκαθηµένων και πολλές συζητήσεις και επειδή
παρατηρούνταν διάφορα προβλήµατα και επειδή προβάλλονταν διάφορες
ενστάσεις, γι’ αυτό και αναβαλλόταν συνεχώς η σύγκληση της Συνόδου αυτής.
Ο Οικουµενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολοµαίος από την πρώτη στιγµη της
Πατριαρχίας του έθεσε στόχο την σύγκληση της Συνόδου αυτής και επιτάχυνε
τις διαδικασίες, αναλαµβάνοντας πολλούς κόπους, ταξίδια, και φυσικά το
Οικουµενικό Πατριαρχείο συµµετείχε σε όλη αυτήν την προετοιµασία µε
πολλές οικονοµικές επιβαρύνσεις.
Ως προς το δεύτερο σηµείο ο Πατριάρχης κ. Βαρθολοµαίος προήδρευσε
των εργασιών της Συνόδου µε καλό τρόπο και διηύθυνε τις εργασίες µε τις
γνώσεις του, την εµπειρία του και τα ιδιαίτερα χαρίσµατά του. Έδινε τον
λόγο σε κάθε ενδιαφερόµενο –ενώ µέχρι τότε διαδιδόταν ότι οι Σύνεδροι δεν
θα οµιλούν– µε έξυπνο τρόπο υπερέβη σε µερικά σηµεία τις ασφυκτικές
διατάξεις του Κανονισµου, σχολίαζε κάθε παρέµβαση των αγορητών. Επειδή συµµετείχα σε πολλά επιστηµονικά και εκκλησιαστικά συνέδρια,
µπόρεσα να εκτιµήσω την δεξιοτεχνία µε την οποία ο Πατριάρχης διηύθυνε
τις εργασίες της Συνόδου αυτής, λέγοντας έναν καλό λόγο για τον καθένα.
Ήταν ακούραστος, ευχάριστος και ευγενής προς όλους, ακόµη και σε αυτούς
που σχολίαζαν αρνητικά κάποια σηµεία των κειµένων. Πρέπει να ειµαστε
αντικειµενικοί και να αναγνωρίζουµε τα φυσικά προσόντα και χαρίσµατα των
άλλων ανθρώπων.
β) Η Ορθόδοξη Εκκλησία και ο λοιπός Χριστιανικός κοσµος
Το κείµενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν
Χριστιανικόν κοσµον», το οποίο δηµιούργησε την µεγαλύτερη συζήτηση και προκάλεσε τους µεγαλύτερους προβληµατισµούς, δεν ήταν ώριµο και
χρειαζόταν περαιτέρω επεξεργασία.
Όσοι παρακολούθησαν από κοντά την προεργασία της «Αγίας και
Μεγάλης Συνόδου» γνωρίζουν επαρκώς ότι στην θεµατολογία της υπήρχαν
δύο θεµατα, το ένα µε τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον
λοιπόν Χριστιανικόν κοσµον» και το άλλο µε τίτλο «Η Ορθόδοξος Εκκλησία
και η Οικουµενική κίνησις». Τα δύο αυτά θεµατα τελικά συνενώθηκαν σε ένα
κείµενο και γι’ αυτό προέκυψαν στο τελικό κείµενο διάφορα αντιφατικά
σηµεία. Οπότε, ήταν ένα κείµενο το οποίο δεχόταν προσθήκες, αλλαγές
κυριολεκτικά µέχρι την τελευταία στιγµη πριν την υπογραφή του, πραγµα το
οποίο σηµα΄ινει ότι αφ’ ενός µεν δεν ήταν ώριµο, αφ’ ετέρου δε ότι θα
δηµιουργήση διάφορα προβλήµατα στην συνέχεια.
Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίον µερικές Εκκλησίες και επισήµως
έθεσαν το θεµα να µην κλείση η συζήτηση και να µην υπογραφή το κείµενο
αυτό, αλλά να γίνη περαιτέρω επεξεργασία, ώστε να τεθή προς ψήφιση σε µια
επόµενη Μεγάλη Σύνοδο, πραγµα που δεν έγινε αποδεκτό.
Θέλω να παρατηρήσω ότι το όλο κείµενο είναι ελλειµµατικό και
αντιφατικό ως προς την εκκλησιολογία του, γιατί δεν προσδιορίζει ποιος
µετέχει και ποιος δεν µετέχει στην Εκκλησία, τι είναι εκείνοι που
απεκόπησαν από την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, και
ποια είναι τα όρια µεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και αιρέσεως. Αυτός είναι
ένας βασικός λόγος, µεταξύ των άλλων, που δεν υπέγραψα το τελικό κείµενο.
Το έκανα ενσυνειδήτως.
Το πρόβληµα που ανεφύη κατά την διάρκεια των συζητήσεων ήταν τι
ακριβώς είναι οι ετερόδοξοι Χριστιανοί και οι οµάδες στις οποίες ανήκουν.
Στις Οικουµενικές Συνόδους καταδικάζονταν οι ετερόδοξοι-αιρετικοί, οι
οποίοι είχαν διαφορετική «δόξα»-πίστη από εκείνη που απεκάλυψε ο Θεός
στους Προφήτες, τους Αποστόλους και τους Αγίους, ενώ στην Σύνοδο της
Κρήτης πρώτη φορά γινόταν προσπάθεια για το πως θα υπάρξη επικοινωνία
µε τους ετεροδόξους.
