Ημερίδα με θέμα: «Εκκλησία και Εκπαίδευση στη Σύγχρονη Ελλάδα», πραγματοποιήθηκε με επιτυχία, από την Ιερά Μητρόπολη Μεσσηνίας και το Γραφείο Σχολικών Δραστηριοτήτων της Διεύθυνσης Β΄ Βάθμιας Εκπαίδευσης Μεσσηνίας, το Σάββατο 11 Ιανουαρίου στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Καλαμάτας.
Ομιλιτές της εκδήλωσης ήταν ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος με θέμα: «Εκκλησία και εκπαίδευση σε συναλληλία και συνεργασία», ο κ. Γεώργιος Πρίντζιπας, Ιστορικός-Ερευνητής με θέμα: «Η προσφορά της Εκκλησίας στην Παιδεία του Γένους και στην Εκπαίδευση», ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Αθανάσιος Χαντζής με θέμα: «Οι σχέσεις των νέων με την Εκκλησία σήμερα» και ο θεολόγος Ιωάννης Μπουγάς, με θέμα: «Η Εκκλησία και το μάθημα των Θρησκευτικών. Μία πορεία λόγου και αντιλόγου».
Την ημερίδα συντόνισε ο υπεύθυνος του Γραφείου Σχολικών Δραστηριοτήτων της Δ/νσης Β΄ Βάθμιας Μεσσηνίας, καθηγητής Μάριος Αθανασόπουλος.
Στην ημερίδα παρευρέθηκαν ο αντιπεριφερειάρχης Μεσσηνίας Π. Αλευράς, οι δήμαρχοι Καλαμάτας Π. Νίκας και Μεσσήνης Ε. Αναστασόπουλος, ο περιφ. Δ/ντης εκπαίδευσης Π. Μισθός, οι διευθυντές εκπαίδευσης του νομού Ι. Πλατάρος και Ν. Κλάδης, ο πρόεδρος του επιμελητηρίου Δ. Μανιάτης, καθώς και εκπρόσωποι των τοπικών στρατιωτικών αρχών.
Μεταξύ άλλων οι εισηγητές της ανωτέρω ημερίδος ανέφεραν:
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος:
Εκκλησία και Εκπαίδευση σε συναλληλία και συνεργασία
Στη διαλεκτική διαδικασία για τα θέματα της Εκπαίδευσης παρουσιάζονται στις συζητήσεις τα ερωτήματα, «Η Εκκλησία, με τον επίσημο και θεσμικό τρόπο έκφρασής της, δηλ. μέσα από τη συνοδική οδό και διαδικασία, έχει τη δυνατότητα να συμμετάσχει σε όλον αυτόν τον διάλογο;
Δικαιούται, όπως και πολλοί άλλοι φορείς, όχι μόνο εκπαιδευτικοί και σχολικοί, αλλά και εξωσχολικοί, έμμεσα σχετιζόμενοι με τα θέματα της εκπαίδευσης και των σχολικών μονάδων, να εκφέρει άποψη αν όχι εφ’ όλης της ύλης και της διαδικασίας εκπόνησης του νέου Προγράμματος Σπουδών, τουλάχιστον κατά το ποσοστό που την αφορά ως προς τη διδασκαλία και το περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών;».
Κάθε προσπάθεια καταφατικής απάντησης στα παραπάνω ερωτήματα θα πρέπει να κινηθεί μακράν από κάθε θεώρηση νομοθετικής-συνταγματικής κατοχύρωσης της έννοιας της θρησκευτικής ελευθερίας, των ατομικών δικαιωμάτων, της θρησκευτικής διαπαιδαγώγισης των νέων, της καλλιέργειας της θρησκευτικής συνειδήσεως των νεοελλήνων, γιατί κάθε τι το νομοθετικό είναι είτε ανεφάρμοστο, είτε ευμετάβλητο, και στο τέλος η οποιαδήποτε προσπάθεια επίδρασης η διεκδίκησης οδηγείται σε αδιέξοδο η περιθωριοποίηση του όλου ζητήματος.
Επιπλέον η επίκληση ιστορικών αναφορών έχει πλέον καταστεί αποδυναμωμένη, μέσα από μία «προσπάθεια» επάνερμηνείας η επαναδιαμόρφωσης της ιστορίας ένεκα του προοδευτισμού.