Το ερώτηµα που τίθεται είναι: Μπορούµε να κατατάξουµε τους
ετεροδόξους στο σχισµα ή στην ακοινωνησία, ότι δηλαδή η οµάδα στην οποία
ανήκουν ή η «Εκκλησία» τους είναι σε σχισµα ή σε ακοινωνησία;
Για να γίνη κατανοητό αυτό θα πρέπει να συνειδητοποιήσουµε ποιος
είναι ο λεγόµενος «λοιπός Χριστιανικός κοσµος» στον οποίο αναφερόταν η
επικεφαλίδα του κειµένου αυτού. Κατ’ αρχάς, είναι οι Χριστιανοί της Ανατολής, ήτοι οι Νεστοριανοί, οι
Μονοφυσίτες, οι Μονοθελήτες, οι οποίοι χαρακτηρίζονται και µε διάφορα
ονόµατα, όπως Αντιχαλκηδόνιοι, Προχαλκηδόνιοι, Κόπτες, Αρµένιοι,
Μαρωνίτες, κλπ.
Οι Νεστοριανοί καταδικάσθηκαν από την Γ΄ Οικουµενική Σύνοδο το (431
µ.Χ.), οι Μονοφυσίτες-Προχαλκηδόνιοι-Αντιχαλκηδόνιοι καταδικάσθηκαν
από τις ∆΄ (451 µ.Χ.) και Ε΄ (553 µ.Χ.) Οικουµενικές Συνόδους, και οι
Μονοθελήτες καταδικάσθηκαν από την ΣΤ΄ (680 µ.Χ.) Οικουµενική Σύνοδο.
Εποµένως, οι Χριστιανικές αυτές οµάδες απεκόπησαν από την Μία, Αγία,
Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.
Έπειτα, είναι οι Χριστιανοί εκείνοι που ανήκαν στην Παλαιά Ρωµη, οι
οποίοι απεκόπησαν από την Εκκλησία λόγω της εισαγωγής της αιρέσεως περί
της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύµατος και εκ του Υιού πρώτα στους
Φράγκους και ύστερα στην Παλαιά Ρωµη (1009 µ.Χ.), αλλά και
καταδικάσθηκαν από την Σύνοδο του 1351 για τα περί του actus purus και για
το ότι δήθεν στον Θεό υπάρχουν κτιστές ενέργειες µε τις οποίες επικοινωνεί
µε τον κοσµο. Ακόµη, από τον αποκοπέντα από την Μία, Αγία, Καθολική και
Αποστολική Εκκλησία δυτικό Χριστιανισµο απεσχίσθη τον 16ο αιώνα ένα
µεγάλο τµηµα που λέγονται Μεταρρυθµιστές, ∆ιαµαρτυρόµενοι, Προτεστά-
ντες, και σε αυτήν την κατηγορία υπάγονται οι Λουθηρανοί, οι Καλβινιστές,
οι οπαδοί του Ζβιγκλίου, οι Αγγλικανοί κλπ. Και τους Χριστιανούς αυτούς
τους κατεδίκασε η Ορθόδοξη Εκκλησία, διότι εισήγαγαν πολλές αιρέσεις.
Το ερώτηµα, λοιπόν, το οποίο τίθεται είναι: Όλοι αυτοί οι Χριστιανοί
βρίσκονται σε σχισµα ή σε ακοινωνησία;
Νοµίζω ότι δεν µπορούµε να χρησιµοποιήσουµε την λέξη σχισµα γι’
αυτούς, αφ’ ενός µεν διότι, κατά την πίστη µας, η Εκκλησία είναι Μία, Αγία,
Καθολική και Αποστολική και δεν σχίζεται, η ενότητά της είναι δεδοµένη, αφ’
ετέρου δε διότι έχουν ήδη καταδικασθή ως αιρετικοί από Μεγάλες Συνόδους
«καθολικού κύρους».
Ούτε µπορούµε όλους αυτούς να τους θεωρήσουµε ότι βρίσκονται σε
ακοινωνησία µε την Ορθόδοξη Εκκλησία, γιατί ο όρος ακοινωνησία έχει ένα
ειδικό βάρος. Με τον όρο αυτό εννοούνται οι Ορθόδοξες Εκκλησίες εκείνες
που προσωρινώς δεν έχουν κοινωνία µε τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, όπως
συµβαίνει µεταξύ των Πατριαρχείων Αντιοχείας και Ιεροσολύµων µε αφορµη
την εκκλησιαστική δικαιοδοσία στο Κατάρ. Εποµένως, για τους Χριστιανούς που έχουν εισαγάγει αιρέσεις στην
πίστη τους δεν µπορούµε να χρησιµοποιήσουµε ούτε τον όρο σχισµα ούτε τον
όρο ακοινωνησία. Περισσότερο µπορούµε να οµιλούµε για το ότι απεσχί-
σθησαν οι Χριστιανοί αυτοί ή αποµακρύνθηκαν από την Μία, Αγία, Καθολική
και Αποστολική Εκκλησία, η οποία διατηρεί την ενότητά της.
Με αυτήν την έννοια οι Τοπικές και Οικουµενικές Σύνοδοι έκαναν λόγο
για αιρετικούς, επειδή διαθέτουν µια διδασκαλία που είναι διαφορετική από
την διδασκαλία της Εκκλησίας, και µάλιστα χρησιµοποίησαν βαρύτατες
εκφράσεις µε τους Κανόνες τους εναντίον τους. Όταν διαβάση κανείς τον 1ο
Κανόνα της Πενθέκτης Οικουµενικής Συνόδου, τότε θα διαπιστώση µε ποιόν
τρόπο οµιλούσαν οι Πατέρες στις Οικουµενικές Συνόδους γι’ αυτούς που
αλλοιώνουν την αποκαλυπτική πίστη.