Η οποιαδήποτε λοιπόν προσπάθεια ανάπτυξης επιχείρηματολογίας επί των δυό παραπάνω επιχειρημάτων αποδεικνύεται αδύναμος η ανασφαλής.
Καί το ερώτημα παραμένει επίκαιρο:
«Τελικά είναι δυνατόν Εκκλησία και Εκπαίδευση να πετύχούν μία μορφή συνεργασίας, συναντίληψης και συνάλληλίας;».
Η απάντηση, θετική η αρνητική, στα πλαίσια αυτής της διαλεκτικής σχέσης και μάλιστα στην προοπτική της συμπληρωματικότητας, της επικουρικότητας και όχι της αντιθετικότητας, θα εξαρτηθή από το περιεχόμενο των όρων και των προϋποθέσεων, τις οποίες θέτει η Εκκλησία, στην διαλεκτική της με την Ελληνική Πολιτεία, και οι οποίες καθορίζουν και το πλαίσιο της οποιασδήποτε συνεργασίας στο επίπεδο κυρίως της Εκπαίδευσης.
Ας προσεγγίσουμε λοιπόν τους όρους αυτούς, όπως η Εκκλησία τους προσδιορίζει και τους περιγράφει:
α) Γιά την Εκκλησία πρωτεύον όρος είναι ο ανθρωπολογικός. Είναι γνωστόν ότι η άσκηση και η ανάπτυξη όλων των πλευρών της προσωπικότητος των διδασκομένων, οι οποίες έχουν σχέση μόνον με την γνώσην, συνιστούν την αγωγήν, η οποία όμως συνδέεται άμεσα και με τον πολιτισμόν και με την γενικοτέραν καλλιέργειαν του διδασκομένου ως ατόμου. Έτσι λοιπόν ένα μάθημα πρέπει να στοχεύει όχι μόνο στην παροχήν γνώσεων αλλά και στην υπόδειξιν κριτηρίων και όρων, με σκοπόν την καλλιέργειαν και την αναπτυξην ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων, ενώ παραλλήλως θα πρέπει να επιδιώκει ώστε να συμβάλη εις την διάπλασιν και διαμόρφωσιν του χαρακτήρος του ατόμου (ηθική), στα πλαίσια ενός γενικότερου εκπαιδευτικού συστήματος, στο οποίο θα πρέπει να εντάσσεται και το ΜτΘ. Δηλαδή όπως όλα τα μαθήματα της ανθρωπιστικής κατευθύνσεως, δεν δύναται να προσβλέπη στην παροχή και μόνο απλών γνώσεων, καθιστάμενον έτσι μουσειακό αντικείμενο γνώσεων, αλλά αντιθέτως να συνδέεται με την ίδιαν την ζωήν και να συμβάλη στην ανάπτυξη της κοινωνίας και της πνευματικής συνείδησης των διδασκομένων, ως πολιτών και συγχρόνως μελών της Ελληνικής Κοινωνίας.
β) Η Εκκλησία, κατά καιρούς, έχει πρωτοστατήσει σε πρωτοποριακά βήματα για την επίτευξη μιάς εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης συγχρόνως όμως δηλώνει ότι δεν μπορεί να αποδεχθεί ότι η μεταρρύθμιση αυτή θα εξυπηρετεί σκοπιμότητες οποιωνδήποτε μεταρρυθμιστών η των εισηγητών τους. Η οποιαδήποτε μεταρρύθμιση δεν μπορεί να εξυπηρετεί ιδεολογι-κούς προσανατολισμούς, γιατί τα θέματα της Παιδείας δεν μπορεί να είναι ιδεολογικά.
γ) Η Εκκλησία δεν μπορεί να παραθεωρήσει τα σύγχρονα εκπαιδευτικά, διδακτικά και παιδαγωγικά επιστημονικά δεδομένα, κυρίως ως προς την μέθοδο, στα οποία ωφείλουν να προσαρμόζονται, τα αναλυτικά προγράμματα, ώστε να είναι και χρηστικά και συγχρόνως να συμβάλλουν αποδοτικότερα στους επιδιωκόμενους σκοπούς μιάς ολοκληρωμένης παροχής παιδείας.
δ) Η Εκκλησία δεν είναι αντίθετη στο πνεύμα και στην αναγκαιότητα μιάς εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Η αντίθεσή της προσανατολίζεται στον τρόπο και στους σκοπούς που θα εξυπηρετεί η κάθε μορφή μεταρρύθμισης και κυρίως να μην αλλοιώνει το περιεχόμενο και την προοπτική του ανθρωπίνου προσώπου και μάλιστα με την υπόδειξη αλλοιωμένων ανθρωπολογικών προτύπων και ηθικώς παραμορφωμένων.
Με βάση τους παραπάνω όρους νομίζω ότι η Εκκλησία μπορεί να συνεργαστεί αλληλέγγυα και συνάλληλα σε όλα τα σημαντικά θέματα της εκπαίδευσης, όπως άλλωστε έκανε και σε κάθε άλλη εποχή. Αυτό επιβεβαιώνει το πόσο σημαντικό θεωρούσε και θεωρεί το χώρο της εκπαίδευσης για τον άνθρωπο και την ανθρώπινη κοινωνία, καθώς και τον τρόπο με τον οποίον πιστεύει ότι είναι δυνατόν να καταστεί χρήσιμη σε όλη τη διαδικασία της αγωγής των νέων, γεγονός το οποίο οριοθετεί και συμβάλλει ουσιαστικά και εποικοδομητικά στην υλοποίηση και πραγμάτωση των άμεσων και έμμεσων σκοπών της εκπαίδευσης.
Εάν η Ελληνική Πολιτεία δεν κατανοήσει αυτήν τη βαθύτερη μορφή συνεργασίας που επιδιώκει η Εκκλησία, στα θέματα της εκπαίδευσης, και μάλιστα με πνεύμα συναλληλίας και συναντίληψης, τότε θα αναπτυχθούν μέσα στον κοινωνικό ιστό νέα εκπαιδευτικά μορφώματα από ακραίες πολιτικές κοινότη-τες και ομάδες, οι οποίες με τη «σημαία» της λεγόμενης παροχής εκπαίδευσης και υπό τον τίτλο «Διάπλασης των νέων», θα υποκαταστήσουν αφενός την έννοια της πραγματικής εκπαί-δευσης και αφετέρου θα αλλοτριώσουν ηθικά και ανθρωπολογικά τον ίδιο τον σκοπό και την προοπική της όλης εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να καταθέσω και ορισμένες σκέψεις και για το ΜτΘ. Με βάση τον γενικόν επιδιωκόμενον σκοπόν της παιδείας και των μαθημάτων το ΜτΘ είναι που επιβάλλει και την αναγκαιότητά του και το κοινόν για όλους τους μαθητάς αλλά και το απαραίτητο σε όλα τα αναλυτικά προγράμματα όλων των τάξεων της πρωτοβαθμίου και δευτε-ροβαθμίου εκπαίδευσης (υποχρεωτικότητα και όχι προαιρετι-κότητα), γιατί παρέχονται γνώσεις, οι οποίες θα στηρίζουν και θα αφορούν την εξοικείωση του διδασκομένου με τα στοιχεία εκείνα, τα οποία συγκροτούν και δομούν την πολιτισμική κληρονομία και πολιτιστική παράδοσι των Ελλήνων, οι οποίες μαζί με τα ιδιάζοντα στοιχεία της Ορθοδόξου παράδοσης διεμόρφωσαν την ταυτότητα του Έλληνος γένους, χωρίς συγ-χρόνως να παραθεωρείται και η ιστορική παρουσία και των άλλων Ομολογιών και Θρησκευτικών Κοινοτήτων.
Η διδακτική αυτή αφενός μεν δίδει εις τον διδασκόμενον την απόκτησιν γνώσεων (ιστορικών και ιδεολογικών), αφετέρου δε τον προσανατολίζει, στα πλαίσια της εγκυκλίου θρησκευτικής εκπαιδεύ-σεως, να προσεγγίση τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής, της υπάρξεως και της ηθικής της ανθρωπίνης κοινωνίας, στα πλαίσια του ευρύτερου πολιτιστικού ορίζοντος του συγχρόνου κόσμου στον οποίον πλέον ζούν και οι διδασκόμενοι της Χώρας μας.