Οι Πατέρες της Πενθέκτης Οικουµενικής Συνόδου τον Άρειο τον
αποκαλούν «δυσεβή», διότι δογµάτισε «ετεροθείαν ή πολυθείαν»· τον
Μακεδόνιο τον αποκαλούν «βέβηλον» και τον εξεδίωξαν µαζί µε τους
προηγουµένους «εχθρούς της αληθείας», ως δούλον ο οποίος ετόλµησε µε
αυθάδεια να εκφέρη ανυπόστατη γνωµη για τον Κύριό του· τον Απολλινάριο
τον αποκαλούν «της κακίας µύστην»· τον Νεστόριο τον αποκαλούν «λυρώ-
δη»· τον Ευτυχή τον χαρακτηρίζουν «µαταιόφρονα» κλπ. Και στις περιπτώ-
σεις αυτές χρησιµοποιούν τα ρηµατα «συνεξελαύνοντες», «εκπεπτωκότας»
«εξωθείσθω», «εκπιπέπτω» κλπ. Και στο τέλος γράφεται ότι αν κάποιος δεν
διαφυλάττη την παραδοθείσα πίστη και δεν ασπάζεται τα δογµατα της
ευσεβείας, δεν πιστεύη ούτε κηρύττη µε αυτόν τον τρόπο, αλλά επιχειρεί να
βαδίζη αντίθετα µε αυτά «έστω ανάθεµα, κατά τον ήδη εκτεθέντα όρον υπό
των προδηλωθέντων αγίων και µακαρίων Πατέρων, και του χριστιανικού
καταλόγου, ως αλλότριος, εξωθείσθω και εκπιπέπτω». Αυτό σηµαίνει ότι
µνηµονεύονται οι Πατέρες των Οικουµενικών Συνόδων και όχι απλώς οι
Σύνοδοι, και οι Πατέρες δεν δέχονταν συµφιλίωση ή συνύπαρξη µε την
αίρεση και δεν αντιµετώπισαν τις καταστάσεις αυτές µε έναν σχετικισµο. Στα
θεµατα της πίστεως δεν χωρά διπλωµατία.
Για όλες αυτές τις παλαιές και τις νέες οµάδες αιρετικών δεν µπορούµε
να χρησιµοποιήσουµε την λέξη σχισµα ή ακοινωνησία, αλλά περισσότερο να
τους χαρακτηρίσουµε ως αποµακρυθέντες από την πίστη και ζωή της Μιάς,
Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Αυτό δεν λέγεται συντηρη-
τισµος, όπως ισχυρίζονται µερικοί, αλλά ακριβολογία στα θεµατα της
πίστεως. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του µακαριστού Αρχιµανδρίτου Σωφρο-
νίου Σαχάρωφ: «Τρία πραγµατα δεν µπορώ να κατανοήσω: 1) πίστη χωρίς
δογµα, 2) χριστιανισµο έξω από την Εκκλησία, 3) χριστιανισµο χωρίς
άσκηση». Αυτό σηµαίνει ότι δεν υπάρχει πραγµατική πίστη στον Θεό έξω από
το δογµα που θέσπισαν οι Άγιοι Πατέρες· δεν υπάρχει Χριστιανισµος έξω από
την Εκκλησία, που είναι το Σωµα του Χριστού· και δεν υπάρχει Χριστιανισµος
χωρίς άσκηση, χωρίς ησυχασµο.
Παρά ταύτα, µε κάθε ειλικρίνεια θέλω να πω ότι µέσα από όσα
διατυπώθηκαν στην Σύνοδο αυτή διέκρινα καθαρότατα έναν σχετικισµο, γιατί
κυκλοφορούσε έντονα από όσα λέγονταν και συζητούνταν το περιεχόµενο της
θεωρίας των κλάδων, χωρίς να κατονοµάζεται ως τέτοιο, δηλαδή φαινόταν η
άποψη ότι έγινε διάσπαση του Χριστιανισµου και ότι σχίσθηκε ο
Χριστιανισµος, όπως «σχίσθηκε το ράσο ενός Κληρικού» (!) και ότι όλοι
επιδιώκουν την ενότητά του· η θεωρία της περιεκτικότητος, ότι δηλαδή σε
όλους τους Χρισιανούς υπάρχει ένα κοινό σηµείο, που είναι το έγκυρο
βάπτισµα, δηλαδή η βαπτισµατική θεολογία· και η θεωρία ενός αθεολόγητου
ηθικισµου και µιάς αθεολόγητης ποιµαντικής του συγχρόνου ανθρώπου. Η συµµετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο Παγκόσµιο Συµβούλιο των
Εκκλησιών, ως µέλος αυτού και όχι ως παρατηρητής, αποτελεί έναν
προβληµατισµο. Γιατί δεν µπορώ να φαντασθώ τον Μέγα Αθανάσιο και τον
Μέγα Βασίλειο να συµµετέχουν σε ένα συµβούλιο των Αρειανών, των
Ευνοµιανών, των Μακεδονιανών της εποχής τους. Ούτε µπορώ να φαντασθώ
τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαµα να συµµετέχη σε ένα Συµβούλιο µε τον
Βαρλαάµ, τον Ακίνδυνο, τον Γρηγορά και τους οπαδούς τους για την
αντιµετώπιση διαφόρων κοινωνικών προβληµάτων της εποχής τους.
Η διατυπωθείσα άποψη από Προκαθήµενο µιάς Εκκλησίας, η οποία
δυστυχώς χειροκροτήθηκε από ορισµένους Συνέδρους, ότι δεν πρέπει να
συζητούµε στην Σύνοδο θεολογικά θεµατα, ήταν, κατά την γνωµη µου, από τα
πλέον αρνητικά σηµεία της Συνόδου. ∆ιότι αν σε µια τέτοια «Αγία και Μεγάλη
Σύνοδο» δεν τίθεται ως βάση η θεολογία της Εκκλησίας και αν όταν θίγωνται
σοβαρά θεολογικά ζητήµατα δεν τα παρακολουθούν οι Σύνεδροι και µάλιστα
διαµαρτύρονται, τότε αυτή η Σύνοδος είναι πολύ προβληµατική από
ορθοδόξου θεολογίας και εκκλησιολογίας.
Μάλιστα διατυπώθηκε από κάποιον συνοδικό Αρχιερέα ότι θα πρέπει να
καταδικασθή επισήµως ο ευσεβισµος, χωρίς βέβαια να γίνη συζήτηση για την
διάκριση µεταξύ ευσέβειας και ευσεβισµου, καθώς επίσης γινόταν λόγος
εναντίον του ορθοδόξου «φονταµενταλισµου». Πέραν από την ατυχώς ανερµάτιστη αυτή τοποθέτηση, η οποία ούτε
όριζε ούτε αποσαφήνιζε τι εννοούµε µε αυτούς τους όρους, τελικώς δεν
εξεδόθη κάποιο κείµενο εναντίον του ευσεβισµου και του ζηλωτισµου. Ο
Οικουµενικός Πατριάρχης παρέκαµψε ευφυώς την ατυχή αυτή πρόταση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Αρχιεπίσκοπος Βαρσοβίας και Πάσης Πολωνίας
κ. Σάββας υποστήριξε ότι στην Πολωνία και σε άλλες βόρειες και ανατολικές
χώρες αυτοί οι λεγόµενοι ζηλωτές ήταν εκείνοι που κράτησαν την πίστη κατά
την διάρκεια της κοµµουνιστικής περιόδου, φυλακίσθηκαν και µαρτύρησαν.
γ) «Η Εκκλησία: Σωµα Χριστού, εικών της Αγίας Τριάδος»
Στην Εγκύκλιο που απεστάλη από την «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο» στις
Εκκλησίες, παρατηρείται και ένα σοβαρό θεολογικό πρόβληµα, επειδή σε
αυτήν, εκτός του ότι χαρακτηρίζεται η Εκκλησία ως «Σωµα Χριστού»,
συγχρόνως χαρακτηρίζεται και «εικών της Αγίας Τριάδος». Επίσης γράφεται
στο κείµενο της Εγκυκλίου ότι «η µια, αγία, καθολική και αποστολική
Εκκλησία είναι θεανθρωπίνη κοινωνία κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος».
Οµως, η Εκκλησία, κατά την διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, είναι
Σωµα Χριστού, η βάση της Εκκλησίας είναι Χριστοκεντρική και όχι
Τριαδοκεντρική, αφού ο Χριστός «ο εις της Τριάδος» ενηνθρώπησε, δηλαδή
προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και την θέωσε. Όταν χαρακτηρίζεται η
Εκκλησία «εικών» ή «κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος», τότε από αυστηρής
θεολογικής πλευράς γίνεται σύγχυση µεταξύ θεολογίας και οικονοµίας και
σύγχυση µεταξύ ακτίστου και κτιστού. Επί πλέον, στην διατύπωση της
Εκκλησίας ως εικόνος της Αγίας Τριάδος εµφαίνονται πολλοί προβληµα-
τισµοι ως προς τον συσχετισµο µεταξύ των Εκκλησιών και των υποστατικών
ιδιωµάτων των προσώπων της Αγίας Τριάδος!!!
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαµας γράφει ότι όσα γίνονται στα ενδότερα του
Τριαδικού Θεού είναι «υπεράγνωστα και υπεράρρητα», δηλαδή «και τα της
ουσιώδους ενώσεως» «και τα της υποστατικής διακρίσεως», αλλά και «τα της
αµιγούς παντάπασι και αφύρτου συµφυίας» και γι’ αυτό όλα αυτά «τελέως
εστιν αµέθεκτα» από τους ανθρώπους και την κτίση. Αυτό σηµαίνει ότι δεν
µπορεί να βρεθή στην κτίση κανένα υπόδειγµα της σχέσεως µεταξύ των
Προσώπων της Αγίας Τριάδος. «∆ιο ουδ’ υπόδειγµα εστι τούτων επί της
κτίσεως ευρείν». Η Εκκλησία είναι «Σωµα Χριστού» και «κοινωνία
θεώσεως» και όχι εικών της Αγίας Τριάδος.
Επεξηγηµατικά θέλω να επισηµάνω ότι η διατύπωση της Συνοδικής
Εγκυκλίου «Η Εκκλησία: Σωµα Χριστού, εικών της Αγίας Τριάδος» είναιδιαφορετική νοηµατικά από την διατύπωση της ιδίας Εγκυκλίου ότι η
Εκκλησία είναι «θεανθρωπίνη κοινωνία κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος».
Η πρώτη διατύπωση απαντάται και στον άγιο Μάξιµο τον Οµολογητή
και αφορά την Εκκλησία ως Σωµα Χριστού και ως «τύπον και εικόνα Θεού»,
µε την έννοια ότι η Εκκλησία είναι τύπος και εικών του Θεού «ως την αυτήν
αυτώ κατά µιµησιν και τύπον ενέργειαν έχουσαν». Αυτό σηµαίνει ότι η
Εκκλησία δεν είναι εικών των ενδοτάτων σχέσεων των Προσώπων της Αγίας
Τριάδος, αλλά ότι ο Ίδιος ο Θεός µε την άκτιστη ενέργειά Του έφερε στην
ύπαρξη τα όντα και στην συνέχεια «συνέχει και συνάγει και περιγράφει, και
αλλήλοις και εαυτώ προνοητικώς ενδιασφίγγει· τα τε νοητά και τα αισθητά».
Ο Θεός διατηρεί σε µια ενότητα τα πάντα, χωρίς να υπάρχη σύγχυση,
προνοεί για τα όντα και µάλιστα, όπως λέγει ο άγιος Μάξιµος, η Εκκλησία
οδηγεί τους πάντες στον Χριστό µε σκοπό την θέωσή τους. Αυτό ερµηνεύεται
θαυµάσια από τον άγιο Μάξιµο στην συνέχεια του κειµένου του για το πως η
Εκκλησία συνέχει και συγκρατεί τα πάντα σε µια ενότητα. Ο άγιος Μάξιµος
δεν οµιλεί για τις σχέσεις των ανθρώπων ως εικόνος των σχέσεων των
Προσώπων της Αγίας Τριάδος. ∆εν υπάρχει καµµια πρόσβαση στις σχέσεις
της Αγίας Τριάδος.