Υπ’ αυτήν την προοπτικήν, μέσα από την ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία και το αναλυτικό πρόγραμμα, θα αναδειχθή και η ειδοποιός διαφορά αλλά και η συμβολή της Ορθοδόξου Παραδόσεως και του Ελληνικού Πολιτισμού για τη ζωή και την κοινωνία. Με βάση τον συγκεκριμένον χαρακτήρα επιτυγ-χάνεται αφενός η υποχρεωτικότητα του ΜτΘ στον κορμόν των υποχρεωτικών μαθημάτων του σχολικού προγράμματος, αφε-τέρου αποκλείεται η θεώρηση του μαθήματος υπό τον μανδύα μιάς ομολογιακής μονομερείας η μιάς απλής θρησκειολογικής πληροφορήσεως. Εάν ισχύσουν τα στοιχεία ενός ομολογιακού η θρησκειολογικού χαρακτήρα στο ΜτΘ αυτά θα ωδηγηθούμε στην επιβολήν της προαιρετικότητος του μαθήματος και θα επιβληθεί η παρουσία, εντός της αίθουσας διδασκαλίας και διδασκόντων άλλων Ομολογιών και Θρησκειών.
Ο ιστορικός-ερευνητής κ.Γεώργιος Πρίντζιπας: (παρατίθεται περίληψη της εισηγήσεώς του)
Η προσφορά της Εκκλησίας στην παιδεία του γένους και στην εκπαίδευση.
Η εισήγηση αναφέρθηκε στην μετά την Άλωση προσπάθεια της Εκκλησίας για την αναβίωση της Παιδείας, την επανα-λειτουργία της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε ένα περιβάλλον καταστροφής και δουλείας. Το έργο αυτό το ανέλαβε η Εκκλησία, στα πλαίσια της Εθναρχίας, ως ο μόνος επιζών οργανωμένος θεσμός του υπόδουλου πλέον Γένους, αξιοποιώντας τις δυνάμεις που είχαν επιβιώσει τόσο μετά την καταστροφή, όσο και μετά τη φυγή των Λογίων και των Δασκάλων στη Δύση.
Την πρώτη προσπάθεια ανέλαβε ο πρώτος μετά την Άλωση Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος, ο οποίος αμέσως μετά την ενθρόνισή του (6 Ιανουαρίου 1454) ίδρυσε την Πατριαρχική Ακαδημία που έγινε το πρότυπο για τη λειτουργία άλλων ανάλογων Ακαδημιών στον τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο. Παράλληλα με την Πατριαρχική Ακαδημία αρχίζει να λειτουργεί, ως παράρτημά της, η Σχολή Μανωλάκη με τρεις εκπαιδευτικές βαθμίδες, Κοινά Γράμματα, Εγκυκλοπαιδεία, Θεολογία – Φιλοσοφία. Στις σχολές αυτές συγκεντρώνεται το ενυπάρχον διδασκαλικό δυναμικό, ενώ επιστρέφουν μερικοί από τους δασκάλους που είχαν καταφύγει στη Δύση, κυρίως στη Βενετία. Έτσι στον 16ο αιώνα αρχίζει επιτέλους να δημιουργείται μια πρώτη αξιόλογη κίνηση, οι καρποί της οποίας θα φανούν τον επόμενο αιώνα. Σ’ αυτό συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό η απόφαση της Ιεράς Συνόδου του 1593, επί Πατριάρχη Ιερεμία του Τρανού, σύμφωνα με την οποία κάθε μητροπολίτης όφειλε να λάβει πρόνοια για την ίδρυση και λειτουργία σχολείων στην επαρχία του.
Η απόφαση αυτή βρήκε ανταπόκριση από τους εκκλησια-στικούς παράγοντες κι έτσι η Εκκλησία πρωτοστάτησε στην λειτουργία σχολείων, κυρίως κατώτερης βαθμίδας, που συ-ντομα απέκτησαν μεγάλη διάδοση. Τα σχολεία που ιδρύθηκαν στεγάστηκαν στους νάρθηκες των εκκλησιών, στις μονές, αλλά και στις επισκοπές. Ως διδακτικά βιβλία χρησιμοποιήθηκαν τα λειτουργικά βιβλία και ως δάσκαλοι οι κατά κανόνα ολιγο-γράμματοι ιερείς και μοναχοί. Αλλά και αργότερα, μετά τον 17ο αι., όταν η οργάνωση της Παιδείας έλαβε μεγαλύτερη επιμέλεια, οι δάσκαλοι αυξήθηκαν και ο αριθμός των μαθητών μεγάλωσε, τα νέα σχολεία συνέχισαν να λειτουργούν σε εκκλησιαστικούς χώρους και ταυτόχρονα αναπτύχθηκε η κοινοβιακή διαβίωση των μαθητών σε σύνδεσμο με τη λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας , ώστε ορθά να υποστηρίζει ο Μ. Γεδεών ότι « πάσαι αι σχολαί έζων και ελειτούργουν πλησίον η εντός της περιοχής των ναών».
Βεβαίως οι καταστάσεις δεν ήταν ιδανικές και τα προβλήματα ανεφύησαν κατά καιρούς, κυρίως με την εμφάνιση του λεγόμενου Διαφωτισμού, οπότε έγινε εμφανής ο ιδεολογικός δυισμός που κυοφορείτο στα σπλάχνα του Γένους. Στη διαμάχη που ξέσπασε ανάμεσα στους παραδοσιακούς δασκάλους και τους νεωτεριστές αναπτύχθηκαν πολλά προσωπικά στοιχεία ενώ η Εκκλησία απέφυγε να λάβει συνοδικές αποφάσεις και να δώσει ένα θεσμικό στίγμα στη διαμάχη, ενώ οι δάσκαλοι των νέων μαθημάτων ήταν τις περισσότερες φορές κληρικοί, οι οποίοι εκκλησιαστικά δεν εθίγησαν, κάποιοι μάλιστα προήχθη-σαν σε επισκόπους.
Ο Αιδεσ. π. Αθανάσιος Χατζής, Θεολόγος:
«Ο ρόλος της Εκκλησίας στην εκπαίδευση και στην κοινωνία τούμέλλοντος».
Η Εκκλησία σήμερα – ίσως όσο ποτέ άλλοτε – προσπαθεί να καλύψει τις στοιχειώδεις ανάγκες των νέων τόσο τις ψυχικές – πνευματικές – όσο και τις πρακτικές. Έχει στο δυναμικό της κατά κανόνα αληθινούς Πατέρες – Πνευματικούς που λειτουργούν το μυστήριο της θεολογίας με εκκλησιαστική συνεί-δηση, που δεν εμπορεύονται την πίστη η τις υπαρξιακές αγωνίες των νέων, που δεν τρομοκρατούν, αλλά αναπαύουν τις ψυχές τους, που συμπάσχουν που συμπονούν, ενδιαφέρονται και δέχονται τους νέους όπως είναι.
Κυρίως όμως η Εκκλησία εντρυφά τους νέους σε έναν άλλο αντισυμβατικό για τα μέτρα του κόσμου, τρόπο ζωής, όπου δεν χωρούν ούτε καταθλιπτικά φαινόμενα ούτε απονενοημένες πράξεις, (αυτοκτονίες, ναρκωτικά, εξαρτήσεις…) όπου ο νέος χαίρεται τη ζωή του μέσα από αυτά που έχει, και όχι από αυτά που θα ήθελε να έχει αλλά δεν μπορεί να έχει, που επενδύει την ζωή του σε αξίες που ποτέ μα ποτέ κανείς δεν θα μπορέσει να του αφαιρέσσει…