Η δεύτερη διατύπωση («θεανθρωπίνη κοινωνία κατ’ εικόνα της Αγίας
Τριάδος») λανθασµένα µε κάποιες τρέχουσες ερµηνείες παραπέµπει στις
σχέσεις των ανθρώπων ως εικόνα των σχέσεων της Αγίας Τριάδος. Εξ άλλου η
ερµηνεία αυτή απαλείφθηκε ως λανθασµένη από την ίδια την Μεγάλη Σύνοδο
µε πρόταση της Εκκλησίας της Ελλάδος και συµφωνία του Οικουµενικού
Πατριάρχου στο κείµενο «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω
συγχρόνω κοσµω».
Στις επιστολές του Απόστολου Παύλου, ιδίως τις προς Εφεσίους,
Φιλιππησίους και Κολοσσαείς, και στα κείµενα των Πατέρων της Εκκλησίας
γίνεται αναφορά στο ότι η Εκκλησία είναι Σωµα Χριστού και κοινωνία
θεώσεως και δεν παραπέµπουν στις σχέσεις της Αγίας Τριάδος. Ο Θεός µε την
άπειρη αγάπη Του «έλαµψεν εν ταίς καρδίαις ηµων προς φωτισµον της
γνώσεως της δόξης του Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού» (Β΄ Κορ. δ΄, 6), µας
ενώνει µε την Εκκλησία Του και διά του Χριστού µετέχουµε της ακτίστου
Χάριτος του Τριαδικού Θεού, µετέχουµε των ακτίστων ενεργειών του Θεού. Ο
Απόστολος Παύλος στην προς Κορινθίους επιστολή του γράφει:
«ευχαριστούντες τω Θεώ και πατρί τω ικανώσαντι ηµας εις την µερίδα του
κλήρου των αγίων εν τω φωτί» (Κολ. α΄, 12).Εποµένως, η Εκκλησία ερµηνεύεται Χριστολογικά. Ο Χριστός είναι η
κεφαλή της Εκκλησίας, η Εκκλησία είναι το Σωµα του Χριστού, εµεις ειµαστε
µέλη του Σωµατος του Χριστού και διά του Χριστού µετέχουµε των ακτίστων
ενεργειών του Τριαδικού Θεού.
δ) Κανονικά εκκλησιολογικά προβλήµατα
Έντονος προβληµατισµος µου δηµιουργήθηκε όταν γίνωνταν συζητήσεις
για την «Ορθόδοξη ∆ιασπορά», το «Αυτόνοµο», «το Μυστήριο του Γαµου και
τα κωλύµατα αυτού» και την «σπουδαιότητα της νηστείας και την τήρησή της
σηµερα». Πρόκειται για κανονικά ζητήµατα, τα οποία αποτελούν σηµαντικά
σηµεία στην όλη εκκλησιαστική ζωή.
Οι αποφάσεις που ελήφθησαν φαίνεται, µε µια επιφανειακή θεώρηση
των πραγµάτων, ότι επιλύουν µερικά ζητήµατα, οµως αν κανείς τα εξετάση
στο βάθος, θα διαπιστώση ότι θέτουν τις προϋποθέσεις κατακερµατισµου της
ενότητος της εκκλησιαστικής ζωής. Θα παραθέσω µερικά παραδείγµατα.
Ο όρος «Ορθόδοξος ∆ιασπορά» είναι πολύ περίεργος, διότι, όπως
επισηµάνθηκε και µέσα στην Σύνοδο, η ∆ιασπορά συνδέεται κυρίως µε τα
έθνη και τις θρησκείες και όχι µε την Εκκλησία που δηµιουργείται σε κάθε
τόπο µε την Χάρη του Θεού και τον ζήλο των Ιεραποστόλων. Οι εκκλησια-
στικές δικαιοδοσίες, οι οποίες έχουν δοθή από τις Οικουµενικές Συνόδους,
κυρίως την ∆΄ εν Χαλκηδόνι Οικουµενική Σύνοδο, στα παλαίφατα και
πρεσβυγενή Πατριαρχεία και στην Εκκλησία της Κύπρου (Γ΄ Οικουµενική
Σύνοδος), δεν δικαιολογεί το να δίνεται εκκλησιαστικότητα στην πολιτιστική
και εθνικιστική έννοια της λεγοµένης ∆ιασποράς. ∆εν είναι δυνατόν από την
µια µεριά να καταδικάζεται ο εθνοφυλετισµος ως αίρεση (το 1872) και από
την άλλη να δηµιουργήται ένας εκκλησιαστικός εθνοφυλετισµος, µάλιστα µε
απόφαση της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Και
ναί µεν οι Επισκοπικές Συνελεύσεις λύουν κάποιο ζήτηµα το οποίο υφίσταται
στην λεγόµενη «ορθόδοξη ∆ιασπορά», αλλά στην βάση τους είναι αντικα-
νονικές και διασπούν την εκκλησιαστική ενότητα, γιατί εισάγουν την αρχή
του εθνοφυλετισµου.
Έπειτα, το κείµενο περί του «αυτονόµου», δηλαδή της δυνατότητας να
χορηγήται από την κάθε Αυτοκέφαλη Εκκλησία αυτονοµια σε µια εδαφική
περιοχή, θεωρώ, όπως υποστήριξα στην αγόρευσή µου, ότι θα ανοίξη πολλά
εκκλησιολογικά προβλήµατα. Αυτό εννοείται από την άποψη ότι θα δοθή η
δυνατότητα σ΄ε κάθε νεώτερη αυτοκέφαλη Εκκλησία να δηµιουργή αυτόνοµες
εκκλησιαστικά περιοχές, ύστερα από πίεση εξωγενών παραγόντων και από ενέργειες φιλοπρωτευόντων Κληρικών, παρά τους Κανόνες οι οποίοι δίνουν
αυτό το δικαίωµα στα παλαίφατα Πατριαρχεία.