Βέβαια τα παιδιά μας σήμερα έχουν μια εικόνα για την Εκκλησία που αδικεί τόσο τα ίδια όσο και την Εκκλησία. Πρώτα – πρώτα αδυνατούν να κατανοήσουν ότι Εκκλησία δεν είναι το ιερατείο, – βέβαια κάποιοι έτσι τους δίδαξαν – δεν είναι ο χώρος των «μη» και των «πρέπει», της αυτονομημένης ηθικής και στείρας καθηκοντολογίας. Αδυνατούν να κατανοήσουν ότι η Εκκλησία δεν είναι μια θρησκεία έστω και η καλύτερη μέσα στις άλλες θρησκείες, αλλά ότι είναι μια άλλη πρόταση ζωής εκλεκτού κάλλους απογυμνωμένης από το έρεβος του θανάτου μπολιασμένης και λουσμένης μέσα στο φως και τη χαρά της Αναστάσεως. Οι νέοι μας σήμερα δυστυχώς (παρά τις ευοίωνες κατά καιρούς δημοσκοπήσεις) κατά βάθος αισθάνονται αποξε-νωμένοι από την Εκκλησία. Η λέξη Εκκλησία στη συνείδησή τους ταυτίζεται με ένα κοινωνικό θεσμό παροχής υπηρεσιών όπως π.χ. το Ι.Κ.Α. και όχι με έναν Θεανθρώπινο οργανισμό…
Οι νέοι μας θα παραμένουν επιφυλακτικοί απέναντι στην Εκκλησία, όσο η ποιμαίνουσα Εκκλησία δεν επιθυμεί να προσαρμοσθεί στις απαιτήσεις των καιρών, και κυρίως όσο η υπερβολική συντηρητικότητα και ο ζηλωτισμός των υπευθύνων της απομονώνει τους νέους οι οποίοι θέλουν μια Εκκλησία ζωντανή, μια Εκκλησία που να πρωτοπορεί, μια Εκκλησία όπου θα βιώνουν την ελευθερία, όχι ως μια έκφραση ασυδο-σίας, αλλά ως γεγονός αποδοχής, θυσίας και σεβασμού του «άλλου».
Ο Θεολόγος – Διδάκτωρ Νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας κ. Ιωάννης Μπουγάς:
Η Εκκλησία και το μάθημα των Θρησκευτικών. Μία πορεία λόγου και αντιλόγου.
Έτσι λοιπόν το περιεχόμενο της διδασκαλίας του μαθήματος θα μπορούσε να είναι μη ομολογιακό και συγκεκριμένα η μελέτη των πέντε μεγάλων Θρησκειών: του Χριστιανισμού, του Ισλαμισμού, του Ιουδαισμού, Ινδουισμού και του Βουδισμού ως πρώτος κύκλος πιθανώς στις δυό πρώτες τάξεις του Γυμνασίου με έμφαση στην ιστορική διαδρομή των Θρησκειών και σε βασικές διδασκαλίες τους, χωρίς βεβαίως να υπάρχει άξιολογική κρίση, αλλά αντιθέτως το θρησκευτικό μάθημα καλεί-ταί στην σημερινή πολυπολιτισμική, όσο ποτέ άλλοτε, εποχή κατά την οποία τα θρησκευτικά πάθη εντείνονται ακόμη και στην Ευρώπη, να διδάξει αντικειμενικά τις άλλες θρησκευτικές απόψεις.
Ο τρεις μεγάλες χριστιανικές ομολογίες του Ρωμαιοκαθολι-κισμού του Προτεσταντισμού, της Ορθοδοξίας και σημαντικά κείμενα αυτών με ερμηνεία τους στην σύγχρονη πραγματι-κότητα θα μπορούσαν να διδάσκονται στις επόμενες δύο τάξεις Γ’ Γυμνασίου και Α’ Λυκείου όπως και μεγάλες θρησκευτικές προσωπικότητες, αλλά και θέσεις των Θρησκειών για την οικο-λογική κρίση, τα κοινωνικά προβλήματα, την χρήση της τεχνο-λογίας, την ειρηνική συνύπαρξη των λαών, την τέχνη, την επι-στήμη, την αντιμετώπιση ολοκληρωτικών ιδεολογιών κ.α.
Στις επόμενες δύο τελευταίες τάξεις είναι δυνατόν να διδά-σκονται, τα πορίσματα των διαθρησκειακών, διαχριστιανικών διάλογων σε όλους πάντα τους μαθητές διαφόρων θρησκευ-τικών κοινοτήτων και ομολογιών, με την μέθοδο της ερευνη-τικής εργασίας και με ομαδοσυνεργατικό τρόπο, καθώς και οι διάφορες διδασκαλίες περί ηθικής.