Ακόµη, η χορήγηση αυτονοµιών από τις αυτοκέφαλες Εκκλησίες σε
χώρο που ανήκει σε άλλες εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες, και η ευκολία µε την
οποία η αυτονοµια µπορεί να εξελιχθή σε αυτοκεφαλία, θέτει µια νάρκη στην
ενότητα της Εκκλησίας, γιατί δικαιολογεί τις πολλές διασπάσεις. Είναι
µεγάλο εκκλησιολογικό πρόβληµα, όταν η αυτοκεφαλία ερµηνεύεται και
κατανοείται ως «αυτοκεφαλαρχία», µάλιστα µέσα από εθνικές και
πολιτιστικές διεργασίες. Για το θεµα της ∆ιασποράς και του Αυτονόµου µε
όλες τις παραµέτρους της που καθορίσθηκαν από µια τέτοια Σύνοδο, και
µάλιστα ως σχετικοποίηση της ισχύος του περιεχοµένου του 28ου Κανόνος της
∆΄ Οικουµενικής Συνόδου, έχει γράψει σηµαντικά κείµενα ο καθηγητής του
κανονικού δικαίου της Θεολογικής Σχολής Αθηνών Αρχιµ. π. Γρηγόριος
Παπαθωµας.
Ακόµη, η δυνατότητα που δόθηκε στις κατά τόπους Εκκλησίες να
εξασκούν την οικονοµια στο θεµα της νηστείας και στο θεµα των κωλυµάτων
του γαµου ανοίγει ένα κεφάλαιο διασπάσεως της ταυτότητος των ακολουθιών
και της ασκήσεως σε διάφορες Εκκλησίες, που σηµαίνει ότι η οικονοµια, η
οποία λειτουργεί για ένα χρονικό διάστηµα ως προσωρινή αναστολή της
ακριβείας, θα µετατραπή σε κανονική ακρίβεια και θα διασπά το
εκκλησιαστικό ορθόδοξο ήθος σε διάφορες εκκλησιαστικές περιοχές.
Τελικά, ακούγοντας όλες τις απόψεις των Συνέδρων κατά την διάρκεια
των συζητήσεων επί των θεµάτων αυτών και διαβάζοντας προσεκτικά τα
κείµενα, προβληµατίζοµαι έντονα και δεν µπορώ να παρασυρθώ από τον
επιπόλαιο ενθουσιασµο µερικών εκκλησιαστικών παραγόντων, που οµιλούν
συναισθηµατικά και δηµοσιογραφικά.
6. Οι Παρεµβάσεις µου
Κατά την διάρκεια των συζητήσεων στα έξι κείµενα ζητούσα τον λόγο
και εξέθετα µε διάκριση και ειλικρίνεια τις απόψεις µου. Έτσι, οµίλησα µέσα
στα περιοριστικά πλαίσια του χρόνου για το ανθρώπινο πρόσωπο, την
Ορθόδοξη ∆ιασπορά, το αυτόνοµο, την νηστεία, για τις εκκλησιολογικές
συνέπειες των µικτών γαµων, και για την Εκκλησία.
Με την πρώτη ευκαιρία θα δηµοσιευθούν αυτές οι σύντοµες και
περιεκτικές παρεµβάσεις µου. Στην ενότητα αυτή θα εκτεθούν τα όσα είπα για την Ορθόδοξη Εκκλησία σε σχέση µε τους ετεροδόξους, γιατί νοµίζω ότι αυτό
ήταν το κεντρικό θεµα της Συνόδου αυτής.
Όταν αρχίσαµε την συζήτηση για το κείµενο «Οι σχέσεις της Ορθοδόξου
Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κοσµον», µετά την ανάγνωση του
κειµένου και πριν εισέλθουµε στην κατ’ άρθρο συζήτηση µου δόθηκε ο λόγος
για µια σύντοµη παρέµβαση. Είχα ακούσει µερικούς που προηγήθηκαν και
είχα αισθανθή δυσφορία από όσα λέγονταν, γιατί δυστυχώς έφθασαν στο
σηµείο να χρησιµοποιήσουν και τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό υπέρ των
απόψεών τους.
Στην παρέµβασή µου τόνισα δύο συγκεκριµένα σηµεία.
Το πρώτον ότι ενώ στην Α΄ Πανορθόδοξη ∆ιάσκεψη που έγινε στην Ρόδο
το 1961 είχαν τεθεί περίπου 100 θεµατα, µε τα οποία θα ησχολήτο η Μεγάλη
αυτή Σύνοδος, που τότε φερόταν ως Οικουµενική, οµως στην Α΄ Προσυνοδική
Πανορθόδοξη ∆ιάσκεψη που έγινε τον Νοέµβριο του 1976 στο Σαµπεζύ της
Γενεύης καθορίσθηκαν 10 θεµατα, από τα οποία τα 6, µαζί και µε ένα 7ο που
συγχωνεύθηκε µε ένα από τα έξι θεµατα, συζητούνται στην Σύνοδο.
Στην ίδια Προσυνοδική ∆ιάσκεψη καθορίσθηκαν σε δεύτερη προτε-
ραιότητα 4 σηµαντικά θεµατα, για να συζητηθούν αργότερα, µετά από
διορθόδοξη εξέταση. Τα θεµατα αυτά είναι οι πηγές της θείας Αποκαλύψεως,
η κωδικοποίηση των ιερών Κανόνων και των κανονικών διατάξεων, η έννοια
Εκκλησία, η οικονοµια και ακρίβεια σε σχέση µε τον τρόπο που
αποδεχόµαστε τους ετεροδόξους. Συγκεκριµένα για τα θεµατα αυτά γράφεται
στο κείµενο: «Ταύτα παραπέµπονται εις ιδιαιτέραν µελέτην των επί µέρους
Εκκλησιών προκειµένου ίνα ενδεχοµένως τύχωσι µελλοντικής διορθοδόξου
εξετάσεως».
Εποµένως, τα θεµατα «περί Εκκλησίας» και «περί οικονοµίας και
ακριβείας» εξέπεσαν από την θεµατολογία της παρούσης Συνόδου. Παρέµεινε
δε ένα σηµαντικό βιβλίο που συνέγραψε ο τότε Πρόεδρος της Α΄ Προσυνο-
δικής Πανορθοδόξου ∆ιασκέψεως µακαριστός Μητροπολίτης Μύρων
Χρυσόστοµος, αργότερα Εφέσου, µε θεµα «Η αναγνώρισις των µυστηρίων
των ετεροδόξων στις διαχρονικές σχέσεις Ορθοδοξίας και Ρωµαιοκαθο-
λικισµου».
Το δεύτερο σηµείο είναι ότι στην Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη
∆ιάσκεψη που έγινε τον Οκτώβριο – Νοέµβριο 1976 στο Σαµπεζύ της Γενεύης
εγκρίθηκε το κείµενο «Οι Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν
Χριστιανικόν κοσµον». Στην ειδική παράγραφο γράφεται ότι η Ορθόδοξη
Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, αναγνωρίζει την πραγµατική ύπαρξη όλων των χριστιανικών Εκκλησιών και
Οµολογιών, αλλά στην συνέχεια υπάρχει µια φράση που δεν την πρόσεξαν
πολλοί: η Ορθόδοξος Εκκλησία «πιστεύει ότι αι προς ταύτας σχέσεις αυτής
πρέπει να στηρίζωνται επί της υπ’ αυτών (δηλαδή των χριστιανικών
εκκλησιών και οµολογιών) όσον ένεστι ταχυτέρας και αντικειµενικωτέρας
αποσαφηνίσεως του όλου εκκλησιολογικού θεµατος και ιδιαιτέρως της
γενικοτέρας παρ’ αυταίς διδασκαλίας περί µυστηρίων, χάριτος, ιερωσύνης
και αποστολικής διαδοχής».
Αυτό σηµαίνει ότι οι µη Ορθόδοξοι Χριστιανοί πρέπει να αποσαφηνί-
σουν την διδασκαλία τους περί των µυστηρίων, περί χάριτος, περί Ιερωσύνης
και περί αποστολικής διαδοχής.
Κατέληξα ότι τα θεµατα περί της Εκκλησίας, δεν είναι θεµατα της
παρούσης «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου». Είναι εκτός θεµατος και εκτός
Κανονισµου.
Τα όσα λέγονται για τον Καρµίρη, τον Τρεµπέλα και κυρίως για τον άγιο
Μάρκο τον Ευγενικό τους αδικούν. Μπορεί στα κείµενα αυτών και άλλων να
χρησιµοποιήται η λέξη Εκκλησία ως τεχνικός όρος, αλλά η Σύνοδος αυτή δεν
µπορεί να παραµένη σε τεχνικούς όρους. Ο όρος Εκκλησία χρησιµοποιείται
και κατά οικονοµια και κατ’ ακρίβεια. Εδώ πρέπει να χρησιµοποιηθή η
ακρίβεια.
Τα χρονικά πλαίσια που είχε κάθε αγορητής ήταν πολύ περιωρισµένα, γι’
αυτό όπως το είπα κατά την αγόρευσή µου κατέθεσα ένα κείµενο για να
συµπεριληφθή στα Πρακτικά της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» περί του
θεµατος αυτού.
Επειδή στην Σύνοδο αυτή γινόταν συνεχής λόγος για τον άγιο Μάρκο
τον Ευγενικό ότι οµιλούσε για την ∆υτική Εκκλησία, θα αναφέρω ένα
απόσπασµα από ανάλυση που έκανε ο καθηγητής Ιωάννης Καρµίρης, του
οποίου το όνοµα επανειληµµένως αναφερόταν στην Σύνοδο. Ο µακαριστός
καθηγητής, σχολιάζοντας την επιστολή του αγίου Μάρκου του Ευγενικού µε
τίτλο «τοις απανταχού της γης και των νήσων ευρισκοµένοις ορθοδόξοις
χριστιανοίς», γράφει για την στάση του στην Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας:
«∆ια τας ανωτέρω δογµατικάς διαφοράς και παρεκκλίσεις των Λατίνων
από “της ορθής πίστεως…, και ταύτα περί την θεολογίαν του αγίου
Πνεύµατος”, ο Μάρκος Ευγενικός χαρακτηρίζει αυτούς ως αιρετικούς,
βεβαιών ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία κατά την εποχήν εκείνην και πιθανώς
από των Σταυροφοριών εθεώρει πραγµατι τους Λατίνους ου µόνον ως
σχισµατικούς, αλλά και ως αιρετικούς, δεχοµένη τους εξ αυτών προσερχο-µένους εις την Ορθοδοξίαν διά χρίσεως αγίου µύρου, τάττουσα ούτως αυτούς
µετά των Αρειανών, Μακεδονιανών, Σαββατιανών, Ναυατιανών και λοιπών
αιρετικών του δ΄ αιώνος, συµφώνως προς τον ζ΄ κανόνα της Β΄ Οικουµενικής
Συνόδου, ον επικαλείται συν τη ις΄ ερωταποκρίσει του Θεοδώρου Βαλσα-
µώνος. Όθεν εν τη Εγκυκλίω δηλούται, ότι οι Ορθόδοξοι “εσχίσαµεν αυτούς
(τους Λατίνους) και απεκόψαµεν του κοινού της Εκκλησίας σωµατος…, ως
άτοπα και δυσσεβή φρονούντας και παραλόγως την προσθήκην ποιήσαντας.