Άλλη πρόταση είναι να διδάσκεται σε μαθητές διαφορετικών ομολογιών και άθεων η αγνωστικιστών σε μικτές τάξεις όπως είναι σε χώρες της Ευρώπης…
Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι ήδη υπάρχει και βιβλίο, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως εγχειρίδιο για τα κοινά αυτά μαθήματα και είναι: «Το Λεξικό του Διαλόγου» που κυκλοφορεί στα γερμανικά και σύντομα στα τουρκικά. Γιά πρώτη φορά χριστιανοί και μουσουλμάνοι επιστήμονες σύντάσσουν ένα λεξικό θρησκευτικών όρων και για τις δύο θρησκείες που δεν απευθύνεται μόνο σε ειδικούς αλλά και σε μάθητές και εκπαιδευτικούς.
Αφού όμως πρέπει –με συνταγματική επιταγή- να διδάσκονται στα σχολεία και τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης παράδοσης τότε να γίνεται και το ομολογιακό μάθημα, όχι όμως ομολογιακό μόνο για ορθοδόξους αλλά για όλες τις ομολογίες και όλες τις θρησκείες, καθώς επίσης να υπάρχει η εναλλακτική λύση για τους αθέους και αγνωστικιστές. Αυτό το μάθημα θα μπορούσε να είναι κατ΄ επιλογήν υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές ανάλογα με την θρησκευτική η μη πεποίθηση του καθενός εφόσον βέβαιά το επιθυμούν οι ίδιοι και οι γονείς τους.
Το ελληνικό σχολείο σήμερα έχει την τεχνογνωσία αλλά και την εμπειρία να παράσχει μαθήματα επιλογής και εδώ θα μπορούσε να υπάρξει αρμονική συνεργασία για το ορθόδοξο επιλεγόμενο μάθημα με τις κατά τόπους Μητρο-πόλεις προκειμένου να διδάσκεται η ορθόδοξη πίστη αλλά και να επιλέγονται οι Θεολόγοι διδάσκοντες με την σύμφωνη γνώμη του οικείου Επισκόπου, γιατί πολύ απλά σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία, δικά του λογικά ποίμνια κατηχούν, τα οποία, αυτός ο Επίσκοπος, οδηγεί στην σωτηρία…
Πέραν όμως από όλες αυτές τις αντιθέσεις η συνθέσεις των διαφόρων απόψεων για το θρησκευτικό μάθημα ως μέλη του εκκλησιαστικού ευχαριστιακού σώματος, πρέπει να επιδιώκουμε την εκκλησιοποίηση του μαθήματος- γιατί όχι και όλων των μαθημάτων του σχολείου – είτε με την μορφή που προτείνει το νέο Πρόγραμμα Σπουδών, είτε με την προαιρετική ομολογιακή μορφή, ακόμη και με την θρησκειολογική, εφόσον το μάθημα διδάσκεται σε μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας βαπτισμένα και χρισμένα αλλά και από μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Εκκλησιοποίηση, δηλαδή συνέχεια της Θείας Λειτουργίας μετά την Θεία Λειτουργία, συνέχεια της ευχαριστιακής ζωής μετά την Θεία Ευχαριστία. Το μάθημα ως προς το περιεχόμενο, την διδασκαλία να μετατραπεί σε διακονία, όπου μήτε ο λόγος μήτε ο αντίλογος κυριαρχεί αλλά «υπηρετείται», στο πρόσωπο κάθε μαθητή ο Λόγος-Χριστός.
Αυτή είναι η πρόταση, την οποία κομίζει το εκκλησιαστικό μάθημα των Θρησκευτικών για την δημιουργία του οράματος, που απουσιάζει από την σημερινή εκπαίδευση στον τόπο που παροικούμε, την απάντηση στο ερώτημα «ποιόν» άνθρωπο θέλει να δημιουργήσει το εκπαιδευτικό σύστημα. Τον άνθρωπο του διαλόγου, της ενότητας, της μετάνοιας, τον άνθρωπο που ευχαριστεί, τον άνθρωπο που δεν αρκείται στον αμοιβαίο έρωτα με τον Χριστό αλλά τον αναζητά συνεχώς, στο πρόσωπο του αδελφού του εις τους αιώνας των αιώνων.
Φωτογραφίες: Γιώργος Τσερεφός