Ουκούν ως αιρετικούς αυτούς απεστράφηµεν, και διά τούτο αυτών
εχωρίσθηµεν… αιρετικοί εισιν άρα και ως αιρετικούς αυτούς απεκόψαµεν…”.
Και εν Φλωρεντία ο Μάρκος Ευγενικός έλεγε προς την ορθόδοξον αντιπρο-
σωπείαν, “ότι οι Λατίνοι ου µόνον εισί σχισµατικοί, αλλά και αιρετικοί· και
τούτο παρεσιώπησεν η Εκκλησία ηµων διά το είναι το γένος εκείνων πολύ και
ισχυρότερον ηµων” (J. Harduin, Acta Consiliorum, Parisiis 1715 εξ.), και “ουκ
ηθέλησαν (οι προ ηµων) θριαµβεύειν τους Λατίνους ως αιρετικούς, την
επιστροφήν αυτών εκδεχόµενοι και την φιλίαν πραγµατευόµενοι” (S.
Syropuli, Vera historia unionis non verae, 9,5. σ. 256)».
Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, συµφωνα µε τα Πρακτικά και τα
αποµνηµονεύµατα της Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας, θεωρούσε πάντοτε
τους Λατίνους αιρετικούς και το έλεγε στην ορθόδοξη αντιπροσωπεία, αλλά η
αντιπροσωπεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν ήθελε να το διατυπώνη
δηµοσίως για τις δύσκολες συνθήκες της εποχής και ως έκφραση φιλίας,
ελπίζοντας την επιστροφή τους.
Επίσης, ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός στην επιστολή του που έστειλε
προς τους Ορθοδόξους µετά την Σύνοδο Φερράρας Φλωρεντίας, εκτός από
τους Λατίνους, τους οποίους χαρακτηρίζει αιρετικούς και γράφει ότι
απεκόπησαν από την Εκκλησία, συγχρόνως και για τους «Γραικολατίνους»,
δηλαδή για τους ορθοδόξους που δέχονται τα λατινικά έθη και δογµατα,
γράφει: «Φευκτέον αυτούς, ως φεύγει τις από όφεως, ως αυτούς εκείνους, ή
κακείνων πολλώ δήπου χείρονας, ως χριστοκαπήλους και χριστεµπόρους»!
Ανέφερα τα όσα έλεγε και έγραφε ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, γιατί
αδικήθηκε και «κακοποιήθηκε» από µερικούς Συνέδρους στην «Αγία και
Μεγάλη Σύνοδο».
*
Πριν τελειώσω τις πρώτες συνοπτικές παρατηρήσεις µου από την
πρόσφατη Σύνοδο της Κρήτης, θα ήθελα να καταθέσω δυό γενικές
επισηµάνσεις. Η πρώτη έχει σχέση µε την αυτοσυνειδησία της Συνόδου. Κατά την
διάρκεια των συζητήσεων κατατέθηκε η άποψη ότι αυτή η Σύνοδος δεν είναι
ένα Πανορθόδοξο Θεολογικό Συνέδριο, αλλά «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος».
Αυτό σηµαίνει ότι δεν συζητούνται τα θεµατα σε ένα ακαδηµαικό πλαίσιο,
αλλά ότι είναι «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» και υπέρκειται κάθε Τοπικής
Εκκλησίας οπότε οι αποφάσεις της πρέπει να επιβληθούν σε όλες τις Τοπικές
Εκκλησίες.
Αυτό ακριβώς µου δηµιούργησε έντονο προβληµατισµο. Κατ’ αρχάς οι
συζητήσεις γίνονταν σε ένα πλαίσιο γενικό, ενηµερωτικό και συµβιβαστικό-
ισορροπιστικό και όχι στην ατµόσφαιρα που ενεργούσαν οι Τοπικές και οι
Οικουµενικές Σύνοδοι. Έπειτα, δεν γνωρίζω πως µπορούν να επιβληθούν
µερικές αποφάσεις της Συνόδου, τόσο στις παρούσες όσο και τις απούσες
Εκκλησίες, όταν µάλιστα δεν προσδιορίζονται και οι συνέπειες της µη
συµµορφώσεώς τους στις αποφάσεις αυτές. Ως γνωστόν, οι Οικουµενικές
Σύνοδοι προσδιόριζαν την ακοινωνησία, την καθαίρεση και τον αφορισµο, για
όσους δεν δέχονταν τις αποφάσεις.
Η δεύτερη επισήµανση έχει σχέση µε τον τρόπο µε τον οποίον γινόταν η
ενηµέρωση των εκτός της Συνόδου. Προσωπικά παρατήρησα ότι η ενηµέρωση
ήταν επιλεκτική, υπήρχε µια «χειραγώγηση» της ενηµέρωσης των ανθρώπων.
Τελικά, αποδεικνύεται περιτράνως ότι η Εκκλησία είναι ένας Θεανθρώπινος
οργανισµος, το Θεανθρώπινο Σωµα του Χριστού, και η ζωή αυτού του
µυστηρίου δεν µπορεί να περάση µέσα στα ασφυκτικά και στενά πλαίσια της
τέχνης και της επιστήµης της επικοινωνίας. Όποιος µάλιστα επιδιώκει να
διαχειρισθή δηµοσιογραφικά και επικοινωνιακά την όλη εκκλησιαστική ζωή
και την θεολογία της, αυτός προσβάλλει το µυστήριο της Εκκλησίας.
Όλα τα ανωτέρω εγράφησαν µε σύντοµο τρόπο, χωρίς να εξαντλήται το
θεµα σε αυτά.